ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2009) 4 ΑΑΔ 278

ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                             (Συνεκδικαζόμενες Υποθέσεις

Αρ. 409/2007 και 410/2007)

 

12 Μαΐου, 2009

 

[ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ/στής]

 

(Υπόθεση Αρ. 409/2007)

Π.Ε.Α.Λ. «Ο ΚΛΑΡΙΟΣ» ΛΤΔ.,

Αιτητές,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΑΔΕΙΩΝ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

(Υπόθεση Αρ. 410/2007)

Π.Ε.Α.Λ. «Ο ΚΛΑΡΙΟΣ» ΛΤΔ.,

Αιτητές,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗΣ ΑΡΧΗΣ ΑΔΕΙΩΝ,

Καθ΄ων  η Αίτηση.

 

 

 

 

Ι. Νικολάου, για τους δύο Αιτητές και στις δύο προσφυγές.

Μ. Χατζηγεωργίου (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.

Α. Σ. Αγγελίδης, για τα Ενδιαφερόμενα Μέρη και στις δύο προσφυγές (Κώστα Στυλλή και Μαρίκα Ζήνωνος).

 

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΕΡΩΤΟΚΡΙΤΟΥ, Δ.:  Τα γεγονότα των δύο προσφυγών είναι περίπλοκα, λόγω της μακράς προϊστορίας του θέματος και των πολλών προσφυγών που καταχωρίστηκαν.  Για να γίνουν καλύτερα κατανοητά, θεωρώ αναγκαίο να αναφερθώ στο ιστορικό της επίδικης διαφοράς που αφορά στη χορήγηση αδειών αγροτικού λεωφορείου στη διαδρομή Ακάκι-Λευκωσία.  Για χάριν πληρότητας των γεγονότων, ανέτρεξα και στο φάκελο της προσφυγής 1335/00, εφόσον τα γεγονότα εκεί συνδέονται άμεσα με τις υπό εκδίκαση προσφυγές.  Θα πρέπει επίσης να σημειώσω ότι αρχικά οι συνεκδικαζόμενες προσφυγές ήταν 4, αλλά κατά τη διάρκεια της διαδικασίας αποσύρθηκαν οι 678/07 και 679/07.

 

Ο Στέλιος Μιχαήλ, κατείχε άδεια χρήσης των αγροτικών λεωφορείων LY249 και LY262.  Η άδειες έληξαν και από το 1993 δεν ανανεώθηκαν.  Κατά την τότε ορολογία της Αρχής Αδειών, τα λεωφορεία θεωρήθηκαν ότι διαγράφηκαν.  Το 1996 ο Στ. Μιχαήλ υπέβαλε αίτηση στην Αρχή Αδειών για επανεγγραφή των δύο λεωφορείων και στη συνέχεια για μεταβίβαση της άδειας χρήσης τους στην Περιφερειακή Εταιρεία Αγροτικών Λεωφορείων (Π.Ε.Α.Λ.) Σολέας-Κυπερούντας «Ο Κλάριος Λτδ.», Αιτητές, στο εξής «οι Αιτητές», στην οποία είχε πωλήσει τα λεωφορεία.

 

Παρόμοια αίτηση για επανεγγραφή διαγραμμένων αγροτικών λεωφορείων και μεταβίβαση στους Αιτητές, υπέβαλε και η Ελπίδα Χριστοδούλου, σε σχέση με 2 λεωφορεία (FW777 και CD380) τα οποία και αυτή πώλησε στους Αιτητές.  Παράλληλα, υπήρχε ενώπιον της Αρχής Αδειών και επιστολή των Αιτητών με την οποία πληροφορούσαν την Αρχή ότι μετά από σχετική συμφωνία, αγόρασαν τα 3 λεωφορεία και όλα τα δικαιώματα που απορρέουν από τις άδειες οδικής χρήσης.

 

Υποβλήθηκαν ενστάσεις από άλλους αδειούχους λεωφορειούχους της πιο πάνω διαδρομής, μεταξύ των οποίων και η Μαρίκα Ζήνωνος, η οποία ήταν ιδιοκτήτρια των λεωφορείων CV643 και KN366 και ο Κώστας Στυλλής, ο οποίος ήταν ιδιοκτήτης του λεωφορείου DR667.

 

Η Αρχή Αδειών, κατά τη συνεδρία της στις 20.11.96, εξέτασε τις πιο πάνω αιτήσεις σε συνάρτηση με τις ενστάσεις και αποφάσισε τη χορήγηση αδειών οδικής χρήσης (επανεγγραφή) και στη συνέχεια τη μεταβίβαση τους στους Αιτητές. 

Κατά της πιο πάνω απόφασης της Αρχής Αδειών, καταχωρήθηκαν από την Μαρίκα Ζήνωνος 3 Ιεραρχικές Προσφυγές στην Αναθεωρητική Αρχή Αδειών, η οποία μετά από εξέταση, τις απέρριψε και επικύρωσε την απόφαση της Αρχής Αδειών.

