ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 436/2003)
12 Μαϊου, 2004
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΜΑΡΙΑ ΒΡΟΥΝΤΟΥ,
Αιτήτρια,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΕΣΩΤΕΡΙΚΩΝ, ΔΙΑ ΤΟΥ ΛΕΙΤΟΥΡΓΟΥ ΕΓΓΡΑΦΗΣ,
ΤΜΗΜΑ ΑΡΧΕΙΟΥ ΠΛΗΘΥΣΜΟΥ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗΣ,
Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Γ. Σεραφείμ.,
για την Αιτήτρια.Α. Χριστοφόρου, για τους Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ζητά την πιο κάτω θεραπεία:
«Δήλωση ή/και απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου, ότι η απόφαση των Καθ΄ ων η Αίτηση,η οποία κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια με επιστολή των Καθ΄ ων η Αίτηση, η οποία φέρει ημερομηνία 06.03.03 και η οποία παραλήφθηκε από την Αιτήτρια μεταγενέστερα, και με την οποία απόφαση απορρίφθηκε αίτημα της Αιτήτριας για έκδοση και/ή χορήγηση σε αυτήν προσφυγικής ταυτότητας, είναι άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε νομίμου αποτελέσματος.»
Τα πραγματικά περιστατικά τα οποία περιβάλλουν την προσφυγή.
Με απόφαση του Υπουργικού Συμβουλίου με αρ. 13.503 ημερ. 19.9.1974 καθορίστηκε η έννοια του όρου «εκτοπισθείς». Σύμφωνα με την εν λόγω απόφαση «εκτοπισθείς» θεωρείται κάθε πρόσωπο του οποίου:
«(α) Η μόνιμη κατοικία βρίσκεται στις κατεχόμενες από τους Τούρκους εισβολείς περιοχές.
(β) Η μόνιμη κατοικία βρίσκεται σε απροσπέλαστη περιοχή ή σε περιοχή η οποία εκκενώθηκε για τις ανάγκες της Εθνικής Φρουράς.»
Στη συνέχεια το Υπουργικό Συμβούλιο στη συνεδρία του ημερομηνίας 19.4.1995 (Αρ. Απόφασης 42.465) αποφάσισε την επέκταση του όρου «εκτοπισθείς», σε τρόπο ώστε να θεωρούνται ως εκτοπισθέντες και τα πρόσωπα τα οποία πριν και μέχρι την τουρκική εισβολή είχαν τη συνήθη διαμονή τους στις ελεύθερες περιοχές ή/και στο εξωτερικό λόγω της εργασίας τους και/ή άλλων υποχρεώσεων, αλλά η κατοικία και γενικά η περιουσία τους ήταν στις κατεχόμενες περιοχές.
Η προσβαλλόμενη απόφαση έχει σαν βάθρο της την εγκύκλιο του Διευθυντή Υπηρεσίας Μερίμνης και Αποκαταστάσεως Εκτοπισθέντων ημερ. 10.9.1975 σύμφωνα με την οποία:
(α) Όταν γυναίκα εκτοπισθείσα παντρεύεται μη εκτοπισθέντα ο σύζυγος και τα τέκνα δεν μπορούν να εγγραφούν ή να θεωρηθούν ως εκτοπισθέντες.
(β) Όταν άνδρας εκτοπισθείς παντρεύεται γυναίκα μη εκτοπισθείσα η μη εκτοπισθείσα σύζυγος θα εγγράφεται επί της προσφυγικής ταυτότητας του συζύγου. Τα δε τέκνα θα θεωρούνται ως πρόσφυγες και θα εγγράφονται επί της προσφυγικής ταυτότητας του πατέρα τους.
Για την πιο πάνω εγκύκλιο ενημερώθηκε το Υπουργικό Συμβούλιο στη συνεδρία του ημερ. 20.4.1994 και συμφώνησε με το περιεχόμενο της.
