ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ANAΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπσθεση Αρ. 641/2002)
30 Απριλίου, 2004
[ΚΡΟΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
SHARELINK SECURITIES LTD.,
Αιτητές,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ,
Καθ΄ης η Αίτηση.
Π. Κυπριανού,
για τους Αιτητές.Γ. Κολοκασίδης, για την Καθ΄ης η Αίτηση.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή της η αιτήτρια ζητά την πιο κάτω θεραπεία:-
«Δήλωση και/ή απόφαση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ΄ων η Αίτηση, η οποία περιέχεται σε επιστολή τους με ημερομηνία 30.5.2002 που κοινοποιήθηκε στην Αιτήτρια, και με την οποίαν αποφάσισαν να της επιβάλουν διοικητικό πρόστιμο ύψους ΛΚ.15.000. (δεκαπέντε χιλιάδων λιρών Κύπρου) για παράβαση του Κανονισμού 21(2)(β) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995-2002 είναι άκυρη, παράνομη και χωρίς κανένα νομικό αποτέλεσμα.»
Η καθ΄ης η αίτηση Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς (Επιτροπή) σε έλεγχο που πραγματοποίησε στην κατάσταση καθαρού κεφαλαίου της αιτήτριας διαπίστωσε ότι η τελευταία δεν τηρούσε ιδιαίτερο τραπεζικό λογαριασμό για τα χρήματα των πελατών της. Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξε από το γεγονός ότι τα πιστωτικά υπόλοιπα των πελατών της δεν συμφωνούσαν με τα υπόλοιπα των τραπεζικών λογαριασμών των εντολέων στα βιβλία της, εμφανίζοντας έλλειμμα Λ.Κ.144.304,00.
Η Επιτροπή υπέβαλε προς την αιτήτρια αίτημα συλλογής πληροφοριών σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 33 του Νόμου 54(1)/2001, με το οποίο εζητείτο η παροχή πληροφοριών και η παρουσίαση γραπτών στοιχείων αναφορικά με τα πιστωτικά υπόλοιπα των πελατών της.
Μετά τη συλλογή των σχετικών πληροφοριών επειδή διαφαινόταν ότι προέκυπτε ενδεχόμενη παραβίαση του άρθρου 21(2)(β) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών 1995-2000, σύμφωνα με το οποίο πρέπει να τηρούνται τραπεζικοί λογαριασμοί για χρήματα των εντολέων, η Επιτροπή κάλεσε την αιτήτρια σε απολογία.
Η αιτήτρια αρνήθηκε ότι υπήρχε οποιαδήποτε διαφορά μεταξύ των τραπεζικών λογαριασμών των εντολέων της και των πιστωτικών υπολοίπων των πελατών της κατά την 28.2.2002. Πρόβαλε τον ισχυρισμό ότι η διαφορά των £144.304,00 την οποία η Επιτροπή χαρακτήρισε ως παράνομο έλλειμμα, καλύπτεται από τα εισπρακτέα ποσά από χρηματιστηριακά γραφεία, την πρόβλεψη για κακούς χρεώστες και το υπόλοιπο που παραμένει ακάλυπτο ότι ανήκει στη μητρική εταιρεία Sharelink Financial Services Ltd..
Η Επιτροπή εξέτασε τα νέα στοιχεία που υπέβαλε η αιτήτρια και κατέληξε ότι, με βάση την κατάσταση καθαρού κεφαλαίου ημερ. 28.2.2002 που υπέβαλε η αιτήτρια, η αιτήτρια δεν τηρούσε ιδιαίτερο τραπεζικό λογαριασμό για τα χρήματα των πελατών της γιατί τα πιστωτικά υπόλοιπα τους δεν συμφωνούσαν με τα υπόλοιπα των τραπεζικών λογαριασμών των εντολέων της, εμφανίζοντας έλλειμμα £88.526,00. Έτσι κατέληξε να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο εκ £15.000,00.
Η αιτήτρια παραπονείται ότι η πιο πάνω απόφαση πάσχει γιατί λήφθηκε με παράνομη σύνθεση του οργάνου, κατόπιν νομικής και πραγματικής πλάνης και με παραβίαση της αρχής της αναλογικότητας.
