ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2004) 4 ΑΑΔ 1039

20 Δεκεμβρίου, 2004

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 23, 25, 28 ΚΑΙ 146

ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

KENORA SHIPPING COMPANY LTD,

Αιτητές,

ν.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ,

Καθ' ου η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 875/2004)

 

Αλιεία ― Διαγραφή αλιευτικού σκάφους από το κυπριακό νηολόγιο ― Πτυχές της νομιμότητας της διαγραφής του επίδικου σκάφους στην κριθείσα περίπτωση ― Ισχυρισμοί περί παραβίασης προνοιών του Συντάγματος και της περί Αλιείας νομοθεσίας απορρίφθηκαν ― Περιστάσεις.

[Πέραν των ανωτέρω τίτλων η απόφαση του Δικαστηρίου διαβάζεται ως σύνολο.]

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενη υπόθεση:

Stretch v. United Kingdom, 42277/98, 24.6.2003 του Ε.Δ.Α.Δ..

Προσφυγή.

Κ. Κακουλλή για Χρύση Δημητριάδη & Σία, για τον Αιτητή.

Ν. Μιχαηλίδης, για Γενικό Εισαγγελέα, για τον Καθ' ου η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ.: Το αλιευτικό σκάφος HEINASTE, ιδιοκτησία της Αιτήτριας εταιρείας, ενεγράφη στο Κυπριακό Νηολόγιο στις 16.5.1996.  Στα πλαίσια επιδίωξης διευθέτησης υγειονομικής επιθεώρησης του σκάφους για σκοπούς του νόμου, διεπιστώθη ότι υπήρχε ενδεχομένως μη συμμόρφωση με τα Άρθρα 3(1), 7(1) και 7(2) του περί Αλιείας Νόμου, Κεφάλαιο 135. Το Τμήμα Αλιείας και Θαλασσίων Ερευνών του Υπουργείου Γεωργίας, Φυσικών Πόρων και Περιβάλλοντος, ζήτησε έτσι από το Τμήμα Εμπορικής Ναυτιλίας του Υπουργείου Συγκοινωνιών και Έργων τη διαγραφή του σκάφους από το Κυπριακό Νηολόγιο. Ακολούθησε σχετική εισήγηση του Τμήματος Εμπορικής Ναυτιλίας προς το Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου, ο οποίος, ακολουθώντας τις προβλεπόμενες διαδικασίες, ειδοποίησε σχετικά την Αιτήτρια όσο και τον εγγεγραμμένο ενυπόθηκο δανειστή του σκάφους.  Η Αιτήτρια έφερε ένσταση στη σκοπούμενη διαγραφή.  Αφού μεσολάβησαν άκαρπες προσπάθειες της Αιτήτριας για παράλληλη εγγραφή του σκάφους σε αλλοδαπό νηολόγιο, και αφού ζητήθησαν οι απόψεις του Διευθυντή του Τμήματος Αλιείας και Θαλασσίων Ερευνών, ο Υπουργός Συγκοινωνιών και Έργων αποφάσισε την άρση της Κυπριακής εθνικότητας και τη διαγραφή του σκάφους από το Κυπριακό Νηολόγιο και πληροφόρησε σχετικά την Αιτήτρια, σχετικό δε διάταγμα δημοσιεύθηκε και στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας.  Το σκάφος ακολούθως διεγράφη από το Κυπριακό Νηολόγιο δυνάμει του Άρθρου 6Α του περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Νηολόγησις, Πώλησις και Υποθήκευσις) Πλοίων Νόμου του 1963.

Η προσφυγή προσβάλλει την απόφαση του Υπουργού.  Επίδικο είναι το Άρθρο 6(Α) το οποίο προνοεί:

"6Α.  Παρά τας διατάξεις του παρόντος Νόμου ή οιουδήποτε ετέρου εν προκειμένω ισχύοντος Νόμου ο Υπουργός κέκτηται επιπρόσθετον εξουσίαν όπως, οσάκις υφίστανται εύλογοι λόγοι ικανοποιούντες αυτόν ότι-

.......................................................................................................