Το θέμα της επέκτασης του όρου «εκτοπισθείς», σε τρόπο ώστε να καλύψει και τα παιδιά των οποίων η μητέρα είναι εκτοπισθείσα, αλλά ο πατέρας δεν είναι εκτοπισθείς, συζητήθηκε κατ΄ επανάληψη στο παρελθόν και ενώπιον της αρμόδιας Κοινοβουλευτικής Επιτροπής Προσφύγων της Βουλής των Αντιπροσώπων, στην οποία κατατέθηκε και εξακολουθεί να εκκρεμεί προς συζήτηση σχετική Πρόταση Νόμου.
Το Υπουργείο Εσωτερικών, λόγω των σοβαρών πολιτικών και οικονομικών επιπτώσεων που θα προκύψουν από την ενδεχόμενη επέκταση του όρου εκτοπισθείς όπως προτείνεται πιο πάνω, υπέβαλε το όλο θέμα στο Υπουργικό Συμβούλιο για ενημέρωση, το οποίο συμφώνησε στη Συνεδρία του ημερομηνίας 19.4.1995 (Αρ. Απόφασης 42.465), ότι δεν μπορεί κάτω από τα σημερινά δεδομένα να επεκταθεί ο όρος του
«εκτοπισθέντα», γιατί,(α) Θα διαφοροποιηθούν τα πραγματικά ποσοστά των εκτοπισθέντων.
(β) Σύμφωνα με σχετική εκτίμηση του Τμήματος Στατιστικής και Ερευνών, το ποσοστό των εκτοπισθέντων, σε τέτοια περίπτωση, θα ανέλθει σταδιακά μέχρι και το 80% του συνολικού πληθυσμού της Κύπρου.
(γ) Θα αυξηθεί δυσανάλογα ο πραγματικός αριθμός των εκλογέων των κατεχομένων Εκλογικών Περιφερειών, με ανάλογη αυξομείωση των Βουλευτικών Εδρών κατά Εκλογική Περιφέρεια.
Η αιτήτρια είναι Τραπεζική Υπάλληλος, ηλικίας 22 ετών. Διαμένει στην Κοκκινοτριμιθιά. Η μητέρα της είναι η κα. Κατερίνα Χριστοφή η οποία είναι πρόσφυγας με καταγωγή την κατεχόμενη Σκυλλούρα. Ο πατέρας της δεν είναι εκτοπισθείς.
Στις 27.2.2003 η αιτήτρια υπέβαλε μέσω των δικηγόρων της αίτηση για απόκτηση προσφυγικής ταυτότητας με τόπο εκτοπισμού την κατεχόμενη Σκυλλούρα, τόπο εκτοπισμού της μητέρας της. Ο λειτουργός εγγραφής με επιστολή του ημερ. 6.3.2003 απέρριψε το αίτημα της αιτήτριας γιατί δεν πληροί τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια που καθορίστηκαν για το σκοπό αυτό ήτοι η αιτήτρια δεν θεωρείται εκτοπισθείσα αφού ο πατέρας της δεν είναι εκτοπισθείς. Παραθέτω το κείμενο της πιο πάνω επιστολής:
«Έχω οδηγίες να αναφερθώ στην επιστολή σας ημερ. 27.2.2003, σχετικά με το αίτημα της πελάτισσας σας Μαρίας Βρούντου (Δ.Τ. 812544) για χορήγηση προσφυγικής ταυτότητας, με τόπο εκτοπισμού την κατεχόμενη Σκυλλούρα, και σας πληροφορώ ότι, σύμφωνα με τα ισχύοντα κριτήρια, που καθορίστηκαν για το σκοπό αυτό, εκτοπισθείς θεωρείται κάθε πρόσωπο του οποίου η μόνιμη κατοικία πριν και μετά την τουρκική εισβολή ήταν στις κατεχόμενες περιοχές. Ως εκτοπισθέντες θεωρούνται επίσης και τα παιδιά, που γεννήθηκαν μετά την τουρκική εισβολή, των οποίων ο πατέρας είναι εκτοπισθείς και νοουμένου ότι κατέχει έγκυρη προσφυγική ταυτότητα.