 

Η Μαρίκα Ζήνωνος που συνέχισε να διαφωνεί με την απόφαση, καταχώρησε στο Ανώτατο Δικαστήριο τρεις προσφυγές, την 891/97 (αναφορικά με τα 2 λεωφορεία της Ελπίδας Χριστοδούλου) και τις 892/97 και 893/97 (αναφορικά με τα 2 λεωφορεία του Στέλιου Μιχαήλ), για ακύρωση των αποφάσεων της Αναθεωρητικής Αρχής.  Το Ανώτατο Δικαστήριο, με αποφάσεις των Νικολάου, Δ. και Καλλή, Δ., δέχτηκε τις προσφυγές και ακύρωσε τις αποφάσεις της Αναθεωρητικής Αρχής.  Και οι δύο Δικαστές έκριναν ότι λόγω της διαγραφής των λεωφορείων από το 1993, αυτά έπαυσαν να είναι οχήματα δημόσιας χρήσεως μέσα στην έννοια του όρου «οχήματα δημόσιας χρήσεως».  Ως εκ τούτου, η άδεια δημόσιας χρήσης έπαυσε να συνδέεται και να σχετίζεται με «λεωφορείο δημόσιας χρήσεως», με αποτέλεσμα να μην τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 6(1), αλλά το άρθρο 8(3) του περί Ρυθμίσεως της Τροχαίας Μεταφοράς Νόμου του 1982 (Ν. 9/82).  Το Δικαστήριο θεώρησε περαιτέρω, ότι δεν απασχόλησε την αρμόδια Αρχή το ότι επρόκειτο για χορήγηση νέας άδειας, που σήμαινε ότι θα έπρεπε στην άσκηση της διακριτικής της εξουσίας, να είχε απευθύνει την προσοχή της σε ό,τι προβλέπεται στο άρθρο 8(3) του Νόμου, δηλαδή να εξετάσει και να σταθμίσει: (α) την έκταση των μεταφορικών αναγκών τις οποίες «σκοπεί να εξυπηρετήσει η αιτούμενη οδική γραμμή», (β) την ύπαρξη άλλων αδειούχων μεταφορικών επιχειρήσεων οι οποίες παρέχουν τις ίδιες υπηρεσίες στην περιοχή και του βαθμού επάρκειας και τακτικότητας των παρεχόμενων υπηρεσιών, (γ) τον βαθμό που ο Αιτητής μπορεί να παρέχει ασφαλείς και συνεχείς υπηρεσίες, (δ) την ανάγκη συντονισμού της οδικής μεταφοράς επιβατών στην περιοχή και (ε) την έκταση κατά την οποία η προτεινόμενη οδική γραμμή είναι αναγκαία ή ευκταία για το δημόσιο συμφέρον. (Βλ. Μαρίκα Ζήνωνος ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 891/97, ημερ. 30.12.1998 και Μαρίκα Ζήνωνος ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 892/97, ημερ. 29.9.1998, Μαρίκα Ζήνωνος ν. Δημοκρατίας, Υπόθ. Αρ. 893/97, ημερ. 9.2.1999).

 

Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω ακυρωτικών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου, οι άδειες οδικής χρήσης που παραχωρήθηκαν από το 1996 στους Στέλιο Μιχαήλ και Ελπίδα Χριστοδούλου, ακυρώθηκαν.  Έκτοτε (1998), αναμενόταν η επανεξέταση των αρχικών αιτήσεων, μετά που θα γινόταν η έρευνα σύμφωνα με το άρθρο 8(3) του Νόμου, όπως ήταν και το δεδικασμένο στις προσφυγές 891/97, 892/97 και 893/97.  Μάλιστα, οι Αιτητές (Εταιρεία «Ο Κλάριος Λτδ.»), ανησυχώντας για πληροφορίες που έφεραν την Μαρίκα Ζήνωνος να υποβάλλει νέα αίτηση για άδεια οδικής χρήσης, αναγκάστηκε, στις 7.5.99 να αποστείλει επιστολή στο Τμήμα Οδικών Μεταφορών, αναφέροντας τα εξής:-

 

«Διευθυντή

Τ.Ο.Μ.

Λευκωσία

 

07/05/99

 

Κύριε,

 

Έχομε πληροφορηθεί ότι η κυρία Μαρίκκα Ζήνωνα από το Ακάκι έχει υποβάλει αίτηση στην Αρχή Αδειών με την οποία ζητά όπως της παραχωρηθεί νέα άδεια οδικής χρήσης για ένα λεωφορείο 50 θέσεων για την εξυπηρέτηση των μεταφορικών αναγκών της κοινότητας Ακακίου.  Για την διαπίστωση της παραχώρησης ή όχι της άδειας αυτής, λειτουργοί του Τ.Ο.Μ., έχουν προβεί σε έρευνα της επιβατικής κίνησης, την οποία θα καταθέσουν κατά την εξέταση της αίτησης από την Αρχή Αδειών.

