ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1232/2003)
11 Νοεμβρίου, 2004
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
PC INFOMEDIA PUBLICATION LTD
Aιτητές
v.
ΔΗΜΟΥ ΛΕΥΚΩΣΙΑΣ
Καθ΄ων η αίτηση
------------
Μ. Ιωαννίδης για τους αιτητές.
Π. Πολυβίου για τους καθ΄ ων η αίτηση.
------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο Δήμος Λευκωσίας, ως η αρμόδια αρχή, απέστειλε στους αιτητές ειδοποίηση δυνάμει του άρθρου 18Θ του περί Οδικής Ασφάλειας Νόμου του 1986 (Ν. 174/86 όπως τροποποιήθηκε). Την παραθέτω:
"Σε συνέχεια της επιστολής μας ημερομηνίας 8 Σεπτεμβρίου 2003 με την οποία σας πληροφορούσαμε ότι με βάση τον Νόμο 50(1)/2003 που τροποποιεί τον Περί οδικής Ασφάλειας Νόμο έπρεπε από την 1η Οκτωβρίου 2003 να μετακινήσετε και/η απομακρύνετε και/η κατεδαφίσετε τα διαφημιστικά κατασκευάσματα σύμφωνα με το άρθρο 18Στ του Νόμου και παρατηρούμε ότι δεν έχετε συμμορφωθεί.
Με την παρούσα επιστολή σας καλούμε σύμφωνα με το άρθρο 18Θ του πιο πάνω Νόμου όπως μέχρι τις 31 Οκτωβρίου, 2003 απομακρύνετε τα διαφημιστικά κατασκευάσματα που έχετε τοποθετήσει επί πασσάλων οδικού Φωτισμού και τις πινακίδες επί πεζοδρομίων.
Σε περίπτωση που παρέλθει η πιο πάνω προθεσμία και δεν συμμορφωθείτε, ο Δήμος θα προβεί στην απομάκρυνση τους και θα απαιτήσει από εσάς όλα τα σχετικά έξοδα."
Οι αιτητές, εντάσσοντας το θέμα στο Άρθρο 146 του Συντάγματος, διεκδικούν θεραπεία ως ακολούθως:
"Δήλωση και/ή διάταγμα του Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ΄ων η Αίτηση της οποίας η Αιτήτρια έλαβε γνώση στις 6/10/03 με επιστολή των
Καθ΄ ων η Αίτηση και με την οποία την καλούν δυνάμει του άρθρου 18Θ του Περί Οδικής Ασφαλείας Νόμου 50(Ι)/2003 να μετακινήσει και/ή απομακρύνει και/ή κατεδαφίσει μέχρι τις 31 Οκτωβρίου 2003 τα διαφημιστικά κατασκευάσματα που είναι τοποθετημένα εντός των ορίων του Δήμου Λευκωσίας διά τον λόγο ότι είναι τοποθετημένα κατά παράβαση του άρθρου 18ΣΤ του Νόμου είναι άκυρη και στερημένη νομικής ισχύος και αποτελέσματος."
Κατά την προδικαστική ένσταση των καθ΄ ων η αίτηση, η προσβαλλόμενη δεν είναι εκτελεστή πράξη υποκείμενη σε αναθεώρηση δυνάμει του Άρθρου 146 του Συντάγματος και δέχτηκα την εισήγηση των μερών για την ξεχωριστή εξέταση, πριν από οτιδήποτε άλλο, αυτού του θέματος. Κατατέθηκαν γραπτές αγορεύσεις, η εισήγηση επεξηγήθηκε περαιτέρω κατά τις διευκρινίσεις και μεταφέρω την ουσία των θέσεων.
Κατά τους καθ΄ ων η αίτηση, στη βάση της απόφασης της Ολομέλειας στην Εταιρεία Αδελφοί Λανίτη Λτδ ν. Δημοκρατίας (1999) (Αρ. 1) 3 ΑΑΔ 496, η ειδοποίηση ήταν σαφώς πληροφοριακού χαρακτήρα αφού απλώς αναφερόταν στις πρόνοιες του Νόμου. Περαιτέρω, ενόψει δυο πρωτόδικων αποφάσεων, ακριβώς σε σχέση με την εκτελεστότητα όμοιων ουσιαστικά ειδοποιήσεων. Κατά το αποτέλεσμά τους, πράγματι δεν ήταν εκτελεστή η προσβαλλόμενη ενέργεια. Στην Super Brd Ads Ltd v. Κυπριακής Δημοκρατίας Υπόθεση αρ. 1100/2003 κ.α. ημερομηνίας 15.6.2004, ο δικαστής Κρονίδης με αναφορά στην Λανίτη (ανωτέρω), ως ακολούθως:
"Της λείπει το κριτήριο της εκτελεστότητας δηλαδή εξ αυτής δεν εκπηγάζουν δικαιώματα και υποχρεώσεις. Με την πρώτη παράγραφο της επιστολής η αιτήτρια καλείται να άρει την παράβαση του νόμου απομακρύνοντας τα διαφημιστικά κατασκευάσματα, όπως ο νόμος προδιαγράφει. Είναι καθαρά πληροφοριακού χαρακτήρα. Γνωστοποιεί στην αιτήτρια τις πρόνοιες του νόμου τις οποίες παραβαίνει και την καλεί να συμμορφωθεί με το νόμο.
........
Το γεγονός ότι καλείται η αιτήτρια να τερματίσει την παρανομία εντός 10 ημερών δεν μπορεί να επιφέρει αλλαγή στη φύση της επίδικης πράξης.
Η συμπερίληψη και της δεύτερης παραγράφου στην επιστολή επίσης δεν μπορεί να αλλοιώσει τη φύση της πράξης. Με αυτή δηλώνεται η πρόθεση της διοίκησης να μην ανεχθεί περαιτέρω την παρανομία, την οποία προτίθεται να τερματίσει σύμφωνα και πάλιν με τις διατάξεις του σχετικού νόμου, για τις οποίες πληροφορεί την αιτήτρια. Προειδοποιεί δηλαδή την αιτήτρια για τις συνέπειες του νόμου".
Στη Rolandos Enterprises Ltd κ.α. ν. Kυπριακής Δημοκρατίας Υπόθεση Αρ. 1189/2003 ημερομηνίας 14.6.2004 ο δικαστής Χατζηχαμπής, ως ακολούθως:
"Με βρίσκουν σύμφωνο οι εισηγήσεις της Δημοκρατίας. Ο νόμος θέτει απαγορεύσεις πολλών μορφών στα άρθρα 18Β, 18Γ, 18Δ, 18Ε, 18ΣΤ, 18Ζ, που περιλαμβάνουν, στο άρθρο 18Δ(2), και την απαγόρευση τοποθέτησης διαφημίσεων εντός 40 μέτρων από τον αυτοκινητόδρομο. Παράβαση του νόμου καθίσταται αδίκημα σύμφωνα με το άρθρο 18ΙΑ στο οποίο προβλέπονται και οι ανάλογες ποινές. Στο άρθρο 18ΙΑ προβλέπεται επίσης η δυνατότητα έκδοσης από το Δικαστήριο διατάγματος για μετακίνηση της διαφήμισης σε περίπτωση καταδίκης. Είναι λοιπόν πρόδηλο ότι η παρανομία της ενέργειας που προβλέπεται στο άρθρο 18Δ(2), που είναι μάλιστα ποινικής φύσης, προκύπτει ευθέως από το νόμο και όχι από οποιαδήποτε ενέργεια της διοίκησης που θα συνέβαλλε στη συντέλεση της. Η παρανομία υφίσταται αν τα γεγονότα της υπόθεσης την εντάσσουν στα πλαίσια του άρθρου 18Δ(2).
Τα άρθρα 18Θ(1) και 18Θ(3) δεν διαφοροποιούν την κατάσταση. Η εξουσία που δίδεται στην αρμόδια αρχή για μετακίνηση παράνομων διαφημίσεων συναρτάται προς το δεδομένο της παρανομίας τους. Δεν είναι όμως η ειδοποίηση που προβλέπεται στο άρθρο 18Θ(1) που προσδιορίζει το παράνομο της διαφήμισης. Η διοίκηση, στέλλοντας ειδοποίηση δυνάμει του άρθρου 18Θ(1) πριν διαπιστωθεί δικαστικώς σε ποινική διαδικασία η παρανομία της διαφήμισης και ενεργώντας ακολούθως δυνάμει του άρθρου 18Θ(3) για μετακίνηση της διαφήμισης, αναλαμβάνει τον κίνδυνο να έχει η ίδια ενεργήσει παράνομα για μετακίνηση πινακίδας που, όπως μπορεί να προκύψει εκ των υστέρων, δεν ήταν παράνομη, και να υποστεί τις συνέπειες αδικοπραξίας. Η προσφυγή λοιπόν από τη διοίκηση στα άρθρα 18Θ(1) και 18Θ(3) δεν δημιουργεί έννομα αποτελέσματα που να δεσμεύουν το πρόσωπο που είναι υπεύθυνο για την πινακίδα ως προς το αν αυτή είναι παράνομη και τις συνέπειες της παρανομίας της. Η ενέργεια της διοίκησης στα πλαίσια των άρθρων 18Θ(1) και 18Θ(3) δεν ανήκει καν στη σφαίρα του δημοσίου δικαίου αλλά στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Το άρθρο 18Θ(3) απλώς δίδει στη διοίκηση το δικαίωμα να μετακινήσει τη διαφήμιση εφ΄όσον πρώτα αποστείλει ειδοποίηση όπως προβλέπει το άρθρο 18Θ(1), πάντοτε υπό την αίρεση ότι υφίστατο παρανομία. Αναλόγως λοιπόν, και το πρόσωπο το οποίο είναι υπεύθυνο για τη διαφήμιση μπορεί να λάβει κατάλληλα αστικά μέτρα εναντίον της διοίκησης, αν θεωρεί ότι η διαφήμιση δεν είναι παράνομη, για να την εμποδίσει να ενεργήσει σύμφωνα με το άρθρο 18Θ(3)."
Οι αιτητές επιχειρούν διαφοροποίηση από τη Λανίτης (ανωτέρω) προτείνοντας πως εν προκειμένω η ειδοποίηση δημιούργησε υποχρεώσεις και δικαιώματα που δεν υπήρχαν πριν από αυτή: Τη δική τους υποχρέωση για απομάκρυνση των κατασκευασμάτων και το δικαίωμα των καθ΄ ων η αίτηση να προβούν οι ίδιοι στην απομάκρυνσή τους, σε περίπτωση παράλειψης. Και από τη Rolandos (aνωτέρω) αφού, όπως είναι η εισήγησή τους, εν προκειμένω δεν ήταν ένοχοι ποινικού αδικήματος πριν την επίδοση της ειδοποίησης αφού τα διαφημιστικά κατασκευάσματα τα τοποθέτησαν, όπως ισχυρίζονται, πριν τη θέσπιση του Ν. 50(Ι)/03 που εισήγαγε τις πιο πάνω ρυθμίσεις. Ενώ και ο Ν. 173(Ι)/03 που ποινικοποίησε και τη "διατήρηση και/ή παραμονή τους", θεσπίστηκε μετά την επίδοση της ειδοποίησης. Οπότε, με ανύπαρκτο κατά τα λοιπά ποινικό αδίκημα προβλεπόμενο από το Νόμο, η ειδοποίηση είχε το αποτέλεσμα της δημιουργίας ποινικού αδικήματος, όχι πλέον αυτομάτως εκ του Νόμου, αφού το άρθρο 18ΙΑ καθιστά αδίκημα και τη μη συμμόρφωση προς τέτοια ειδοποίηση.
Το άρθρο 18Θ, όπως εισάχθηκε με το Ν. 50(Ι)/03 λειτουργεί υπό την προϋπόθεση της ύπαρξης παρανομίας. Αναφέρεται στην επίδοση της ειδοποίησης και στα περαιτέρω όταν παραλείπεται συμμόρφωση προς αυτή "σε περίπτωση ανέγερσης ή τοποθέτησης διαφημιστικού κατασκευάσματος κατά παράβαση των διατάξεων των άρθρων 18Δ, 18Ε και 18ΣΤ". Και, συναφώς, η ειδοποίηση δυνάμει του εκδίδεται υπό το δεδομένο της αντίληψης της αρμόδιας αρχής πως ήδη διαπράχθησαν τα ρητώς προβλεπόμενα από το Νόμο ποινικά αδικήματα. Το κατά πόσο εν τέλει διαπράχθηκε οποιοδήποτε αδίκημα, περιλαμβανομένου και του αναφερόμενου στο καθήκον συμμόρφωσης προς ειδοποίηση, έχει στη ρίζα του το εκλαμβανόμενο πως ήδη, πριν την έκδοση της ειδοποίησης, υφίσταται ποινική ευθύνη. Αυτό ίσχυε και στην περίπτωση της Rolandos και, βεβαίως, δεν μπορεί να αναμένεται επίλυση ζητημάτων ποινικής ευθύνης στο πλαίσιο διαδικασίας όπως η παρούσα. Συμφωνώντας πλήρως με τις αποφάσεις των συναδέλφων μου καταλήγω πως η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι εκτελεστή πράξη.
Οι καθ΄ ων η αίτηση εισηγούνται διαζευκτικά πως η ειδοποίηση ήταν απλώς βεβαιωτική της προηγούμενης, ημερομηνίας 8.9.03, "καθότι απλώς επαναλαμβάνει το περιεχόμενο της προηγούμενης 'απόφασης' και/ή επιστολής". Ενόψει της κατάληξης στην οποία έχω αχθεί δεν απομένει χώρος για εξέταση θέματος κάτω από τέτοιο πρίσμα. Σημειώνω όμως πως ήταν η προσβαλλόμενη και όχι η προηγηθείσα που προσδιορίζεται ως ειδοποίηση δυνάμει του άρθρου 18Θ. Η προσφυγή απορρίπτεται ως απαράδεκτη, με έξοδα.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
C:\My Documents\2004\part4\1232-03.doc