ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 4 ΑΑΔ 534
16 Ιουνίου, 2004
[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΣΠΥΡΟΣ ΚΕΤΤΗΡΟΣ,
Αιτητής,
ν.
ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ' ου η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 667/2003)
Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ― Πειθαρχικό δίκαιο ― Διαθεσιμότητα υπαλλήλου βάσει του Καν. 13(1) των περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Πειθαρχικός Κώδιξ) Κανονισμών του 1986 (Κ.Δ.Π. 160/86) ― Η διάταξη δεν προνοεί για προηγούμενη ακρόαση του επηρεαζόμενου, αυτή όμως επιβάλλεται δυνάμει του Άρθρου 43(1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν.158 (Ι)/99).
Ο αιτητής προσέβαλε την θέση του σε διαθεσιμότητα εξ αιτίας καταδίκης του σε ποινική υπόθεση κατά της οποίας είχε ασκήσει έφεση.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
Προβάλλεται, μεταξύ άλλων, ως λόγος ακυρώσεως ότι η επίδικη απόφαση πάσχει για το λόγο ότι λήφθηκε κατά παράβαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως. Χωρίς, δηλαδή, να παρασχεθεί προηγουμένως στον αιτητή η ευκαιρία να ακουστεί και υποβάλει τις οποιεσδήποτε παραστάσεις του.
Οι καθ' ων η αίτηση υποστήριξαν ότι το Διοικητικό Συμβούλιο του ΡΙΚ δεν υπείχε νομική υποχρέωση να ακούσει τον αιτητή προτού λάβει την επίδικη απόφαση. Επικαλέσθηκαν σχετικά την τρίτη διάζευξη του Άρθρου 13(1) των περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Πειθαρχικός Κώδιξ) Κανονισμών του 1986 (ΚΔΠ160/86).
Πράγματι δεν υφίσταται υποχρέωση ακροάσεως προτού τεθεί ο υπάλληλος σε διαθεσιμότητα εκκρεμούσης της έφεσής του, βάσει του Κανονισμού 13(1). Παρά ταύτα, το Διοικητικό Συμβούλιο του ΡΙΚ είχε υποχρέωση, προτού αποφασίσει να θέσει τον αιτητή σε διαθεσιμότητα, να του παράσχει την ευκαιρία να ακουστεί και υποβάλει τις παραστάσεις του. Και τούτο βάσει του Άρθρου 43(1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99).
Ο Κανονισμός 13(1) αποτελεί περίπτωση λήψης διοικητικού μέτρου "δυσμενούς φύσης" και, επομένως, το δικαίωμα ακρόασης θα έπρεπε να παρασχεθεί στον αιτητή βάσει του Άρθρου 43(1).
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Προσφυγή.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Π. Πολυβίου, για το Καθ' ου η αίτηση.
�
Cur. adv. vult.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με απόφαση του Ε.Δ. Λευκωσίας, ημερομηνίας 30.6.2003, ο αιτητής, Αρχισυντάκτης στο Τμήμα Ειδήσεων και Επικαίρων του Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (ΡΙΚ), κρίθηκε ένοχος για "άσεμνη επίθεση εναντίον γυναίκας" και για "πρόκληση πραγματικής σωματικής βλάβης". Θύμα ήταν η Στεφανία Σάββα, δημοσιογράφος/εκφωνήτρια του ΡΙΚ, η οποία εργαζόταν στο ίδιο Τμήμα και χώρο του ΡΙΚ όπου και ο τόπος διάπραξης των αδικημάτων. Στις 9.7.2003 το Ε.Δ. Λευκωσίας επέβαλε στον αιτητή χρηματική ποινή ύψους £1.000 στην πρώτη κατηγορία. Στη δεύτερη κατηγορία δεν του επέβαλε ποινή. Ταυτόχρονα, τον διέταξε να καταβάλει £161 έξοδα της κατηγορούσας αρχής.
Ο αιτητής άσκησε έφεση η οποία εκκρεμεί.
Στις 14.7.2003 το Διοικητικό Συμβούλιο του ΡΙΚ, αφού προηγουμένως ζήτησε την άποψη του Νομικού του Συμβούλου κατά πόσο η καταδίκη του αιτητή ενείχε ηθική αισχρότητα, και πήρε καταφατική απάντηση, αποφάσισε να θέσει τον αιτητή σε διαθεσιμότητα με άμεση ισχύ και μέχρι την έκβαση της έφεσης. Η απόφαση αυτή, για την οποία ενημερώθηκε ο αιτητής με επιστολή του Γενικού Διευθυντή του ΡΙΚ, ημερομηνίας 15.7.2003, είναι το αντικείμενο της προσφυγής.
Προβάλλεται, μεταξύ άλλων, ως λόγος ακυρώσεως ότι η επίδικη απόφαση πάσχει για το λόγο ότι λήφθηκε κατά παράβαση της αρχής της εκατέρωθεν ακροάσεως. Χωρίς, δηλαδή, να παρασχεθεί προηγουμένως στον αιτητή η ευκαιρία να ακουστεί και υποβάλει τις οποιεσδήποτε παραστάσεις του.