 

Θέλομε να σας υπενθυμίσομε ότι η εταιρεία μας κατέχει 3 άδειες οδικής χρήσης με έδρα το Ακάκι, για τις οποίες η κυρία Μαρίκα Ζήνωνα προσέφυγε στο Ανώτατο Δικαστήριο για την ακύρωση τους.  Το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε τις 3 άδειες που κατέχομε από το Ακάκι και τώρα το όλο θέμα βρίσκεται ενώπιον της Αναθεωρητικής Αρχής.

 

Επειδή πιστεύομε ότι η εταιρεία μας έχει άμεσο συμφέρον από το Ακάκι, και επειδή η παραχώρηση ακόμη μίας νέας άδειας θα επηρεάσει σημαντικά τα συμφέροντα της εταιρείας μας, παρακαλούμε όπως δώσετε εντολή στους λειτουργούς του Τ.Ο.Μ. όπως μη καταθέσουν την αίτηση της κυρίας Μαρίκκας Ζήνωνα στην Αρχή Αδειών για εξέταση, πριν ληφθεί απόφαση από την Αναθεωρητική Αρχή σχετικά με τις 3 άδειες οδικής χρήσης που κατέχει η εταιρεία μας στο Ακάκι.

 

Ταυτόχρονα παρακαλούμε όπως μας καθορίσετε συνάντηση μαζί σας για συζήτηση του όλου θέματος που για μας θεωρείται ως πάρα πολύ σοβαρό.

 

Μετά τιμής

ΠΕΑΛ

Ο Κλάριος Λτδ»

 

Παρά την πιο πάνω προειδοποίηση, τίποτε δεν φαίνεται να έγινε από πλευράς διοίκησης.  Όμως, επαληθεύτηκαν οι ανησυχίες των Αιτητών, αφού στις 20.11.98 και 6.7.99 αντίστοιχα, υποβλήθηκαν στην Αρχή Αδειών νέες αιτήσεις από την Μαρίκα Ζήνωνος και Κώστα Στυλλή, [Ενδιαφερόμενα Μέρη (ΕΜ) στην παρούσα προσφυγή], για χορήγηση νέων αδειών αγροτικού λεωφορείου στη διαδρομή Ακάκι-Λευκωσίας.  Ενιστάμενοι ήταν οι Ν. Καμένος, Ελπίδα Χριστοδούλου και οι Αιτητές (εταιρεία «Ο Κλάριος Λτδ.»).  Παρά τις ενστάσεις, οι αιτήσεις εγκρίθηκαν από την Αρχή Αδειών στις 13.10.99. 

 

Οι ενιστάμενοι καταχώρησαν ιεραρχικές προσφυγές (Αρ. 233/99, 234/99 και 238/99) για ακύρωση της απόφασης.  Η Αναθεωρητική Αρχή, με απόφαση της ημερ. 23.6.2000, κατέληξε ότι η Αρχή Αδειών όφειλε να είχε καλέσει όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη, προτού χορηγήσει τις νέες άδειες.  Θεωρώντας ότι υπήρξε κατάχρηση εξουσίας, παρέπεμψε τις υποθέσεις στην Αρχή Αδειών, την οποία και κάλεσε να εξετάσει τις εκκρεμούσες αιτήσεις μαζί με τις αιτήσεις των άλλων ενδιαφερομένων μερών, στην ίδια διαδρομή.  Το σχετικό απόσπασμα από την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής έχει ως εξής:-

 

«To εκ των ενδιαφερομένων μερών στις παρούσες προσφυγές Μαρίκα Ζήνωνος το 1997 καταχώρησε προσφυγές στο Ανώτατο Δικαστήριο εναντίον αποφάσεων της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών με τις οποίες ζητούσε την ακύρωση αποφάσεων τόσο της Αρχής Αδειών όσο και της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών στις οποίες ισχυριζόταν ότι η επανεγγραφή λεωφορείων έπρεπε να γίνει εφόσον κρίνοντο οι ανάγκες της περιοχής και ακολούθως να γίνει επανεγγραφή τούτων και να δοθούν άδειες οδικής χρήσης αίτημα το οποίο έγινε αποδεκτό από το Ανώτατο Δικαστήριο στις υποθέσεις υπ' αρ. 891/97, 892/97, 893/97 και 1001/97.  Το αίτημα της τούτο είχε γίνει αποδεκτό από το Ανώτατο Δικαστήριο.  Μετά τις σχετικές αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ενώ κατά τον ουσιώδη χρόνο άλλοι αιτητές προς την Αρχή Αδειών απέσυραν το ενδιαφέρον τους μέχρις ότου η Αρχή Αδειών επανεγράψει όλα τα διαγραμμένα λεωφορεία και αφού προβεί σε έρευνα όσον αφορά τις επιβατικές ανάγκες της περιοχής στην οποία εδόθη η άδεια στα ενδιαφερόμενα μέρη στις παρούσες προσφυγές όπου και οι ίδιοι εκδήλωναν ενδιαφέρον, η Αρχή Αδειών παραβλέποντας τις προϋπάρχουσες αιτήσεις και ενδιαφέροντα και από άλλους λεωφορειούχους χωρίς να λάβει υπόψη τούτο και χωρίς να καλέσει όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη κατά τον χρόνο που θα εξέδιδε τις σχετικές αποφάσεις για τις συγκεκριμένες διαδρομές αγνοώντας τους υπόλοιπους ενδιαφερόμενους αντί να δώσει ίση ευκαιρία σε όλους, προχώρησε στην παραχώρηση των υπό εξέταση αδειών.

