ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 518/2003)
29 Σεπτεμβρίου, 2006
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
1. ΜΕΝΕΛΑΟΣ ΗΡΑΚΛΕΟΥΣ,
2. ΧΡΙΣΤΟΣ ΧΑΤΖΗΘΕΟΔΟΥΛΟΥ,
3. ΙΩΑΝΝΗΣ ΚΑΚΟΦΕΓΓΙΤΗΣ,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΞΩΤΕΡΙΚΩΝ,
2. ΥΠΟΥΡΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ,
Καθ΄ων η Αίτηση.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.
Λ. Ουστά (κα), για τους Καθ΄ων η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι αιτητές ζητούν την πιο κάτω θεραπεία:-
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των καθ'ων η αίτηση που γνωστοποιήθηκε στους αιτητές με επιστολή ημερ. 2.4.2003 με την οποίαν αποφάσισαν τον τερματισμό της τοποθέτησης των αιτητών, για σκοπούς θεώρησης εισόδου σε Ρώσους πολίτες στη Διπλωματική Αποστολή της Δημοκρατίας στη Μόσχα από 30.4.2003, είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.»
Το Υπουργικό Συμβούλιο με την απόφασή του με αρ. 55.676 και ημερ. 30.5.2002, εξουσιοδότησε τον Αρχηγό της Αστυνομίας να αποσπάσει επιλεγέντα μέλη της Αστυνομικής Δύναμης, μεταξύ άλλων, στην Πρεσβεία της Δημοκρατίας στη Μόσχα και στο υπό ίδρυση Προξενείο της Αγίας Πετρούπολης. Ταυτόχρονα, με την ίδια απόφαση, εξουσιοδότησε τον Υπουργό Εξωτερικών να καθορίσει τις ημερομηνίες απόσπασης/τοποθέτησης των επιλεγέντων.
Το θέμα της κατάλληλης προετοιμασίας της Κύπρου για εισαγωγή του καθεστώτος θεωρήσεων εισόδου σε Ρώσους πολίτες χειρίζεται Υπουργική Επιτροπή αποτελούμενη από τους Υπουργούς Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, Δικαιοσύνης και Δημόσιας Τάξεως, Εξωτερικών, Εσωτερικών και Οικονομικών.
Η εν λόγω Υπουργική Επιτροπή, κατά τη συνεδρία της που πραγματοποιήθηκε στις 18.3.2003, εξέτασε όλα τα ενώπιόν της δεδομένα, αναφορικά με την εισαγωγή του καθεστώτος θεωρήσεων εισόδου σε Ρώσους πολίτες, και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, για λόγους πέραν της βούλησης της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν προβλέπεται να καταστεί δυνατή η εισαγωγή του καθεστώτος θεωρήσεων εισόδου σε Ρώσους πολίτες, και κατέληξε στο συμπέρασμα ότι, για λόγους πέραν της βούλησης της Κυπριακής Δημοκρατίας, δεν προβλέπεται να καταστεί δυνατή η εισαγωγή του καθεστώτος αυτού πριν από το τέλος της προσεχούς θερινής περιόδου. Ως εκ τούτου, η Υπουργική Επιτροπή αποφάσισε όπως εισηγηθεί στις αρμόδιες υπηρεσίες την ανάκληση των τεσσάρων μελών της Αστυνομικής Δύναμης που είχαν τοποθετηθεί στη Διπλωματική Αποστολή της Δημοκρατίας στη Μόσχα στις 10.2.2003, στα πλαίσια υλοποίησης της αναφερόμενης απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου. Η εισήγηση έγινε προς εξυπηρέτηση της αρχής της χρηστής διοίκησης και εξοικονόμηση δημοσίου χρήματος δεδομένου ότι ως έχουν τα πράγματα δεν υπάρχει, επί του παρόντος, αντικείμενο εργασίας που να απαιτεί ή να δικαιολογεί τη συνέχιση της παρουσίας των τεσσάρων μελών της Αστυνομικής Δύναμης στη Μόσχα.
Τα εν λόγω τέσσερα μέλη είχαν τοποθετηθεί στη Μόσχα επειδή επέκειτο, σύμφωνα με διαβεβαιώσεις που το Υπουργείο Εξωτερικών έλαβε από τη Ρωσική Κυβέρνηση, απόφαση που να επιτρέπει τη λειτουργία Κυπριακού Προξενείου στην Αγία Πετρούπολη εντός της άνοιξης, γεγονός που με τη σειρά του θα επέτρεπε την εισαγωγή του καθεστώτος θεωρήσεων εισόδου σε Ρώσους πολίτες που επιθυμούν να επισκεφθούν την Κύπρο. Η απόφαση αυτή δεν λήφθηκε τελικά από τη Ρωσική Κυβέρνηση.
