ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 4 ΑΑΔ 264
19 Απριλίου, 2004
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 29 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]
J.W.M. KUMARI MARIKE JAYAKODY,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ ΚΑΙ/ Ή
ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΩΣ,
2. ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΕΩΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 529/2002)
Αλλοδαποί ― Απαγορευμένος μετανάστης ― Προϋποθέσεις κήρυξης προσώπου ως απαγορευμένου μετανάστη, βάσει του Άρθρου 6(1)(κ) του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105 ― Δεν επληρούντο στην κριθείσα περίπτωση ― Τα διατάγματα σύλληψης, κράτησης και απέλασης του αλλοδαπού ακυρώθηκαν ― Περιστάσεις.
Η αιτήτρια προσέβαλε τα εναντίον της διατάγματα σύλληψης, κράτησης και απέλασης τα οποία εκδόθηκαν συνεπεία της κήρυξης της ως απαγορευμένης μετανάστιδας.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας τις επίδικες αποφάσεις, αποφάσισε ότι:
Προβάλλεται, μεταξύ άλλων, ως λόγος ακυρώσεως ότι η απόφαση του Αναπληρωτή Λειτουργού Μεταναστεύσεως να θεωρήσει την αιτήτρια ως απαγορευμένη μετανάστιδα, βάσει του Άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105, με όλα τα συνακόλουθα, είναι προϊόν πραγματικής πλάνης, λόγω μη δέουσας έρευνας, ενώ ταυτόχρονα, δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη.
Ο λόγος αυτός ευσταθεί.
Έχοντας υπόψη το κείμενο του πιο πάνω άρθρου, σε συνάρτηση με τα στοιχεία τα οποία είχε ενώπιόν του ο Αναπληρωτής Λειτουργός Μεταναστεύσεως όταν, στις 29.4.2002, θεωρούσε την αιτήτρια ως απαγορευμένη μετανάστιδα, ήτοι την καταγγελία της αιτήτριας, αφενός, και την καταγγελία του εργοδότη της, αφετέρου, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της επιστολής της 17.4.2002, γεννάται το ερώτημα ποιοι ήταν οι λόγοι για τους οποίους η αιτήτρια θεωρήθηκε ότι ενέπιπτε στο Άρθρο 6(1)(κ) του Κεφ. 105. Θεωρήθηκε ως απαγορευμένη μετανάστιδα επειδή εγκατέλειψε την εργασία της ή επειδή, κατά την Αστυνομία, κατήγγειλε ψευδώς τον εργοδότη της; Ή μήπως διότι κρίθηκε ότι η σχέση εργοδότη-εργοδοτούμενης είχε τερματιστεί, η δε παραμονή της στην Κύπρο για να εργαστεί σε άλλο εργοδότη ήταν ανέφικτη; Είναι δε αυτοί λόγοι που εμπίπτουν στο Άρθρο 6(1)(κ) του Κεφ. 105; Ούτε από το κείμενο των σχετικών διαταγμάτων προκύπτει οτιδήποτε σχετικό, ούτε από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Προσφυγή.
Ντ. Μιχαηλίδης, για την Αιτήτρια.
Λ. Χριστοδουλίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
�Cur. adv. vult.
ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια αφίχθηκε στην Κύπρο στις 7.2.2002 για να εργαστεί ως οικιακή βοηθός με την οικογένεια του Κ.Π. Της παραχωρήθηκε προσωρινή άδεια παραμονής και εργασίας μέχρι τις 7.2.2004. Στις 3.4.2002 η αιτήτρια προσήλθε στο ΤΑΕ Λευκωσίας και κατήγγειλε ότι ο εργοδότης της την παρενοχλούσε σεξουαλικά. Ταυτόχρονα, με επιστολή της ημερομηνίας 3.4.2002, ενημέρωσε το Λειτουργό Μεταναστεύσεως, μέσω του Υπουργείου Εργασίας, για το ίδιο ζήτημα. (Παραρτήματα 3 και 4 στην Ένσταση). Με επιστολή του ημερομηνίας 8.4.2002, ο εργοδότης της αιτήτριας πληροφόρησε το Υπουργείο Εργασίας, με κοινοποίηση στο Λειτουργό Μεταναστεύσεως, ότι η αιτήτρια εγκατέλειψε την εργασία της στις 3.4.2002 χωρίς προειδοποίηση και διέμενε σε άγνωστη διεύθυνση. Ζητούσε δε συναφώς οδηγίες περί του πρακτέου.
Με επιστολή του ημερομηνίας 17.4.2002 προς το Διοικητή Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως, ο υπεύθυνος του Κλιμακίου Αλλοδαπών Λευκωσίας, αφού αναφέρθηκε στην καταγγελία της αιτήτριας, αφενός, και στην καταγγελία του εργοδότη της, αφετέρου, τον πληροφόρησε ως εξής:
"Η Γ/Λοχ. 2193 επικοινώνησε τηλεφωνικώς με το ΤΑΕ Λ/σίας και όπως της ανέφεραν η υπόθεση έκλεισε καθότι από τη κατάθεση που λήφθηκε από την αλλοδαπή φαίνεται ότι η παραπονούμενη αποφάσισε να προβεί στην πιο πάνω καταγγελία εκδικητικά, επειδή ο εργοδότης της ήθελε να τη διώξει. Αυτό αποδεικνύεται από το γεγονός ότι η αλλοδαπή δεν προέβηκε νωρίτερα σε καταγγελία παρά μόνο αμέσως μετά που πληροφορήθηκε για την απόφαση του εργοδότη της να τη διώξει. Ως εκ τούτου σύμφωνα με το ΤΑΕ Λ/σίας δεν φαίνεται να έχει διαπραχθεί κανένα ποινικό αδίκημα. Η Π.Η. 27/4 του ΤΑΕ Λ/σίας είναι σχετική, φωτοαντίγραφο επισυνάπτεται.