 

Η Αναθεωρητική Αρχή Αδειών ενεργώντας στα πλαίσια των εξουσιών της τα οποία της δίνουν τη δυνατότητα να εξετάζει εξυπαρχής μια υπόθεση και να διεξάγει δική της έρευνα και χωρίς δέσμευση από τα οποιαδήποτε συμπεράσματα ή την απόφαση της Αρχής Αδειών και αφού έχουμε μελετήσει τα γεγονότα τα οποία περικλείουν την υπόθεση και έχουμε προβεί στη δική μας έρευνα, μελετήσαμε με προσοχή τους λόγους που επικαλείται ο προσφεύγων στις προσφυγές του τα πρακτικά και την απόφαση της Αρχής Αδειών και το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου, καταλήγουμε στο συμπέρασμα ότι η Αρχή Αδειών παρέλειψε να καλέσει τα ενδιαφερόμενα μέρη των οποίων τα λεωφορεία είχαν διαγραφεί μετά τις προαναφερθείσες υποθέσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου και αφού προβεί σε έρευνα για τις επιβατικές ανάγκες να εξετάσει ολονών τις αιτήσεις για τη χορήγηση νέων αδειών για ικανοποίηση των αναγκών, παραταύτα χωρίς τη δέουσα αιτιολογία προχώρησε στη χορήγηση άδειας στο ενδιαφερόμενο μέρος και σε άλλους, χωρίς να δίνει την ίδια ευκαιρία και σε άλλα ενδιαφερόμενα μέρη.  Θεωρώντας ότι η Αρχή Αδειών καταχράστηκε την εξουσία της και δεν έλαβε υπόψη παρόμοιες αιτήσεις άλλων ενδιαφερομένων προσώπων, παραπέμπουμε τις υποθέσεις στην Αρχή Αδειών και την καλούμε να εξετάσει τις παρούσες αιτήσεις μαζί με τις αιτήσεις άλλων ενδιαφερομένων μερών στην ίδια διαδρομή προτού εκδώσει τις συγκεκριμένες άδειες.»

 

Οι Μαρίκα Ζήνωνος και Κώστας Στυλλή, με την προσφυγή αρ. 1335/2000 προσέβαλαν την πιο πάνω απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής.  Οι Αιτητές ισχυρίζονται ότι δεν έλαβαν μέρος σ' αυτήν τη διαδικασία, επειδή δεν τους έγινε επίδοση της προσφυγής.  Το Ανώτατο Δικαστήριο στην πρωτόδικη του δικαιοδοσία, στις 22.2.02 ακύρωσε την προσβαλλόμενη πράξη με το σκεπτικό ότι:-

 

«Η προσβαλλόμενη απόφαση των καθ'ων η αίτηση είναι προϊόν πλάνης και πρέπει να ακυρωθεί.  Κατ' αρχήν δεν υπήρχαν ενώπιον της Αρχής Αδειών άλλες αιτήσεις, πλην αυτών των παρόντων αιτητών.  Περαιτέρω, ακόμα κι' αν τα ενδιαφερόμενα μέρη είχαν υποβάλει τέτοιες αιτήσεις, δεν μπορούσαν να ληφθούν υπ' όψιν, αφού οι άδειες οδικής χρήσης των λεωφορείων τους είχαν διαγραφεί από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 29.9.1998 (προσφυγή υπ' αρ. 892/97), 30.12.1998 (προσφυγές υπ' αρ. 891/97, 1001/97) και 9.2.1999 (προσφυγή υπ' αρ. 893/97).»

 

Μετά την πιο πάνω ακυρωτική απόφαση, η Αναθεωρητική Αρχή Αδειών, στα πλαίσια της ιεραρχικής προσφυγής 234/04, μετά από δική της έρευνα επανεξέτασε εξ υπαρχής τις αιτήσεις της Μαρίκας Ζήνωνος (λεωφορείο ΚΝ366) και Κώστα Στυλλή (λεωφορείο DR667).  Στα πλαίσια της επανεξέτασης κλήθηκαν και οι Αιτητές, οι οποίοι ήταν αρχικά ενιστάμενοι.  Ισχυρίστηκαν ότι για πρώτη φορά πληροφορούνταν για την ύπαρξη και το αποτέλεσμα της προσφυγής 1335/00.  Η Αναθεωρητική Αρχή, αφού εξέτασε εξ' υπαρχής τις δύο αιτήσεις των ΕΜ, ενόψει των αποφασισθέντων στην προσφυγή 1335/00, στις 12.12.06, ομόφωνα τις αποδέχτηκε και παραχώρησε τις αιτούμενες άδειες.