Στις 2 Απριλίου 2003, το Υπουργείο Εξωτερικών απέστειλε επιστολή στα 4 υπό αναφορά μέλη της Αστυνομικής Δύναμης, με την οποία τους πληροφόρησε ότι «ο Υπουργός Εξωτερικών αποφάσισε τον τερματισμό της τοποθέτησής τους στη Διπλωματική Αποστολή της Δημοκρατίας στη Μόσχα από τις 30 Απριλίου». Στη συνέχεια ο Αρχηγός της Αστυνομίας τερμάτισε την απόσπαση και τα 4 μέλη της Αστυνομικής Δύναμης επέστρεψαν στην Κύπρο.
Τα 3 από τα 4 μέλη της Αστυνομίας, που είναι οι Αιτητές στην παρούσα υπόθεση, υπέβαλαν παράπονο προς την Επίτροπο Διοικήσεως κατά του Υπουργείου Εξωτερικών ισχυριζόμενοι, μεταξύ άλλων, ότι η απόφαση για τον τερματισμό της τοποθέτησής τους στην Πρεσβεία στη Μόσχα λήφθηκε από αναρμόδιο όργανο.
Η Επίτροπος Διοικήσεως σε έκθεσή της ημερομηνίας 10 Ιουνίου 2003, αποφάνθηκε ότι ο τερματισμός της τοποθέτησης των ανωτέρω μελών της Αστυνομικής Δύναμης έπρεπε να γίνει από το Υπουργικό Συμβούλιο, δηλαδή από το ίδιο όργανο το οποίο τους τοποθέτησε.
Συμμορφούμενο με την υπόδειξη της Επιτρόπου Διοικήσεως, το Υπουργείο Εξωτερικών υπέβαλε στις 18.6.2003 πρόταση στο Υπουργικό Συμβούλιο με την οποία το Συμβούλιο καλείται όπως, για τους λόγους που αναφέρονται ανωτέρω, αποφασίσει τον τερματισμό της τοποθέτησης των:-
· Υπαστυνόμου Μενέλαου Ηρακλέους
· Λοχία 2632 Χρίστου Χατζηθεοδούλου
· Λοχία 4467 Ιωάννη Κακοφεγγίτη
· Α/Αστυφύλακα Ευριπίδη Κονσόλου
στην Πρεσβεία της Δημοκρατίας στη Μόσχα, με ισχύ από 30.4.2003.
Το Υπουργικό Συμβούλιο, με απόφαση του ημερ. 25.6.2003, τερμάτισε τις υπηρεσίες των αιτητών στην Πρεσβεία της Μόσχας αναδρομικά από τις 30.4.2003. Οι αιτητές προσέβαλαν με την προσφυγή αρ. 12/2004 την απόφαση αυτή του Υπουργικού Συμβουλίου στις 9.1.2004. Το Ανώτατο Δικαστήριο ακύρωσε την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου όσον αφορά μόνο την αναδρομικότητα και την επικύρωσε όσον αφορά τα υπόλοιπα. Εναντίον αυτής της απόφασης ασκήθηκε έφεση η οποία εκκρεμεί (Βλέπε: Μενέλαος Ηρακλέους κ.ά. ν. Δημοκρατίας, Προσφυγή αρ. 12/2003, ημερ. 14.12.2004).
Ενόψει της πιο πάνω απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου στις 25.6.2003 οι καθ'ων η αίτηση πρόβαλαν τη θέση ότι η προσφυγή αυτή απώλεσε το αντικείμενο της αφού ουσιαστικά η επίδικη απόφαση έχει σιωπηρά ανακληθεί από την απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου.
Στις 11.2.2004 η υπόθεση αυτή ήταν ορισμένη για διευκρινήσεις ενώπιον άλλου συναδέλφου Δικαστή και διεξήχθηκε ο ακόλουθος διάλογος:-
«Αντωνίου: Είναι τα Άρθρα 53, 50 και 54 του Συντάγματος. Εν πάση περιπτώσει λήφθηκε νέα απόφαση από το Υπουργικό Συμβούλιο.
