ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 941/2003)
16 Σεπτεμβρίου 2004
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΓΑΘΗ ΣΑΒΒΑ,
Αιτήτρια,
- ν. -
ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ,
Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Απ. Ντορζής, για την Αιτήτρια.
Μ. Σπηλιωτοπούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ΄ ων η αίτηση.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια διορίστηκε δασκάλα το 1992. Κατόπιν αίτησης της το 2000, εγκρίθηκε η απόσπαση της για υπηρεσία στην Κυπριακή Εκπαιδευτική Αποστολή Αγγλίας. Υπεγράφη μεταξύ της και του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, συμφωνητικό έγγραφο με το οποίο καθορίζονταν οι όροι υπηρεσίας. Η απόσπαση ήταν για αρχική περίοδο ενός έτους με δυνατότητα ανανέωσης για ακόμα δύο. Ως προς τα λοιπά, ενσωματώνονταν στο συμφωνητικό έγγραφο οι «Οικονομικοί Όροι των Αποσπασμένων μελών της Κυπριακής Εκπαιδευτικής Αποστολής Αγγλίας». Ο όρος 2, που αφορούσε στο επίδομα εξωτερικού, προνοούσε ότι:
«2. Το επίδομα εξωτερικού (συμπεριλαμβανομένου του Επιδόματος Ειδικών Συνθηκών) ως ακολούθως: Μέλη με Κλ. Α7 και κάτω Στ£725 το μήνα, Μέλη με Κλ. Α8 και άνω £815 Στ το μήνα - Νόμος 16(ΙΙ)95, ημερ. 2/6/1995.
Η καταβολή του Επιδόματος Εξωτερικού αρχίζει από την ημερομηνία απόσπασης του εκπαιδευτικού ή από την ημερομηνία ανάληψης των καθηκόντων του, στην Αγγλία - οποιαδήποτε ημερομηνία είναι μεταγενέστερη - και τερματίζεται από την ημερομηνία οριστικής αναχώρησής του από την Αγγλία, δεν καταβάλλεται όμως πέραν της 31ης Ιουλίου.»
Στην περίπτωση της αιτήτριας το εν λόγω επίδομα ανερχόταν σε S£815.
Η υπηρεσία της αιτήτριας ανανεώθηκε και βρισκόταν στο τρίτο σχολικό έτος όταν, στις 24 Μαρτίου 2003, η αιτήτρια τραυματίστηκε σε ατύχημα και χρειάστηκε να παραμείνει για κάποιο διάστημα, εκτός εργασίας. Της δόθηκε αναρρωτική άδεια, πρώτα μέχρι 10 Μαΐου 2003 και έπειτα μέχρι 8 Ιουλίου 2003. Επειδή λόγω της κατάστασης της υγείας της δεν μπορούσε να αυτοεξυπηρετηθεί, η αιτήτρια ήρθε στην Κύπρο όπου μπορούσε να τη φροντίζει η μητέρα της. Ανέμενε δε ότι στο διάστημα αυτό θα της καταβάλλετο το επίδομα εξωτερικού αλλά στις 13 Ιουνίου 2003 πληροφορήθηκε τηλεφωνικώς από κάποια υπάλληλο του Υπουργείου ότι θα της απεκόπτετο. Αντέδρασε με επιστολή ημερ. 17 Ιουνίου 2003, την οποία απηύθυνε προς τον Πρώτο Επιθεωρητή Λογαριασμών Λογιστηρίου Υπουργείου Παιδείας. Διατύπωσε το παράπονο της ως εξής:
«1. Δεν μου είχε γνωστοποιηθεί ποτέ κατά την ανανέωση των συμβολαίων μου στην Κ.Ε.Α. τα τρία τελευταία χρόνια η ύπαρξη τέτοιου όρου αποκοπής επιδόματος και ως εκ τούτου δεν υπέγραψα τέτοιο όρο που να με καθιστά ενήμερη και σύμφωνη.
2. Δεν ενημερώθηκα ποτέ από υπεύθυνο του Υπουργείου κατά τον ερχομό μου στην Κύπρο και κατά την παραμονή μου για την ύπαρξη τέτοιου όρου. Αν το γνώριζα, ίσως να διευθετούσα την παραμονή μου στο Λονδίνο με τη βοήθεια νοσοκόμας στο σπίτι με σίγουρα λιγότερο κόστος από την αποκοπή επιδόματος. Επίσης, αν γνώριζα αυτή την εξέλιξη, θα διεκδικούσα ιατρική περίθαλψη με έξοδα της Κυπριακής Ύπατης Αρμοστείας σε όλες τις φάσεις της θεραπείας παρά να επωμιστώ εγώ προσωπικά όλα τα έξοδα της θεραπείας και φυσιοθεραπείας στην Κύπρο.
3. Το οικονομικό κόστος για μένα θα είναι ανεπανόρθωτο αφού για να πληρωθεί το ενοίκιο, τα κοινόχρηστα, οι κοινοί λογαριασμοί της πολυκατοικίας και ο δημοτικός φόρος χρειάζονται γύρω στις 900 στερλίνες μηνιαίως. Το ενοίκιο φτάνει τις 630 στερλίνες μηνιαίως χωρίς λογαριασμούς. Το επίδομα ενοικίου που μου δίνεται είναι μηδαμινό και δεν καλύπτει ούτε το μισό ενοίκιο. Πώς είναι δυνατόν να πληρωθούν όλα αυτά με το μισθό της Κύπρου συμπεριλαμβανομένων των δανείων και των τρεχόντων εξόδων της παραμονής μου εδώ;
4. Αν μου αποκοπεί το επίδομα, θα αναγκαστώ να δανειστώ το ποσό των 4000 λιρών για να πληρώσω τα παραπάνω για τους μήνες που ήμουν ασθενής. Σε αυτή την ατυχή περίπτωση θα αναγκαστώ να ζητήσω αποζημίωση από το Υπουργείο Παιδείας για την επιβάρυνση την οποία θα υποστώ.»
Πρόσθεσε επίσης ότι η εν λόγω εξέλιξη την ανάγκαζε να επιστρέψει πρόωρα στο Λονδίνο, κάτι το οποίο σύντομα έπραξε αφού στις 24 Ιουνίου 2003 βρισκόταν πια εκεί.
Με επιστολή ημερ. 20 Ιουνίου 2003 το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού ενημέρωσε για το εν λόγω θέμα τον Διευθυντή του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού, και ζήτησε τις απόψεις του. Μέχρι που να δοθεί απάντηση, ο δικηγόρος της αιτήτριας απευθύνθηκε στο Υπουργείο με επιστολή ημερ. 9 Ιουλίου 2003, ζητώντας όπως καταβληθεί στην αιτήτρια το επίδομα. Το Υπουργείο ανέμενε, προτού τοποθετηθεί οριστικά, την απάντηση του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού. Η οποία λήφθηκε με την ακόλουθη επιστολή, ημερ. 22 Αυγούστου 2003:
«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας με αρ. φακ. Π. 6521, ημερ. 20 Ιουνίου, 2003 και 12 Αυγούστου, 2003, σχετικά με τη διακοπή της καταβολής του επιδόματος εξωτερικού στην κ. Αγάθη Σάββα, δασκάλα στην Κ.Ε.Α. Μ. Βρετανίας και να σας αναφέρω ότι το επίδομα εξωτερικού παραχωρείται με στόχο τη διασφάλιση του ψηλότερου, κατά κανόνα, βιοτικού επιπέδου της χώρας στην οποία ο υπάλληλος υπηρετεί.
2. Σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα των Γενικών Οδηγιών (Παράρτημα Ε) του Σχεδίου Επιδομάτων Εξωτερικού, η καταβολή του επιδόματος αφορά την περίοδο κατά την οποία ο υπάλληλος διαμένει στο εξωτερικό, χωρίς βέβαια να λαμβάνονται υπόψη μικρές περίοδοι απουσίας του από τον τόπο εργασίας του, είτε με άδεια απουσίας είτε διαφορετικά. Σε περίπτωση κατά την οποία ο υπάλληλος θα απουσιάσει για μεγάλο χρονικό διάστημα η καταβολή επιδόματος εξωτερικού δεν μπορεί παρά να τερματίζεται.
Κατόπιν τούτου το Υπουργείο, με επιστολή ημερ. 29 Αυγούστου 2003, γνωστοποίησε στην αιτήτρια την προσβαλλόμενη αρνητική απόφαση η οποία, ας σημειωθεί, παρέπεμπε σε απόφαση του Τμήματος Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού. Έλεγε τα εξής:
«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στο πιο πάνω θέμα και να σας πληροφορήσω ότι το Τμήμα Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού με επιστολή του μας ενημερώνει ότι σύμφωνα με το γράμμα και το πνεύμα των Γενικών Οδηγιών του Σχεδίου Επιδομάτων Εξωτερικού, η καταβολή του επιδόματος αφορά την περίοδο κατά την οποία ο υπάλληλος διαμένει στο εξωτερικό, χωρίς βέβαια να λαμβάνονται υπόψη μικρές περίοδοι απουσίας του από τον τόπο εργασίας του, είτε με άδεια απουσίας είτε διαφορετικά. Σε περίπτωση κατά την οποία ο υπάλληλος απουσιάσει για μεγάλο χρονικό διάστημα η καταβολή του επιδόματος εξωτερικού δεν μπορεί παρά να τερματίζεται.»
Η αιτήτρια προβάλλει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται επαρκούς αιτιολογίας και ότι λήφθηκε κατά παράβαση του προαναφερθέντος όρου 2 των Οικονομικών Όρων των Αποσπασμένων Μελών της Κυπριακής Εκπαιδευτικής Αποστολής Αγγλίας, όπως και των Γενικών Οδηγιών Επιδομάτων Εξωτερικού οι οποίες ρύθμιζαν ο,τιδήποτε δεν καλύπτετο από τους οικονομικούς όρους. Οι εν λόγω Γενικές Οδηγίες αποτελούντο από έξι παραγράφους. Ενδιαφέρουν εδώ οι παράγραφοι 1(1) και 4(1) τις οποίες παραθέτω:
«1. Η καταβολή επιδομάτων εξωτερικού -
.................................. .................................................. .................................................. ....
4. Τα επιδόματα εξωτερικού μειώνονται κατά το ποσοστό που μειώνονται οι απολαβές Κύπρου -
.................................. .................................................. .................................................. .....»
Η Δημοκρατία δεν αμφισβήτησε ότι οι Γενικές Οδηγίες ίσχυαν στην έκταση που πρότεινε η αιτήτρια. Στην άποψη όμως της αιτήτριας πως «πουθενά δεν αναφέρεται ότι το επίδομα αποκόπτεται όταν ο υπάλληλος απουσιάζει από την έδρα του επ΄ αδεία», η Δημοκρατία επικαλέστηκε την παράγραφο 4(1), τελώντας προφανώς με την εντύπωση πως επρόκειτο για περίπτωση μείωσης επιδόματος αντίστοιχη προς τη μείωση απολαβών όπου παρατείνεται η άδεια ασθενείας. Όταν όμως στο στάδιο των διευκρινίσεων διαπιστώθηκε πως εδώ δεν συνέτρεχαν περιστάσεις για μείωση των απολαβών της αιτήτριας, η Δημοκρατία εγκατέλειψε τη θέση ότι η υπό αναφορά παράγραφος 4(1) παρείχε εξουσιοδότηση για την αποκοπή του επιδόματος. Η Δημοκρατία επίσης διατύπωσε την άποψη ότι επειδή στην παράγραφο 2 των Οικονομικών Όρων προνοείτο πως δεν θα καταβάλλετο επίδομα για τον μήνα Αύγουστο, προέκυπτε ότι προβλέπετο «να μην πληρώνεται επίδομα εξωτερικού όταν κάποιος διακόψει την εργασία του». Δεν θεωρώ ότι ακολουθεί ή ότι συνάγεται το ένα από το άλλο. Εν τέλει όμως, στο στάδιο των διευκρινίσεων η θέση της Δημοκρατίας διαμορφώθηκε, με δήλωση της συνηγόρου της, ως εξής:
«Εκείνο το οποίο η διοίκηση φαίνεται να λέγει θεωρεί ότι όταν κάποιος υπάλληλος βρίσκετο εκτός εξωτερικού κάποιο χρονικό διάστημα το οποίο θεωρεί μακρό πρέπει να της αποκόπτεται. Προσωπικά ως δικηγόρος εγώ τους έχω πει ότι θα εισηγούμουν ίσως και ανάκληση της πράξης διότι δεν βλέπω να στηρίζεται πουθενά. Οι ίδιοι φαίνεται ίσως να πιστεύουν ότι έχουν δίκαιο και πιστεύω ότι για να μην έχουμε οποιοδήποτε θέμα να αποφασίσει το Δικαστήριο.»
Η διοίκηση δεν εξήγησε γιατί με βάση τον όρο 2 των Οικονομικών Όρων, η αιτήτρια να μην εδικαιούτο το επίδομα εξωτερικού ενόσω απουσίαζε με άδεια ασθενείας, οπουδήποτε και αν βρισκόταν. Ούτε άλλωστε εξειδίκευσε οποιοδήποτε συγκεκριμένο μέτρο με αναφορά στο οποίο να μπορεί να κριθεί, μέσα στα όρια λογικής, η θέση ότι επρόκειτο περί μακράς απουσίας υπαλλήλου αν η μακρά απουσία δικαιολογούσε την αποκοπή. Ενώ αυτό αποτελούσε το βασικό αιτιολογικό έρεισμα για τη μη πληρωμή του επιδόματος εξωτερικού. Τέλος, η διοίκηση δεν εξήγησε γιατί να μην ίσχυαν εν προκειμένω υπέρ της αιτήτριας οι παράγραφοι 1(2) και 4(1) των Γενικών Οδηγιών. Πρόκειται για πτυχές οι οποίες θα έπρεπε να είχαν απασχολήσει τη διοίκηση και δεν είναι δυνατόν να εκφραστεί, σε σχέση με αυτές, δικαστική άποψη πρωτογενώς. Η απόφαση στερείται, κατά τη γνώμη μου, επαρκούς αιτιολογίας.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