ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 4 ΑΑΔ 231
31 Μαρτίου, 2004
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤA ΑΡΘΡA 25, 28, 35 KAI 146
ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
1. ΠΙΕΡΗΣ ΠΙΕΡΗ,
2. ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΙΧΑΗΛ,
3. ΑΝΔΡΕΑΣ ΛΑΡΚΟΥ,
4. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΣ Χ"ΚΩΝΣΤΑΝΤΗ,
5. ΔΗΜΟΣ ΑΣΣΟΣ,
6. ΑΜΕΡΙΚΟΣ ΙΩΑΝΝΟΥ,
7. ΑΝΔΡΕΑΣ ΟΔΥΣΣΕΩΣ,
8. ΕΛΕΥΘΕΡΙΟΣ ΣΑΠΑΡΙΛΛΑΣ,
9. ΑΝΔΡΕΑΣ ΣΤΥΛΙΑΝΟΥ,
10. ΧΑΡΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΥ,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ,
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΑΜΥΝΑΣ,
2. ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΠΙΤΕΛΕΙΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1199/2002)
Διοικητικό Δίκαιο ― Γενικές αρχές ― Αρχή της καλής πίστης της διοίκησης και της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικουμένου ― Περιστάσεις υπό τις οποίες η εφαρμογή τους υποχώρησε στην κριθείσα περίπτωση.
Διοικητικό Δίκαιο ― Ανάκληση διοικητικών πράξεων ― Αρχές ― Ειδικά η ανάκληση παράνομης ευμενούς διοικητικής απόφασης ― Το ζήτημα του ευλόγου χρόνου και των ειδικών συνθηκών της περίπτωσης ― Η επίδικη ανάκληση επικυρώθηκε.
Στρατός της Δημοκρατίας ― Αξιωματικοί ― Επετηρίδα ― Ανάκληση της ένταξης αξιωματικών σε συγκεκριμένη επετηρίδα και τοποθέτησή τους σε άλλη ― Κρίθηκε νόμιμη ― Περιστάσεις.
Έξοδα ― Εξαίρεση του κανόνα ότι ακολουθούν το αποτέλεσμα της έκβασης της διαδικασίας της προσφυγής ― Περιστάσεις στοιχειοθέτησης της εξαίρεσης στην κριθείσα περίπτωση.
Οι αιτητές προσέβαλαν την διαγραφή τους από την Επετηρίδα Μηχανικών Αξιωματικών της Αεροπορίας και την ένταξή τους στην αντίστοιχη των Αξιωματικών Σώματος.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Οι σχετικοί με το επίδικο θέμα Κανονισμοί είναι οι Καν. 11(4), 15(1) και 15(5) της πιο πάνω Κ.Δ.Π. 90/90. Οι αρχές της διοικητικής καλής πίστης αποτελούν αρχές του διοικητικού δικαίου. Έχουν κωδικοποιηθεί από το αρ. 51 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν 158(Ι)/99). Στην παρούσα υπόθεση ισχύουν οι πρόνοιες του πιο πάνω Άρθρου 51(2). Η διοίκηση επικαλείται τις ίδιες της παραλείψεις για τις οποίες δεν είναι υπαίτιοι οι αιτητές και αγνοεί μια ευνοϊκή γι' αυτούς κατάσταση η οποία έχει διαρκέσει αρκετό χρόνο. Τυγχάνει λοιπόν εξεταστέο, κατά πόσο η πιο πάνω κατάσταση πραγμάτων συνεπάγεται και την παρανομία της διοικητικής πράξεως.
2. Στην παρούσα υπόθεση η επίδικη διαγραφή των αιτητών από την Επετηρίδα των Αξιωματικών Μηχανικών της Αεροπορίας, αποτελεί πράξη ανάκλησης της αρχικής ένταξής τους στην Επετηρίδα εκείνη, η οποία - ένταξη - ήταν παράνομη. Βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με τους πιο πάνω Καν. 11(4), 15(1) και 15(5). Ισχύουν, επομένως, οι αρχές του διοικητικού δικαίου, που διέπουν την ανάκληση διοικητικών πράξεων. Έχουν κωδικοποιηθεί από το αρ. 54 του πιο πάνω Νόμου 158(Ι)/99.
Στην παρούσα υπόθεση, πρόκειται για ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξεως η οποία όμως ήταν ευμενής για τους αιτητές. Το αρ. 54(1) του πιο πάνω Νόμου 158(Ι)/99, επιτρέπει την ανάκλησή της μετά «πάροδο ευλόγου χρόνου». Το ίδιο και οι σχετικές αρχές του διοικητικού δικαίου των οποίων αποτελεί κωδικοποίηση.
�
Μη ανάκληση της επίδικης απόφασης θα διαιώνιζε τον επηρεασμό των δικαιωμάτων άλλων αξιωματικών, υπό την έννοια ότι θα επηρέαζε την ανέλιξη και προαγωγή τους. Πρόσθετα θα διατηρούσε σε ισχύ μια παράνομη κατάσταση πραγμάτων η οποία θα τελούσε συνεχώς υπό αμφισβήτηση. Μια άλλη ειδική συνθήκη είναι η βαρύτητα της παρανομίας. Εν όψει των ρητών προνοιών του Καν. 11(4) πρόκειται εδώ για αυξημένης βαρύτητας παρανομία.
Επομένως, οι υπάρχουσες ειδικές συνθήκες είναι τέτοιας βαρύτητας που να καθιστούν εύλογο τον χρόνο - των 4 ετών και 8 μηνών - που έχει διαρρεύσει. Επομένως η διοίκηση νόμιμα έχει προχωρήσει στην επίδικη πράξη. Ακολουθεί πως η προσφυγή πρέπει ν' απορριφθεί.
3. Οι αιτητές έχουν βρεθεί σ' αυτή τη θέση χωρίς οποιαδήποτε δική τους υπαιτιότητα. Για το λόγο αυτό τα έξοδα δεν θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
Προσφυγή.
Α. Σ. Αγγελίδης, για τους Αιτητές.
Α. Χριστοφόρου, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν τις πιο κάτω θεραπείες:
«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου με την οποία να κηρύσσεται άκυρη και χωρίς νομικό αποτέλεσμα η τελική απόφαση, των καθ' ων η αίτηση που λήφθηκε στις 29.10.2002 μετά από αναφορά/ένσταση των αιτητών όπως οι αιτητές διαγραφούν από την Επετηρίδα Μηχανικών Αξιωματικών της Αεροπορίας και ενταχθούν σε άλλη Επετηρίδα.
Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι είναι άκυρη η διαγραφή των αιτητών από την Επετηρίδα των Μηχανικών Αξιωματικών της Αεροπορίας και άρα ισχύει η από το διορισμό τους σειρά που απέκτησαν αξιοκρατικά και νόμιμα στην Επετηρίδα των Αξιωματικών Μηχανικών της Αεροπορίας.»
Τα γεγονότα τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή:
Οι αιτητές είναι μόνιμοι Αξιωματικοί της Αεροπορίας του Στρατού της Δημοκρατίας. Διορίστηκαν στο Στρατό της Δημοκρατίας τον Ιανουάριο του 1998 με απευθείας διορισμό ως Αξιωματικοί με το βαθμό του Ανθυποσμηναγού (Ανθυπολοχαγού). Από την ημερομηνία του διορισμού τους αποσπάστηκαν στην Εθνική Φρουρά. Κατέχουν το βαθμό του Υποσμηναγού (Υπολοχαγού) από τις 31.12.2001.
Τον Αύγουστο του 2002 το 1ο Επιτελικό Γραφείο του ΓΕΕΦ διαπίστωσε ότι οι αιτητές είχαν ενταχθεί εκ παραδρομής στην επετηρίδα των Αξιωματικών Μηχανικών της Αεροπορίας. Για το λόγο αυτό αποφασίσθηκε η διαγραφή τους από την Επετηρίδα αυτή και η ένταξη τους στην Επετηρίδα των Αξιωματικών Σώματος της Αεροπορίας.
Αυτό που οδήγησε στην πιο πάνω διαπίστωση ήταν το αίτημα δύο επηρεαζομένων με το οποίο ζήτησαν να μάθουν την αρχαιότητα τους. Το σκεπτικό της πιο πάνω απόφασης έχει ως εξής:
Σύμφωνα με τις διατάξεις του Καν. 11(4) των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας (Διορισμοί, Ιεραρχία, Προαγωγές και Αφυπηρετήσεις) Κανονισμών του 1990 (Κ.Δ.Π. 90/90, όπως έχει τροποποιηθεί), Μηχανικοί Αξιωματικοί της Αεροπορίας είναι όσοι εκπαιδεύτηκαν σε Ανώτατη Στρατιωτική Σχολή ως μηχανικοί αεροσκαφών ή ελικοπτέρων ή ως μηχανικοί αεροπορικών εγκαταστάσεων ή ως μηχανικοί ηλεκτρονικοί, ενώ Αξιωματικοί Σώματος είναι όσοι εκπαιδεύτηκαν σε υπηρεσίες διοικητικής μέριμνας της Αεροπορίας.
Από τις διατάξεις αυτές προκύπτει καθαρά ότι για να θεωρηθεί ένας Αξιωματικός της Αεροπορίας ως Μηχανικός, προκειμένου να εγγραφεί στην Επετηρίδα των Μηχανικών, θα πρέπει απαραίτητα να είναι απόφοιτος Ανώτατης Στρατιωτικής Σχολής και να έχει εκπαιδευτεί σ΄ αυτήν ως μηχανικός αεροσκαφών ή ελικοπτέρων κλπ..
Ενόψει των πιο πάνω διατάξεων και δεδομένου ότι οι αιτητές δεν είναι απόφοιτοι Ανώτατης Στρατιωτικής Σχολής, αλλά απόφοιτοι Πανεπιστημίου, οι οποίοι προσλήφθηκαν στο Στρατό με απευθείας διορισμό, δεν ήταν δυνατόν, εκ των πραγμάτων, να θεωρηθούν ως Μηχανικοί Αξιωματικοί και να παραμείνουν εγγεγραμμένοι στην Επετηρίδα των Μηχανικών της Αεροπορίας, στην οποία προφανώς είχαν εγγραφεί εκ παραδρομής.
Οι λόγοι ακύρωσης.
Ο κ. Αγγελίδης, εκ μέρους των αιτητών, υπέβαλε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αντιφατική και άνιση και παραβιάζει την πίστη του πολίτη στη συνέπεια της διοίκησης. Παραβιάζει, επίσης, την έννοια της καλής πίστης. Η αλλαγή στη στάση της διοίκησης - συμπλήρωσε ο κ. Αγγελίδης - συγκρούεται με την καλή πίστη και την από πενταετίας πραγματική και νομική κατάσταση κεκτημένου που διαμορφώθηκε υπέρ των αιτητών μετά την συγκεκριμένη προκήρυξη της θέσης και τη στάση της διοίκησης.
Από την άλλη ο κ. Χριστοφόρου, εκ μέρους των καθ' ων η αίτηση, υπέβαλε ότι η προκήρυξη των θέσεων που κατέλαβαν οι αιτητές «δεν έχει καμιά σχέση αφού δεν γνώριζαν οι υποψήφιοι σε ποιό όπλο θα κατατάσσονταν». Οι αιτητές - συνέχισε ο κ. Χριστοφόρου - δεν είναι απόφοιτοι Στρατιωτικής Σχολής. Επομένως «δεν μπορεί να είναι Ιπτάμενοι Μηχανικοί». Η Διοίκηση - συμπλήρωσε - «από τη στιγμή που εντόπισε το λάθος όφειλε να το διορθώσει». Δεν είχε διακριτική ευχέρεια να ενεργήσει διαφορετικά ιδιαίτερα όταν δύο επηρεαζόμενα πρόσωπα «ζήτησαν να μάθουν την αρχαιότητα τους». Επομένως η συνέχιση της παρανομίας αδικούσε άλλους αξιωματικούς.
Ο κ. Χριστοφόρου υπέβαλε επίσης ότι «κανένα δικαίωμα των αιτητών δεν επηρεάστηκε αφού, όπως ορίζει ο Καν. 15 της Κ.Δ.Π. 90/90, η θέση στην Επετηρίδα καθορίζεται από το βαθμό και την ημερομηνία διορισμού ή προαγωγής». Ο βαθμός των αιτητών - συμπλήρωσε - η ημερομηνία της τελευταίας προαγωγής τους και η ημερομηνία διορισμού τους δεν έχουν τροποποιηθεί. Η ένταξη τους σε άλλη Επετηρίδα - συνέχισε - και πάλιν της Αεροπορίας ήταν νόμιμη γιατί είχαν τοποθετηθεί σε Επετηρίδα που τα προσόντα τους δεν το δικαιολογούσαν. Ως εκ τούτου - κετέληξε - δεν είχαν κανένα κεκτημένο δικαίωμα που απώλεσαν. Αντίθετα επιδιώκουν όπως η Διοίκηση εξακολουθεί να παρανομεί εις βάρος συναδέλφων τους που είναι απόφοιτοι Στρατιωτικών Σχολών.
Οι σχετικοί με το θέμα που μας απασχολεί Κανονισμοί είναι οι Καν. 11(4), 15(1) και 15(5) της πιο πάνω Κ.Δ.Π. 90/90. Έχουν ως εξής:
«11.-(4) Ως προς την Αεροπορία, Ιπτάμενοι Αξιωματικοί είναι όσοι εκπαιδεύτηκαν σε ανώτατη στρατιωτική σχολή ως χειριστές αεροσκαφών ή ελικοπτέρων, Μηχανικοί Αξιωματικοί όσοι εκπαιδεύτηκαν σε στρατιωτική σχολή ως μηχανικοί αεροσκαφών ή ελικοπτέρων και Αξιωματικοί Σώματος όσοι εκπαιδεύτηκαν σε υπηρεσίες διοικητικής μέριμνας της Αεροπορίας.
15.-(1) Ο βαθμός και η αρχαιότητα του Αξιωματικού φαίνεται στη σχετική Επετηρίδα του Κλάδου του, η οποία τηρείται στο Υπουργείο Άμυνας.
(5) Για την Αεροπορία υπάρχει ξεχωριστή Επετηρίδα για τους Ιπτάμενους Αξιωματικούς, ξεχωριστή για τους Μηχανικούς Αξιωματικούς και ξεχωριστή για τους Αξιωματικούς Σώματος.»
Στο Γενικό Διοικητικό Δίκαιο του Π.Δ. Δαγτόγλου, Τρίτη έκδοση αναφέρονται τα εξής - στις παραγ. 387, 388 και 389 - σε σχέση με τις αρχές της καλής πίστεως, της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη και της ασυνεπούς ή αντιφατικής συμπεριφοράς της διοικήσεως:
«387. Από την αρχή της καλής πίστεως προκύπτει ότι (όπως ο ιδιώτης έτσι και) η διοίκηση δεν δικαιούται να εκμεταλλευθεί ή, ακόμη λιγότερο, να δημιουργήσει καταστάσεις πλάνης, απάτης ή απειλής. Το Συμβούλιο της Επικρατείας εφαρμόζει μάλιστα στην διοίκηση την λεγόμενη αρχή του estoppel (χωρίς βέβαια να την αναφέρει ρητώς), όταν δέχεται ότι η διοίκηση δεν δικαιούται, επικαλούμενη τις ίδιες της παραλείψεις, για τις οποίες δεν είναι υπαίτιος ο ιδιώτης, να αγνοεί μια ευνοϊκή γι' αυτόν πραγματική κατάσταση, δημιουργημένη από πολύ χρόνο, και να αρνείται την υπέρ του ιδιώτη συναγωγή των ωφελημάτων και των νόμιμων συνεπειών που προκύπτουν από την κατάσταση αυτή.
388. Συγγενής είναι η αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη. Η διοίκηση παραβαίνει την αρχή της καλής πίστεως προπάντων όταν ενεργεί κατά τρόπο αντίθετο προς την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη. Η εμπιστοσύνη του ιδιώτη στην καλή πίστη, ειλικρίνεια και συνέπεια της διοικήσεως είναι αναγκαία για την λειτουργία κάθε δημοκρατικής πολιτείας. Σε ένα κοινωνικό κράτος, όπου το μεγαλύτερο μέρος της οικονομικής και σημαντικό ποσοστό της κοινωνικής ζωής ρυθμίζεται, εξαρτάται ή, εν πάση περιπτώσει, θίγεται από την παροχική και ρυθμιστική κυρίως, διοίκηση, ένα minimum εμπιστοσύνης του ιδιώτη είναι sine qua non. Η επιδίωξη του δημόσιου συμφέροντος δεν επιδέχεται βέβαια ως κανόνα συμβατικές ή ημι-συμβατικές δεσμεύσεις της διοικήσεως, όπως εκείνες στις οποίες αρχικώς αναφερόταν η αρχή της καλής πίστεως. ο βασικός τρόπος ενέργειας της διοικήσεως παραμένει λοιπόν κατ' ανάγκη μονομερής. Η επιδίωξη του δημόσιου συμφέροντος στους διαρκώς μεταβαλλόμενους και διεθνώς επηρεαζόμενους όρους της οικονομικής κυρίως ζωής επιβάλλει την ευελιξία, προσαρμοστικότητα και δυνατότητα της διοικήσεως να μεταβάλει πορεία, όπου το κρίνει αναγκαίο.
389. Αλλά και οι αλλαγές αυτές δεν πρέπει να αποτελούν εκδήλωση ασυνέπειας ή αυθαιρεσίας. Η διοίκηση διέπεται βασικά από την αρχή της συνεπούς συμπεριφοράς. Η ασυνεπής, αντιφατική συμπεριφορά της διοικήσεως (venire contra factum proprium) προσβάλλει την δικαιολογημένη εμπιστοσύνη του ιδιώτη απέναντί της και μπορεί να συνεπάγεται την παρανομία της διοικητικής πράξεως. ........»
Οι πιο πάνω αρχές αποτελούν αρχές του διοικητικού δικαίου. Έχουν κωδικοποιηθεί από το αρ. 51* του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν. 158(Ι)/99).
Στην παρούσα υπόθεση ισχύουν οι πρόνοιες του πιο πάνω Άρθρου 51(2). Η διοίκηση επικαλείται τις ίδιες της παραλείψεις για τις οποίες δεν είναι υπαίτιοι οι αιτητές και αγνοεί μια ευνοϊκή γι' αυτούς κατάσταση η οποία έχει διαρκέσει αρκετό χρόνο. Τυγχάνει λοιπόν εξεταστέο κατά πόσο η πιο πάνω κατάσταση πραγμάτων συνεπάγεται και την παρανομία της διοικητικής πράξεως. Επί του προκειμένου αναφέρονται τα εξής στο Δαγτόγλου, πιο πάνω, παραγ. 390, 391:
«390. Τα ανωτέρω ισχύουν όμως μόνο στις περιπτώσεις διακριτικής ευχέρειας της διοικήσεως. Στις περιπτώσεις δέσμιας αρμοδιότητας, καμιά εσφαλμένη πληροφορία δεν μπορεί να απαλλάξει την διοίκηση από την υποχρέωση της να εφαρμόσει τον νόμο, αν και μπορεί να θεμελιώσει την υποχρέωση του κράτους προς αποζημίωση.
391. Το Συμβούλιο της Επιρατείας δέχεται (αν και όχι σταθερά) ότι δεν είναι καλόπιστη και επομένως δεν συγχωρείται η ανατροπή μιας παράνομης πραγματικής καταστάσεως, που έγινε ανεκτή επί πολύ χρόνο, εκτός εάν πρόκειται για θέμα δημόσιας τάξεως ή αν συντρέχει δόλος του ιδιώτη.»
Στην παραγ. 393 ο ευπαίδευτος συγγραφέας παρατηρεί ότι «ιδιαίτερη σημασία έχει η αρχή της καλής πίστεως και μάλιστα η προστασία της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη στο πλαίσιο της ανακλήσεως διοικητικών πράξεων». Στην παρούσα υπόθεση η επίδικη διαγραφή των αιτητών από την Επετηρίδα των Αξιωματικών Μηχανικών της Αεροπορίας αποτελεί πράξη ανάκλησης της αρχικής ένταξης του στην Επετηρίδα εκείνη, η οποία - ένταξη - ήταν παράνομη. Βρισκόταν σε πλήρη αντίθεση με τους πιο πάνω Καν. 11(4), 15(1) και 15(5). Ισχύουν, επομένως, οι αρχές του διοικητικού δικαίου που διέπουν την ανάκληση διοικητικών πράξεων. Έχουν κωδικοποιηθεί από το αρ. 54* του πιο πάνω Νόμου 158(Ι)/99.
Στο Δαγτόγλου (πιο πάνω), παραγ. 676, υποδεικνύεται ότι υπάρχουν ποικίλοι λόγοι για τους οποίους η ανάκληση μιας διοικητικής πράξεως μπορεί να εμφανίζεται ως επιθυμητή ή αναγκαία στην διοίκηση. Ένας από αυτούς είναι η διαπίστωση της παρανομίας της. Υποδεικνύεται, επίσης, (βλ. παραγ. 677) ότι τόσο η έκδοση όσο και η ανάκληση διοικητικών πράξεων δεν γίνεται κατά την αυθαίρετη αρεσκεία της διοικήσεως αλλά υπόκειται σε νομικούς περιορισμούς, επιταγές και νομικούς κανόνες. Περαιτέρω υποδεικνύεται (βλ. παραγ. 678) ότι η διάπλαση των κανόνων αυτών αποτελεί μια σύνθεση των εξής κυρίως αρχών, που στην συγκεκριμένη εφαρμογή τους μπορεί να έρχονται σε σύγκρουση:
- της αρχής της νομιμότητας, που επιβάλλει στην διοίκηση την ανάκληση κάθε παράνομης πράξεως·
- της αρχής στης καλής πίστεως και ιδιαίτερα της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του ιδιώτη έναντι των διοικητικών πράξεων, που επιβάλλει την διατήρησή των ευμενών από αυτές·
- της αρχής της υπεροχής του δημοσίου συμφέροντος κατά την άσκηση διακριτικής ευχέρειας της διοικήσεως σχετικά με την ανάκληση των πράξεων της, που μπορεί να επιβάλλει άλλοτε την διατήρηση και άλλοτε την ανάκληση·
Στην παρούσα υπόθεση, όπως έχει υποδειχθεί, πρόκειται για ανάκληση παράνομης διοικητικής πράξεως η οποία όμως ήταν ευμενής για τους αιτητές. Το αρ. 54(1) του πιο πάνω Νόμου 158(Ι)/99 επιτρέπει την ανάκληση της μετά «πάροδο ευλόγου χρόνου». Το ίδιο και οι σχετικές αρχές του διοικητικού δικαίου των οποίων αποτελεί κωδικοποίηση.
Σε σχέση με τη διάρκεια του χρόνου στο Δαγτόγλου (πιο πάνω), παραγ. 704, 705, υποδεικνύονται τα εξής:
«704. Στην μεγάλη πλειοψηφία των αποφάσεών του όμως το Συμβούλιο της Επικρατείας στηρίζει την απόφασή του για το επιτρεπτό ή ανεπίτρεπτο της ανακλήσεως κατά κύριο λόγο στην διάρκεια του χρόνου μεταξύ εκδόσεως και ανακλήσεως της πράξεως. Μόνο αν ο χρόνος είναι 'εύλογος', δηλαδή εν όψει των περιστάσεων όχι πολύ μακρός, επιτρέπεται η ανάκληση. Το σύνθετο λοιπόν ζήτημα της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης απλοποιείται σε ζήτημα χρονικής διάρκειας, συνήθως πάντως συνδυασμένο με τις συγκεκριμένες περιστάσεις.
705. Η σχετική νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας υπήρξε άκρως ασταθής. Ως εύλογο χρόνο μεταξύ εκδόσεως και ανακλήσεως της πράξεως δεν εθεώρησε το δικαστήριο σε μια περίπτωση ούτε δέκα χρόνια, ενώ σε άλλη περίπτωση αρκέσθηκε σε εικοσιτρείς μήνες. Η διακύμανση του απαιτούμενου για το αμετάκλητο της πράξεως χρόνου καθοριζόταν εν όψει των ειδικών συνθηκών κάθε περιπτώσεως, ιδίως της βαρύτητας της παρανομίας ή της συνεχούς αμφισβητήσεως της νομιμότητας, αλλά συχνά χωρίς ιδιαίτερη αιτιολογία. Τελικά, ο α.ν. 261/68 'περί χρόνου ανακλήσεως παρανόμων διοικητικών πράξεων' όρισε ότι ο εύλογος χρόνος μεταξύ εκδόσεως και ανακλήσεως της πράξεως δεν είναι βραχύτερος της πενταετίας. ..........................................................................................................»
Ποιες είναι τώρα οι ειδικές συνθήκες της παρούσας υπόθεσης; Αυτές αποτελούνται από τον επηρεασμό των δικαιωμάτων τρίτων προσώπων. Αυτός ο παράγοντας αποτελεί ένα κυρίαρχο και καθοριστικό παράγοντα. Μη ανάκληση της επίδικης απόφασης θα διαιώνιζε τον επηρεασμό των δικαιωμάτων άλλων αξιωματικών υπό την έννοια ότι θα επηρέαζε την ανέλιξη και προαγωγή τους. Πρόσθετα θα διατηρούσε σε ισχύ μια παράνομη κατάσταση πραγμάτων η οποία θα τελούσε συνεχώς υπό αμφισβήτηση. Μια άλλη ειδική συνθήκη είναι η βαρύτητα της παρανομίας. Εν όψει των ρητών προνοιών του Καν. 11(4) θεωρώ ότι πρόκειται για αυξημένης βαρύτητας παρανομία.
Έχω, επομένως, την άποψη ότι οι πιο πάνω ειδικές συνθήκες είναι τέτοιας βαρύτητας που να καθιστούν εύλογο τον χρόνο - των 4 ετών και 8 μηνών - που έχει διαρρεύσει. Επομένως η διοίκηση νόμιμα έχει προχωρήσει στην επίδικη πράξη. Ακολουθεί πως η προσφυγή πρέπει ν' απορριφθεί.
Οι αιτητές έχουν βρεθεί σ' αυτή τη θέση χωρίς οποιαδήποτε δική τους υπαιτιότητα. Για το λόγο αυτό τα έξοδα δεν θα ακολουθήσουν το αποτέλεσμα. Δεν εκδίδεται διαταγή για τα έξοδα.
Η προσφυγή απορρίπτεται χωρίς έξοδα.
* Το αρ. 51 έχει ως εξής:
51.-(1) Η διοίκηση δεν επιτρέπεται να ενεργεί με τρόπο ασυνεπή, αντιφατικό ή κακόπιστο, ώστε να εξαπατά ή να ταλαιπωρεί χωρίς λόγο το διοικούμενο.
(2) Η διοίκηση δε δικαιούται, επικαλούμενη τις ίδιές της τις παραλείψεις για τις οποίες δεν είναι υπαίτιος ο διοικούμενος, να αγνοεί μια ευνοϊκή γι' αυτόν κατάσταση η οποία έχει διαρκέσει αρκετό χρόνο και να αρνείται την υπέρ του διοικουμένου συναγωγή των ωφελημάτων και των νόμιμων συνεπειών που προκύπτουν από την κατάσταση αυτή.
(3) Δεν είναι επιτρεπτό στη διοίκηση να αίρει εκ των υστέρων, σε μια συγκεκριμένη περίπτωση, κίνητρα που προέβλεψε ο νόμος ή που η ίδια έθεσε, για να προσελκύσει ορισμένη συμπεριφορά των διοικουμένων.
(4) Δεν είναι επιτρεπτό διοικητικές πράξεις να αντίκεινται σε παραστάσεις ή πληροφορίες των αρμοδίων αρχών ή σε πληροφορίες, τη χορήγηση των οποίων προβλέπει ο νόμος, εφόσον οι παραστάσεις και οι πληροφορίες είναι σύμφωνες με το νόμο.»
* Το σχετικό μέρος του αρ. 54 έχει ως εξής:
«54.-(1) Τηρουμένων των πιο κάτω εδαφίων, θεωρείται παράβαση των αρχών της χρηστής διοίκησης η ανάκληση από τη διοίκηση μετά πάροδο εύλογου χρόνου πράξης της έστω και παράνομης, που στο μεταξύ δημιούργησε δικαιώματα και γενικά ευνοϊκές για το διοικούμενο καταστάσεις. Η ύπαρξη του εύλογου χρόνου κρίνεται από τις ειδικές περιστάσεις κάθε υπόθεσης.»