ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
< I>(Υπόθεση Αρ 521/2001)
18 Μαρτίου, 2004
[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΒΥΡΩΝΑΣ ΓΚΕΙΣΤ (GAIST)
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ ΑΝΑΓΝΩΡΙΣΗΣ
ΤΙΤΛΩΝ ΣΠΟΥΔΩΝ (ΚΥ.Σ.Α.Τ.Σ.)
Καθ΄ ου η αίτηση.
- - - - - -
Ν. Παπαμιλτιάδους και Α.Σ. Αγγελίδης,
για τον Αιτητή.Ρ. Παπαέτη, για το Καθ ΄ου η αίτηση.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι κάτοχος τίτλου σπουδών Bachelor of science στη Ψυχολογία του Πανεπιστημίου York, Ηνωμένου Βασιλείου (εφεξής «το πτυχίο») και «Postgratuate Diploma in Psychology of Counselling» του University of Surrey.
Ο αιτητής υπέβαλε αίτηση προς το καθ' ου η αίτηση Κυπριακό Συμβούλιο Αναγνώρισης Τίτλων Σπουδών (ΚΥΣΑΤΣ) για αναγνώριση του πτυχίου του ως ισότιμου και αντίστοιχου πτυχίου Πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο της Ψυχολογίας. H αίτηση, με γνωστικό αντικείμενο «Ψυχολογία» εξετάστηκε από την Επιτροπή Κρίσεως του ΚΥΣΑΤΣ. Η Επιτροπή αξιολόγησε το πτυχίο και υπέβαλε εισήγηση στο Συμβούλιο το οποίο, αποφάσισε την αναγνώριση του πτυχίου ως τίτλου ισότιμου προς πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου όμως, δεν αποδέχθηκε το αίτημα για αναγνώριση αντιστοιχίας του τίτλου στον κλάδο Ψυχολογίας. Αποφάσισε επί του προκειμένου ότι απαιτείται η παρακολούθηση και επιτυχής εξέταση των εξής μαθημάτων:
1. Θεωρίες του Νου
Η παρούσα προσφυγή έχει ως αντικείμενο την πιο πάνω απόφαση. Εδώ πρέπει να σημειωθεί ότι ο αιτητής ζήτησε επανεξέταση της αίτησης του ακολουθώντας σχετική υπόδειξη η οποία περιέχεται σε επιστολή του Συμβουλίου ημερ. 30.3.01. Στις 29.1.2002 το Συμβούλιο αναγνώρισε τους τίτλους σπουδών «Bachelor of Science» και «Postgratuate Di
ploma in Psychology of Counselling» μαζί, συνεκτιμώντας τους ως ένα τίτλο ισότιμο και αντίστοιχο προς πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο Ψυχολογίας. Η μεταγενέστερη αυτή απόφαση δεν επηρεάζει το αντικείμενο της προσφυγής ούτε το έννομο συμφέρον του αιτητή καθότι η προσβαλλόμενη απόφαση αφορούσε αίτημα για την αξιολόγηση του πρώτου πτυχίου του. Ο αιτητής επεδίωξε όπως το Postgratuate Diploma αναγνωριστεί ξεχωριστά ως μεταπτυχιακό Master. Είναι προφανές ότι το Συμβούλιο με τη μεταγενέστερη απόφαση του, συνέδεσε και συνεκτίμησε τους δυο τίτλους σπουδών για να εγκρίνει τελικά την αντιστοιχία προς πτυχίο πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο Ψυχολογίας, χωρίς όμως να ικανοποιεί το αίτημα του αιτητή το οποίο διέφερε ουσιωδώς σε περιεχόμενο.Οι λόγοι της προσφυγής
Ο αιτητής αμφισβητεί την ορθότητα της επίδικης απόφασης και εισηγείται ότι:
Καθόσον αφορά τον πρώτο λόγο ακύρωσης, οι δικηγόροι του αιτητή ισχυρίζονται ότι οι Κανονισμοί που αποτέλεσαν το νομικό έρεισμα της απόφασης (ανωτέρω), είναι ultra vires γιατί :
«(α) Αντιτίθενται στο Νόμο ο οποίος δεν δίδει εξουσιοδότηση για κριτήρια ποσόστωσης.
(β) Συγκρίνουν ή καθιέρωσαν διαδικασία σύγκρισης απαιτούμενων μαθημάτων και προγραμμάτων σπουδών μεταξύ μη συγκρίσιμων Πανεπιστημίων.