...............................................................................................................
Εν όψει των πιο πάνω και επειδή δεν θα εξεταστεί εργατική διαφορά από την αρμόδια επιτροπή εξέτασης εργατικών διαφορών, εισηγούμαστε όπως εναντίον της αλλοδαπής εκδοθούν διατάγματα - κράτησης απέλασης για να απελαθεί στη χώρα της."
Αυθημερόν, ο Διοικητής της Υπηρεσίας Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως διαβίβασε την πιο πάνω επιστολή στον Αναπληρωτή Λειτουργό Μεταναστεύσεως με την ακόλουθη εισήγηση:
"Εν' όψη των όσων αναφέρονται στην επιστολή αυτή τη στιγμή η αλλοδαπή παραμένει παράνομα στην Κύπρο. Εισήγηση της υπηρεσίας μας είναι όπως εναντίον της εκδοθούν διατάγματα για απέλαση της."
(Βλ. Ερυθρό 48 - 47 στο Τεκμήριο 1).
Ακολούθως, στις 29.4.2002, ο Αναπληρωτής Λειτουργός Μεταναστεύσεως, αφού έκρινε ότι η αιτήτρια ήταν απαγορευμένη μετανάστις, δυνάμει της παραγράφου (κ) του εδαφίου (1) του Άρθρου 6 του περί Αλλοδαπών και Μεταναστεύσεως Νόμου, Κεφ. 105, εξέδωσε διάταγμα απέλασης της και, ταυτόχρονα, διάταγμα όπως, εν τω μεταξύ, συλληφθεί και παραμείνει υπό κράτηση.
Η απόφαση του Αναπληρωτή Λειτουργού Μεταναστεύσεως να θεωρήσει την αιτήτρια ως απαγορευμένη μετανάστιδα και, συνακόλουθα, να διατάξει τη σύλληψη, κράτηση και απέλασή της, είναι το αντικείμενο της προσφυγής.
Προβάλλεται, μεταξύ άλλων, ως λόγος ακυρώσεως ότι η απόφαση του Αναπληρωτή Λειτουργού Μεταναστεύσεως να θεωρήσει την αιτήτρια ως απαγορευμένη μετανάστιδα, βάσει του Άρθρου 6(1)(κ) του Κεφ. 105, με όλα τα συνακόλουθα, είναι προϊόν πραγματικής πλάνης λόγω μη δέουσας έρευνας ενώ, ταυτόχρονα, δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη.
Ο λόγος αυτός ευσταθεί. Το Άρθρο 6(1)(κ) του Κεφ. 105 έχει ως εξής:
"6.-(1) Τα ακόλουθα πρόσωπα θα είναι απαγορευμένοι μετανάστες ............................................................................................................
(κ) οποιοδήποτε πρόσωπο το οποίο εισέρχεται ή διαμένει στη Δημοκρατία κατά παράβαση οποιασδήποτε απαγόρευσης, όρου, περιορισμού ή επιφύλαξης που περιλαμβάνεται στο Νόμο αυτό ή σε οποιουσδήποτε Κανονισμούς που εκδόθηκαν βάσει του Νόμου αυτού ή σε οποιαδήποτε άδεια που παραχωρήθηκε ή εκδόθηκε βάσει του Νόμου αυτού ή των Κανονισμών αυτών."
�
Έχοντας υπόψη το κείμενο του πιο πάνω άρθρου, σε συνάρτηση με τα στοιχεία τα οποία είχε ενώπιόν του ο Αναπληρωτής Λειτουργός Μεταναστεύσεως όταν, στις 29.4.2002, θεωρούσε την αιτήτρια ως απαγορευμένη μετανάστιδα, ήτοι την καταγγελία της αιτήτριας, αφενός, και την καταγγελία του εργοδότη της, αφετέρου, σε συνδυασμό με το περιεχόμενο της επιστολής της 17.4.2002, διερωτώμαι ποιοι ήταν οι λόγοι για τους οποίους η αιτήτρια θεωρήθηκε ότι ενέπιπτε στο Άρθρο 6(1)(κ) του Κεφ. 105. Θεωρήθηκε ως απαγορευμένη μετανάστιδα επειδή εγκατέλειψε την εργασία της ή επειδή, κατά την Αστυνομία, κατήγγειλε ψευδώς τον εργοδότη της; Ή μήπως διότι κρίθηκε ότι η σχέση εργοδότη-εργοδοτούμενης είχε τερματιστεί, η δε παραμονή της στην Κύπρο για να εργαστεί σε άλλο εργοδότη ήταν ανέφικτη; Είναι δε αυτοί λόγοι που εμπίπτουν στο Άρθρο 6(1)(κ) του Κεφ. 105; Ούτε από το κείμενο των σχετικών διαταγμάτων προκύπτει οτιδήποτε σχετικό, ούτε από τα στοιχεία του διοικητικού φακέλου, Τεκμήριο 1. Κι εννοώ τα στοιχεία που προϋπήρχαν των διαταγμάτων της 29.4.2002, ήτοι από τα Ερυθρά 50 έως 1.
Καταλήγω ότι η απόφαση να κηρυχθεί η αιτήτρια απαγορευμένη μετανάστις δεν είναι επαρκώς αιτιολογημένη, με αποτέλεσμα και τα συνακόλουθα διατάγματα σύλληψης, κράτησης και απέλασής της να στερούνται του αναγκαίου νομικού ερείσματος.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα υπέρ της αιτήτριας.
Οι επίδικες αποφάσεις του καθ' ου η αίτηση ακυρώνονται.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.