Με βάση τα διευρυμένα κριτήρια που καθορίστηκαν στις 19.4.1995, εκτοπισθέντες θεωρούνται επίσης και όλα τα πρόσωπα τα οποία πριν και μέχρι την τουρκική εισβολή είχαν τη συνήθη διαμονή τους στις ελεύθερες περιοχές, λόγω του επαγγέλματος τους, αλλά η μόνιμη κατοικία ή/και
Όπως προκύπτει από το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής σας, η πελάτισσα σας δεν θεωρείται εκτοπισθείσα, αφού ο πατέρας της δεν είναι εκτοπισθείς. Η μητέρα της, η οποία θεωρείται εκτοπισθείσα, κατέχει έγκυρη προσφυγική ταυτότητα με αρ. 93072. Η πελάτισσα σας γεννήθηκε μετά την τουρκική εισβολή στη Λευκωσία από πατέρα μη εκτοπισθέντα.
Έχοντας υπόψη τα ανωτέρω, λυπούμαι να σας πληροφορήσω ότι το αίτημα της πελάτισσάς σας δεν μπορεί να εγκριθεί, γιατί δεν πληροί τις προϋποθέσεις και τα κριτήρια που καθορίστηκαν για το σκοπό αυτό, όπως περιγράφονται πιο πάνω.»
Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια επιδιώκει την ακύρωση της πιο πάνω απόφασης.
Οι λόγοι ακύρωσης
.Η προσβαλλόμενη πράξη ή/και απόφαση ή/και οποιεσδήποτε ενέργειες ενδιάμεσες ή/και προπαρασκευαστικές αυτής εκδόθηκαν κατά προφανώς πεπλανημένη και αντισυνταγματική ερμηνεία των ισχύοντων κριτηρίων, η οποία παραβιάζει την αρχή της ισότητας και ίσης μεταχειρίσεως, όπως αυτή κατοχυρώνεται ιδιαίτερα στο Άρθρο 28 του Συντάγματος, καθώς και στα άρθρα 38 και 40 του περί Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου (Ν158(Ι)/99)
.Ο κ. Σεραφείμ, εκ μέρους της αιτήτριας, υπέβαλε ότι η ερμηνεία που δόθηκε από τους καθ΄ ων η αίτηση στα ισχύοντα κριτήρια αναφορικά με την χορήγηση προσφυγικής ταυτότητας παραβιάζει την συνταγματικά κατοχυρωμένη στο άρθρο 28 του Συντάγματος αρχή της ισότητας (και τα άρθρα 38 και 40 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν 158(Ι)/99), η οποία απαγορεύει την αυθαίρετη διάκριση μεταξύ
φύλων, ενώ οι Καθ΄ ων η αίτηση πεπλανημένα αρνήθηκαν και/ή απέτυχαν να προβούν και/ή δεν προέβηκαν στην μόνη συνταγματικά συνάδουσα και αποδεκτή ερμηνεία των σχετικών κριτηρίων, και συγκεκριμένα στην δια συνταγματικά ορθής ερμηνείας επεκτατική εφαρμογή των ευνοϊκών για το ένα φύλο σχετικών διατάξεων και κριτηρίων και στο άλλο φύλο.Συγκεκριμένα - συνέχισε ο κ. Σεραφείμ - οποιαδήποτε ερμηνεία των σχετικών ισχύοντων κριτηρίων που οδηγεί στην υιοθέτηση της θέσης, ότι «εκτοπισθείς» μπορεί να θεωρηθεί μόνο το παιδί πατέρα εκτοπισθέντα, αλλά όχι μητέρας εκτοπισθείσας, είναι ως τέτοια, αντισυνταγματική, ενώ τα εν λόγω κριτήρια όφειλαν οι καθ΄ ων η αίτηση να ερμηνεύσουν συνταγματικά δια της αρχής της επεκτατικής εφαρμογής των ευνοϊκών για το ένα φύλο (τέκνα εξ αρρενογονίας) σχετικών διατάξεων και κριτηρίων και στο άλλο φύλο (τέκνα εκ μητρογονίας).