(γ) Θέτουν θέμα αναζήτησης «ουσιώδους μέρους-ποσοστού» σπουδών για το Bachelor του αιτητή χωρίς να προβλέπει τέτοιο στοιχείο ο Νόμος (βασικός και τροποποιητικός) αλλά και χωρίς να αναφέρει ποίο είναι το ουσιώδες ποσοστό.
(δ) Αναφέρονται σε παρακολούθηση και εξέταση μαθημάτων για τα οποία δεν εισηγήθηκε η Επιτροπή Κρίσεως και τα οποία δεν διδάσκονται στο Πανεπιστήμιο Κύπρου.
(ε) Εξαφανίζουν το πτυχίο του αιτητή.»
Το άρθρο 15(1)(2) του Νόμου, εξουσιοδοτεί το Υπουργικό Συμβούλιο να εκδίδει Κανονισμούς για την καλύτερη εφαρμογή των διατάξεων του Νόμου και ειδικότερα, προκειμένου να καθορίζει τα λεπτομερή κριτήρια αναγνώρισης ισοτιμίας και αντιστοιχίας (δες τροποποιητικό Ν.48(1)/98). Αυτά ακριβώς τα κριτήρια θεσπίζονται με τους επίμαχους Κανονισμούς. Με τον Καν. 3(3)α καθορίζονται τα κριτήρια για αναγνώριση ισοτιμίας και με τον Καν. 3(3)β τίθενται επιπρόσθετα τα κριτήρια για αναγνώριση ισοτιμίας και αντιστοιχίας. Συνεπώς δεν προκύπτει οποιαδήποτε υπέρβαση της νομοθετικής εξουσιοδότησης. (Χρίστου Παπαμάρκου ν. ΚΥΣΑΤΣ, 13.1.03, Υπόθεση αρ. 709/01, Ιζαμπέλ Ιωαννίδου ν. ΚΥΣΑΤΣ, Υπ.736/1, 9.5.03)
Στην αγόρευση του αιτητή επαναλαμβάνονται ισχυρισμοί για σεβασμό και αναγνώριση της αξίας του πτυχίου του που απονεμήθηκε από αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα του εξωτερικού, ισχυρισμοί που δίνουν την εντύπωση μιας παρεξήγησης. Η αναγνώριση και η ισοτιμία του πτυχίου του αιτητή προκύπτουν αναμφισβήτητα από την προσβαλλόμενη απόφαση. Εξάλλου, σύμφωνα με το άρθρο 12 του Νόμου
, ο τίτλος από αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα, αποτελούσε απαραίτητο όρο για την εξέταση της αίτησης. Η ουσία της επίδικης απόφασης δεν αφορά στην αναγνώριση της ισοτιμίας του κλάδου σπουδών που παρακολούθησε ο αιτητής ούτε στην αμφισβήτηση του πανεπιστημιακού επιπέδου αλλά στο κατά πόσο το περιεχόμενο της διδακτέας ύλης αντιστοιχεί ποσοτικά και ποιοτικά στα μαθήματα πανεπιστημιακού επιπέδου στον κλάδο/ειδίκευση Ψυχολογίας.Το Συμβούλιο εφάρμοσε τα κριτήρια του Καν. 3(3)β για αυτό το σκοπό που προνοεί τα εξής:
«3.-3(β) Αναγνώριση ισοτιμίας και αντιστοιχίας χορηγείται, αν, επιπρόσθετα με τις προϋποθέσεις της πιο πάνω παραγράφου για ισοτιμία, το συγκεκριμένο πρόγραμμα σπουδών περιλαμβάνει τουλάχιστο τα δύο τρίτα των απαιτούμενων μαθημάτων, συμπεριλαμβανομένου του περιεχομένου των μαθημάτων κορμού, του αντίστοιχου κλάδου που προσφέρεται σε ιδρύματα όπως αυτά καθορίζονται στον Κανονισμό 3(1):
Νοείται ότι το ποσοστό αυτό μπορεί να αυξηθεί σε περιπτώσεις κλάδων σπουδών που αφορούν την εκπαίδευση ή την υγεία:
Νοείται περαιτέρω ότι για τη χορήγηση ισοτιμίας και αντιστοιχίας το Συμβούλιο μπορεί να απαιτήσει την παρακολούθηση και επιτυχή εξέταση σε συμπληρωματικό αριθμό μαθημάτων σε αναγνωρισμένο εκπαιδευτικό ίδρυμα της Κύπρου ή του εξωτερικού. Η ισοτιμία και αντιστοιχία του τίτλου παραχωρείται μετά την υποβολή στοιχείων που μαρτυρούν επιτυχία σε εξέταση στο μάθημα ή τα μαθήματα αυτά.»