Ο ευπαίδευτος δικηγόρος του ΡΙΚ υποστήριξε ότι το Διοικητικό Συμβούλιο του ΡΙΚ δεν υπείχε νομική υποχρέωση να ακούσει τον αιτητή προτού λάβει την επίδικη απόφαση. Επικαλέσθηκε σχετικά την τρίτη διάζευξη του Άρθρου 13(1) των περί Ραδιοφωνικού Ιδρύματος Κύπρου (Πειθαρχικός Κώδιξ) Κανονισμών του 1986 (ΚΔΠ160/86) το οποίο έχει ως εξής:
"13.-(1) Εάν έρευνα πειθαρχικού αδικήματος διαταχθή, δυνάμει των διατάξεων της υποπαραγράφου (β) της παραγράφου (1) του Κανονισμού 9, κατά τινος υπαλλήλου ή επί τη ενάρξει αστυνομικής ερεύνης επί σκοπώ ποινικής διώξεως κατ' αυτού ή καθ' οιονδήποτε στάδιον μετά την υπό του Νομικού Συμβούλου του Ιδρύματος γνωμάτευσιν ότι ποινικόν αδίκημα δι' ο κατεδικάσθη ο υπάλληλλος ενέχει έλλειψιν τιμότητος ή ηθικήν αισχρότητα, το Διοικητικόν Συμβούλιον δύναται, εάν το δημόσιον συμφέρον απαιτή τούτο, να θέση εις διαθεσιμότητα τον υπάλληλον από της ημερομηνίας ότε θα ληφθή η τοιαύτη απόφασις μέχρι της τελικής συμπληρώσεως της υποθέσεως."
Συμφωνώ με τον ευπαίδευτο δικηγόρο του ΡΙΚ ότι η τρίτη διάζευξη του πιο πάνω Κανονισμού αναφέρεται στο στάδιο που μεσολαβεί μεταξύ της υπό του Νομικού Συμβούλου του ΡΙΚ γνωμάτευσης ότι το ποινικό αδίκημα για το οποίο καταδικάσθηκε πρωτόδικα ο υπάλληλος ενέχει έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα και της τελικής συμπλήρωσης της υπόθεσης, δηλαδή της έκδοσης απόφασης στην έφεση. Συμφωνώ, επίσης, ότι, εφόσον, κατ' αντίθεση με τον Κανονισμό 13(1), με τον Κανονισμό 12(2) (που αναφέρεται στην επιβολή πειθαρχικής ποινής μετά την τελεσιδικία καταδικαστικής απόφασης για ποινικό αδίκημα ενέχον έλλειψη τιμιότητας ή ηθική αισχρότητα) επιβάλλεται ρητή υποχρέωση στο Διοικητικό Συμβούλιο του ΡΙΚ, προτού επιβάλει πειθαρχική ποινή, να παράσχει στον καταδικασθέντα υπάλληλο την ευκαιρία να ακουστεί, προκύπτει, εξ αντιδιαστολής (a contrario), ότι ανάλογη υποχρέωση δεν υφίσταται προτού τεθεί ο υπάλληλος σε διαθεσιμότητα εκκρεμούσης της έφεσής του. Βάσει, δηλαδή, του Κανονισμού 13(1). Παρά ταύτα, έχω την άποψη ότι το Διοικητικό Συμβούλιο του ΡΙΚ είχε υποχρέωση, προτού αποφασίσει να θέσει τον αιτητή σε διαθεσιμότητα, να του παράσχει την ευκαιρία να ακουστεί και υποβάλει τις παραστάσεις του. Και τούτο βάσει του Άρθρου 43(1) του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99) το οποίο έχει ως εξής:
"43.-(1) Το δικαίωμα ακρόασης παρέχεται, εκτός από τις περιπτώσεις τις οποίες ο νόμος προβλέπει ρητά, σε κάθε πρόσωπο που θα επηρεαστεί από την έκδοση πράξης ή από τη λήψη διοικητικού μέτρου που είναι πειθαρχικής φύσης ή που έχει το χαρακτήρα της κύρωσης ή που είναι άλλως πως δυσμενούς φύσης."
Στην προκείμενη περίπτωση, θα μπορούσε να λεχθεί ότι ο Κανονισμός 12(2) αποτελεί περίπτωση όπου ο "νόμος" προβλέπει ρητά το δικαίωμα ακρόασης, ενώ ο Κανονισμός 13(1) αποτελεί περίπτωση όπου ο "νόμος" δεν προβλέπει ρητά το ίδιο δικαίωμα. Αποτελεί όμως ο Κανονισμός 13(1) περίπτωση λήψης διοικητικού μέτρου "δυσμενούς φύσης" και, επομένως, το δικαίωμα ακρόασης θάπρεπε να παρασχεθεί στον αιτητή βάσει του Άρθρου 43(1).
Ενόψει της κατάληξής μου ότι η επίδικη απόφαση είναι ακυρωτέα λόγω παράβασης του δικαιώματος ακρόασης του αιτητή, δε θεωρώ σκόπιμο να υπεισέλθω και εξετάσω τους υπόλοιπους λόγους ακυρώσεως που προβάλλονται.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ του αιτητή.
Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.