ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

                                                                                    (Υπόθεση Αρ. 1338/2006)

31 Ιανουαρίου, 2008

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

 

ΑΝΝΑ  ΒΑΝΕΖΗ,

                                    Αιτήτρια,

ν.

 

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,

                                    Καθ΄ ων η αίτηση.

- - - - - -

Δ. Καλλής, για την Αιτήτρια.

Ε. Λοϊζίδου, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.

- - - - - -

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

 

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.:  H αιτήτρια κατέχει μόνιμη θέση καθηγήτριας χημείας σχολείων μέσης εκπαίδευσης. Στις 12 Νοεμβρίου 2001 αποτάθηκε για πρώτη φορά στην Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας για αναγνώριση της απασχόλησης της στο εργαστήριο Ραδιοϊσοτόπων του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας κατά την περίοδο Φεβρουαρίου 1982 - Αυγούστου 1998. Ο Καν. 3(1)(ε) των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για Σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων) Κανονισμών του 1997 (Κ.Δ.Π. 382/97 όπως τροποποιήθηκε) προβλέπει ότι:

 

«3.(1) Εκτός από τις περιπτώσεις στις οποίες προβλέπεται διαφορετικά στο Νόμο και τηρουμένων των υπόλοιπων διατάξεων των Κανονισμών αυτών, αναγνωρισμένη υπηρεσία ή προϋπηρεσία για σκοπούς διορισμού, προαγωγής και προσαυξήσεων λογίζεται ότι περιλαμβάνει επίσης την εκπαιδευτική υπηρεσία εφόσον είναι υπηρεσία ή προϋπηρεσία -

.................................. .................................................. ......................

(ε) Σε οποιοδήποτε ίδρυμα της Κύπρου ή κρατικό ερευνητικό κέντρο της Κύπρου ή του εξωτερικού, το οποίο θα αναγνωριστεί με απόφαση της αρμόδιας αρχής για τους σκοπούς των παρόντων Κανονισμών:

Νοείται ότι για τους σκοπούς της υποπαραγράφου αυτής-

.................................. .................................................. ............................

"κρατικό ερευνητικό κέντρο" σημαίνει ερευνητικό κέντρο που λειτουργεί στην Κύπρο ή στο εξωτερικό υπό την αιγίδα είτε του κράτους είτε κρατικού πανεπιστημίου και, εκτός από τις έρευνες στους τομείς των θετικών επιστημών, διαθέτει προγράμματα ερευνητικού ή και εκπαιδευτικού περιεχομένου παρέχοντας διδασκαλία ή/και καθοδήγηση πτυχιακών ή μεταπτυχιακών φοιτητών στους τομείς αυτούς.

.............................. .................................................. ...............................»

 

Η απάντηση της καθ' ης η αίτηση ήταν αρνητική επειδή η απασχόληση της αιτήτριας δεν ενέπιπτε σε οποιαδήποτε από τις πιο πάνω κατηγορίες και ότι το εν λόγω εργαστήριο δεν είχε  αναγνωρισθεί από την αρμόδια αρχή, (Υπουργείο Υγείας), ως «κρατικό ερευνητικό κέντρο». Η εν λόγω απόφαση, ακυρώθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο. (Βλ. Αννα Βανέζη ν. ΕΕΥ, υπόθ. αρ. 73/2003, ημερ. 12.2.04). Οι λόγοι ακύρωσης, που αφορούσαν στην έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας, συμπυκνώνονται στο πιο κάτω απόσπασμα:

 

