22.-(1) Το Διοικητικό Συμβούλιο δύναται να διορίζει υπαλλήλους του Συμβουλίου, οι οποίοι διενεργούν τον έλεγχο της τήρησης των διατάξεων του παρόντος Νόμου, των δυνάμει αυτού εκδιδομένων Κανονισμών και των εκάστοτε ισχύοντων Κανονισμών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας αναφορικά με τον αμπελοοινικό τομέα και οι οποίοι στο εξής θα καλούνται “επιθεωρητές”.
(2) Κάθε επιθεωρητής κατά την άσκηση των εξουσιών του δυνάμει του παρόντος Νόμου έχει στην κατοχή του αποδεικτικό της ιδιότητάς του για την άσκηση των εν λόγω καθηκόντων του και ειδικότερα δύναται να:
(α) Εισέρχεται σε εύλογο χρόνο σε υποστατικά, εγκαταστάσεις και αμπέλια με σκοπό τη συλλογή πληροφοριών, την έρευνα και την επιθεώρηση αναφορικά με θέματα που εμπίπτουν εντός των αρμοδιοτήτων του Συμβουλίου, για τακτικούς ελέγχους και ελέγχους όπου υπάρχουν εύλογες υποψίες για παράβαση του παρόντος Νόμου, των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού και των σχετικών Κανονισμών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας·
(β) ελέγχει τα βιβλία και συνοδευτικά έγγραφα των ελεγχομένων μονάδων στα οποία είναι καταχωρημένες οι αναγκαίες πληροφορίες για την διενέργεια των απαιτούμενων ελέγχων σύμφωνα με τον παρόντα Νόμο και τους Κανονισμούς που εκδίδονται δυνάμει αυτού και τους σχετικούς Κανονισμούς της Ευρωπαϊκής Κοινότητας·
(γ) λαμβάνει φωτοαντίγραφα ή αποσπάσματα των βιβλίων και συνοδευτικών εγγράφων που αναφέρονται στην παράγραφο (β)·
(δ) ζητεί επί τόπου προφορικές εξηγήσεις από τους ιδιοκτήτες των εγκαταστάσεων, υποστατικών ή αμπελιών στους οποίους διενεργεί ελέγχους ή από τους νόμιμους εκπροσώπους των.
(ε) ερευνά μεταφορικά μέσα, εφόσον έχει εύλογες υποψίες ότι χρησιμοποιούνται κατά παράβαση του παρόντος Νόμου, των Κανονισμών που εκδίδονται δυνάμει αυτού και των σχετικών Κανονισμών της Ευρωπαϊκής Κοινότητας.
(στ) επιθεωρεί αμπελοοινικά προϊόντα και λαμβάνει δείγματα αυτών προς έλεγχο.
(ζ) συνοδεύεται κατά τη διενέργεια των ελέγχων και επιθεωρήσεων από αρμόδιους λειτουργούς της Επιτροπής των Ευρωπαϊκών Κοινότητων.
(3) Για την αποτελεσματικότερη άσκηση των εξουσιών τους οι επιθεωρητές δύνανται να επικαλούνται και να χρησιμοποιούν τη συνδρομή της Αστυνομίας ή και άλλων υπηρεσιών της Δημοκρατίας.
(4) Πρόσωπο που παρεμποδίζει τους υπαλλήλους του Συμβουλίου στην εκτέλεση των καθηκόντων τους σύμφωνα με τα εδάφια (1) και (2) ή παρέχει ανακριβή ή ψευδή στοιχεία και πληροφορίες ή παρεμποδίζει με οποιονδήποτε άλλον τρόπο το έργο τους, είναι ένοχος αδικήματος και σε περίπτωση καταδίκης του υπόκειται σε ποινή φυλάκισης που δεν υπερβαίνει τους 12 μήνες ή σε χρηματική ποινή που δεν υπερβαίνει τις 2000 λίρες ή και στις δύο αυτές ποινές.