Ερμηνεία

2. Στον παρόντα Νόμο, εκτός αν από το κείμενο προκύπτει διαφορετική έννοια –

«Αρχή» έχει την έννοια που αποδίδεται στον όρο αυτό από τους περί Αρχής Λιμένων Κύπρου Νόμους του 1973 μέχρι 2006.

«βασικός μισθός» σημαίνει το μισθό που ο υπάλληλος δικαιούται να παίρνει με βάση την καθορισμένη μισθοδοτική κλίμακα της θέσης που κατέχει και περιλαμβάνει τις αυξήσεις των μισθών που παραχωρήθηκαν δυνάμει -

(i) των περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Αύξησις των Μισθών και Αναδιάρθρωσις του Μισθολογίου και των Θέσεων) Κανονισμών του 1982˙

(ii) των περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Αύξηση των Μισθών των Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1987˙

(iii) των περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Αύξηση των Μισθών των Υπαλλήλων) Κανονισμών του 1991˙

(iv) του Τροποποιητικού (Αρ. 2) του περί Προϋπολογισμού της Αρχής Λιμένων Κύπρου Νόμου του 1993, Νόμου του 1994˙

(v) του περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Αύξηση των Μισθών των Υπαλλήλων) Νόμου του 1997˙

(vi) του περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Αύξηση των Μισθών των Υπαλλήλων) Νόμου του 2000˙ και

(vii) του περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Αύξηση των Μισθών των Υπαλλήλων) Νόμου του 2003˙

«υπάλληλος» σημαίνει κάθε πρόσωπο που υπηρετεί στην Αρχή έναντι θέσης.