«Δοθέντος ότι ο Κανονισμός 3(1)(ε) δεν απαιτεί όπως το σύνολο του χρόνου απασχόλησης στο κρατικό ερευνητικό κέντρο αφιερώνεται στη διδασκαλία ή καθοδήγηση φοιτητών, όντως δεν φαίνεται αιτιολογημένη ούτε η άποψη που διατυπώνεται στο προαναφερθέν σημείωμα του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού ότι τα ερευνητικά προγράμματα στα οποία συμμετείχε η Αιτήτρια «γίνονταν περιστασιακά και όχι συστηματικά» ούτε η εξήγηση που έδωσε το Υπουργείο Υγείας ότι δεν υπήρχαν στοιχεία ως προς τα εν λόγω προγράμματα. Η απουσία τέτοιων στοιχείων λόγω της μη τήρησης σχετικού αρχείου ασφαλώς δεν μπορούσε να ενεργεί εις βάρος της Αιτήτριας. Αν το Υπουργείο Υγείας δεν ήταν ικανοποιημένο από τη βεβαίωση που εδόθη στην Αιτήτρια από τον Κλάδο Ιατροφυσικής όφειλε, προς διεξαγωγή δέουσας έρευνας, να απευθυνθεί στη διεύθυνση του Κλάδου Ιατροφυσικής για να πληροφορηθεί, όσο καλύτερα μπορούσε να γίνει από εκείνους που είχαν γνώση, τα στοιχεία που αφορούσαν τα εν λόγω προγράμματα και τη συμμετοχή της Αιτήτριας στη διδασκαλία και εκπαίδευση των φοιτητών αυτών.»

 

Κατά την επανεξέταση, η ΕΕΥ απευθύνθηκε στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού για να διερευνήσει εκ νέου το θέμα της αναγνώρισης του εργαστηρίου Ραδιοϊσοτόπων ως «κρατικού ερευνητικού κέντρου» καθώς και της έκτασης και της μορφής της συμμετοχής της αιτήτριας σε έρευνα στον τομέα των θετικών επιστημών και σε προγράμματα ερευνητικού ή και εκπαιδευτικού περιεχομένου τα οποία παρείχαν καθοδήγηση και/ή διδασκαλία πτυχιακών ή μεταπτυχιακών φοιτητών στους τομείς αυτούς. Στις 9.5.05 το Υπουργείο Παιδείας διαβίβασε το θέμα στο Υπουργείο Υγείας. Το Υπουργείο Υγείας με αρκετή καθυστέρηση, απάντησε στις 16/2/06, ως εξής:

 

«. ότι το Εργαστήριο Ραδιοϊσοτόπων δεν μπορεί να θεωρηθεί κρατικό ερευνητικό Κέντρο σύμφωνα με την ερμηνεία του όρου στους περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων) Κανονισμούς του 1997 (Κ.Δ.Π. 382/97). Το Εργαστήριο Ραδιοϊσοτόπων είναι ένα εκ των διαγνωστικών Τμημάτων του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας όπως, είναι τηρουμένων των αναλογιών το Ακτινολογικό Τμήμα, το Παθολογικό εργαστήριο (Χημείο) και το Ιστοπαθολογικό Εργαστήριο.

 

2.    Οσον αφορά την μορφή της συμμετοχής της κας. Βανέζη, κατά την εκτέλεση των καθηκόντων της στη θέση Τεχνικού Εργαστηρίου Ισοτόπων, «στη διδασκαλία φοιτητών», σε συνέχεια της ακυρωτικής απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην Προσφυγή αρ. 73/2003, ζητήθηκαν από τον Κλάδο Ιατροφυσικής διευκρινίσεις, ο οποίος όμως μας πληροφόρησε ότι δεν έχει δικό του αρχείο, στο οποίο να φαίνεται ποιος ασχολείται με κάθε δραστηριότητα και επομένως είναι αδύνατο να εξευρεθούν οποιαδήποτε στοιχεία για τις ώρες και τα προγράμματα στα οποία συμμετείχε η κα. Βανέζη. Επίσης είναι αδύνατο ο κλάδος Ιατροφυσικής να διεξάγει οποιαδήποτε έρευνα επί του θέματος για να εξεύρει τα ζητούμενα στοιχεία (επισυνάπτεται σχετική επιστολή). Σχετικά προστίθεται, ότι οποιαδήποτε διδασκαλία ή έρευνα στο Τμήμα γίνεται για σκοπούς ανάπτυξης του ανθρώπινου δυναμικού του Νοσοκομείου.»

