ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 276/2003)
5 Μαρτίου, 2004
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δικαστής.]
Αναφορικά με τα αρθρα 146 και 28 του Συντάγματος
Βραχίμης Ι. Χατζηχάννας,
Αιτητής,
ν.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,
Καθ΄ Ης η Αίτηση.
_________________
Ο Αιτητής εμφανίζεται προσωπικά.
κ. Α. Βασιλειάδης
, για την Καθ΄ Ης η Αίτηση._________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με απόφαση ημερομηνίας 17.4.2002 στην προσφυγή 393/01 Μαυρέλλη ν. Δημοκρατίας, ακυρώθηκε ο διορισμός του Ενδιαφερομένου Μέρους και ενός άλλου στη θέση Επάρχου για το λόγο ότι δεν ήταν νόμιμη η πλήρωση της δεύτερης μη ήδη κενωθείσας και μη δημοσιευθείσας θέσης στα πλαίσια εν εξελίξει διαδικασίας για πλήρωση της πρώτης και δημοσιευθείσας θέσης. Συμμορφούμενη προς την απόφαση, η Ε.Δ.Υ. προέβη σε επανεξέταση προς πλήρωση μόνο της πρώτης θέσης. Προς τούτο, ζήτησε την υποβολή νέας έκθεσης από τη Συμβουλευτική Επιτροπή η οποία συνεστήθη εκ νέου. Στην έκθεση της η Συμβουλευτική Επιτροπή έκρινε τον Αιτητή ως μη προσοντούχο για σκοπούς της παραγράφου 3(2) του σχεδίου υπηρεσίας. Δεν εξέτασε έτσι περαιτέρω την υποψηφιότητα του και η διαδικασία ενώπιον της ΕΔΥ, η οποία έλαβε υπ΄ όψη την έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής, κατέληξε με την επιλογή του Ενδιαφερόμενου Μέρους ο οποίος ήταν ένας από τους τέσσερις συστηθέντες από τη Συμβουλευτική Επιτροπή την υποψηφιότητα των οποίων και μόνο εξέτασε η ΕΔΥ.
Είναι ακριβώς τον αποκλεισμό του Αιτητή ως μη προσοντούχου που αφορούν κατά μεγάλο μέρος οι εισηγήσεις του στην αγόρευσή του. Και το θέμα αυτό προέχει να εξετασθεί καθ΄ όσον, όπως παρατηρεί και ο ευπαίδευτος συνήγορος για τη Δημοκρατία, αν ο Αιτητής ορθά εκρίθη ως μη προσοντούχος δεν έχει έννομο συμφέρον να αμφισβητεί οποιαδήποτε άλλη πτυχή της νομιμότητας της απόφασης. Η
σχετική πρόνοια της παραγράφου 3(2) του σχεδίου υπηρεσίας έχει ως εξής:"Καλή γνώση και ικανότητα εφαρμογής της σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης Νομοθεσίας καθώς και της περί Δημοσίων Υπαλλήλων Νομοθεσίας και Κανονισμών, Γενικών Διατάξεων, Δημοσιονομικών και Λογιστικών Οδηγιών και Κανονισμών Αποθηκών".
Κατά την αρχική διαδικασία, η προηγούμενη Συμβουλευτική Επιτροπή είχε κρίνει ότι ο Αιτητής ικανοποιούσε την παράγραφο 3(2) αφού τον υπέβαλε, όπως και όλους τους υποψηφίους, σε προφορική εξέταση επί των θεμάτων της. Κατά την επανεξέταση, η νέα Συμβουλευτική Επιτροπή αποφάσισε να μην λάβει υπ΄ όψη της την εν λόγω προφορική εξέταση και να κρίνει το αν οι υποψήφιοι ήσαν προσοντούχοι στη βάση των στοιχείων των φακέλων τους, κρίνοντας έτσι τον Αιτητή ως μη προσοντούχο. Στα πρακτικά δεν εξειδικεύεται ως προς τι ο Αιτητής δεν ήταν προσοντούχος. Η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για τη Δημοκρατία είναι ότι από το περιεχόμενο των φακέλων προκύπτει ότι αυτός έχει επιτύχει στις εξετάσεις στις Δημοσιονομικές Οδηγίες και
