ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπσθεση Αρ. 12/2003)
16 Ιουνίου, 2004
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΣΤΕΛΙΟΣ ΚΑΝΤΩΝΙΔΗΣ,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΕΠΑΝΑΚΡΙΣΕΩΝ ΑΞΙΩΜΑΤΙΚΩΝ,
Καθ΄ου η Αίτηση.
Σ. Οικονομίδης,
για τον Αιτητή.Α. Χριστοφόρου, για το Καθ΄ου η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής ζητά την πιο κάτω θεραπεία:-
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του Καθ΄ου η αίτηση Συμβουλίου Επανακρίσεων Αξιωματικών, που γνωστοποιήθηκε στον Αιτητή με διαταγή του Αρχηγού της Εθνικής Φρουράς ημερ. 3.12.2002, με την οποία απέρριψε την ιεραρχική προσφυγή που είχε υποβάλει ο Αιτητής κατά της κρίσης του ως «παραμένων στον ίδιο βαθμό», που είχε τύχει από το Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών κατά την έκτακτη σύνοδό του το 2002, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή εστερημένη οποιασδήποτε έννομης συνέπειας.»
Ο αιτητής είναι μόνιμος Αξιωματικός του στρατού της Δημοκρατίας. Μετά από ευνοϊκή και έκτακτη κρίση προήχθη στο βαθμό του υπολοχαγού Πεζικού αναδρομικά από τον Αύγουστο του 1996, αποκτώντας έτσι δικαίωμα κρίσης στο βαθμό αυτό από το έτος 2000.
Το Συμβούλιο Κρίσεων Αξιωματικών το οποίο συγκροτήθηκε και συνήλθε σε έκτακτη σύνοδο στις 26.2.2002, με σκοπό να προβεί σε κρίση των Αξιωματικών που είχαν προαχθεί κατά τον ίδιο τρόπο με τον αιτητή, έκρινε τον τελευταίο ως παραμένοντα στον ίδιο βαθμό.
Ο αιτητής με βάση τις πρόνοιες του Κανονισμού 43(2) των περί Αξιωματικών του Στρατού της Δημοκρατίας Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 90/90), με σχετική αναφορά του προσέφυγε ιεραρχικά κατά της εν λόγω κρίσης στο Συμβούλιο Επανακρίσεων Αξιωματικών (το Συμβούλιο).
Το Συμβούλιο, αφού εξέτασε την ιεραρχική προσφυγή του αιτητή, την απέρριψε ομόφωνα με την ακόλουθη αιτιολογία:-
«Το Συμβούλιο αποφάσισε ομόφωνα να απορρίψει την προσφυγή του Υπολοχαγού (ΠΖ) Καντωνίδη Στέλιου του Ντίνου, ΑΜ: 2716, αφού έλαβε υπόψη τη φύση και σοβαρότητα των τεσσάρων πειθαρχικών παραπτωμάτων που βαρύνεται και για τα οποία του επιβλήθηκαν, στις 13.5.1998 πειθαρχική ποινή 5νθήμερης φυλάκισης, στις 13.7.1998 πειθαρχική ποινή 5νθήμερης κράτησης, στις 4.6.1999 πειθαρχική ποινή 5νθήμερης φυλάκισης και στις 20.6.1999 πειθαρχική ποινή 3ήμερης φυλάκισης. Τα παραπτώματα που διέπραξε ο Αξιωματικός αυτός φανερώνουν ότι δεν επεδείκνυε τον απαιτούμενο ζήλο και ενδιαφέρον για την υπηρεσία κι΄ ούτε την απαιτούμενη επιμέλεια και τυπικότητα στην εκτέλεση των καθηκόντων του.»
Η απόφαση αυτή γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με διαταγή ημερ. 3.12.2002 και είναι το αντικείμενο της παρούσας προσφυγής.
Ο αιτητής προβάλλει δύο ακυρωτικούς λόγους. Πρώτον ότι υπήρξε παράβαση των Κανονισμών 33(1) και 41(6) και δεύτερο ότι η επίδικη απόφαση είναι αναιτιολόγητη.