 

Η ΕΕΥ, σε συνεδρία της ημερ. 30.3.06, αποφάσισε στην πιο πάνω βάση, να απορρίψει εκ νέου το αίτημα της αιτήτριας και κοινοποίησε την απόφαση στο δικηγόρο της με επιστολή ημερ. 18/05/06.

 

Η αιτήτρια προσβάλλει την πιο πάνω απόφαση, προβάλλοντας ότι αυτή λήφθηκε κατά παράβαση του δεδικασμένου και των λειτουργικών ευρημάτων της ακυρωτικής απόφασης, ότι είναι προϊόν ανεπαρκούς έρευνας και αναιτιολόγητη και ότι σημειώθηκε μεγάλη καθυστέρηση στην επανεξέταση, κατά παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης και καλής πίστης.

 

Υπάρχουν στους φακέλους αρκετές υπενθυμίσεις και αλληλογραφία των εμπλεκόμενων φορέων (Κυανούν 64, 66, 67, 68, 69, 70, 71) που αποκαλύπουν ότι υπήρξε όντως χρονοτριβή και βραδεία ανταπόκριση, κυρίως του εμπλεκόμενου Υπουργείου Υγείας στην ολοκλήρωση της έρευνας του. Παρόλα αυτά, ο Κλάδος Ιατροφυσικής δεν παραθέτει οποιαδήποτε στοιχεία για τις ώρες και τα προγράμματα που συμμετείχε η αιτήτρια.  Ενώ η ακυρωτική απόφαση εκδόθηκε το Φεβρουάριο του 2004, η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε το Μάρτιο του 2006. Αν λάβει κανείς υπόψη ότι η ακυρωτική απόφαση έδινε σαφείς κατευθύνσεις στη διοίκηση για τους σκοπούς και το είδος της έρευνας που θα έπρεπε να διεξαχθεί και ότι η  έλλειψη αρχείου στην υπηρεσία που εργάστηκε η αιτήτρια καθιστούσε αδύνατη την εξαγωγή οποιουδήποτε συμπεράσματος ως προς το είδος απασχόλησης της στα ερευνητικά και εκπαιδευτικά προγράμματα της συγκεκριμένης υπηρεσίας, αναρωτιέται κανείς γιατί χρειάστηκαν πάνω από 2 χρόνια να επανεξεταστεί το αίτημα της. Η βασική αρχή είναι ότι σε κάθε περίπτωση η διοίκηση πρέπει να ενεργεί άμεσα και εντός εύλογου χρόνου, ιδιαίτερα όταν έχει να συμμορφωθεί με ακυρωτική απόφαση. Στην προκειμένη περίπτωση, η καθυστέρηση που σημειώθηκε δεν συνιστά από μόνη της λόγο ακύρωσης γιατί δεν φαίνεται να παραβιάστηκαν στην ουσία τους τα όποια δικαιώματα της αιτήτριας ούτε επηρεάστηκε δυσμενώς σε βάρος της το καθεστώς λήψης της απόφασης. Στην Κάσινος ν. ΕΤΕΚ, υπόθ. αρ. 928/2005, 20/11/06 που επικαλείται η αιτήτρια, η παραβίαση της καλής πίστης και της χρηστής διοίκησης δεν διαπιστώθηκε στη βάση της καθυστέρησης μόνο, αλλά για άλλους κυρίως λόγους.

