ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση αρ. 609/03
4 Μαϊου, 2004
[ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ/ΣΤΗΣ]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ ΚΑΨΟΣ
Αιτητής,
- ν. -
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΔΗΜΟΣΙΑΣ ΥΠΗΡΕΣΙΑΣ
Καθής η αίτηση.
----------------------------
Ο αιτητής παρουσιάζεται προσωπικά
Ε. Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας,
για την καθής η αίτηση--------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΡΕΣΤΗΣ, Δ:
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά από το δικαστήριο τις πιο κάτω θεραπείες:«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι το μέρος της πράξης και/ή το μέρος της απόφασης της καθής η αίτηση Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας που περιέχεται στην παράγραφο 2 της επιστολής της ημερ. 24.3.2002 και επισυνάπτεται ως Παράρτημα 1, με την οποία αποφάσισε όπως το θέμα των απολαβών του αιτητή που κατακρατήθηκαν κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας του εξεταστεί μετά την εκδίκαση της έφεσης που έχει καταχωρηθεί εναντίον της αθωωτικής απόφασης του Μόνιμου Κακουργιοδικείου Λευκωσίας στην υπόθεση αρ. 2090/01 ημερομηνίας 15/1/2003 είναι άκυρη, παράνομη και στερείται οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος.
Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η παράλειψη της καθής η αίτηση Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας να αποφασίσει για την επιστροφή των απολαβών του αιτητή κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας του είναι άκυρη και ό,τι παν το παραλειφθέν έδει να έχει εκτελεσθεί.»
Περί τον Αύγουστο του 1999 άρχισε εναντίον του αιτητή πειθαρχική έρευνα για το ενδεχόμενο να είχε διαπράξει πειθαρχικά αδικήματα ενώ αυτός υπηρετούσε σαν πρέσβυς της Δημοκρατίας στο Κάϊρο. Τελικά περί τον Φεβρουάριο του 2000 διατυπώθηκαν από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας (η Επιτροπή) κατηγορίες για διάπραξη πειθαρχικών αδικημάτων. Τόσο στο στάδιο της έρευνας κατά διαφόρους περιόδους όσο και μετά την διατύπωση πειθαρχικών κατηγοριών εναντίον του ο αιτητής τέθηκε σε διαθεσιμότητα από την Επιτροπή ενώ παράλληλα διατάσσετο όπως αυτός λαμβάνει μέρος του ετήσιου μισθού του.
Η διαθεσιμότητα του λόγω άσκησης εναντίον του πειθαρχικής δίωξης διακόπηκε όταν στις 19/1/01 με απόφαση της Επιτροπής διακόπηκε και η εναντίον του πειθαρχική διαδικασία ένεκα έναρξης ποινικής διαδικασίας εναντίον του στη βάση των ίδιων γεγονότων στα οποία στηριζόταν και το κατηγορητήριο για πειθαρχικά αδικήματα. Με απόφαση της Επιτροπής ημερ. 5/4/01 και κατόπιν ακυρωτικών αποφάσεων του Ανωτάτου Δικαστηρίου είχαν επιστραφεί στον αιτητή όσα κατακρατήθηκαν από το μισθό του μέχρι 6/2/00.
Ο αιτητής στις 5/4/01 με απόφαση της Επιτροπής τέθηκε και πάλιν σε διαθεσιμότητα με βάση το άρθρ. 85(2) των περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμων 1990 έως 2001 ενόψει της παραπομπής του σε δίκη ενώπιον του Κακουργιοδικείου και παράλληλα αποφασίστηκε όπως αυτός λαμβάνει τα 2/3 των απολαβών του στη διάρκεια της διαθεσιμότητας του.
Με απόφαση του το Κακουργιοδικείο αθώωσε τον αιτητή στις 15/1/03. Εναντίον της απόφασης η Κατηγορούσα Αρχή άσκησε έφεση. Η Επιτροπή στις 23/4/03 αποφάσισε τον τερματισμό της διαθεσιμότητας του αιτητή από την ίδια ημερομηνία επιπλέον όμως αποφάσισε και τα εξής:
«Η Επιτροπή, περαιτέρω, αποφάσισε όπως το θέμα των απολαβών του υπαλλήλου που κατακρατήθηκε κατά τη διάρκεια της διαθεσιμότητας του, λαμβάνοντας υπόψη ότι έχει καταχωρηθεί έφεση στην υπόθεση με αριθμό 2090/01 του Κακουργιοδικείου Λευκωσίας, με την οποία αθωώθηκε ο υπάλληλος, και ότι η εναντίον του πειθαρχική υπόθεση δεν έχει ολοκληρωθεί, εξεταστεί μετά την εκδίκαση της έφεσης και/ή μετά την πλήρη ολοκλήρωση της εναντίον του υπόθεσης και/ή των εναντίον του υποθέσεων.»
