ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπóθεση Αρ. 96/2003)
24 Νοεμβρίου, 2004
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΑΝΤΩΝΙΟΥ,
ΑΙΤΗΤΗΣ,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΑΡΧΗΓΟΥ ΕΘΝΙΚΗΣ ΦΡΟΥΡΑΣ,
ΚΑΘ΄ΟΥ Η ΑΙΤΗΣΗ.
Σ. Οικονομίδης, για τον Αιτητή.
Κ. Σταυρινός, για τον Καθ΄ου η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής με την παρούσα προσφυγή ζητά την ακόλουθη θεραπεία:
«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η απόφαση του Καθ' ου η αίτηση Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς ημερ. 27.11.2002, με την οποία έκρινε το παράπονο που ο Αιτητής είχε υποβάλει κατά πειθαρχικής ποινής 8ήμερης φυλάκισης που του είχε επιβληθεί στις 22.8.2002 από το Διοικητή του, ως αβάσιμο, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή εστερημένη οποιασδήποτε έννομης συνέπειας.»
Ο αιτητής είναι μόνιμος Υπαξιωματικός του Ναυτικού και κατέχει το βαθμό του Επικελευστή. Υπηρετούσε μέχρι την 12.9.2002 στη Μονάδα Υποβρυχίων Καταστροφών (ΜΥΚ) και από 13.9.2002 υπηρετεί στη Διοίκηση Παράκτιας Επιτήρησης (ΔΠΕ).
Ο Υποδιοικητής της ΜΥΚ με αναφορά του προς το Διοικητή ημερ. 1.7.2002 ανάφερε ότι στις 29.6.2002 του τηλεφώνησε ο αιτητής και του είπε ότι ο Διοικητής πρόκειται να τον μεταθέσει και να τον αντικαταστήσει με συγκεκριμένο αξιωματικό. Ο Υποδιοικητής ανάφερε επίσης ότι η ενέργεια του αιτητή παραβιάζει βασικούς κανονισμούς της Εθνικής Φρουράς και πλήττει το κύρος των αξιωματικών του Ναυτικού.
Ο Διοικητής της ΜΥΚ με επιστολή του προς τον αιτητή ημερ. 2.7.2002 τον κάλεσε σε διοικητική απολογία, παραθέτοντας και τους λόγους για την απόφαση του αυτή.
Ο αιτητής υπέβαλε στις 5.7.2002 με αναφορά την απολογία του στην οποία ανέφερε ότι οι κατηγορίες είναι αναληθείς και ότι τα κίνητρα του Υποδιοικητή του είναι κακοήθη και αναληθή.
Ο Διοικητής της ΜΥΚ μετά από προσωπική διερεύνηση της υπόθεσης έκρινε ότι ο αιτητής διέπραξε πειθαρχικό παράπτωμα και με επιστολή του ημερ. 16.8.2002 τον τιμώρησε με 8ήμερη φυλάκιση για παραβίαση του πειθαρχικού κώδικα, παράγραφος 1 και 4(β).
Ο αιτητής ακολούθως υπέβαλε διάφορες αναφορές και παράπονα και ζήτησε όπως το παράπονο του προωθηθεί στην αμέσως προϊσταμένη Αρχή, ήτοι τη Διοίκηση Ναυτικού.
Ο Διοικητής της ΜΥΚ διαβίβασε το παράπονο του αιτητή στη Διοίκηση Ναυτικού με επιστολή ημερ. 22.8.2002.
Ο Διοικητής της Διοίκησης Ναυτικού εξέτασε το παράπονο του αιτητή και το απέρριψε ως αβάσιμο. Ειδοποίησε δε τον αιτητή με επιστολή ημερ. 20.9.2002, παραθέτοντας και τους λόγους για την απόφαση του.
Ο αιτητής με νέα αναφορά του ημερ. 3.10.2002 ζήτησε, με βάση τις διατάξεις του Κανονισμού 12(9), όπως το παράπονο του προωθηθεί στην αμέσως προϊσταμένη αρχή της Διοίκησης Ναυτικού που είναι ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς (Ε.Φ.).
Ο Αρχηγός της Ε.Φ. εξέτασε το παράπονο του αιτητή και το έκρινε αβάσιμο. Ο αιτητής επειδή δεν ειδοποιήθηκε έγκαιρα με αναφορά του ημερ. 29.11.2002 υπέβαλε το παράπονο του απευθείας στον Υπουργό Άμυνας. Ο τελευταίος δεν εξέτασε το ζήτημα γιατί πληροφορήθηκε ότι ο Αρχηγός της Εθνικής Φρουράς είχε ήδη αποφασίσει.
Ως λόγο ακύρωσης ο αιτητής ισχυρίζεται ότι ο Διοικητής της ΜΥΚ τον τιμώρησε όχι με βάση το περιεχόμενο της αναφοράς του Υποδιοικητή αλλά με βάση το περιεχόμενο της απολογίας του και δη στο γεγονός ότι ανέφερε «Δεν γνωρίζω τα κίνητρα της κατηγορίας του Υποπλοιάρχου Τσάππα Ευδόκιου τα οποία είναι κακοήθη και αναληθή».
Δεν συμφωνώ με την πιο πάνω θέση του αιτητή. Η απόφαση του Διοικητή ημερ. 16.8.2002 έχει ως εξής:-
«1. Αφού έλαβα υπόψη την από 05-07-02 διοικητική σας απολογία και ύστερα από προσωπική διερεύνηση και εξέταση του συμβάντος
σας τιμωρώ
με οκταήμερη φυλάκιση διότι με την πράξη σας όπως περιγράφεται στην απολογία έχετε παραβεί τον πειθαρχικό κώδικα παράγραφος (1) και (4) β.
2. Στην επιβολή της ποινής σας έχει ληφθεί επίσης υπόψη η έλλειψη σεβασμού και ήθους στην απολογία σας εκφράζοντας δυσμενείς όπως «Δεν γνωρίζω τα κίνητρα του Υπχου Τσάππα τα οποία είναι κακοήθη και αναληθή».»
Είναι φανερό ότι ο αιτητής τιμωρήθηκε στη βάση της αναφοράς του Υποδιοικητή. Η μεμπτή συμπεριφορά του αιτητή στην απολογία του απλώς λήφθηκε υπόψη. Ο αιτητής τιμωρήθηκε στη βάση των γεγονότων της αναφοράς του Υποδιοικητή σύμφωνα με την παράγραφο 4(β) του Κώδικα που έχει ως εξής:-
«(4) Ψευδής βεβαίωσις ή νόθευσις, ήτοι εάν μέλος-
(α) .................................................. .................................................. ..............................................
(β) δολίως ή εξ αμελείας κάμη ψευδή, παραπλανητική ή ανακριβή δήλωση.»
Ο προτεινόμενος αυτός λόγος δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.
Περαιτέρω ο αιτητής ισχυρίζεται ότι ο Διοικητής δεν είχε προβεί σε δέουσα έρευνα αφού, ως ισχυρίζεται, είναι αναληθές το γεγονός που αναφέρει στην αναφορά (καταγγελία) του ο Υποδιοικητής ότι δηλαδή την ώρα της διάπραξης του παραπτώματος ήταν σε νυκτερινή υπηρεσία.
Το θέμα όμως τούτο ανάγεται στην πιθανή αξιοπιστία του Υποδιοικητή και στην αξιολόγηση που προέβηκε ο Διοικητής. Το Δικαστήριο δεν μπορεί να επέμβη στην κρίση του Διοικητή. Εξ άλλου θεωρώ ως μη ουσιώδες το γεγονός αυτό και ούτε έχει αποδειχθεί με μαρτυρία, ως είχε υποχρέωση η πλευρά του αιτητή.
Επίσης ο αιτητής ισχυρίζεται ότι ο φάκελος της υπόθεσης είχε τεθεί στο αρχείο από το Διοικητή ο οποίος τον επανέφερε και επέβαλε τιμωρία μετά από τις συνεχείς αναφορές του αιτητή για αποκατάσταση του ονόματος του. Αναφέρεται, συγκεκριμένα, σε ιδιόχειρες σημειώσεις του Διοικητή στην απολογία του αιτητή ημερ. 5.7.2002. Έχω εξετάσει από το διοικητικό φάκελο, Τεκμήριο 1, την απολογία του αιτητή της 5.7.2002 και δεν υπάρχει καμιά ιδιόχειρη σημείωση του Διοικητή της ΜΥΚ.
Διατείνεται επίσης ο αιτητής ότι η απόφαση του Διοικητή της Διοίκησης Ναυτικού ήταν αναιτιολόγητη γιατί δεν διεξήγαγε δέουσα έρευνα.
Δεν συμφωνώ. Από την επιστολή ημερ. 20.9.2002 του Διοικητή Ναυτικού προς τον αιτητή προκύπτει ότι ο τελευταίος διεξήγαγε την έρευνα του, εξέτασε το παράπονο του αιτητή και αποφάσισε ότι αυτό είναι αβάσιμο ως εξηγείται στην πιο πάνω επιστολή, Τεκμήριο 13 στο Διοικητικό φάκελο, Τεκμήριο 1 στην προσφυγή. Πέραν τούτου, ο Διοικητής επισημαίνει ότι το παράπονο του αιτητή ήταν εκπρόθεσμο, ζήτημα για το οποίο ο αιτητής ουδέν αναφέρει.
Ο αιτητής τους ίδιους λόγους που προβάλλει για ακυρότητα όσον αφορά την απόφαση του Διοικητή Ναυτικού τους προβάλλει επίσης και εναντίον της απόφασης του Αρχηγού της Ε.Φ..
Για τους ίδιους λόγους που εκτέθησαν πιο πάνω και οι ισχυρισμοί αυτοί του αιτητή δεν ευσταθούν. Ο Αρχηγός της Ε.Φ. μελέτησε όλα τα ενώπιον του στοιχεία και γεγονότα και αποφάσισε ότι το παράπονο του αιτητή ήταν αβάσιμο. Εξ άλλου σύμφωνα με τη νομολογία η αιτιολογία μιας απόφασης συμπληρώνεται από το περιεχόμενο του διοικητικού φακέλου.
Κανένας από τους λόγους ακύρωσης που προβάλλει ο αιτητής δεν ευσταθεί.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
9;(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