(β)  Ο πλοιοκτήτης ή ο πλοίαρχος Κυπριακού πλοίου ή οιονδήποτε υπεύθυνον διά το Κυπριακόν πλοίον πρόσωπον -

........................................................................................................

(iii)  αμέσως ή εμμέσως παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με οποιαδήποτε διάταξη νομοθεσίας της Δημοκρατίας που διέπει τις δραστηριότητες συγκεκριμένου τύπου πλοίων ή με πρόνοιες για την έκδοση άδειας για την άσκηση τέτοιων δραστηριοτήτων."

Οι παραβάσεις που αφορούν το σκάφος είναι εκείνες που είχαν επισημανθεί εξ αρχής, δηλαδή των Άρθρων 3(1), 7Β(1) και 7Β(2), τα οποία προνοούν ως εξής:

"3.-(1)  Κανένα σκάφος δεν χρησιμοποιείται για το σκοπό αλιείας ιχθύων στη Δημοκρατία εκτός αν έχει εκδοθεί άδεια αναφορικά με αυτό βάσει των διατάξεων του Νόμου αυτού."

"7Β.-(1)  Όλα τα σκάφη αναφορικά με τα οποία έχει εκδοθεί άδεια αλιείας πρέπει να προσεγγίζουν τουλάχιστο μία φορά κατ΄έτος λιμάνι ή αλιευτικό καταφύγιο της Δημοκρατίας για επιθεώρηση δυνάμει του παρόντος Νόμου και των Κανονισμών δυνάμει του Νόμου αυτού, καθώς και για υγειονομικό έλεγχο.

(2)  Όλα τα Κυπριακά σκάφη αναφορικά με τα οποία έχει εκδοθεί άδεια αλιείας υποχρεούνται να εκφορτώνουν τουλάχιστο πενήντα τοις εκατόν (50%) των συνολικών ετήσιων αλιευμάτων τους σε λιμάνια ή/και αλιευτικά καταφύγια της Δημοκρατίας."

Η Αιτήτρια δεν αμφισβητεί ότι δεν συνεμορφώθη με τις εν λόγω πρόνοιες.  Ως προς το Άρθρο 3(1), λέγει ότι όντως δεν θα μπορούσε να συμμορφώνετο αφού δεν πληροί τις προϋποθέσεις του Άρθρου 3(2) το οποίο ορίζει ότι άδεια αλιείας εκδίδεται εφ΄όσον η ουσιαστική κυριότητα του σκάφους είναι κατά πλειοψηφία Κυπριακή και η διεύθυνση του σκάφους είναι κατά το ήμισυ Κυπριακή, δοθέντος ότι οι μέτοχοι και οι διευθυντές της είναι αλλοδαποί.  Ως προς το Άρθρο 7Β(1)(2), λέγει ότι δεν μπορεί να συμμορφωθεί αφού το πλοίο αλιεύει συνεχώς και εκφορτώνει εκτός της Δημοκρατίας και πολύ μακριά από αυτή.  Εισηγείται όμως ότι:

1.   Η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τα Άρθρα 23, 25 και 28 του Συντάγματος.

2.   Η προσβαλλόμενη απόφαση ισοδυναμεί με ανάκληση διοικητικής πράξης, δηλαδή της εγγραφής του σκάφους, η οποία δεν θα μπορούσε να γίνει.

3.   Η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει την αρχή της χρηστής διοίκησης και την ανάγκη δέουσας έρευνας, κατά το ότι δεν επιδιώχθηκε και δεν διερευνήθηκε η λιγότερο επαχθής για την Αιτήτρια λύση της επιθεώρησης του σκάφους στην αλλοδαπή όπου ευρίσκετο.