Έχω μελετήσει με προσοχή όσα ο ευπαίδευτος συνήγορος του αιτητή αναφέρει στη γραπτή του αγόρευση και δεν έχω αντιληφθεί την παράβαση. Αν εννοεί ότι το Συμβούλιο δεν έλαβε υπόψη κατά τη λήψη της απόφασης του το περιεχόμενο των Κανονισμών, τούτο ανάγεται στο θέμα της αιτιολογίας που είναι ο δεύτερος λόγος ακυρότητας που προβάλλεται.
Σύμφωνα με τον Κανονισμό 33(1):-
«Τα ουσιαστικά προσόντα του Αξιωματικού προσδιορίζουν την εν γένει ικανότητα και αξία του και αποτελούν τα βασικά στοιχεία πάνω στα οποία στηρίζεται η κρίση του. Τα ουσιαστικά προσόντα του Αξιωματικού διακρίνονται, στα σωματικά του προσόντα, στα ψυχικά του προσόντα, στη νοημοσύνη και ευφυΐα του, στο χαρακτήρα του, στην αφοσίωση του στο καθήκον, στην υπευθυνότητά του, στην πειθαρχία του, στα ηγετικά του προσόντα, στα διοικητικά του προσόντα και στα επαγγελματικά του προσόντα.»
Όπως δε ορίζει ο Κανονισμός 41(6):-
«Κατά την κρίση Αξιωματικού το Συμβούλιο Κρίσεων ή, αναλόγως της περιπτώσεως, το Ανώτατο Συμβούλιο Κρίσεων λαμβάνει υπόψη του και εκτιμά όλα τα κατά τη διάρκεια της σταδιοδρομίας του στοιχεία, ιδιαίτερη όμως σημασία δίδεται στα στοιχεία του κατεχόμενου βαθμού.»
Είναι παραδεκτό γεγονός ότι ο αιτητής τιμωρήθηκε για τη διάπραξη τεσσάρων παραπτωμάτων. Δεν έχει αμφισβητηθεί ότι τα πειθαρχικά παραπτώματα λαμβάνονται υπόψη. Το Συμβούλιο μπορεί να σχηματίσει ιδίαν άποψη ως προς τη σημασία τους και να τους αποδώσει μεγαλύτερη ή μικρότερη βαρύτητα από εκείνη που εκφράζεται με την επιβληθείσα ποινή ή την αξιολόγηση από τους αξιολογούντες αξιωματικούς κατά την ίδια περίοδο. Ελέγχεται όμως η λογικότητα της άποψης και στο κατά πόσο ήταν υπό τις περιστάσεις εφικτή.
Στην παρούσα υπόθεση δεν έχει κατατεθεί ο διοικητικός φάκελος από τους καθ΄ων η αίτηση. Έτσι είναι αδύνατος ο έλεγχος, αφού δεν γνωρίζουμε τη φύση των πειθαρχικών παραπτωμάτων για να κριθεί το εφικτό και εύλογο της επίδικης απόφασης όπως αναφέρεται πιο πάνω.
Ούτε είναι δυνατό μετά βεβαιότητος να κριθεί το θέμα της βαθμολογίας και αξιολόγησης της. Φαίνεται από τις γραπτές αγορεύσεις και αυτό, σε κάποιο μέτρο εξάγεται και από την επίδικη απόφαση, ότι ο αιτητής εβαθμολογείτο τουλάχιστο ως πολύ καλός και εξαίρετος (δηλαδή με τους βαθμούς 9 και 10). Κατά συνέπεια τα υπό αναφορά παραπτώματα, τα οποία επαναλαμβάνω δεν γνωρίζουμε, είναι δυνατό να αποτελούν την εξαίρεσης τη διάρκεια πολλών ετών και ο αιτητής λογικά δεν ανέμενε ότι θα επηρέαζαν τόσο καίρια τη σταδιοδρομία του.»
Για τους λόγους αυτούς η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται.
9;(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