 

Με την παρούσα προσφυγή, οι Αιτητές (εταιρεία «Ο Κλάριος Λτδ.»), οι οποίοι ήταν ενιστάμενοι στις αρχικές αιτήσεις της Μ. Ζήνωνος και του Κ. Στυλλή, προσβάλλει την πιο πάνω απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής Αδειών, ημερ. 12.12.06.  Οι λόγοι ακύρωσης που προωθήθηκαν με τη γραπτή αγόρευση των Αιτητών, είναι:- (α) η κακή συγκρότηση της Αναθεωρητικής Αρχής, (β) πλημμελής διοικητικός φάκελος, και (γ) ότι η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη.

 

Προτού ασχοληθώ με τους λόγους ακύρωσης, θα πρέπει να επιληφθώ της προδικαστικής ένστασης που ήγειρε η δικηγόρος των καθ'ων η αίτηση στην αγόρευσή της, ότι οι Αιτητές κωλύονται λόγω δεδικασμένου να εγείρουν την παρούσα προσφυγή, με αποτέλεσμα να στερούνται εννόμου συμφέροντος.  Κατά την εισήγησή της, το Ανώτατο Δικαστήριο στην προσφυγή 1335/00, ακυρώνοντας την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής κατέληξε ότι «δεν υπήρχαν ενώπιον της Αρχής Αδειών άλλες αιτήσεις πλην αυτών» της Μαρίκας Ζήνωνος και Κώστα Στυλλή.  Αυτό, σύμφωνα με τον κ. Αγγελίδη, δημιουργεί δεδικασμένο και οι Αιτητές δεν μπορούν να θεωρηθούν ότι έχουν οποιοδήποτε έννομο συμφέρον στη χορήγηση των αδειών στο ΕΜ.

 

Από την άλλη, ο ευπαίδευτος δικηγόρος για τους Αιτητές θεωρεί την προδικαστική ένσταση αβάσιμη, αφού κατά τις 13.10.99 που η Αρχή Αδειών ενέκρινε τις 2 αιτήσεις των ΕΜ, εκκρεμούσαν και άλλες 4 αιτήσεις των Αιτητών, οι οποίες υποβλήθηκαν από το 1996 και αφορούσαν την επανεγγραφή των λεωφορείων CD380, FW777, LY249 και LY262.  Αν και οι επανεγγραφές των πιο πάνω λεωφορείων ακυρώθηκαν από το Ανώτατο Δικαστήριο, οι αιτήσεις για εγγραφή συνέχισαν να εκκρεμούν και να αναμένουν επανεξέταση ως νέες άδειες.  Όπως ανέφερε ο ευπαίδευτος δικηγόρος των Αιτητών, οι αιτήσεις των πελατών του δεν είχαν εγκαταλειφθεί, και θα έπρεπε να επανεξεταστούν μετά από νέα έρευνα ως αιτήσεις για νέες άδειες, στη βάση του άρθρου 8(3), όπως ήταν και η διαπίστωση του Δικαστηρίου στις προσφυγές 891-893/97 και 1001/97.  Σ' εκείνες τις προσφυγές, πρόσθεσε ο κ. Ιωνάς Νικολάου, στην ουσία το Δικαστήριο δέχθηκε την εισήγηση του ΕΜ στην παρούσα προσφυγή (Μαρίκας Ζήνωνος).  Παρά ταύτα, το ΕΜ αποδοκιμάζοντας την πιο πάνω θέση, κατάφερε στην προσφυγή 1335/00, ερήμην των Αιτητών, να ακυρώσει την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής και μετά από επανεξέταση να εξασφαλίσει άδεια χωρίς να ληφθούν υπόψη οι αρχικές αιτήσεις των Αιτητών, που και αυτές θα έπρεπε να θεωρηθούν ως νέες άδειες.  Σύμφωνα με το δικηγόρο των Αιτητών, από τη στιγμή που οι Αιτητές δεν ενημερώθηκαν και δεν έλαβαν γνώση για την προσφυγή 1335/00, δεν είναι δυνατό να θεωρηθούν ότι δεσμεύονται από το δεδικασμένο που προκύπτει από εκείνη την προσφυγή.  Οι Αιτητές, είπε, ενημερώθηκαν εκ των υστέρων από την Αναθεωρητική Αρχή για την ύπαρξη της απόφασης στην προσφυγή 1335/00 και γι' αυτό δεν μπορούσαν να την εφεσιβάλουν.

 

Το πρώτο θέμα που πρέπει να διευκρινιστεί, είναι κατά πόσον οι Αιτητές, η εταιρεία Κλάριος Λτδ., έλαβε μέρος ή όχι στην προσφυγή 1335/00.  Οι Αιτητές ισχυρίζονται ότι δεν έλαβαν μέρος.  Η θέση τους είναι ορθή.  Αυτό επιβεβαιώνεται και από το φάκελο της προσφυγής 1335/00.  Η προσφυγή επιδόθηκε στην Ελπίδα Χριστοδούλου και Νεόφυτο Καμένο, χωρίς όμως να διευκρινίζεται υπό ποια ιδιότητα έγινε επίδοση στον τελευταίο.