4.        Η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη κατ' εφαρμογή της διαδικασίας που προνοούν οι περί Εμπορικής Ναυτιλίας (Άρσις της Εθνικότητος Κυπριακών Πλοίων) Κανονισμοί του 1979 (ΚΔΠ 166/79) χωρίς αυτοί να έχουν προηγουμένως αναλόγως τροποποιηθεί μετά τη θέσπιση της υποπαραγράφου (iii) με το Ν. 138(Ι)/03, ο οποίος συναρτάται προς την εισαγωγή των Άρθρων 3(1), 7Β(1) και 7Β(2) με το Ν. 102(Ι)/2000, με αποτέλεσμα ο Υπουργός να ενήργησε καθ΄υπέρβαση εξουσίας.

Ï

Αρχίζοντας από την τελευταία εισήγηση η οποία και προέχει να εξετασθεί, το επιχείρημα της Αιτήτριας είναι ότι, καθ΄όσον η προσβαλλόμενη απόφαση ελήφθη, όπως αναφέρεται στο δημοσιευθέν διάταγμα, δυνάμει όχι μόνο του Άρθρου 6Α αλλά και του Κανονισμού 5, η διαγραφή δεν μπορούσε να γίνει διότι διαγραφή δυνάμει του Κανονισμού 5 γίνεται εάν, όπως αναφέρει, μετά τη διεξαγωγή της αναφερόμενης στον Κανονισμό 4 έρευνας, ο Υπουργός κρίνει ότι το διάταγμα δέον να εκδοθεί.  Η αναφερόμενη στον Κανονισμό 4 έρευνα είναι η κατάληξη της διαδικασίας που προβλέπεται στους Κανονισμούς 2 και 3.  Τα ουσιαστικώς προβλεπόμενα ως δικαιολογούντα την άρση της εθνικότητας και τη διαγραφή σκάφους όμως περιέχονται επίσης στον Κανονισμό 2 ο οποίος, λέγει η Αιτήτρια, είναι διατυπωμένος ώστε να συνάδει με την αρχική μορφή του Άρθρου 6Α πριν από την τροποποίηση του με το Ν. 138(Ι)/03 που προσέθεσε την υποπαράγραφο (iii).

Η εισήγηση αυτή θα είχε βεβαίως νόημα να εξετασθεί σε συνάρτηση με τους λόγους για τους οποίους, όπως αναφέρεται στο διάταγμα, απεφασίσθη η άρση της εθνικότητας και η διαγραφή του σκάφους.  Αυτοί ήσαν ότι η Αιτήτρια

"... αμέσως ή εμμέσως παραβαίνει ή παραλείπει να συμμορφωθεί με τις διατάξεις του περί Αλιείας Νόμου, Κεφ. 135, όπως έχει τροποποιηθεί, λόγω του ότι το σκάφος δεν έχει εξασφαλίσει άδεια αλιείας δυνάμει των διατάξεων του περί Αλιείας Νόμου και ακόμα αν έχει εξασφαλίσει άδεια αλιείας, δεν προσεγγίζει τα λιμάνια της Δημοκρατίας για επιθεώρηση τουλάχιστο μία φορά κάθε έτος αλλά ούτε και εκφορτώνει τουλάχιστο 50% των συνολικών ετήσιων αλιευμάτων του σε λιμάνια της Δημοκρατίας όπως προβλέπεται από τον πιο πάνω Νόμο."

