ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1137/2002)
12 Μαίου, 2004
[ΚΑΛΛΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤO ΑΡΘΡO 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
KRYPΤO SECURITY (CYPRUS) LTD,
Αιτητές,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΒΟΥΛΗΣ ΤΩΝ ΑΝΤΙΠΡΟΣΩΠΩΝ,
Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Κ. Κακουλλή (κα.),
για την Αιτήτρια.Κ. Κούσιου-Χρυσανδρέα (κα..), για τους Καθ' ων η αίτηση.
____________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΑΛΛΗΣ, Δ.: Με την παρούσα προσφυγή οι αιτητές ζητούν την πιο κάτω θεραπεία:
«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή η απόφαση των Καθ΄ ων η Αίτηση για ακύρωση και επαναπροκήρυξη του διαγωνισμού για Εκτέλεση των Εγκαταστάσεων Συστημάτων Ασφαλείας στο κτίριο της Βουλής των Αντιπροσώπων, επειδή δήθεν όλες οι υποβληθείσες προσφορές περιείχαν υπερβολικά αριθμητικά λάθη και δεν ήταν δυνατό να αξιολογηθούν και η οποία κοινοποιήθηκε στους Αιτητές με τηλεομοιότυπο των Καθ΄ ων η Αίτηση ημερομηνίας 18 Σεπτεμβρίου 2002, είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή λήφθηκε κατά παράβαση του Νόμου και/ή του Συντάγματος και στερείται οποιουδήποτε αποτελέσματος.»
Η κα. Κακουλλή, εκ μέρους των αιτητών, υπέβαλε ότι η προσβαλλόμενη απόφαση λήφθηκε κατά παράβαση των αρ. 10(1), 19, 20, 22 και 23 του περί Προσφορών του Δημοσίου Νόμου του 1997 (Ν 102(Ι)/97, όπως έχει τροποποιηθεί) , του αρ. 3 του περί Προσφορών του Δημοσίου (Τροποποιητικού) (Αρ. 2) Νόμου του 2001 (Ν 33(Ι)/2001) και των Καν. 18 και 19 των περί Προσφορών του Δημοσίου (Γενικών) Κανονισμών του 1999 (Κ.Δ.Π. 104/99). Υπέβαλε, επίσης, ότι η επίδικη ανάκληση του διαγωνισμού συνιστά κατάχρηση εξουσίας. Αυτό γιατί η ανάκληση έγινε από αναρμόδιο όργανο χωρίς αποχρώντα λόγο ο οποίος δεν φαίνεται στα πρακτικά.
Η κα. Κούσιου-Χρυσανδρέα, εκ μέρους των καθ΄ ων η αίτηση, δεν έχει επιχειρηματολογήσει εναντίον των πιο πάνω εισηγήσεων της κας Κακουλλή. Αναφέρθηκε στην παραγ. 19 της ένστασης των καθ΄ ων η αίτηση σύμφωνα με την οποία «ο εργοδότης αποφάσισε να μη προβεί στην εγκατάσταση των συστημάτων ασφαλείας στο έργο». Υπέβαλε ότι εν όψει του πιο αναντίλεκτου γεγονότος η προσφυγή έχει καταστεί άνευ αντικειμένου. Έρεισμα της πιο πάνω εισήγησης της ήταν οι αποφάσεις της Ολομέλειας στην Παπαδόπουλος ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 937 και στην Ιωσηφίδης ν. Δημοκρατίας (1998) 3 Α.Α.Δ. 490
.Από την άλλη η κα. Κακουλλή υποστήριξε ότι η πιο πάνω παραγ. 19 της ένστασης δεν αναφέρεται σε αναντίλεκτο γεγονός. Πρόκειται για ένα μη τεκμηριωμένο ισχυρισμό. Τίποτε δεν έχει επισυναφθεί στην ένσταση, ούτε και γίνεται οποιαδήποτε παραπομπή στο διοικητικό φάκελο επ΄ αυτού. Συνεπώς - συνέχισε - οι
αιτητές δεν δέχονται ως αναντίλεκτο γεγονός τον ισχυρισμό ότι τελικά ο εργοδότης αποφάσισε να μην προβεί σε εγκατάσταση των συστημάτων.Υποστήριξε, επίσης, ότι δεν πρόκειται για προσφυγή με την οποία διαμαρτύρονται οι αιτητές γιατί η προσφορά κατακυρώθηκε σε άλλους προσφοροδότες αντί σ΄ αυτούς, ούτε και το ισχυριζόμενο γεγονός της παραγράφου 19 της ένστασης συνιστά ανάκληση της κατακύρωσης της προσφοράς σε τυχόν ενδιαφερόμενο μέρος, έτσι ώστε να τυγχάνουν εφαρμογής οι νομικές αρχές που αναφέρει η κα. Κούσιου-Χρυσανδρέα. Εδώ - συμπλήρωσε η κα. Κακουλλή - προσβάλλεται η απόφαση ακύρωσης του διαγωνισμού και η απόφαση επαναπροκήρυξης του. Τώρα, αν η απόφαση επαναπροκήρυξης ανακλήθηκε στη συνέχεια είναι άγνωστο στους αιτητές, αλλά και αδιάφορο, αφού οι αιτητές ούτως ή άλλως δεν υπέβαλαν προσφορά όταν έλαβαν τη σχετική πρόσκληση. Το παράπονο τους είναι ότι ο διαγωνισμός ακυρώθηκε με κατάχρηση εξουσίας, αναρμόδια και χωρίς σοβαρό αποχρώντα λόγο.
Η κα. Κακουλλή υπέβαλε περαιτέρω ότι είναι αδιάφορο το περιεχόμενο της παραγράφου 19 της ένστασης, επειδή στην ουσία δεν προσθέτει τίποτε στην προσβαλλόμενη απόφαση ακύρωσης του διαγωνισμού. Ανακλήθηκε (αν όντως αποφασίστηκε να μην εγκατασταθούν τα συστήματα) το μέρος της προσβαλλόμενης απόφασης που αφορά την επαναπροκήρυξη μόνο. Συνεπώς η προσφυγή κάθε άλλο παρά παραμένει άνευ αντικειμένου, αφού η κρίση του Δικαστηρίου σε σχέση με την απόφαση ακύρωσης του διαγωνισμού παραμένει αναγκαία.
Τέλος η κα. Κακουλλή υπέβαλε ότι σε περίπτωση που το Δικαστήριο, παρά τα πιο πάνω θεωρήσει ότι η απόφαση ακύρωσης του διαγωνισμού ανακλήθηκε, θα πρέπει να απαντήσει με βάση τις αποφάσεις Παπαδοπούλου και Ιωσηφίδη (πιο πάνω) τα ακόλουθα δύο ερωτήματα:
«1. Σε περίπτωση επακόλουθης ακυρωτικής απόφασης θα προκύπτει θέμα για τη Διοίκηση να συμμορφωθεί;
Η Διοίκηση θα πρέπει σε τέτοια περίπτωση να επανεξετάσει τις υποβληθείσες προσφορές ακολουθώντας την ενδεδειγμένη διαδικασία. Αν βεβαίως έχει λάβει όντως απόφαση να μην εγκαταστήσει τα συστήματα, δέχομαι ότι η επανεξέταση δεν θα είναι αναγκαία, αλλά θα πρέπει με την ενδεδειγμένη πλέον διαδικασία και τη δέουσα αιτιολογία ν΄ ανακληθεί η προκήρυξη του διαγωνισμού. Συνεπώς, προκύπτει θέμα συμμόρφωσης της Διοίκησης.
2. Σε περίπτωση που το Δικαστήριο καταλήξει, σε αντίθεση με μένα, σε αρνητική απάντηση στο πιο πάνω ερώτημα, θα πρέπει ν΄ απαντηθεί το δεύτερο ερώτημα: Υπάρχει ενδεχόμενο, έστω απομακρυσμένο να έχουν υποστούν ζημιά οι Αιτητές από την απόφαση που ανακλήθηκε;
Η απόφαση ακύρωσης του διαγωνισμού (που, εν πάση περιπτώσει - δεν μπορώ να μην το επαναλάβω - δεν ανακλήθηκε) προκάλεσε ζημιά και απώλεια στους Αιτητές, οι οποίοι υποβλήθηκαν άδικα και αναίτια στα έξοδα υποβολής της προσφοράς τους και κατά συνέπεια οι Αιτητές έχουν έννομο συμφέρον στην ακύρωση της απόφασης αυτής και σε αποκατάσταση της παρανομίας και της ζημιάς τους.»
Έχω την άποψη πως ο ισχυρισμός της παραγ. 19 της ένστασης δεν έχει τεκμηριωθεί. Εν όψει της μη αποδοχής του σχετικού ισχυρισμού από τους αιτητές οι καθ΄ ων η αίτηση έφεραν το βάρος απόδειξης του το οποίο δεν έχουν αποσείσει. Έπεται πως δεν θα μπορούσαν να εξεταστούν οι συνέπειες του σχετικού ισχυρισμού.
Παρά την πιο πάνω κατάληξη μου θεωρώ σκόπιμο να παραθέσω τα επί του προκειμένου συμπεράσματα μου. Οι αρχές που διέπουν το θέμα της κατάργησης της δίκης σε περίπτωση ανάκλησης της απόφασης που αποτελεί το αντικείμενο της έχουν οριοθετηθεί στις αποφάσεις Παπαδόπουλος και Ιωσηφίδης (πιο πάνω). Μεταφέρω το σχετικό απόσπασμα από την Ιωσηφίδης (σελ. 499):
«Το αιτιολογικό (ratio decidendi) της απόφασης Παπαδοπούλου είναι ότι το Ανώτατο Δικαστήριο, σε περίπτωση ανάκλησης της ενώπιόν του επίδικης απόφασης εκκρεμούσης της δίκης, έχει τη δυνατότητα, και τούτο εμπίπτει στη δικαιοδοσία του, να εξετάσει, υπό το φως των ενώπιόν του γεγονότων, πρώτον, κατά πόσο, σε περίπτωση επακόλουθης ακυρωτικής απόφασης, θα προκύπτει θέμα για τη διοίκηση να πράξη οτιδήποτε για να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση (παράγραφος 5 του Άρθρου 146 του Συντάγματος) ή για να ικανοποιήσει νόμιμη αξίωση του αιτητή (παράγραφος 6 του Άρθρου 146 του Συντάγματος) και, σε περίπτωση αρνητικής απάντησης, δεύτερον, κατά πόσο, δοθέντος ότι η διοίκηση δεν θα έχει τίποτε να πράξει για να συμμορφωθεί με την ακυρωτική απόφαση ή για να ικανοποιήσει νόμιμη αξίωση του αιτητή, υπάρχει ή όχι το ενδεχόμενο, όσο απομακρυσμένο, αυτός να έχει υποστεί ζημιά από την απόφαση που ανακλήθηκε, τέτοια που θα μπορούσε να αποκατασταθεί με εύλογη αποζημίωση ή άλλη θεραπεία από το Επαρχιακό Δικαστήριο βάσει της παραγράφου 6 του Άρθρου 146 του Συντάγματος. Εάν η απάντηση, και στο δεύτερο ερώτημα, είναι αρνητική, τότε σημαίνει ότι η ανάκληση της απόφασης άφησε την προσφυγή χωρίς αντικείμενο με αναπόφευκτη πλέον συνέπεια την κατάργηση της δίκης αφού δεν υπάρχει πλέον απόφαση είτε για επικύρωση είτε για ακύρωση βάσει της παραγράφου 4 του Άρθρου 146 του Συντάγματος.»
Δεν θα επιχειρήσω να απαντήσω στο πρώτο ερώτημα. Απαντώ στο δεύτερο ερώτημα. Συμφωνώ με την κα. Κακουλλή ότι η απόφαση ακύρωσης του διαγωνισμού προκάλεσε ζημιά στους αιτητές υπό την έννοια ότι υποβλήθηκαν άδικα και αναίτια στα έξοδα υποβολής της προσφοράς. Έχουν επομένως υποστεί ζημιά από την απόφαση που ανακλήθηκε που θα «μπορούσε να αποκατασταθεί με εύλογη αποζημίωση ή άλλη θεραπεία από το Επαρχιακό Δικαστήριο βάσει της παραγ. 6 του αρ. 146 του Συντάγματος». Ως εκ τούτου η προσφυγή δεν έχει απωλέσει το αντικείμενο της.
Το επόμενο ζήτημα που πρέπει να εξεταστεί είναι κατά πόσο οι λόγοι ακύρωσης που έχουν προβληθεί από τους αιτητές είναι έγκυροι. Όπως έχει ήδη υποδειχθεί οι καθ΄ ων η αίτηση δεν έχουν προβάλει επιχειρηματολογία εναντίον των λόγων ακύρωσης που έχουν προβληθεί από τους αιτητές.
Αφού εξέτασα το ενώπιον μου υλικό διαπιστώνω ότι δεν έχει σημειωθεί συμμόρφωση των καθ΄ ων η αίτηση με τις νομοθετικές και κανονιστικές πρόνοιες που επικαλέσθηκε η κα. Κακουλλή. Ειδικώτερα διαπιστώνω ότι έχει σημειωθεί παράβαση του αρ. 23 του Νόμοπυ 102(Ι)/97 το οποίο προβλέπει για την τήρηση πρακτικών από τα Υπηρεσιακά ή Τμηματικά Συμβούλια. Περαιτέρω η τήρηση πρακτικών υπαγορεύεται από το αρ. 24 του περί των Γενικών Αρχών του Διοικητικού Δικαίου Νόμου του 1999 (Ν 15
8(Ι)/99). Τέλος η τήρηση πρακτικών αποτελεί επιταγή της Νομολογίας. Βλ. Medcon Construction and Others v. Republic (1968) 3 C.L.R. 535 στην οποία λέχθηκε ότι η απουσία πρακτικού που σχετίζεται με το χειρισμό κάποιου θέματος είναι τόσο ασυμβίβαστη με τις ελάχιστες απαραίτητες απαιτήσεις της ορθής διαδικασίας ενώπιον συλλογικού οργάνου που η σχετική της απόφαση καθίσταται άκυρη λόγω βασικού ελαττώματος και πρέπει να ακυρωθεί.Στην παρούσα υπόθεση ο ισχυρισμός περί απουσίας πρακτικού της προσβαλλόμενης απόφασης δεν έχει αντικρουσθεί. Για το λόγο αυτό - έλλειψη πρακτικού - και λόγω των παραβάσεων των πιο πάνω νομοθετικών και κανονιστικών διατάξεων η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Για όλους του πιο πάνω λόγους η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.
Π. ΚΑΛΛΗΣ,
Δ.
/ΕΑΠ.