 

Σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου, δεδικασμένο υπάρχει εφόσον συντρέχουν οι όροι του, δηλαδή η ταυτότητα των προσώπων και η ταυτότητα της διαφοράς. (Βλ. Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Επαμεινώνδα Σπηλιωτόπουλου, 12η Έκδοση (2007), παράγρ. 537).  Στην προκειμένη περίπτωση, ο πρώτος όρος δεν συντρέχει, αφού οι Αιτητές, οι οποίοι σαφώς είχαν συμφέρον, δεν έλαβαν μέρος στη διαδικασία της προσφυγής 1335/00.  Συνεπώς η προδικαστική ένσταση ότι οι Αιτητές κωλύονται λόγω δεδικασμένου, να εγείρουν τις δύο προσφυγές, δεν ευσταθεί.

 

Όμως, και διαφορετική να ήταν η κατάληξη μου, η προδικαστική ένσταση δεν θα ευσταθούσε και για ένα άλλο λόγο ο οποίος άπτεται της ουσίας της απόφασης του Δικαστηρίου στην προσφυγή 1335/00.  Τα όσα διαπιστώνονται στην πιο πάνω απόφαση, αναφορικά με την ύπαρξη ή όχι άλλων αιτήσεων στο βαθμό που αφορά τους Αιτητές, έρχεται σε σύγκρουση με το δεδικασμένο στις προσφυγές 891/97, 892/97 και 893/97, στις οποίες κρίθηκε ότι οι αιτήσεις ήταν υπαρκτές και ότι θα έπρεπε να επανεξεταστούν ως νέες αιτήσεις.  Σύμφωνα με τις αρχές του διοικητικού δικαίου, όπου υπάρχουν δύο ή περισσότερες τελεσίδικες αποφάσεις που ενδεχομένως να αντιφάσκουν μεταξύ τους, υπερισχύει το δεδικασμένο της πρώτης (Βλ. Πορίσματα Νομολογίας 1929-1959, σελ. 297 και Εγχειρίδιο Διοικητικού Δικαίου, Επ. Σπηλιωτόπουλου, 12 Έκδοση, παράγρ. 537).

 

Μετά την απόρριψη της προδικαστικής ένστασης, θα προχωρήσω στη συνέχεια με τον λόγο ακύρωσης που αφορά στην κακή συγκρότηση της Αναθεωρητικής Αρχής.  Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο δικηγόρο για τους Αιτητές, η συγκρότηση της Αρχής έπασχε.  Ο Νόμος προβλέπει ότι η Αρχή αποτελείται από τον Πρόεδρο και 4 μέλη, ενώ όπως φαίνεται από την απόφαση, το όργανο δεν ήταν πενταμελές αλλά τετραμελές, αφού η απόφαση της Αρχής λήφθηκε από τον πρόεδρο και 3 μέλη, χωρίς τα πρακτικά να διευκρινίζουν τι απέγινε το 5ο μέλος.

 

Επειδή η δικηγόρος των καθ'ων η αίτηση, στην αγόρευση της δεν απαντά στην ουσία του λόγου ακύρωσης, θεώρησα σκόπιμο, λόγω της σοβαρότητας του θέματος, να επανανοίξω την υπόθεση.  Ήταν σ' εκείνο το στάδιο που η δικηγόρος για τους καθ'ων η αίτηση, μετά που ερεύνησε το θέμα, πληροφόρησε το Δικαστήριο, εφοδιάζοντας το και με αντίγραφα των σχετικών αποφάσεων του Υπουργικού Συμβουλίου, ότι τόσο ο Πρόεδρος, όσο και τα τέσσερα μέλη της Αναθεωρητικής Αρχής, ήταν δεόντως διορισμένα και επομένως η Αρχή ήταν νόμιμα συγκροτημένη.  Ενόψει των νέων στοιχείων, η ευπαίδευτη δικηγόρος για τον Αιτητή αναγκάστηκε να αποσύρει το λόγο ακύρωσης που αφορά στη συγκρότηση.  Διατήρησε όμως το λόγο σε σχέση με τη σύνθεση, κατά το χρόνο λήψης της επίδικης απόφασης.

 

Επ' αυτού του σημείου, η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ'ων η αίτηση, τόνισε στην αγόρευση της ότι υπήρχε απαρτία σύμφωνα με το άρθρο 4(14) του Νόμου.

 

Ο λόγος ακύρωσης σε σχέση με την απαρτία, δεν ευσταθεί.

Το άρθρο 4(2) του Νόμου 9/82 προβλέπει ότι:-

 

«Η Αναθεωρητική Αρχή Αδειών σύγκειται εξ ενός προέδρου κεκτημένου νομικήν κατάρτισιν και τεσσάρων ετέρων μελών εχόντων ειδικήν γνώσιν και πείραν περί τα θέματα μεταφορών, απάντων διοριζομένων υπό του Υπουργικού Συμβουλίου.»