Η βάση για την έκδοση του διατάγματος ήταν λοιπόν η παράλειψη συμμόρφωσης με τις πρόνοιες του περί Αλιείας Νόμου, προφανώς τα Άρθρα 3(1), 7Β(1) και 7Β(2).  Ο Κανονισμός 2 όμως δεν περιορίζεται, αντίθετα με όσα εισηγείται η Αιτήτρια, στα περιεχόμενα στο Άρθρο 6Α(β)(i)(ii) - δηλαδή πριν την τροποποίηση του από το Νόμο 138(Ι)/03 - αλλά περιλαμβάνει και αναφορά σε παράλειψη συμμόρφωσης προς τους περί Εμπορικής Ναυτιλίας Νόμους, που ήταν και η βάση στην οποία εξεδόθη το διάταγμα.  Ουδόλως λοιπόν επηρεάζεται το πράγμα από την εισαγωγή στο Άρθρο 6Α(β)  της υποπαραγράφου (iii) με το Νόμο 138(Ι)/03, αφού οι Κανονισμοί ήδη περιείχαν τέτοια πρόνοια.  Αντιθέτως, είναι η νομοθεσία και όχι οι Κανονισμοί που έχρηζαν της εν λόγω τροποποίησης ώστε να καλύπτει κάθε σχετική παράβαση της νομοθεσίας, όπως και έγινε.

Προχωρώ στη δεύτερη εισήγηση η οποία συνίσταται στο ότι, εφ΄όσον η εγγραφή του σκάφους είχε γίνει νομίμως και ήταν ευμενής για την Αιτήτρια, δεν μπορούσε να ανακληθεί παρελθόντος του ευλόγου χρόνου και με δυσμενείς συνέπειες για την Αιτήτρια.  Η εισήγηση αυτή παρεξηγεί τη φύση της προσβαλλόμενης απόφασης.  Εδώ δεν επρόκειτο για ανάκληση της εγγραφής, η νομιμότητα της οποίας ουδέποτε ετέθη εν αμφιβόλω από τη Δημοκρατία.  Η διαγραφή έγινε όχι για λόγους που αφορούσαν τις συνθήκες εγγραφής του σκάφους αλλά για λόγους που αφορούσαν τη μετέπειτα συμπεριφορά του και συναρτώντο στις υποχρεώσεις του, εφ΄όσον ήταν εγγεγραμμένο στο Κυπριακό Νηολόγιο, να συμμορφώνεται με τις πρόνοιες της νομοθεσίας που διέπουν τη λειτουργία του.

Τώρα ως προς την τρίτη εισήγηση, λίγα να λεχθούν.  Η προοπτική διενέργειας επιθεώρησης του σκάφους σε αλλοδαπό λιμάνι που θα ήταν βολικό για το σκάφος, και αν ακόμα εκρίνετο δεκτή και εύλογη εναλλακτική διευθέτηση, που πολύ αμφιβάλλω εν όψει της επιτακτικής διατύπωσης του Άρθρου 7Β(1), δεν θα διαφοροποιούσε τα πράγματα αφού θα παρέμενε το γεγονός ότι εν πάση περιπτώσει το σκάφος δεν είχε άδεια αλιείας - και εννοώ ασφαλώς όχι την οποιαδήποτε άδεια αλιείας της αλλοδαπής αλλά από τη Δημοκρατία, στην οποία και βεβαίως αναφέρεται το Άρθρο 3(1) - και δεν εκφόρτωνε τουλάχιστο το 50% των αλιευμάτων του στην Κύπρο.

Απομένουν, και εξ ανάγκης τώρα πρέπει να εξετασθούν, οι εισηγήσεις για παράβαση των Άρθρων 23, 25 και 28 του Συντάγματος.  Ως προς το Άρθρο 23, η εισήγηση είναι ότι η Αιτήτρια στερείται, με την προσβαλλόμενη απόφαση, το δικαίωμα της χρήσης και απόλαυσης του σκάφους ως περιουσίας της. Δεν γνωρίζω όμως οποιαδήποτε νομολογιακή αρχή που να ενισχύει την άποψη ότι η εγγραφή στο νηολόγιο παρέχει περιουσιακό δικαίωμα στη διατήρηση της, και δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναλογία μεταξύ της προκειμένης και της υπόθεσης Stretch v. United Kingdom, 42277/98, 24.6.2003 του Ευρωπαϊκού Δικαστηρίου Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, στην οποία με παρέπεμψε η Αιτήτρια.  Ο καθορισμός των όρων χρήσης σκαφών με την εγγραφή τους στο νηολόγιο είναι καθ' όλα νόμιμος και ανάγεται στο δικαίωμα του κράτους να ρυθμίζει τα αφορώντα αυτή για όσους επιθυμούν να εγγράψουν τα σκάφη τους στο Κυπριακό Νηολόγιο.  Ούτε είναι επίδικο θέμα η άδεια αλιείας του σκάφους, που εν πάση περιπτώσει, όπως ήδη υπέδειξα, δεν υπήρχε Κυπριακή παρά μόνο αλλοδαπή τοιαύτη.