Σε σχέση με την επεκτατική εφαρμογή μιας ευνοϊκής ρύθμισης ο ευπαίδευτος συνήγορος παρέπεμψε στο σύγγραμμα του Κώστα Χ. Χρυσόγονου «ΑΤΟΜΙΚΑ ΚΑΙ ΚΟΙΝΩΝΙΚΑ ΔΙΚΑΙΩΜΑΤΑ», Εκδόσεις Σάκκουλα 1998, σελ. 113-117 και 123-124. Στο πιο πάνω σύγγραμμα καταγράφεται η διϊστάμενη θέση της Ελληνικής νομολογίας. Σύμφωνα με τον ευπαίδευτο συγγραφέα ο Άρειος Πάγος δέχεται ότι προς αποκατάσταση της ισότητας πρέπει να υπάρξει μια τέτοια επεκτατική εφαρμογή ακόμη και αν έχουμε ειδική ρύθμιση για ορισμένη κατηγορία προσώπων. Αντίθετα το Συμβούλιο της Επικρατείας αρνείται την επεκτατική εφαρμογή ευνοϊκών ρυθμίσεων, με την αιτιολογία ότι αυτό θα αποτελούσε ανεπίτρεπτη συνταγματικά επέμβαση του δικαστή στα έργα της νομοθετικής εξουσίας, ακόμη και όταν δεν πρόκειται κατά κυριολεξία για ειδικές ρυθμίσεις, αλλά π.χ. αδικαιολόγητη ευνοϊκή μεταχείριση του ενός φύλου έναντι του άλλου.
Περαιτέρω, σύμφωνα με το «Ελληνικό Διοικητικό Δίκαιο» του Α.Ι. Τάχου, Έκτη έκδοση, σελ. 173 η νομολογία του Αρείου Πάγου δέχεται την επεκτατική ισότητα ενώ η νομολογία του Συμβουλίου της Επικρατείας κυμαίνεται μεταξύ θετικής και αρνητικής άποψης. Η αρνητική άποψη υποστηρίζει ότι η επεκτατική ισότητα αποτελεί ανεπίτρεπτη επέμβαση του Δικαστή στην αρμοδιότητα του Νομοθέτη.
Η δική μας νομολογία έχει ταχθεί σαφώς υπέρ της αρνητικής άποψης. Δεν είναι επομένως δυνατή η επέκταση των κριτηρίων με τρόπο που να καλύπτουν και τέκνα εκ μητρογονίας. Αυτό έχει επιβεβαιωθεί στην
Dias United Publishing Co. Ltd v. Δημοκρατίας (1996) 3 Α.Α.Δ. 550, 556, 557, 558 στην οποία διακρίθηκε η Papaxenophontos and Others v. Republic (1982) 3 C.L.R. 1037. Μεταφέρω το σχετικό απόσπασμα:«Ανακύπτει όμως άλλο θεμελιακό ερώτημα που άπτεται, και αυτό, της δικαιοδοσίας μας. Όπως επισημαίνει ο Π. Δαγτόγλου στο Δικονομικό Δίκαιο, σελ. 98, παραγ. 127 (βλ. Ατομικά Δικαιώματα του ιδίου σελ. 1040) ο Δικαστής
'δεν δικαιούται να διορθώνει τις οσοδήποτε αυθαίρετες παραλείψεις του νομοθέτη, νομοθετώντας αντ΄ αυτού ... ο δε έλεγχος της συνταγματικότητας πληροφορεί τον δικαστή, αν πρέπει να εφαρμόσει ή όχι την επίμαχη νομοθετική διάταξη στις περιπτώσεις που προβλέπει αυτή, δεν μπορεί όμως μέσω της αρχής της ισότητας, να μετατραπεί σε μέθοδο διευρύνσεως του πεδίου ισχύος του νόμου σε περιοχές άσχετες με τη βούληση του νομοθέτη ή και ρητώς επιφυλαγμένες από το Σύνταγμα στη νομοθετική εξουσία'.