 

Περαιτέρω τούτου, το άρθρο 4(7) του ίδιου Νόμου, προβλέπει ειδικά ότι:-

«4(7) Η εγκυρότης οιασδήποτε πράξεως ή εργασίας της αναθεωρητικής αρχής αδειών δεν επηρεάζεται λόγω χηρείας θέσεως μέλους αυτής εφ' όσον ο αριθμός των μελών δεν είναι ολιγώτερος των τριών.»

 

Ειδικά για το θέμα της απαρτίας, όπως, ορθά υπέδειξε η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ'ων η αίτηση, το άρθρο 4(14) του ίδιου Νόμου προβλέπει ότι:-

«4(14)  Ο Πρόεδρος ή το ασκούν καθήκοντα Προέδρου και έτερα δύο μέλη αποτελούν απαρτία.»

 

Ενόψει των συνδυασμένων προνοιών των πιο πάνω άρθρων, ειδικά όμως του άρθρου 4(14) που αφορά στην απαρτία, είναι φανερό ότι δεν επηρεάζεται η εγκυρότητα της απόφασης της Αναθεωρητικής Αρχής, εφόσον ο αριθμός των μελών δεν ήταν λιγότερος των τριών, που αποτελεί και την απαρτία του σώματος.

 

Με τον δεύτερο λόγο ακύρωσης, ο δικηγόρος του Αιτητή προβάλλει ότι η επίδικη απόφαση ημερ. 13.12.06 είναι καθόλα αναιτιολόγητη, αφού σ' αυτήν δεν καταγράφεται κανένας νομικός ή πραγματικός λόγος και κανένας συλλογισμός στη βάση του οποίου αυτή να στηρίζεται.  Το σχετικό μέρος της απόφασης έχει ως εξής:-

 

«Λαμβάνοντας υπόψη τις γραπτές αγορεύσεις των μερών, το διοικητικό φάκελο αλλά και τα όσα έχουν λεχθεί ενώπιον μας, ομόφωνα η Αναθεωρητική Αρχή Αδειών αποδέχεται την αίτηση και παραχωρεί την αιτούμενη άδεια.»

 

Η δικηγόρος των καθ'ων η αίτηση εισηγήθηκε ότι η αιτιολογία δεν είναι απαραίτητο να παρουσιάζεται μόνο στο σώμα της πράξης, αλλά μπορεί να διαπιστώνεται και από στοιχεία του φακέλου.  Στην προκειμένη περίπτωση, είπε, η Αναθεωρητική Αρχή δεν χρειαζόταν να πει πολλά, αφού το σκεπτικό συμπληρώνεται από το περιεχόμενο της «προηγούμενης ακυρωτικής απόφασης, τις αιτήσεις, τις ιεραρχικές προσφυγές, τα πρακτικά της Αρχής Αδειών και τις αγορεύσεις τόσο της Αιτήτριας όσο και των ενδιαφερομένων μερών».

 

Την ίδια θέση υιοθέτησε και ο δικηγόρος του ΕΜ ο οποίος πρόσθεσε ότι σύμφωνα με το άρθρο 27(β) του Νόμου 158(Ι)/99, δεν χρειάζονται αιτιολογία πράξεις με τις οποίες γίνεται πλήρως δεχτό το αίτημα του διοικουμένου, όπως συνέβη στην προκειμένη περίπτωση.

 

Είναι γεγονός ότι η προσβαλλόμενη πράξη είναι ευνοϊκή για τον διοικούμενο και σύμφωνα με το άρθρο 27(β) του Ν. 158(Ι)/99, δεν χρειάζεται αιτιολογία.  Όμως η αρχή αυτή δεν ισχύει όπου με την απόφαση θίγονται τα συμφέροντα τρίτων.  Δυστυχώς ο δικηγόρος του ΕΜ παρέλειψε να αναφερθεί στο δεύτερο σκέλος του εδαφίου (β) του άρθρου 27 του Νόμου 158(Ι)/99 που προβλέπει για τα συμφέροντα τρίτων και το οποίο έχει ως εξής:-

«27. Δε χρειάζονται αιτιολογία—

 

(α) Πράξεις που δεν εκδίδονται έπειτα από άσκηση διακριτικής εξουσίας·

 

(β) πράξεις που δέχονται πλήρως το αίτημα του διοικουμένου ή που γενικά είναι ευεργετικές για ένα διοικούμενο, χωρίς να θίγουν έννομα συμφέροντα τρίτων

 

(γ) πράξεις που εκδίδονται ομοιόμορφα σε μεγάλο αριθμό ή με μηχανικά ή με ηλεκτρονικά μέσα

 

(δ) διοικητικές πράξεις γενικού περιεχομένου· και

 

(ε) πράξεις για τις οποίες ορίζει ρητά ο νόμος ότι δε χρειάζονται αιτιολογία.»