Την ίδια άποψη έχω ως προς την εισήγηση για παράβαση του Άρθρου 25 κατά το ότι, όπως λέγει η Αιτήτρια, εμποδίζεται να ασκεί το επάγγελμα της αλιείας ως εκ της προσβαλλόμενης απόφασης.  Τίποτε τέτοιο δεν συμβαίνει.  Η διαγραφή του σκάφους συναρτάται προς την μη τήρηση όρων που διέπουν την εγγραφή του στο Κυπριακό Νηολόγιο και, ως τέτοιων, που είτε δεν ρυθμίζουν καν την άσκηση του επαγγέλματος της αλιείας είτε είναι εύλογοι στα πλαίσια ρύθμισης του.  Να υποδείξω δε και πάλι ότι επίδικο στην προκειμένη περίπτωση δεν είναι το θέμα της άδειας αλιείας, την οποία η Αιτήτρια δεν είχε εξασφαλίσει από τις Κυπριακές αρχές, ενώ η κατοχή άδειας αλιείας από άλλη χώρα δεν μπορεί να συνδέεται προς τα αφορώντα το Κυπριακό Νηολόγιο.

Η τελευταία εισήγηση της Αιτήτριας για παράβαση του Άρθρου 28 γίνεται στη βάση δυσμενούς διάκρισης και παράβαση της αρχής της ισότητας.  Λέγει η Αιτήτρια ότι το Άρθρο 3(2)(α)(i) του περί Αλιείας Νόμου, το οποίο προνοεί ότι εκδίδεται άδεια αλιείας αν η ουσιαστική κυριότητα του σκάφους είναι κατά πλειοψηφία Κυπριακή και η ουσιαστική διεύθυνση του κατά το ήμισυ Κυπριακή, διακρίνει ανίσως και δυσμενώς στη βάση της εθνικότητας μεταξύ Κυπρίων και αλλοδαπών.  Δεν χρειάζεται όμως να αποφανθώ κατά πόσο η διάκριση αυτή είναι εύλογη ή όχι.  Το θέμα που εγείρεται από την Αιτήτρια αφορά ευθέως όχι τη διαγραφή του σκάφους από το Κυπριακό Νηολόγιο αλλά την έκδοση άδειας αλιείας στα πλαίσια απόφασης για την έκδοση ή όχι της οποίας, ως αυτοτελούς διοικητικής πράξης, και μόνο θα μπορούσε να εξετασθεί.  Δεν μπορεί το θέμα αυτό να αποφασισθεί εμμέσως στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής. Η Αιτήτρια μάλιστα δεν απετάθη καν για άδεια αλιείας βάσει του περί Αλιείας Νόμου και δεν μπορεί να επιχειρηματολογεί ως προς τη συνταγματικότητα στη βάση της υποθετικής περίπτωσης που αίτηση της για τέτοια άδεια θα απερρίπτετο.  Περαιτέρω, βεβαίως, και αν ακόμα απεφασίζετο το θέμα εδώ, δεν θα είχε αποτέλεσμα αφού θα παρέμενε το γεγονός ότι η Αιτήτρια δεν συμμορφώνετο με το Άρθρο 7Β(2) ως προς την υποχρέωση εκφόρτωσης του 50% των αλιευμάτων του σκάφους στην Κύπρο.

Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται.  Η Αιτήτρια θα καταβάλει £400 έξοδα στη Δημοκρατία.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.


 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο