ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2004) 4 ΑΑΔ 109
19 Φεβρουαρίου, 2004
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 146 ΚΑΙ 28 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
Y & F YIALLOUROU LTD,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΜΠΟΡΙΟΥ, ΒΙΟΜΗΧΑΝΙΑΣ ΚΑΙ ΤΟΥΡΙΣΜΟΥ,
Καθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 347/2003)
Έννομο Συμφέρον ― Εμπόρου να προσβάλει απόρριψη αιτήματός του για έγκριση εισαγωγής αγαθών, παρόλο που δεν πληρούσε τα κριτήρια του σχετικού κυβερνητικού σχεδίου.
Κανονισμός Εισαγωγών ― Ο περί Κανονισμού Εισαγωγών Νόμος του 1962 (Ν.49/62) ― Ο ορισμός της έννοιας του «εισαγωγέα» στο περί Κανονισμού Εισαγωγών (Έλεγχος και Ρυθμίσεις Εμπορευμάτων) Διάταγμα του 1988 ― Περιστάσεις παράβασής τους στην κριθείσα περίπτωση ― Τα κριτήρια που τέθηκαν για έγκριση αδειών εισαγωγής βοδινού κρέατος κρίθηκαν εξωγενή και αντιβαίνοντα προς τις νομοθετικές πρόνοιες του Ν.49/62.
Οι αιτητές ζήτησαν με την προσφυγή την ακύρωση της απόρριψης του αιτήματός τους για χορήγηση άδειας εισαγωγής βοδινού κρέατος.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
1. Οι καθ' ων η αίτηση εγείρουν προδικαστική ένσταση με τον ισχυρισμό πως η αιτήτρια δεν έχει έννομο συμφέρον για να προσβάλει την επίδικη πράξη, αφού δεν υπέβαλε τα απαραίτητα στοιχεία που απαιτούνταν για να αποδειχθεί ότι πληρούσαν τα κριτήρια που είχαν καθοριστεί από το Υπουργείο για να τους δοθεί η σχετική έγκριση.
Η προδικαστική ένσταση των καθ' ων η αίτηση πρέπει να απορριφθεί, αφού το βασικό παράπονο της αιτήτριας είναι ότι παράνομα τέθηκαν τα κριτήρια αυτά. Σε τέτοια δε περίπτωση είναι νομολογιακά αναγνωρισμένο ότι υφίσταται έννομο συμφέρον.
2. Αφού κατά το χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης η Κύπρος δεν ήταν μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο Κανονισμός 980/2000 δεν αποτελούσε μέρος του εσωτερικού δικαίου της Κύπρου και η νομική θέση διέπετο σαφώς από το Νόμο 49/62 και τους δυνάμει τούτου θεσπισθέντες κανονισμούς και όχι από τον Κανονισμό 980/2000 της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ως εκ τούτου το Υπουργείο κακώς και χωρίς νομικό έρεισμα καθόρισε κριτήρια, που στην ουσία ήταν εξωγενή και αντιβαίνοντα προς τις νομοθετικές πρόνοιες του Νόμου 49/62.
Οι αιτητές, με βάση τις πρόνοιες του Διατάγματος του 1988, εμπίπτουν στον ορισμό του όρου «εισαγωγέας».
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Αναφερόμενες υποθέσεις:
Viamax Coach Industry Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 4 Α.Α.Δ. 8,
Δημοκρατία ν. Ledra Brick Factory Ltd (1996) 3 A.A.Δ. 153.
Απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας 1968, Τόμος Δ, σελ. 3332-3336, Αρ. 2722/1968(Γ).
Προσφυγή.
Δ. Καλλής, για την Αιτήτρια.
Λ. Ουστά, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
�ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Η προσφυγή στρέφεται εναντίον της απόφασης των καθ' ων η αίτηση, με την οποία απέρριψαν αίτημα των αιτητών για να συμπεριληφθούν στην κατανομή για εισαγωγή της ποσότητας 300 τόνων κατεψυγμένων βοδινών φιλέτων.
Οι αιτητές είναι εταιρεία περιορισμένης ευθύνης με έδρα τη Λευκωσία και ασχολούνται με την εμπορία κατεψυγμένων προϊόντων και προμηθεύουν ξενοδοχεία, εστιατόρια και άλλους εμπόρους κατεψυγμένων ειδών. Προμηθεύονται τα κατεψυγμένα βοδινά κρέατα και φιλέτα από Κύπριους εισαγωγείς και από τους Οργανισμούς Σ.Α.Α.Α. και Ο.Κ.Γ.Β.Α. Κατά τα έτη 2000, 2001, 2002 προμηθεύτηκαν διάφορες ποσότητες κρεάτων. Μετά από ανακοίνωση ημερομηνίας 13.1.2003 του Υπουργείου Εμπορίου, Βιομηχανίας και Τουρισμού, στην οποία αναφερόταν ότι δεχόταν αιτήσεις μέχρι 7.2.2003 για εισαγωγή 300 τόνων φιλέτων, οι αιτητές υπέβαλαν αίτηση με παράκληση όπως τους εγκριθεί η μεγαλύτερη δυνατή ποσότητα εισαγωγής κρεάτων. Η διοίκηση όμως, με επιστολή της ημερομηνίας 20.2.2003, απέρριψε το αίτημα τους, γιατί δεν είχαν «πραγματοποιήσει εισαγωγές βοδινών φιλέττων ή άλλων τεμαχίων βοδινού κρέατος όπως απαιτούν τα κριτήρια για συμπερίληψη στην κατανομή σύμφωνα με ανακοίνωση του Υπουργείου ημερ. 13.1.03». Η περί ης ο λόγος ανακοίνωση προνοούσε ότι η κατανομή σε εισαγωγείς θα γινόταν ανάλογα με το μέσο όρο των εισαγωγών φιλέτων που πραγματοποίησαν τα χρόνια 2000, 2001 και 2002.
Οι αιτητές προσβάλλουν την πιο πάνω απόφαση και ισχυρίζονται, μεταξύ άλλων, πως τα κριτήρια που εισήχθησαν με την πιο πάνω ανακοίνωση του Υπουργείου ήταν εξωγενή και ανεπίτρεπτα εν όψει των νομοθετικών προνοιών που ίσχυαν στην περίπτωση, δηλαδή των προνοιών του περί Κανονισμού Εισαγωγών Νόμου του 1962 (Ν. 49/62) και τους δυνάμει αυτού θεσπισθέντες κανονισμούς.
Στον πιο πάνω ισχυρισμό, οι καθ' ων η αίτηση απαντούν προβάλλοντας τη θέση πως τα κριτήρια αυτά δεν καθορίστηκαν με βάση το Νόμο 49/62, αλλά βασίστηκαν στο σύστημα που χρησιμοποιεί συνήθως η Ευρωπαϊκή Ένωση και συγκεκριμένα στο Άρθρο 2 του Κανονισμού 980/2000 της 11ης Μαΐου 2000 της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Οι καθ' ων η αίτηση εγείρουν προδικαστική ένσταση με τον ισχυρισμό πως η αιτήτρια δεν έχει έννομο συμφέρον για να προσβάλει την επίδικη πράξη, αφού δεν υπέβαλε τα απαραίτητα στοιχεία που απαιτούνταν για να αποδειχθεί ότι πληρούσαν τα κριτήρια που είχαν καθοριστεί από το Υπουργείο για να τους δοθεί η σχετική έγκριση.
Η προδικαστική ένσταση των καθ' ων η αίτηση πρέπει να απορριφθεί, αφού το βασικό παράπονο της αιτήτριας είναι ότι παράνομα τέθηκαν τα κριτήρια αυτά. Σε τέτοια δε περίπτωση είναι νομολογιακά αναγνωρισμένο ότι υφίσταται έννομο συμφέρον. (Σχετικές είναι και οι αποφάσεις στις οποίες παραπέμπει η αιτήτρια, δηλαδή η απόφαση 2722/1968(Γ) του Συμβουλίου της Επικρατείας 1968, Τόμος Δ, σελ. 3332-3336 και η Viamax Coach Industry Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας (2001) 4 Α.Α.Δ. 8).
Επί της ουσίας της προσφυγής, οι αιτητές παραπέμπουν στην απόφαση της Ολομέλειας στη Δημοκρατία ν. Ledra Brick Factory Ltd (1996) 3 A.A.Δ. 153, η οποία ασχολείται με παρόμοια θέματα, σχετικά με την εισαγωγή κεραμιδιών. Στην υπόθεση εκείνη γίνεται μεταξύ άλλων ο πιο κάτω σχολιασμός του Νόμου 49/62:
«Ο Περί Κανονισμού Εισαγωγών Νόμος του 1962 (αρ. 49/62) αποσκοπεί στο συντονισμένο έλεγχο των εισαγωγών. Ένας από τους πρόδηλους δημόσιους σκοπούς στον οποίο αποβλέπει ο νόμος είναι ενθάρρυνση της τοπικής παραγωγής και βιομηχανίας: Άρθρο 3(1) όπως έχει τροποποιηθεί από το Άρθρο 2 του ν. 7/67. Η ίδια πρόνοια παρέχει εξουσία στον Υπουργό Εμπορίου και Βιομηχανίας να περιορίζει ή ρυθμίζει την εισαγωγή οποιουδήποτε εμπορεύματος οριζομένου σε Διάταγμα του που δημοσιεύεται στην επίσημη εφημερίδα της Δημοκρατίας για τον παραπάνω ή τους άλλους σκοπούς του Άρθρου 3(1). Οι δεδηλωμένοι αυτοί σκοποί οριοθετούν την πολιτική μας στο εισαγωγικό εμπόριο. Το εδ. 2 απονέμει πρόσθετη εξουσία στον Υπουργό να καθορίζει, πάλιν με το Διάταγμα, τις αναγκαίες συμπληρωματικές διατάξεις για την εφαρμογή του. Μπορεί επίσης να γίνει πρόβλεψη για τη χορήγηση άδειας από τον Υπουργό σαν προϋπόθεση εισαγωγής των προσδιοριζόμενων στο Διάταγμα αγαθών. Ας σημειωθεί περαιτέρω ότι ο Νόμος περιέχει και αυτοτελή πρόνοια για την έκδοση άδειας εισαγωγής. Είναι το Άρθρο 4(1) που ορίζει ότι αν το σχετικό διάταγμα περιέχει πρόβλεψη για άδεια αυτή πρέπει να υποβάλλεται στον καθοριζόμενο τύπο. Καθιστά επίσης την άδεια εισαγωγής πράξη διακριτικής εξουσίας, που μπορεί να εκδοθεί υπό όρους».
Αναφορικά με την έννοια του όρου «εισαγωγέας» στην ίδια απόφαση, στη σελ. 159 λέχθηκαν τα ακόλουθα:
«Επιστρέφοντας στην αιτιολογία, βρίσκω ότι ο προβαλλόμενος λόγος για προστασία της ντόπιας βιομηχανίας συνδέεται άμεσα με ότι ακολουθεί στην δεύτερη παράγραφο, που μιλά για τους εισαγωγείς και αποτελεί την αιτιολογική βάση της όλης αντιμετώπισης. Έτσι είναι κρίσιμος ο ορισμός της έννοιας του εισαγωγέα. Ο νόμος σιωπά. Τον ορισμό περιέχει το περί Κανονισμού Εισαγωγών (Έλεγχος και Ρύθμισις Εμπορευμάτων) Διάταγμα του 1988:
2. Στο παρόν Διάταγμα, εκτός εάν άλλως προκύπτει από το κείμενο, «εισαγωγέας» σημαίνει -
(α) πάντα μόνιμο κάτοικο της Δημοκρατίας ασκούντα εργασία στη Δημοκρατία, ή
(β) πάντα οργανισμό προσώπων αποτελούντα νομικό πρόσωπο ή μη και ασκούντα εργασία στη Δημοκρατία, αλλά δεν περιλαμβάνει οποιαδήποτε υπερπόντια εταιρεία που έχει εγγράψει γραφείο εργασίας στην Δημοκρατία μετά τις 4.5.1967.
Σχετικές είναι και οι πρόνοιες του Καν.3:
(3) Η εισαγωγή στη Δημοκρατία οποιωνδήποτε εμπορευμάτων δεν επιτρέπεται εκτός από εισαγωγέα:
. . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . . »
�
Στην υπόθεση αυτή η εφεσίβλητη εταιρεία είχε εργοστάσιο τούβλων. Η αίτηση της για εισαγωγή 6.720 κεραμιδιών απορρίφθηκε με την πιο κάτω αιτιολογία:
«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην αίτηση σας με ημερομηνία 5.2.88 με την οποία ζητάτε την παραχώρηση άδειας για εισαγωγή 6.720 κεραμιδιών σαν νεοεισερχόμενος εισαγωγέας και να σας πληροφορήσω ότι το αίτημά σας έχει μελετηθεί και δεν μπορεί να εγκριθεί για σκοπούς προστασίας της ντόπιας βιομηχανίας.
Για ενημέρωσή σας η εισαγωγή κεραμιδιών περιορίζεται με ποσοτικό περιορισμό και κατά το 1988 παραχωρήθηκαν σε παραδοσιακούς εισαγωγείς με βάση τα στοιχεία εισαγωγών που παρουσίασαν για τα χρόνια 1985, 1986 και 1987 και σε νέους εισαγωγείς που υπόβαλαν τις αιτήσεις τους μέχρι 9.2.88 και ασχολούνται με το εμπόριο οικοδομικών υλικών και που διαθέτουν κατάστημα οικοδομικών υλικών»
Πρωτοδίκως η διοικητική αυτή απόφαση ακυρώθηκε γιατί «η παραχώρηση αδειών εισαγωγής, μόνον σε εισαγωγείς που πληρούν τα πιο πάνω κριτήρια, επιβάλλει περιορισμούς έξω από τα πλαίσια του νόμου και αποτελεί πλημμελή και αυθαίρετη άσκηση της εξουσίας που παρέχει ο νόμος».
Περαιτέρω, λέχθηκαν τα πιο κάτω στις σελ. 159 και 160 της απόφασης πλειοψηφίας του Νικήτα, Δ., με την οποία απορρίφθηκε η έφεση:
«Υπό το πλέγμα των νομικών αυτών διατάξεων δε διαφάνηκε ότι προκύπτει εξουσία για τη θέσπιση κριτηρίων άλλων από εκείνα που επέλεξε να θέσει ο νομοθέτης με τον Καν.2. Η ταξινόμηση στην οποία είχαν προβεί οι καθ΄ων δεν έχει έγκυρο νομοθετικό έρεισμα. Ούτε μπορεί να συγχέεται με τις παραπάνω διατάξεις σύμφωνα με τις οποίες μπορεί, κατ' ενάσκηση διακριτικής εξουσίας, να επιβληθούν όροι εισαγωγής. Ασφαλώς η ελευθερία των εισαγωγών μπορεί και πρέπει να περιορίζεται για τη διαφύλαξη της εγχώριας παραγωγής. Αλλά τα κριτήρια σε κάθε περίπτωση δεν είναι δυνατό να διαμορφώνονται ελεύθερα από τη διοίκηση χωρίς νομοθετική εξουσιοδότηση. Αναμφίβολα η μεθοδολογία που εισήγαγε και εφαρμόζει η διοίκηση εξέρχεται από τα όρια του νομικού πλαισίου στο οποίο μπορεί να κινείται και αποτελεί υπέρβαση αρμοδιότητας. Περαιτέρω, ο θεσμός του «παραδοσιακού» εισαγωγέα, ανεξάρτητα από οποιεσδήποτε αγαθές προθέσεις, τείνει στην καθιέρωση ολιγοπωλίων προς βλάβη του δημόσιου συμφέροντος».
Κατ' αναλογία, κρίνω πως οι ίδιες αρχές εφαρμόζονται και στην παρούσα περίπτωση, όπου τα γεγονότα είναι παρόμοια. Δέχομαι τη θέση της αιτήτριας πως, αφού κατά το χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης η Κύπρος δεν ήταν μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης ο Κανονισμός 980/2000 δεν αποτελούσε μέρος του εσωτερικού δικαίου της Κύπρου και η νομική θέση διέπετο σαφώς από το Νόμο 49/62 και τους δυνάμει τούτου θεσπισθέντες κανονισμούς και όχι από τον Κανονισμό 980/2000 της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ως εκ τούτου κρίνω ότι το Υπουργείο κακώς και χωρίς νομικό έρεισμα καθόρισε κριτήρια, που στην ουσία ήταν εξωγενή και αντιβαίνοντα προς τις νομοθετικές πρόνοιες του Νόμου 49/62.
Οι αιτητές, με βάση τις πρόνοιες του Διατάγματος του 1988, εμπίπτουν στον ορισμό του όρου «εισαγωγέας» στον οποίο ήδη αναφέρθηκα.
Κατά συνέπεια η προσφυγή επιτυγχάνει και η επίδικη απόφαση ακυρώνεται με έξοδα υπέρ των αιτητών.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.