ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1147/2002)
1 Σεπτεμβρίου, 2004
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής)
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΑΥΓΟΥΣΤΑ ΚΟΚΚΟΦΙΤΟΥ-ΖΑΧΑΡΙΟΥ,
Αιτήτρια,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΕΚΠΑΙΔΕΥΤΙΚΗΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ,
Καθ΄ων η αίτηση.
--------------------
Α.Σ. Παπαντωνίου
για την αιτήτρια.Ε. Λοϊζίδου, Ανώτερη Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους καθ΄ ων η αίτηση.
--------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με απόφαση της Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (ΕΕΥ), ημερομηνίας 9.9.02, που γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή ημερομηνίας 20.9.02, απορρίφθηκε το αίτημά της να της αναγνωριστεί ως "προϋπηρεσία" η περίοδος μεταξύ της 1.5.96 και 31.8.01 κατά την οποία εργοδοτείτο στο Χειρουργικό και Μεταμοσχευτικό Ίδρυμα Κύπρου (το Ίδρυμα), με την ακόλουθη αιτιολογία:
«Η Επιτροπή, αποφασίζει να την πληροφορήσει ότι δεν μπορεί με βάση τους περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για Σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων Κανονισμούς) του 1997, να της αναγνωρίσει την προαναφερόμενη προϋπηρεσία επειδή το "Χειρουργικό και Μεταμοσχευτικό Ίδρυμα Κύπρου" δεν έχει αναγνωριστεί από την αρμόδια αρχή ως "κρατικό ερευνητικό κέντρο" για τους σκοπούς των προαναφερόμενων κανονισμών."
Ήταν η πρώτη αντίδραση της αιτήτριας να ζητήσει, με επιστολή του δικηγόρου της ημερομηνίας 17.10.02, ανάκληση αυτής της απόφασης επικαλούμενη, ως νέο στοιχείο, και το περιεχόμενο βεβαίωσης του Ιδρύματος αναφορικά με τις κατ' ισχυρισμόν συναφείς προεκτάσεις των καθηκόντων που ασκούσε. Δεν ανέμενε όμως την έκβαση εκείνης της προσπάθειάς της. Ενώ ενημερώθηκε με επιστολή ημερομηνίας 21.11.02 πως το ζήτημα που έθεσε εξεταζόταν αρμοδίως, στις 2.12.02 άσκησε την παρούσα προσφυγή. Αυτή δε προωθήθηκε ενώ ακολούθησε, όπως προκύπτει από το περιεχόμενο του φακέλου, νέα άρνηση του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού να αναγνωρίσει το Ίδρυμα ως Κρατικό Ερευνητικό Κέντρο.
Το ζήτημα διέπεται από τους περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για Σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων) Κανονισμούς του 1997 [ΚΔΠ 382/97]. Κατά τις διευκρινίσεις έθεσα υπόψη των μερών τον ορισμό της "προϋπηρεσίας" όπως τον δίνουν οι ερμηνευτικές διατάξεις αυτών των Κανονισμών:
"Προϋπηρεσία σημαίνει την εκπαιδευτική υπηρεσία εκπαιδευτικού λειτουργού πριν από το διορισμό στη μόνιμη θέση που κατέχει στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία και περιλαμβάνει απασχόληση με σύμβαση".
Όταν υποβλήθηκε το αίτημα και όταν αυτό απορρίφθηκε, η αιτήτρια υπηρετούσε ως έκτακτη. Ζήτησα, επομένως, τις απόψεις των μερών αναφορικά με το κατά πόσο θα μπορούσε να είχε τεθεί τότε ζήτημα "προϋπηρεσίας" με την έννοια και για τους σκοπούς των Κανονισμών. Ο ευπαίδευτος συνήγορος της αιτήτριας επικαλέστηκε το γεγονός ότι το 1993 η αιτήτρια κατέστη μόνιμη.
Η ευπαίδευτη συνήγορος για τους καθ΄ ων η αίτηση, ορθά όπως κρίνω, εισηγήθηκε πως δεν μπορούσε να τίθεται ζήτημα προϋπηρεσίας σε εκείνο το στάδιο. Η προϋπηρεσία είναι έννοια συναρτημένη προς την κατοχή μόνιμης θέσης και αφού κατά τον ουσιώδη χρόνο, το χρόνο δηλαδή τουλάχιστον έκδοσης της προσβαλλόμενης απόφασης, η αιτήτρια δεν κατείχε μόνιμη θέση, το αίτημά της υποχρεωτικά θα έπρεπε να είχε απορριφθεί γι΄αυτό το λόγο. Η ΕΕΥ δεν αιτιολόγησε, βεβαίως, με αυτό τον τρόπο την απόφασή της αλλά, αντίθετα, μερικούς μήνες προηγουμένως, είχε εγκρίνει όμοιο αίτημα της αιτήτριας για αναγνώριση προϋπηρεσίας σε άλλο Ίδρυμα. Οι χειρισμοί της ΕΕΥ δεν μπορούν να διαφοροποιήσουν τις νομοθετικές διατάξεις και εφόσον από τις σαφείς πρόνοιές τους προκύπτει ως ανεξάρτητο υποχρεωτικό αιτιολογικό έρεισμα η μη ένταξη της περίπτωσης στις διατάξεις των Κανονισμών, η προσφυγή υπόκειται σε απόρριψη πάνω σ΄αυτή τη βάση. Το γεγονός ότι η αιτήτρια διορίστηκε σε μόνιμη θέση μεταγενεστέρως δεν διαφοροποιεί την κατάσταση, εφόσον η διοικητική απόφαση ελέγχεται υπό τα δεδομένα του ουσιώδους χρόνου.
Η προσφυγή όμως θα υπέκειτο σε απόρριψη και στη βάση του πλαισίου μέσα στο οποίο η αιτήτρια συζήτησε το θέμα. Θεωρεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση είναι αναιτιολόγητη ενώ σαφώς αυτή αιτιολογήθηκε με αναφορά στο γεγονός ότι το Ίδρυμα δεν ήταν αναγνωρισμένο. Περαιτέρω, υποστηρίζει πως η ΕΕΥ δεν διεξήγαγε την οφειλόμενη έρευνα και πως κατά πλάνη δεν διαπίστωσε πως το Ίδρυμα ήταν κρατικό ερευνητικό κέντρο με την έννοια του Κανονισμού 3(1)(ε) της ΚΔΠ 382/97. Προώθησε αυτό τον ισχυρισμό εντάσσοντας στο υλικό που κατά τη γνώμη της δεν αξιολογήθηκε δεόντως και τη βεβαίωση του Ιδρύματος που είχε επισυναφθεί στην πιο πάνω επιστολή του δικηγόρου της και που, βεβαίως, δεν βρισκόταν ενώπιον της ΕΕΥ κατά το χρόνο λήψης της προσβαλλόμενης απόφασης. Εν τούτοις, με παράλληλους ισχυρισμούς, αφού καταγράφει ως σφάλμα της ΕΕΥ να μη διευκρινίσει ποιά ήταν η αρμόδια αρχή, αντιφατικά υποστηρίζει πως δεν ήταν αρμοδιότητα της ΕΕΥ "να κρίνει η ίδια αφού δεν θεμελειώνεται από οποιαδήποτε διάταξη Νόμου η θέση της ως αρμοδίας αρχής".
Εάν εθεωρείτο πως, ενόψει των νέων στοιχείων που υποβλήθηκαν, εκδόθηκε εν τέλει νέα απόφαση, άλλη από την προσβαλλόμενη, θα ετίθετο ζήτημα αναφορικά με την εκτελεστότητα της προσβαλλόμενης. Είναι γεγονός όμως ότι και η νέα απόφαση, στην πραγματικότητα, εκδόθηκε ακριβώς με την αιτιολογία της προσβαλλόμενης. Το Ίδρυμα δεν ήταν αναγνωρισμένο και, επομένως, δεν ήταν δυνατό να αναγνωριστεί η εργοδότησή της σ΄αυτό ως προϋπηρεσία. Η ΕΕΥ σαφώς λειτούργησε υπό την αντίληψη πως δεν ήταν δική της αρμοδιότητα η αναγνώριση του Ιδρύματος με την έννοια και για τους σκοπούς των Κανονισμών. Επομένως, η νέα απόφαση εκδόθηκε στη βάση των δεδομένων που ήδη υπήρχαν κατά την έκδοση της πρώτης απόφασης και από αυτή την άποψη η προσφυγή είναι παραδεκτή. Ταυτοχρόνως, όμως, αβάσιμη αφού δεν ήταν επιτρεπτή η αναγνώριση της προϋπηρεσίας από την ΕΕΥ δεδομένου ότι, όπως προκύπτει σαφώς από τις ερμηνευτικές διατάξεις του περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας Νόμου του 1969 (Ν. 10/69 όπως τροποποιήθηκε) δυνάμει των οποίων εκδόθηκαν οι αναφερθέντες Κανονισμοί, αρμόδια αρχή είναι, όπως ορθά εισηγούνται οι καθ΄ ων η αίτηση, ο Υπουργός Παιδείας και Πολιτισμού. Δεν ήταν θέμα της ΕΕΥ η έρευνα και η διαμόρφωση άποψης για το κατά πόσο ένα Ίδρυμα εντάσσεται ή όχι στον Κανονισμό ως κρατικό ερευνητικό κέντρο. Υπό αυτή ακριβώς την αντίληψη λειτούργησε η ΕΕΥ και οι ισχυρισμοί της αιτήτριας, όπως τους συνόψισα, είναι αβάσιμοι. Το Ίδρυμα δεν είχε αναγνωριστεί αρμοδίως και, ανεξάρτητα από οτιδήποτε άλλο, το αίτημα της αιτήτριας υπέκειτο σε απόρριψη. Η προσφυγή απορρίπτεται, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Γ. Κωνσταντινίδης, Δ.
ΜΣι.
C:\My Documents\2004\part4\1147-02.doc