Είναι αυτή την απόφαση που ο αιτητής προσβάλλει με την παρούσα προσφυγή.
Στην αίτηση δεν προβάλλονται χωριστά λόγοι για την ακύρωση της απόφασης. Παρατίθενται τα γεγονότα και σ' αυτό το πλαίσιο περιέχονται ισχυρισμοί που δυνατόν να θεωρηθούν σαν υποτυπώδεις νομικοί λόγοι, όπως είναι ο ισχυρισμός ότι «κανένας νόμιμος λόγος δεν υπάρχει ούτε δικαιολογεί τη συγκεκριμένη απόφαση.....»
Με τη γραπτή του αγόρευση ο αιτητής επικαλείται διάφορους λόγους στους οποίους θα επανέλθω αφού εξετάσω την προδικαστική ένσταση που προβάλλεται από την καθής η αίτηση.
Προδικαστική Ένσταση
Η δικηγόρος της καθής η αίτηση ήγειρε στη γραπτή της αγόρευση προδικαστική ένσταση ισχυριζόμενη ότι στην αίτηση ακυρώσεως του αιτητή δεν έχει συμπεριληφθεί οποιοσδήποτε λόγος για ακύρωση της επίδικης διοικητικής απόφασης. Ειδικότερα υποστηρίζει πως ενώ στη συγκεκριμένη αίτηση έχουν
παρατεθεί τα πραγματικά γεγονότα επί των οποίων αυτή βασίζεται, η επίκληση οποιωνδήποτε νομικών ισχυρισμών ή νομικών σημείων που να καθιστούν ακυρωτέα την επίδικη διοικητική πράξη απουσιάζει παντελώς.Συνεπώς, τονίζει, δεν υπάρχει ενώπιον του Δικαστηρίου οποιοδήποτε θέμα προς εξέταση. Δεν παρέχονται στο δικαστήριο εκείνα τα στοιχεία τα οποία είναι απαραίτητα ούτως ώστε να δύναται να καταστεί εφικτή η εξέταση της νομιμότητας της προσβαλλόμενης διοικητικής απόφασης.
Προς ενίσχυση δε του ισχυρισμού της αυτού παραπέμπει στη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου και ειδικότερα στα όσα έχουν λεχθεί στις Α.Ε. 2831, 2832 και 2840 Latomia Estate κ.α. ν. Δημοκρατίας, ημερ. 13/7/01 σχετικά με την αναγκαιότητα όχι μόνο έκθεσης των νομικών σημείων της προσφυγής αλλά και την επιταγή για πλήρη αιτιολόγηση τους, όπως αυτή προκύπτει από τον Καν. 7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962 (όπως έχει τροποποιηθεί):
«7. Έκαστος διάδικος δεον διά των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτει τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών συγχρόνως ταύτα πλήρως. Διάδικος εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δεν υποχρεούται εις συμμόρφωσιν προς τον κανονισμόν τούτον .»
Σύμφωνα δε με την ερμηνευτική διάταξη του Καν. 2 ο όρος «έγγραφος πρότασις» σημαίνει και την αίτηση.
Είναι η θέση της συνηγόρου της καθής η αίτηση πως από το κείμενο του πιο πάνω Κανονισμού προκύπτει μεν ξεκάθαρα, πως διάδικοι που εμφανίζονται ενώπιον του Δικαστηρίου αυτοπροσώπως, χωρίς δηλαδή να τυγχάνουν εκπροσώπησής τους από δικηγόρο, όπως και η περίπτωση του αιτητή στην παρούσα υπό εξέταση υπόθεση, δεν έχουν την ίδια υποχρέωση να αιτιολογήσουν τα νομικά σημεία πάνω στα οποία βασίζεται η προσφυγή τους, αυτό όμως δεν σημαίνει ότι δεν οφείλουν να καταγράψουν τουλάχιστο κάποιους νομικούς λόγους για τους οποίους κατά την άποψη τους η από μέρους τους εκάστοτε επίδικη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί. Στην προκείμενη περίπτωση καταλήγει η εισήγηση της ο αιτητής δεν θίγει στο σώμα της αίτησης του οποιοδήποτε νομικό σημείο. Η καταχωρηθείσα επομένως από μέρους του προσφυγή δεν δύναται να εξεταστεί και κατά συνέπεια πρέπει να απορριφθεί.