Δικαστήριο: Νέα απόφαση με την οποία ρητά ή σιωπηρά ανακαλείται η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή; Αν έτσι έχουν τα πράγματα τότε καταργείται η δίκη σε αυτή την προσφυγή εκτός εάν συντρέχουν περιστάσεις οι γνωστές που εκτίθενται από την Ολομέλεια στην Παπαδόπουλος για συνέχιση με προοπτική την αναζήτηση θεραπείας αποζημιώσεων στο Επαρχιακό Δικαστήριο. Αλλά δεν μου φαίνεται να είναι αυτή μια τέτοια περίπτωση.
Αγγελίδης: Όχι, δεν είναι αυτή μια τέτοια περίπτωση.
Δικαστήριο: Δεν μπορώ εγώ να προχωρήσω σε ακύρωση της πράξης αν η δίκη έχει καταργηθεί. Χρειάζεται να διακριβώσετε αν όντως έχει ληφθεί νέα απόφαση με την οποία κατ' ουσία ανακαλείται η προσβαλλόμενη.
Αντωνίου: Έχει γίνει και έχει ασκηθεί και δεύτερη προσφυγή από τον κ. Αγγελίδη.
Δικαστήριο: Ο κ. Αγγελίδης θα ξέρει και λεπτομέρειες αυτής της εξέλιξης.
Αγγελίδης: Δυστυχώς δεν είμαι σε θέση διότι δεν χειρίζομαι αυτή την υπόθεση. Απολογούμαι.
Δικαστήριο: Η υπόθεση ορίζεται για περαιτέρω οδηγίες στις 25 Φεβρουαρίου, 2004, η ώρα 8.30 π.μ.»
Στις 25.2.2004 έχουν λεχθεί ενώπιον του Δικαστηρίου τα εξής:-
«Αντωνίου: Παρέμεινε ενώπιον σας για να μελετήσει ο κ. Αγγελίδης το θέμα κατά πόσο η πράξη αυτή έχει συγχωνευθεί στην απόφαση τη δεύτερη που έλαβε το Υπουργικό Συμβούλιο που ήταν το αρμόδιο όργανο για να λάβει την απόφαση να επιστρέψουν οι αιτητές πίσω στην Κύπρο. Δεν ξέρω πώς θα τοποθετηθεί ο κ. Αγγελίδης.
Χριστάκη: Δεν υπήρξε ανάκληση αλλά έκδοση νέας πράξης, γι' αυτό επιθυμούμε να προχωρήσει και αυτή.
Δικαστήριο: Έκδοση νέας πράξης η οποία είχε ως αποτέλεσμα να ξεπεραστεί η παλαιότερη ή συνέχιζε να έχει αποτελέσματα;
Χριστάκη: Δεν γνωρίζω.»*
Ενόψει των πιο πάνω η υπόθεση προχώρησε με την καταχώρηση γραπτών αγορεύσεων σχετικά με το πιο πάνω θέμα.
Είναι η θέση του δικηγόρου των αιτητών στη γραπτή του αγόρευση ότι η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου «δεν είναι ανάκληση αλλά αποβλέπει αντίθετα στη νομολογία να στερήσει τα δικαιώματα του άρθρου 146.6 του Συντάγματος στους αιτητές και να «νομιμοποιήσει αναδρομικά παράνομη απόφαση άλλου οργάνου».
Δεν συμφωνώ με τις πιο πάνω θέσεις των αιτητών. Τόσο η νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου όσο και η νομολογία του Συμβουλίου Επικρατείας της Ελλάδος αποφαίνεται ότι, κατά κανόνα, με την έκδοση νέας διοικητικής πράξης, ταυτόσημης με την προηγούμενη, θεωρείται ότι ανακαλείται η τελευταία (προηγούμενη) έστω και αν δεν αναφέρεται τούτο ρητώς. Στα Πορίσματα Νομολογίας του Συμβουλίου της Επικρατείας, 1929-1959 στη σελίδα 199 αναφέρονται τα εξής:-
«ΙΙ. Έννοια ανακλήσεως.
Ως ανάκλησις της διοικητικής πράξεως νοείται η άρσις του περιεχομένου αυτής δια μεταγενεστέρας πράξεως. Το ανακλητικόν αποτέλεσμα δεν συναρτάται αναγκαίως προς την χρήσιν ρητής σχετικής διατυπώσεως εν τη ανακλητική πράξει, αλλά δύναται να προκύπτη και εμμέσως εξ αυτής: 721 (34), 1312 (53), 1222 (54).