τους Κανονισμούς Αποθηκών και στις εξετάσεις των Γενικών Διατάξεων αλλά όχι σε εξετάσεις της σχετικής με τα καθήκοντα της θέσης Νομοθεσίας και της περί Δημοσίων Υπαλλήλων Νομοθεσίας και Κανονισμών για την οποία επίσης απαιτείται καλή γνώση και ικανότητα εφαρμογής. Ο Αιτητής αντιτείνει ότι η διοίκηση υπήρξε ασυνεπής κατά το ότι σε τρεις προηγούμενες διαδικασίες για την ίδια θέση Επάρχου, οι οποίες μάλιστα κατέληξαν και σε ακυρωτικές αποφάσεις στα πλαίσια προσφυγών του Αιτητή, τόσο η Συμβουλευτική Επιτροπή όσο και η ΕΔΥ τον είχε κρίνει προσοντούχο, με αποτέλεσμα η αντίθετη τώρα κρίση τους να συνιστούσε αντιφατική συμπεριφορά και παράβαση της αρχής της καλής πίστης.Είναι ορθό, όπως προκύπτει από τα στοιχεία στα οποία αναφέρεται ο Αιτητής, ότι στις εν λόγω προηγούμενες διαδικασίες αυτός είχε κριθεί καθ΄ όλα προσοντούχος. Προσοντούχος μάλιστα είχε κριθεί και κατά την αρχική διαδικασία που αφορούσε την επίδικη θέση. Αυτά τα δεδομένα επέβαλλαν ιδιαίτερο βάρος στην ΕΔΥ, αν τώρα είχε αντίθετη γνώμη, να αιτιολογήσει επαρκώς τη διαφοροποίηση στην άποψη της, όπως υπεδείχθη και από τον αδελφό μου Ηλιάδη, Δ., στην απόφαση του σε άλλη προσφυγή του Αιτητή, την 481/2000, Χατζηχάννα ν. Δημοκρατίας, 8.8.2001, ακριβώς επί του ιδίου θέματος. Αντί τούτου, η Συμβουλευτική Επιτροπή
περιορίσθηκε να προβεί στη γενικότητα της δήλωσης ότι ο Αιτητής δεν μπορούσε να θεωρηθεί ως προσοντούχος καθ΄ ότι δεν πληρούσε τις πρόνοιες της παραγράφου 3(2) χωρίς να εξειδικεύσει τι εννοούσε και ασφαλώς χωρίς να εξηγήσει γιατί τούτο ήταν έτσι παρά το ότι στο παρελθόν επανειλημμένα ο Αιτητής είχε κριθεί προσοντούχος. Ακόμα και αν, όπως εισηγείται ο κ. Βασιλειάδης, ο λόγος ήταν ότι ο αιτητής δεν είχε επιτύχει σε εξετάσεις για τη σχετική με τα καθήκοντα της θέσης Νομοθεσία και την περί Δημοσίων Υπαλλήλων Νομοθεσία και Κανονισμούς (που δεν είναι αναγκαστικά το αβίαστο συμπέρασμα), η απόφαση εξακολουθούσε να πάσχει. Το σχέδιο υπηρεσίας δεν απαιτεί όπως η καλή γνώση και ικανότητα εφαρμογής της νομοθεσίας στα θέματα στα οποία αναφέρεται διαπιστώνεται μόνο στη βάση εξετάσεων. Κάθε στοιχείο που μπορούσε να καταδείξει το ζητούμενο όφειλε να είχε διερευνηθεί και ληφθεί υπ΄ όψη από τη Συμβουλευτική Επιτροπή και την ΕΔΥ. Η διαπίστωση της απαιτούμενης καλής γνώσης και εφαρμογής της νομοθεσίας μπορούσε να εγίνετο με προφορική ή άλλη εξέταση του Αιτητή, όπως είχε γίνει και στο παρελθόν, η δε απουσία σχετικού πιστοποιητικού επί προηγηθεισών εξετάσεων ουδόλως εσήμαινε ότι ο Αιτητής δεν μπορούσε να είχε την απαιτούμενη καλή γνώση και εφαρμογή και ουδόλως αναιρούσε την υποχρέωση δέουσας διερεύνησης του θέματος με κάθε προσφερόμενο τρόπο. Και μάλιστα, να λεχθεί και πάλι, αφού ο αιτητής είχε προηγουμένως πλειστάκις κριθεί προσοντούχος και έτσι είχε τουλάχιστον το τεκμήριο της καλής γνώσης και εφαρμογής της νομοθεσίας που η Συμβουλευτική Επιτροπή και η ΕΔΥ, στη βάση της αρχής της καλής πίστης, είχε την υποχρέωση να εξηγήσει δεόντως αν είχε τώρα άλλη άποψη. Εστερείτο λοιπόν η απόφαση της δέουσας έρευνας όσο και της δέουσας αιτιολογίας.Δεν χρειάζεται να υπεισέλθω στα άλλα θέματα που θέτει ο Αιτητής.
Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Η Δημοκρατία θα καταβάλει τα έξοδα του Αιτητή όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Δ. Χατζηχαμπής,
Δ.
/ΕΧ