Το Συμβούλιο δεν θα μπορούσε να εγκρίνει το πτυχίο του αιτητή ως ισότιμο και αντίστοιχο φοίτησης και απόκτησης του τίτλου σπουδών στην ειδικότητα Ψυχολογίας, απονέμοντας έτσι αυτομάτως στον κάτοχο του τα δικαιώματα τα οποία απολαμβάνουν οι κάτοχοι ημεδαπών πιστοποιητικών, χωρίς να βεβαιωθεί για το πρόγραμμα μαθημάτων, την ύλη που καλύπτει και τον τρόπο παρακολούθησης των σπουδών. Η υποχρέωση αυτή συνάδει με το γράμμα και το πνεύμα της συνθήκης της ΟΥΝΕΣΚΟ (κυρωτικός Ν.11/85), η οποία προνοεί για θέσπιση ειδικών μηχανισμών και αρμόδιων φορέων σε κάθε χώρα για την επίτευξη των στόχων της. Σε αυτά τα πλαίσια λειτουργεί για τη χώρα μας
το ΚΥΣΑΤΣ, το οποίο αποφασίζει για την πραγματική ισοτιμία των προσόντων, όπου συντρέχουν οι αντικειμενικές προϋποθέσεις του Νόμου.Ο αιτητής υποστήριξε ότι το ΚΥΣΑΤΣ ενήργησε αναρμόδια και παράνομα καθορίζοντας μια σειρά μαθημάτων στα οποία έπρεπε να εξεταστεί προκειμένου να εξασφαλίσει την αντιστοιχία. Ο ισχυρισμός δεν ευσταθεί. Η λύση αυτή πέρα από το ότι ρυθμίζεται κανονιστικά, δεν επιβλήθηκε αυθαίρετα από το Συμβούλιο αλλά κατόπιν δέουσας έρευνας από την οποία διαπιστώθηκε ότι το συγκεκριμένο πρόγραμμα σπουδών που παρακολούθησε ο αιτητής δεν περιελάμβανε τουλάχιστον τα δυο τρίτα των απαιτούμενων μαθημάτων του κλάδου/ειδίκευσης Ψυχολογία του πτυχίου Πανεπιστημιακού Επιπέδου και συνεπώς ήταν αδύνατη η αναγνώριση της αντιστοιχίας του εξεταζόμενου πτυχίου.
Παραθέτω αυτούσια τα σχόλια των μελών της αρμόδιας Επιτροπής Κρίσεως που συνηγορούν στην πιο πάνω διαπίστωση:
Περιορισμένος αριθμός μαθημάτων Ψυχολογίας (4) (προβληματική κάλυψη αναγκαίων ωρών κατά μάθημα.)
.................................. .................................................. .................................................. .
.................................. .................................................. .................................................. .
Από τα στοιχεία που τέθηκαν ενώπιον του Δικαστηρίου, καταδεικνύεται η επαρκής έρευνα του ΚΥΣΑΤΣ που στόχευε στην διακρίβωση της σύγκρισης και ισοδυναμίας του προγράμματος σπουδών που παρακολούθησε ο αιτητής με τα αντίστοιχα μαθήματα που διδάσκονται για την απόκτηση του τίτλου Ψυχολογίας στο Πανεπιστήμιο Κύπρου. Οι εξειδικευμένες απόψεις που εκφράζονται από τα μέλη της Επιτροπής Κρίσεως δεν μπορούν βεβαίως να αποτελέσουν αντικείμενο δικαστικού ελέγχου.
Ο αιτητής επιπρόσθετα ισχυρίζεται ότι το Συμβούλιο δεν παρέχει οποιαδήποτε αιτιολογία για την επιλογή των συγκεκριμένων μαθημάτων και μάλιστα αντίθετα των εισηγήσεων των μελών της Επιτροπής. Είναι προφανές ότι ο Νόμος και οι Κανονισμοί αναθέτουν την τελική αρμοδιότητα στο ίδιο το Συμβούλιο να απαντήσει σε αιτήσεις αναγνώρισης και ότι η εισήγηση των βοηθητικών Επιτροπών δεν είναι δεσμευτική. Η επιλογή των συγκεκριμένων μαθημάτων τελούσε υπό την κρίση του Συμβουλίου το οποίο υιοθέτησε κάποια από τα μαθήματα που προτείνονταν από τα μέλη της Επιτροπής. Η κρίση αυτή αφορά σε εξειδικευμένες γνώσεις ειδικών και δεν υπόκειται σε ακυρωτικό έλεγχο.
Για τους λόγους που έχω εξηγήσει η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Α. ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.
ΣΦ.
ΣΦ.