 

Στην προκειμένη περίπτωση, η όποια απόφαση επί της αρχικής αίτησης της Μαρίκας Ζήνωνος και Κώστα Στυλλή για την «επανεγγραφή» των λεωφορείων τους, επηρεάζει αν όχι όλους τους υπόλοιπους κατόχους αδειών δημόσιας χρήσης, τουλάχιστον τους Αιτητές, των οποίων οι αιτήσεις ανέμεναν επανεξέταση από το 1998 και οι οποίοι είχαν δυνάμει του Νόμου δικαίωμα να ενστούν[1].  Επομένως, από τη στιγμή που με την απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής θίγονταν τα συμφέροντα τρίτων, δεν τυγχάνει εφαρμογής το άρθρο 27(β) του Νόμου 158(Ι)/99 και η απόφαση θα έπρεπε να είναι δεόντως αιτιολογημένη.  Όμως δεν είναι.  Η απόφαση της Αναθεωρητικής Αρχής είναι τόσο λακωνική που δημιουργεί εύλογα ερωτήματα ως προς τους λόγους που την οδήγησαν στη λήψη της.  Το ότι η αιτιολογία μπορεί να συμπληρωθεί από άλλα στοιχεία του φακέλου είναι ορθό, αλλά η αρχή δεν αποτελεί πανάκεια για όλες τις περιπτώσεις που διαπιστώνεται ελλιπής αιτιολογία.  Ούτε βέβαια το Δικαστήριο μπορεί να υποκαταστήσει τη διοίκηση στην αναζήτηση και πρωτογενή στάθμιση των στοιχείων αυτών.  Αυτό ισχύει ιδιαίτερα στην προκειμένη περίπτωση που το διοικητικό όργανο άσκησε διακριτική ευχέρεια, δυνάμει του άρθρου 8(3) του Νόμου, και η απόφαση του θα έπρεπε να περιέχει όλα τα χαρακτηριστικά μιας επαρκώς αιτιολογημένης απόφασης. 

 

Ως αποτέλεσμα όλων των πιο πάνω, ο δεύτερος λόγος ακύρωσης ευσταθεί.

 

Συναφής με την ανεπαρκή αιτιολογία είναι και ο τρίτος λόγος ακύρωσης, ο οποίος αφορά στην πλημμέλεια του φακέλου.  Σύμφωνα με τους ισχυρισμούς των Αιτητών, ενώ η Αναθεωρητική Αρχή αναφέρει ότι στη λήψη της επίδικης απόφασης έλαβε υπόψη τις αγορεύσεις των μερών, αυτές απουσιάζουν από το φάκελο.  Σύμφωνα με το δικηγόρο των Αιτητών, η απουσία των αγορεύσεων δημιουργεί αβεβαιότητα, καθ' όσον αφορά τις συνθήκες που πάρθηκε η απόφαση, με αποτέλεσμα η ακύρωση να είναι αναπόφευκτη.  Η άποψη αυτή, εισηγήθηκε ο κ. Ι. Νικολάου, ενισχύεται ακόμα περισσότερο αν ληφθεί υπόψη η συγκεκριμένη λακωνική αιτιολογία που έδωσε η Αρχή από την οποία παρέλειψε να καταγράψει οτιδήποτε το συγκεκριμένο, ώστε να φανερώνει σε τρίτους και στο Δικαστήριο τι ακριβώς λήφθηκε υπόψη.

 

Ο λόγος ακύρωσης δεν ευσταθεί. 

 

Όπως ορθά επισημαίνει η δικηγόρος των καθ'ων η αίτηση στη γραπτή αγόρευσή της, η οποία είναι ενιαία και για τις δύο προσφυγές, οι γραπτές αγορεύσεις των μερών υπάρχουν στο Φάκελο της Ιεραρχικής Προσφυγής 233/99.  Το ότι οι αγορεύσεις των μερών δεν υπάρχουν και στο φάκελο της Ιεραρχικής Προσφυγής 234/99, δεν έχει οποιαδήποτε σημασία, αφού τόσο η ακρόαση όσο και αργότερα η επανεξέταση των ιεραρχικών προσφυγών, ήταν ενιαία.  Αβάσιμος είναι και ο ισχυρισμός ότι η απόφαση είναι ανυπόγραφη, αφού υπογεγραμμένο αντίγραφο υπάρχει στο φάκελο.

 

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με €1800 έξοδα, πλέον ΦΠΑ, υπέρ των Αιτητών.  Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται, δυνάμει του Άρθρου 146.4(β).

 

 

                                                               (Υπ.) Γ. Ερωτοκρίτου, Δ.

/ΕΠς



[1] Στην περίπτωση της Αρχής Αδειών, οι απόψεις ενδιαφερομένων προσώπων λαμβάνονται υπόψη δυνάμει του άρθρου 5(14), ενώ στην περίπτωση της Αναθεωρητικής Αρχής, η οποία εξετάζει εξ' υπαρχής μια αίτηση, η διακριτική εξουσία να ακουστούν τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, πηγάζει από το άρθρο 4Α.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο