ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 350/2003)
12 Ιουλίου 2004
[ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΙΧΑΗΛ ΚΑΛΛΙΝΙΚΟΥ,
Αιτητής,
ν.
ΚΕΝΤΡΙΚΗΣ ΤΡΑΠΕΖΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ΄ ης η αίτηση.
-------------------------
Α.Σ. Αγγελίδης,
για τον Αιτητή.Σπ. Ευαγγέλου, για την Καθ΄ ης η αίτηση.
Καμιά εμφάνιση για τα Ενδιαφερόμενα Πρόσωπα 1, 2, 3, 4 και 5.
--------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση της Κεντρικής Τράπεζας Κύπρου, ημερ. 12 Μαρτίου 2003, κατά την έκταση που αφορά στην επιλογή των Δ. Κουσελίνη, Γ. Κυριάκου, Θ. Λουκά, Μ. Μιχαηλίδη και Α. Προκοπίου, πέντε εκ των έξι προαχθέντων στη θέση Ανώτερου Λειτουργού, σε διαδικασία στην οποία συγκαταλεγόταν και ο ίδιος μεταξύ των προσοντούχων υποψηφίων.
Η πλήρωση των κενών θέσεων μελετήθηκε σε πρώτο στάδιο από την Επιτροπή Προσωπικού. Η οποία, όπως προβλέπεται στο άρθρο 22 του περί της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου Νόμου του 2002 (Ν. 138(Ι)/02), «... αποτελείται από το Διοικητή ως Πρόεδρο, τον Υποδιοικητή και τρία άλλα μέλη που διορίζονται από το Συμβούλιο ....». Η Επιτροπή σύστησε, με βάση τον Καν. 8 των περί Υπαλλήλων της Κεντρικής Τράπεζας της Κύπρου (Όροι Υπηρεσίας) Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 189/83), όπως οι θέσεις «πληρωθούν μέσω προαγωγής από το υφιστάμενο προσωπικό από την αμέσως προηγούμενη βαθμίδα». Έπειτα, με γνώμονα τον Καν. 11, σύμφωνα με τον οποίο οι προαγωγές γίνονται με κριτήρια την αξία, την πείρα και τα προσόντα των υπαλλήλων, η Επιτροπή, αφού σημείωσε τα σχετικά στοιχεία των υποψηφίων και στάθμισε τους διάφορους παράγοντες, σύστησε για προαγωγή τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και ακόμα ένα υποψήφιο, όχι τον αιτητή.
Η επί του προκειμένου αποφασιστική αρμοδιότητα ανήκει στον Διοικητή ο οποίος «ενεργεί σύμφωνα με τη γνώμη της Επιτροπής Προσωπικού»: βλ. άρθρο 20(1)(δ) και (2). Ο Διοικητής, καθώς ο ίδιος αναφέρει σε σημείωμα του ημερ. 12 Μαρτίου 2003, μελέτησε τα στοιχεία. Και, ακολουθώντας τη γνώμη της Επιτροπής, αποφάσισε την προαγωγή των πέντε ενδιαφερόμενων προσώπων και του έκτου, ως των πιο κατάλληλων μεταξύ όλων των υποψηφίων.
Σε σχέση με την αξία, σημειώθηκε κατά τη σύγκριση του αιτητή με τους άλλους (α) υπεροχή του Δ. Κουσελίνη στην αναλυτική βαθμολογία. (β) υπεροχή της Θ. Λουκά. (γ) και καταφανής υπεροχή των Γ. Κυριάκου, Μ. Μιχαηλίδη και Α. Προκοπίου. Παρατηρώ ότι η γενική εικόνα κατά τα τελευταία επτά χρόνια, από το 1996 μέχρι το 2002, εμφάνιζε τον αιτητή όπως και τον Δ. Κουσελίνη με 2Α και 5Β. την Θ. Λουκά και την Α. Προκοπίου με 3Α και 4Β. τον Γ. Κυριάκου με 5Α και 1Β (κατά το 1996 απουσίαζε με απόσπαση στο Διεθνές Νομισματικό Ταμείο). και τον Μ. Μιχαηλίδη με 6Α και 1Β. Στην αναλυτική βαθμολογία για την ίδια περίοδο ο αιτητής είχε όμως μόνο 27Α έναντι 47Α του Δ. Κουσελίνη, 46Α της Θ. Λουκά, 55Α της Α. Προκοπίου, 58Α του Γ. Κυριάκου και 65Α του Μ. Μιχαηλίδη. Οι διαπιστώσεις λοιπόν της Κεντρικής Τράπεζας για τη βαθμολογημένη αξία των εν λόγω υποψηφίων αναδεικνύονται ορθές και δεν υποστηρίζουν την άποψη του αιτητή ότι ο Δ. Κουσελίνης «είναι ισάξιος ενώ η μόνη υπεροχή των άλλων ενδιαφερόμενων προσώπων είναι η οριακή διαφορά στην κρίση ενός ή δύο από τα τετραγωνάκια στην υπηρεσιακή έκθεση».
Αναφορικά με την πείρα, σημειώθηκε εν πρώτοις ότι ο αιτητής και μερικοί άλλοι υποψήφιοι είχαν «τη μεγαλύτερη πείρα τόσο στο σύνολο της υπηρεσίας τους στην Τράπεζα όσο και στην προηγούμενη θέση», αλλά και ότι τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα είχαν «πείρα σε θέσεις Λειτουργού Α΄ και Β΄ Τάξης πέραν των δέκα χρόνων». Επίσης σημειώθηκε ότι μετρούσε και η συναφής πείρα εκτός Κεντρικής Τράπεζας, με τη διευκρίνιση πως στην περίπτωση των εγκεκριμένων Λογιστών βαρύτητα είχε μόνο η πείρα που απέκτησαν μετά την περίοδο εκπαίδευσης τους. Επρόκειτο για λογική αντίκρυση του θέματος και δεν θεωρώ δικαιολογημένο το παράπονο του αιτητή ότι δεν λήφθηκε υπόψη η πείρα του κατά τη διάρκεια της εκπαίδευσης του.
Ο αιτητής είχε αρχαιότητα έναντι των ενδιαφερόμενων προσώπων. Πήρε μόνιμο διορισμό στη θέση Λειτουργού Β΄ το 1986 ενώ η Α. Προκοπίου το 1998, ο Μ. Μιχαηλίδης το 1991 και οι άλλοι το 1992. Προήχθη δε στην κατεχόμενη θέση το 1991 ενώ ο Δ. Κουσελίνης το 1993, η Α. Προκοπίου το 1994, οι Θ. Λουκά και Γ. Κυριάκου το 1995 και ο Μ. Μιχαηλίδης το 1996. Σημειώθηκε ωστόσο, κατά τη σύγκριση του αιτητή με τον Δ. Κουσελίνη - ο οποίος σε βαθμολογημένη αξία ήταν ο λιγότερο δυνατός μεταξύ των ενδιαφερόμενων προσώπων - ότι η χαμηλή βαθμολογία του αιτητή για τα έτη 1987-1992 εξουδετέρωνε την υπεροχή του σε πείρα έναντι του Δ. Κουσελίνη, υπέρ του οποίου μετρούσε και πείρα εκτός Κεντρικής Τράπεζας, διάρκειας πέραν των τριών ετών.
Σε ό,τι αφορά τα προσόντα, ο αιτητής κατείχε επαγγελματικό τίτλο, ο Δ. Κουσελίνης επαγγελματικό τίτλο και πτυχίο, η Α. Προκοπίου επαγγελματικό τίτλο και μεταπτυχιακό, ο Γ. Κυριάκου πτυχίο, μεταπτυχιακό και διδακτορικό, ο Μ. Μιχαηλίδης πτυχίο και μεταπτυχιακό και η Θ. Λουκά πτυχίο και «άλλο επιπρόσθετο προσόν», ήτοι μεταπτυχιακό που αποκτήθηκε μέσω Κυπριακού Κολλεγίου και δεν είχε αξιολογηθεί από το ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ. Σε αυτό το τελευταίο προσόν δεν αποδόθηκε σημασία. Λήφθηκαν όμως υπόψη σε κάποιο βαθμό τα πρόσθετα προσόντα των άλλων ενδιαφερόμενων προσώπων. Η Επιτροπή χαρακτήρισε τα πρόσθετα προσόντα τους ως «πλεονέκτημα σε προσόντα» εξηγώντας όμως ταυτόχρονα ότι αυτό «σημειώνεται χωρίς να του δίνεται ιδιαίτερη βαρύτητα». Ο αιτητής, λαμβάνοντας αφορμή από το ότι στο σχέδιο υπηρεσίας δεν προβλέπεται πλεονέκτημα, εισηγήθηκε ότι η Τράπεζα ενήργησε υπό πλάνη. Δεν μπορώ να συμφωνήσω. Η χρησιμοποίηση της λέξης «πλεονέκτημα» δεν μεταβάλλει την πρόδηλη, κατά την άποψη μου, ουσία του πράγματος που είναι ότι με «πλεονέκτημα» η Κεντρική Τράπεζα εννοούσε το πρόσθετο προσόν το σχετικό με τα καθήκοντα της θέσης, αφού μόνο αυτή τη σημασία του έδωσε, και όχι τη μεγαλύτερη που δίνεται σε επιπρόσθετο προσόν ή πλεονέκτημα προβλεπόμενο από το σχέδιο υπηρεσίας.
Ο αιτητής προβάλλει γενικότερα ότι η διαδικασία την οποία η Κεντρική Τράπεζα ακολούθησε ήταν πλημμελής επειδή στην Επιτροπή Προσωπικού, που είναι συμβουλευτικό όργανο, συμμετείχε - προεδρεύοντας μάλιστα - ο Διοικητής ο οποίος είχε και την αποφασιστική αρμοδιότητα. Αλλά αυτό απαιτεί ο νόμος. Σε σχέση με τον οποίο δεν διατυπώθηκε οποιαδήποτε αμφισβήτηση. Το ίδιο ζήτημα είχε τεθεί και στις συνεκδικασθείσες υποθέσεις Ψημολοφίτου κ.α. ν. Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας, υπόθ. αρ. 446/03 κ.α., ημερ. 9 Μαρτίου 2004, όπου ο Χατζηχαμπής, Δ., έδωσε παρόμοια απάντηση:
«Ο νομοθέτης λοιπόν θέλησε ο Διοικητής να μετέχει, και μάλιστα ως Πρόεδρος στην Επιτροπή Προσωπικού και η συμμετοχή του αυτή όχι μόνο δεν αποτελεί κώλυμα ή πλήττει τη σύσταση της Επιτροπής αλλά είναι αναγκαία .....»
Ως προς τις επί μέρους αιτιάσεις αναφορικά με τον τρόπο με τον οποίο η Κεντρική Τράπεζα προσήγγισε και αξιολόγησε τα στοιχεία των υποψηφίων και στάθμισε τους σχετικούς παράγοντες, δεν διέκρινα σφάλμα ούτε θεωρώ ότι δικαιολογείται συζήτηση επί εξειδικεύσεων. Τέλος, αναφορικά με την άποψη του αιτητή ότι ο Διοικητής δεν ερεύνησε ο ίδιος και δεν αιτιολόγησε την προσβαλλόμενη απόφαση παρατηρώ τα εξής. Δέουσα έρευνα διεξήχθη από την Επιτροπή Προσωπικού και ο Διοικητής είχε το όφελος των όσων προέκυψαν. Έπειτα, οι εξηγήσεις που η Επιτροπή Προσωπικού διατύπωσε προς υποστήριξη της γνωμοδότησης της, συνιστούσαν επαρκή αιτιολογία η οποία υποστηλώνει και την τελική απόφαση του Διοικητή και δεν χρειαζόταν να επαναληφθεί η καταγραφή της στο κείμενο της απόφασης του.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