Ισχυρίζεται η αιτήτρια ότι η παρουσία της Εύης Ιωάννου ως πρακτικογράφου κατά τη λήψη της απόφασης δεν είχε νομικό έρεισμα.
Δεν συμφωνώ με τη θέση της αιτήτριας. Η παρουσία της γραμματέως-πρακτικογράφου προβλέπεται από το άρθρο 19(9) του Ν. 64(1)/2001 που αναφέρει ότι «χρέη γραμματέα του συμβουλίου ασκεί ένα μέλος του μόνιμου προσωπικού της Επιτροπής που ορίζεται προς τούτο από τον Πρόεδρο του Συμβουλίου, ο οποίος έχει την ευθύνη της τήρησης των πρακτικών».
Σύμφωνα με τα πρακτικά η Εύη Ιωάννου είχε ορισθεί από τον Πρόεδρο να παρίσταται κατά τη συνεδρία ως πρακτικογράφος.
Ο σχετικός λόγος ακύρωσης για τη σύνθεση του οργάνου είναι ανεδαφικός και απορρίπτεται.
Η αιτήτρια επίσης προβάλλει τον ισχυρισμό ότι η επίδικη απόφαση λήφθηκε κατόπιν πλάνης περί το νόμο και τα πράγματα. Η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι η παράβαση που εντοπίστηκε και οδήγησε στην επιβολή του διοικητικού προστίμου, αφορούσε σε εγκύκλιο της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και όχι του Συμβουλίου του ΧΑΚ. Ο ισχυρισμός κρίνεται αβάσιμος. Ο νόμος παρέχει στην Επιτροπή εξουσία επιβολής διοικητικού προστίμου σε περίπτωση διαπίστωσης παράβασης οποιασδήποτε υποχρέωσης που επιβάλλουν οι διατάξεις του, οι κανονισμοί που εκδίδονται σύμφωνα με αυτόν και η κειμένη νομοθεσία που αφορά την Κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή. Σχετική τέτοια διάταξη είναι το άρθρο 38(1) του Ν. 64(1)/2001.
Η βάση για τη λήψη της επίδικης απόφασης ήταν η διαπίστωση της παράβασης του Κανονισμού 21(2)(β) που εμπίπτει μέσα στα πλαίσια «της κειμένης νομοθεσίας που αφορά την Κεφαλαιαγορά και την Επιτροπή».
Περαιτέρω τονίζω, ότι με βάση τις αρχές του διοικητικού δικαίου και τη νομολογία, εκείνος που προβάλλει τον ισχυρισμό περί πραγματικής πλάνης έχει το βάρος της απόδειξης του. Η αιτήτρια δεν παρουσίασε, στην παρούσα υπόθεση, οποιοδήποτε στοιχείο που να αποδεικνύει τον ισχυρισμό της. Υποβάλλει, απλώς, εντελώς γενικά και αόριστα ότι τηρούσε τους λογαριασμούς και ότι δεν υπήρχε έλλειμμα χωρίς να προσκομίσει οποιαδήποτε απόδειξη.
Τέλος η αιτήτρια ισχυρίζεται ότι το ύψος του επιβληθέντος προστίμου των £15.000 είναι έκδηλα υπερβολικό και παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.
Η Επιτροπή σύμφωνα με το άρθρο 38(1) του Ν. 64(1)/2001 είχε τη δυνατότητα να επιβάλει διοικητικό πρόστιμο μέχρι £100.000. Το δε ποσό των £15.000 υπό τύπο προστίμου, που επέβαλε βρίσκει αντικειμενικό έρεισμα σε συσχετισμό με τα περιστατικά της υπόθεσης ενόψει της σοβαρότητας της παράβασης και που αφορά τη διαχείριση των χρημάτων των επενδυτών. Έχω την άποψη ότι η επίδικη απόφαση και η επιβολή του προστίμου των £15.000 ήταν εύλογα επιτρεπτή και σε καμιά περίπτωση δεν παραβιάζει την αρχή της αναλογικότητας.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Η επίδικη απόφαση επικυρώνεται.
9;(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.
/ΕΠσ