Η έκδοσις πράξεως ταυτοσήμου κατά περιεχόμενο προς προηγουμένην ερμηνεύεται, εκτιμωμένων των κατ' ιδίαν περιστατικών εκάστης περιπτώσεως, άλλοτε μεν ως περιέχουσα έμμεσον ανάκλησιν της πρώτης πράξεως [ούτω επί διορισμού: 668 (52), απολύσεως: 584 (47), 1271 (48), κηρύξεως αναγκαστικής απαλλοτριώσεως: 985 (55), 2017 (56)], άλλοτε δε ως μη επαγομένη τοιούτον αποτέλεσμα, αλλά είτε ως σκοπούσαν να καλύψη τυχόν ακυρότητα της αρχικής [ούτω επ' απολύσεως 192, 243 (36)], είτε ως περιττή [ούτω επί κηρύξεως αναγκαστικής απαλλοτριώσεως: 175 (41)].
.......................................................................................................................................................
Η έκδοσις νεωτέρας πράξεως ρυθμιζούσης το αυτό αντικείμενον δύναται επίσης, εφ' όσον ο νόμος δεν απαιτεί έκδοσιν τυπικής πράξεως ανακλήσεως, να θεωρηθή ως αποτελούσα έμμεσον ανάκλησιν της πρώτης: 127 (45). Αφ' ετέρου, ως ανακλητική δύναται να θεωρηθή και η διοικητική πράξις, εις ην προσεδόθη υπό του εκδόντος ταύτην οργάνου έτερος χαρακτηρισμός, διότι εκ του τοιούτου εσφαλμένου χαρακτηρισμού δεν μεταβάλλεται η αληθής έννοια της πράξεως.»
Οι αιτητές ισχυρίζονται στην πρώτη γραπτή τους αγόρευση (και αυτός ήταν ο μόνος λόγος ακύρωσης) αναρμοδιότητα του οργάνου που πήρε την ανακληθείσα απόφαση, δηλαδή ισχυρίζοντο αναρμοδιότητα του Υπουργού Εξωτερικών. Ως εκ τούτου είναι αντιφατική η θέση τους ότι δεν έγινε ανάκληση αφού η μεταγενέστερη απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου έγινε για να θεραπεύσει ακριβώς αυτή την πλημμέλεια. Η απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου είναι πανομοιότυπη με την ανακληθείσα σιωπηρώς και που είχε ήδη προσβληθεί δια προσφυγής από τους ίδιους αιτητές. Καταλήγω κατά συνέπεια ότι υπήρξε ανάκληση της επίδικης απόφασης στην παρούσα προσφυγή η οποία και την άφησε χωρίς αντικείμενο. Σύμφωνα με τη νομολογία όταν μια προσφυγή παραμείνει χωρίς αντικείμενο, υπόκειται σε απόρριψη.
Ο περαιτέρω ισχυρισμός των αιτητών ότι η νέα απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου αποσκοπεί στο να στερήσει από τους αιτητές τα δικαιώματα τους με βάση το Άρθρο 146.6 του Συντάγματος παραμένει ατεκμηρίωτος αφού δεν αναπτύσσεται στην αγόρευση του δικηγόρου των αιτητών. Αντίθετα, αποφαίνομαι ότι όλα τα δικαιώματα των αιτητών με βάση το Άρθρο 146.6 διασφαλίζονται στην προσφυγή με αρ. 12/2004 που καταχώρησαν εναντίον της πανομοιότυπης με την επίδικη απόφασης του Υπουργικού Συμβουλίου.
Η προσφυγή ως εκ τούτου απορρίπτεται.
Νοουμένου ότι όταν καταχωρήθηκε η προσφυγή είχε αντικείμενο και αργότερα το απώλεσε αφού επακολούθησε ανάκληση και παρά ταύτα οι αιτητές συνέχισαν ανεπιτυχώς την διαδικασία, απεφάσισα να μην εκδώσω οποιαδήποτε διαταγή για έξοδα.
(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ
* Αντωνίου: Δικηγόρος της Δημοκρατίας
Αγγελίδης: Δικηγόρος των Αιτητών
Χριστάκη: Δικηγόρος που παρουσιάζετο για τον κ. Αγγελίδη