Ο αιτητής, αντικρούοντας στη γραπτή απαντητική του αγόρευση τη συγκεκριμένη προδικαστική ένσταση, υποστηρίζει, πως η διατύπωση του σχετικού Κανο. 7 είναι σαφέστατη και πως δεν υφίσταται από μέρους του οποιαδήποτε υποχρέωση για παράθεση των νομικών σημείων πάνω στα οποία βασίζει την παρούσα υπό εξέταση αίτηση του. Αφού δε επισημαίνει πως στην ίδια την αίτηση του παρατίθενται λεπτομερώς οι συγκεκριμένες θεραπείες τις οποίες ζητά από το Δικαστήριο, υποβάλλει, ότι στη γραπτή του αγόρευση εγείρει και αναπτύσσει εκτενώς όλους τους λόγους και όλα τα νομικά σημεία για τα οποία κατά τη γνώμη του η επίδικη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί. Τέτοιοι είναι π.χ. το αναιτιολόγητο της προσβαλλόμενης απόφασης όπως επίσης και η αντίθεση της στο εδάφιο 4 του άρθρ. 85 και στο άρθρ. 47 του Ν. 14/60.
Έχω την άποψη ότι ο σχετικός κανονισμός είναι σαφής. Η μη συμμόρφωση με τον κανονισμό καλύπτει στην περίπτωση προσώπου μη εμφανιζομένου δια συνηγόρου τόσο την υποχρέωση για έκθεση των νομικών σημείων όσο και την υποχρέωση για πλήρη αιτιολογία. Ο αιτητής εμφανιζόμενος άνευ συνηγόρου δικαιούται να τύχει της χαλάρωσης που παρέχεται από τον κανονισμό. Επιπλέον όμως όπως υποδείχθηκε και πιο πάνω έστω και υποτυπωδώς αναφέρονται στην αίτηση κάποιοι λόγοι γι' ακύρωση. Πέραν αυτού ο αιτητής με τη γραπτή του αγόρευση επεκτείνει τους λόγους που εγείρει και τους αναπτύσσει. Βρίσκω επομένως ότι η ένσταση δεν ευσταθεί και μπορεί το δικαστήριο να προχωρήσει στην εξέταση της ουσίας της προσφυγής.
Μεταξύ άλλων ο αιτητής ισχυρίζεται ότι η πιο πάνω απόφαση είναι αναιτιολόγητη γιατί δεν εξηγεί τους λόγους που επέβαλαν την περαιτέρω κατακράτηση των μισθών του παρά τον τερματισμό της διαθεσιμότητας του. Πιστεύω ότι η θέση αυτή είναι βάσιμη. Θα πρέπει εν πρώτοις να υπομνησθούν οι λόγοι που επέβαλαν την αποκοπή των μισθών του, σε ό,τι τουλάχιστο αφορά την αποκοπή μετά την άσκηση ποινικής υπόθεσης εναντίον του. Η διαθεσιμότητα αποφασίστηκε ένεκα της ποινικής δίκης «και μέχρι την ολοκλήρωση της εναντίον του ποινικής υπόθεσης». Δεν αποφασίστηκε με αναφορά στην εκκρεμούσα πειθαρχική διαδικασία. Για να αιτιολογήσει την απόφαση της η Επιτροπή κάμνει αναφορά στο γεγονός ότι δεν έχει ολοκληρωθεί η εναντίον του πειθαρχική υπόθεση. Επικαλείται επομένως λόγους άλλων αυτών που επέβαλαν τη λήψη της απόφασης για τη διαθεσιμότητα του. Στηρίζει βεβαίως την απόφαση και στο γεγονός της καταχώρησης έφεσης κατά της αθωωτικής απόφασης θεωρώντας ότι η ποινική υπόθεση εναντίον του συνεχίζεται και επομένως καλύπτεται από την απόφαση να τεθεί ο αιτητής σε διαθεσιμότητα. Είναι όμως ορθή η επισήμανση του αιτητή ότι με βάση το άρθρ. 47 του περί Δικαστηρίων Νόμου αρ. 14/60 «η απόφαση οιουδήποτε δικαστηρίου ...............θα είναι δεσμευτική δι' όλους τους διαδίκους ευθύς ως αύτη εκδοθεί, ασχέτως προς οιανδήποτε έφεσιν κατ' αυτής ..............» (Βλ. μεταξύ άλλων,
S. Athanassiou v. The Attorney General (1969) 1 C.L.R. 439).H Eπιτροπή επομένως όντας με την αντίληψη ότι η ποινική υπόθεση εναντίον του αιτητή συνεχιζόταν στηρίχθηκε σε λανθασμένη βάση για να αιτιολογήσει την απόφαση. Ενήργησε κάτω από πλάνη.
Βρίσκω επομένως ότι η επίδικη απόφαση θα πρέπει να ακυρωθεί λόγω έλλειψης επαρκούς ή ορθής αιτιολογίας.
Η προσφυγή γίνεται δεκτή. Η επίδικη απόφαση ακυρώνεται. Η καθής η αίτηση να πληρώσει τα έξοδα, όπως θα υπολογισθούν από τον Πρωτοκολλητή.
Γ. Αρέστης, Δ.
/ΚΑς