Και αυτά κατά το σχολιασμό απόφασης του Συμβουλίου Επικρατείας σε σχέση με αίτηση ακυρώσεως το θέμα της οποίας δε διαφέρει από αυτό της παρούσας. Μεταφέρουμε τη σύνοψη της απόφασης από την ίδια σελίδα του πιο πάνω συγγράμματος:
'Το Συμβούλιο της Επικρατείας είχε να κρίνει μια αίτηση ακυρώσεως της αρνήσεως της διοικήσεως να μεταγράψει από αλλοδαπό σε ημεδαπό πανεπιστήμιο φοιτητή πατέρα παιδιού κάτω των δώδεκα ετών, με το επιχείρημα παραβάσεως της αρχής της ισότητας, γιατί ο νόμος προβλέπει μεν τη μεταγραφή των αντίστοιχων μητέρων, αλλά όχι των πατέρων. Το Συμβούλιο της Επικρατείας δέχθηκε σωστά, ότι η 'παράβαση της αρχής της ισότητας των δύο φύλων, η οποία πράγματι υπάρχει, μπορεί να οδηγήσει στη μη εφαρμογή της πιο πάνω διατάξεως, όχι όμως και στην υπαγωγή σ΄ αυτήν και φοιτητών πατέρων, γιατί κάτι τέτοιο αποτελεί ανεπίτρεπτη επέμβαση δικαστή στα έργα της νομοθετικής εξουσίας'.
.................................. .................................................. .................................................. ...................
Για να ήταν δυνατή η χορήγηση τέτοιας άδειας χρειαζόταν θετική προς τούτο νομοθετική διάταξη. Η ανυπαρξία της δεν μπορεί να αναπληρωθεί με δικαστική απόφαση, γιατί σε τέτοια περίπτωση ο συνταγματικός έλεγχος που ασκεί το Ανώτατο Δικαστήριο θα μετατρεπόταν σε μέσο αναμόρφωσης ή συμπλήρωσης της νομοθεσίας. Η κήρυξη νόμου ως αντισυνταγματικού στο πλαίσιο της άσκησης της δικαιοδοσίας του Ανωτάτου Δικαστηρίου δυνάμει του άρθρου 146 του Συντάγματος, επάγεται τη μη εφαρμογή του στην περίπτωση και, συνακολούθως, την ακύρωση της πράξης που εκδόθηκε δυνάμει των διατάξεών του. Δεν θα ήταν δυνατό δια της κρίσεως του Ανωτάτου Δικαστηρίου πως ο Νόμος είναι αντισυνταγματικός, να προστεθούν στο Νόμο πρόνοιες που δεν θέλησε ο Νομοθέτης. Το Ανώτατο Δικαστήριο αλλά και κάθε Δικαστήριο της Δημοκρατίας, έχει εξουσία προσαρμογής προς το Σύνταγμα μόνο των Νόμων που ίσχυαν κατά την ημερομηνία έναρξης της ισχύος του Συντάγματος (βλ. Άρθρο 188 του Συντάγματος) και όχι Νόμων που θεσπίζονται από τη Βουλή των Αντιπροσώπων, στο πλαίσιο πλέον του συστήματος της διάκρισης των εξουσιών που καθιερώνει το Σύνταγμα.
Συνεπώς, αφού δε θα ήταν δυνατό, και εφόσον κρινόταν ότι ο Νόμος ήταν αντισυνταγματικός, να επιτύχει η προσφυγή, δε δικαιολογείται να ασκήσουμε συνταγματικό έλεγχο. Τέτοιο εγχείρημα θα ήταν ακαδημαϊκό και δε θα ήταν εναρμονισμένο προς την πάγια νομολογία μας σύμφωνα με την οποία το Ανώτατο Δικαστήριο ελέγχει την αντισυνταγματικότητα νόμου μόνο όταν αυτό είναι αναγκαίο για την επίλυση του επίδικου θέματος.»
(Βλ. Γιαγκιώζης ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 29/2001/30.4.2002 (απόφαση Νικολάου, Δ.) και Δημητρίου ν. Δημοκρατίας, Υποθ. 97/2002/17.1.2003 (απόφαση Αρτέμη, Δ.
).
Εν όψει της πιο πάνω θέσης της δικής μας νομολογίας ο σχετικός λόγος ακύρωσης δεν μπορεί να πετύχει και απορρίπτεται.
Ο κ. Σεραφείμ υποστήριξε, επίσης, ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει το άρθρο 14 (Απαγόρευση Διακρίσεων) της Σύμβασης δια την Προάσπισιν των δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (Κυρωτικός Νόμος του 1962) σε συνδυασμό με το άρθρο 1 (Προστασία της Ιδιοκτησίας) του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της εν λόγω Σύμβασης.
Τέλος ο κ. Σεραφείμ υποστήριξε ότι συντρέχει ενδεχόμενη παραβίαση του άρθρου 13 (δικαίωμα πραγματικής προσφυγής) της Σύμβασης δια την Προάσπισιν των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και των Θεμελιωδών Ελευθεριών (Κυρωτικός Νόμος του 1962).
Τα πιο πάνω αρ. 14 και 13 έχουν ως εξής:
«
Άρθρον 14Απαγόρευση διακρίσεων
Η χρήσις των αναγνωριζομένων εν τη παρούση Συμβάσει δικαιωμάτων και ελευθεριών δέον να εξασφαλισθεί ασχέτως διακρίσεως φύλου, φυλής, χρώματος, γλώσσης, θρησκείας, πολιτικών ή άλλων πεποιθήσεων, εθνικής ή κοινωνικής προελεύσεως, συμμετοχής εις εθνική μειονότητα, περιουσίας, γεννήσεως ή άλλης καταστάσεως.
Άρθρον 13
Δικαίωμα πραγματικής προσφυγής
Παν πρόσωπον του οποίου τα αναγνωριζόμενα εν τη παρούση Συμβάσει δικαιώματα και ελευθερίαι παρεβιάσθησαν, έχει το δικαίωμα πραγματικής προσφυγής ενώπιον εθνικής αρχής, έστω και αν η παραβίασις διεπράχθη υπό προσώπων ενεργούντων εν τη εκτελέσει των δημοσίων καθηκόντων τους.»
Η πρώτη εισήγηση του κ. Σεραφείμ έχει άμεση σχέση με την αρχή της ισότητας. Αποδοχή της εισήγησης ισοδυναμεί με την αποδοχή και εφαρμογή της πιο πάνω αρχής της επεκτατικής εφαρμογής. Όπως έχω ήδη αποφανθεί η πιο πάνω αρχή δεν έχει τύχει της επιδοκιμασίας της Νομολογίας μας. Για το λόγο αυτό η σχετική εισήγηση δεν μπορεί να πετύχει.
Αναφορικά με τη δεύτερη εισήγηση - και πάλιν - η αποδοχή της θα κατέληγε στην αποδοχή και εφαρμογή της πιο πάνω αρχής της επεκτατικής εφαρμογής. Για το λόγο αυτό η σχετική εισήγηση δεν μπορεί να πετύχει.
Για όλους τους πιο πάνω λόγους η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.
Π. ΚΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.