ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
(Υπόθεση Αρ. 1264/2003)
17 Μαρτίου, 2004
[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δικαστής.]
Αναφορικά με το αρθρο 146 του Συντάγματος
Μαρούλλα Ευαγγέλου,
Αιτήτρια,
ν.
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Γενικού Διευθυντή Υπουργείου Οικονομικών,
Καθ΄ Ης η Αίτηση
_________________
Η Αιτήτρια εμφανίζεται αυτοπροσώπως.
κα Λ. Ουστά
, δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Καθ΄ Ης η Αίτηση._________________
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Στις 23.8.2002 η Αιτήτρια υπέβαλε προς την Υπηρεσία Χορηγιών και Επιδομάτων του Υπουργείου Οικονομικών αίτηση για παροχή ειδικής χορηγίες σε τυφλούς. Η αίτηση συνοδεύετο από έκθεση ιδιώτη ιατρού ως προς την πάθηση της Αιτήτριας η οποία κατέληγε στη γνωμάτευση ότι η Αιτήτρια ήταν ανίκανη προς άσκηση του επαγγέλματος της του μάγειρα ή οποιουδήποτε άλλου επαγγέλματος. Η Αιτήτρια εξετάστηκε επίσης από ειδικό οφθαλμίατρο του Νοσοκομείου. Η αίτηση ενεκρίθη στις 26.6.2003 με ισχύ από 1.1.2003. Κατεβλήθη τότε στην Αιτήτρια η χορηγία για το πρώτο εξάμηνο του 2003. Ακολούθως, η Υπηρεσία έλαβε επιστολή, με ημερομηνία 26.8.2003 και υπογραμμένη από πρόσωπο αναφερόμενο ως Ανδρέας Γεωργίου, με την οποία καταγγέλλετο ουσιαστικά ότι η Αιτήτρια είχε εξασφαλίσει τη χορηγία χωρίς να δικαιούται. Κατόπιν τούτου, στις 23.10.2003 η Υπηρεσία Χορηγιών
και Επιδομάτων απέστειλε επιστολή προς την Αιτήτρια με την οποία την πληροφορούσε ότι, για να καταστεί δυνατή η περαιτέρω παραχώρηση της χορηγίας της, θα έπρεπε να προσέλθει για εξέταση, χωρίς όμως να αναφέρεται στην εν λόγω επιστολή και χωρίς να αναφέρει το λόγο για τον οποίο εζητείτο η εξέταση της. Η Αιτήτρια απηύθυνε τότε προς την Υπηρεσία επιστολή μέσω του συζύγου της ημερομηνίας 7.11.2003 με την οποία διαμαρτύρετο για την απαίτηση να προσέλθει για εξέταση καθ΄ όσον είχαν ήδη γίνει δεκτές οι ιατρικές γνωματεύσεις που αφορούσαν την αίτηση της για παροχή χορηγίας όταν αυτή ενεκρίθη, επικαλούμενη και άνιση μεταχείριση καθ΄ ότι επιλεκτικά εξητείτο μόνης αυτής να επανεξετασθεί. Με νέα επιστολή ημερομηνίας 12.12.2003 εζητήθη και πάλι από την Αιτήτρια να προσέλθει για εξέταση, η Αιτήτρια όμως και πάλι δεν ανταποκρίθηκε. Η παροχή της χορηγίας προς την Αιτήτρια έχει διακοπεί και δεν της έχει καταβληθεί η χορηγία για το δεύτερο εξάμηνο του 2003 ή μετέπειτα. Η Αιτήτρια προσβάλλει την απόφαση για διακοπή της παροχής της χορηγίας της αν δεν συμμορφωθεί με την απαίτηση για επανεξέτασή της.Είναι η θέση της Αιτήτριας ότι η Υπηρεσία δεν είχε δικαίωμα να ενεργήσει ως ανωτέρω δυνάμει του άρθρου 7 του περί Παροχής Ειδικών Χορηγιών Νόμου του 1996, Ν. 77(1)/96, το οποίο, είναι η θέση της Δημοκρατίας, παρέχει έρεισμα για την απόφασή της. Η ειδική χορηγία σε τυφλούς προβλέπεται στο άρθρο 6 του Νόμου. Το άρθρο 7(1) ρυθμίζει τη διαδικασία παροχής της χορηγίας, που περιλαμβάνει τη συνοδεία της αίτησης από "τα δικαιολογητικά και τα στοιχεία που ο Διευθυντής θεωρεί αναγκαία για την εξέτασή της." Δεν περιέχεται οτιδήποτε στο άρθρο 7(1) ή στο άρθρο 7 γενικά που να δίδει εξουσία ανάκλησης ή διακοπής ήδη εγκριθείσας χορηγίας ή απαίτησης επανεξέτασης του δικαιούχου. Απεναντίας, όπως προκύπτει από το άρθρο 7(2), η χορηγία είναι ετήσια και απαιτείται η υποβολή αίτησης για κάθε έτος. Προφανώς, τότε είναι που η Υπηρεσία μπορεί να ζητήσει να εξετασθεί και πάλι ο αιτούμενος, στα πλαίσια του άρθρου 7(1), ώστε ο Διευθυντής να ικανοποιηθεί για τα αναγκαία δικαιολογητικά και στοιχεία. Στο άρθρο 9 προβλέπεται η υποχρέωση επιστροφής χορηγίας που αποδεικνύεται ότι ελήφθη χωρίς ο χορηγούμενος να την εδικαιούτο, αυτό όμως είναι άλλο θέμα και το βάρος είναι στην Υπηρεσία να αποδείξει το ζητούμενο.
Είναι λοιπόν η κατάληξη μου ότι η Υπηρεσία δεν είχε δικαίωμα να διακόψει την ήδη εγκριθείσα για όλο το 2003 χορηγία της Αιτήτριας εκτός αν αυτή προσήρχετο για επανεξέταση, και μάλιστα στη βάση μιας ουσιαστικά ανώνυμης καταγγελίας που δεν διερευνήθηκε η ίδια κατά πρώτο και ως προς τη πηγή της και ως προς τις πληροφορίες της. Και δικαίωμα να ζητήσει από την Αιτήτρια να επανεξετασθεί αν είχε ο Διευθυντής, θα ήταν, υπό αυτές τις συνθήκες, κατάχρηση τούτου και παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και της εμπιστοσύνης
του πολίτη προς τη διοίκηση να ανατρέπονται ήδη ληφθείσες αποφάσεις στη βάση ουσιαστικά ανώνυμων και ατεκμηρίωτων καταγγελιών και να τίθεται το βάρος στον πολίτη να τις ανατρέψει χωρίς μάλιστα να του έχει ποτέ κοινοποιηθεί η καταγγελία και ότι ο λόγος που ζητείται η επανεξέτασή του είναι ακριβώς τέτοια καταγγελία. Η θεώρηση αυτή δείχνει ότι η προσβαλλόμενη απόφαση, πλην του παρανόμου της, στερείται και της δέουσας έρευνας όσο και αιτιολογίας.Η προσφυγή λοιπόν επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται. Η Δημοκρατία να καταβάλει τα έξοδα της Αιτήτριας όπως θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή.
Δ. Χατζηχαμπής,
Δ.
/ΕΧ