 

Η μη αναγνώριση του Εργαστηρίου Ραδιοϊσοτόπων του κλάδου Ιατροφυσικής του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας ως «κρατικού ερευνητικού κέντρου» ουσιαστικά έθετε τέρμα σε κάθε περαιτέρω δυνατότητα εξέτασης του αιτήματος της αιτήτριας. Θεωρώ ότι είναι νόμιμη και επαρκώς αιτιολογημένη, στα πλαίσια του Κανονισμού 3(1)(ε) (ΚΔΠ 382/97), η ερμηνεία που δόθηκε επιπρόσθετα κατά την επανεξέταση, ότι το συγκεκριμένο εργαστήριο είναι ένα εκ των διαγνωστικών τμημάτων, όπως το Ακτινολογικό Τμήμα, το Παθολογικό Εργαστήριο κτλ και ότι οποιαδήποτε διδασκαλία ή έρευνα έκανε η αιτήτρια ως Τεχνικός Εργαστηρίου Ισοτόπων, έγινε για σκοπούς ανάπτυξης του ανθρώπινου δυναμικού του νοσοκομείου.

 

Η ανεπάρκεια και η παντελής έλλειψη  στοιχείων αναφορικά με το είδος των προγραμμάτων με τα οποία ασχολήθηκε η αιτήτρια ή το αναποτελεσματικό της έρευνας σχετικά με  τη φύση της πραγματικής της υπηρεσίας στο εργαστήριο,  δεν  είχε οποιαδήποτε σημασία, αφού το ίδιο το εργαστήριο, κατά την αιτιολογημένη άποψη της αρμόδιας αρχής, δεν κρίθηκε ως «κρατικό ερευνητικό κέντρο». Εν πάση περιπτώσει, αφού από την πλευρά της διοίκησης δεν κατέστη δυνατό να εξευρεθούν συγκεκριμένα στοιχεία προς αυτή την κατεύθυνση, πρέπει να επισημανθεί ότι η ίδια η αιτήτρια είχε υποχρέωση δυνάμει των προνοιών του Κανονισμού 6(1) και (2)* να προσκομίσει αποδείξεις για το είδος της προϋπηρεσίας της. Ούτε φυσικά η επιστολή της ημερ. 22/2/06, προσέθετε οτιδήποτε συγκεκριμένο στη νέα έρευνα.

 

Τα λεχθέντα στην ακυρωτική απόφαση, όπως παρατέθηκαν πιο πάνω σχετικά με το θέμα της έρευνας δεν ήταν obiter dicta αλλά αδιάσπαστο μέρος του ratio decidendi  της απόφασης, αφού το κυρίαρχο στοιχείο, ήταν η νομιμότητα της αιτιολογίας και η επάρκεια της έρευνας για την ενδεχόμενη αναγνώριση του εργαστηρίου που απασχολείτο η αιτήτρια ως «κρατικού ερευνητικού κέντρου». Θεωρώ ότι η ΕΕΥ συμμορφώθηκε προς το δεδικασμένο όπως  οριοθετείται σε αυτό το πλαίσιο, αφού προέβη σε κάθε ενδεδειγμένη  ερεύνα υπό τις περιστάσεις και η αιτιολογία που παρέθεσε ήταν αναλυτικότερη και επαρκής αυτή τη φορά.


 

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με € 1100   έξοδα εναντίον της αιτήτριας. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.

 

 

 

                                                                                           Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.

 

 

 

 

ΣΦ.

 



* «6.-(1) Οι εκπαιδευτικοί λειτουργοί μπορούν να υποβάλλουν κατά το διορισμό τους ή μέσα σε προθεσμία ενός χρόνου από την ημερομηνία του μόνιμου διορισμού τους όλα τα έγγραφα που υποστηρίζουν την αναγνώριση προϋπηρεσίας, σύμφωνα με τις υποπαραγράφους (β), (γ), (δ), (ε), (στ) και (ζ) της παραγράφου (1) του Κανονισμού 3, ή τεχνικής πείρας, σύμφωνα με τις διατάξεις του Κανονισμού 5.

 

(2) Προϋπηρεσία ή τεχνική πείρα για την οποία δεν υποβάλλονται επαρκή και πλήρη στοιχεία μέσα στην προθεσμία που ορίζει η παράγραφος (1) δεν μπορεί να αναγνωριστεί.»


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο