ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
< I>Υπόθεση Αρ. 614/2002
24 Φεβρουαρίου, 2004
[ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ/στής]
Αναφορικά με τα Αρθρα 146, 28 και 29, του Συντάγματος.
ν.
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Καθ΄ων η αίτηση.
―――――
Α.Σ. Αγγελίδης, για τους αιτητές
Μ. Φλωρέντζος, για τους καθ΄ων η αίτηση
Α Π Ο Φ Α Σ Η
ΑΡΤΕΜΗΣ, Δ.: Οι αιτητές υπηρέτησαν στην Αστυνομική Δύναμη και αφυπηρέτησαν με το βαθμό του Λοχία.
Απαίτησαν με επιστολή τους ημερομηνίας 18.11.98 προς τον Αρχηγό Αστυνομίας την καταβολή υπερωριακής αποζημίωσης για αριθμό ωρών κατά τις οποίες, όπως ισχυρίστηκαν, εργάστηκαν υπερωριακά, κατά το χρονικό διάστημα 1.3.89 μέχρι 31.12.96.
Ο Αρχηγός Αστυνομίας τους πληροφόρησε με επιστολή του ημερομηνίας 28.12.98 ότι το αίτημά τους δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτό γιατί παρέλειψαν να υποβάλουν τα έντυπα υπερωριών για έλεγχο και πληρωμή μέχρι την 1.8.93, όπως αναφερόταν σε σχετικές εγκυκλίους. Καθώς και ότι τα έντυπα που υπέβαλαν δεν επιβεβαιώθηκαν από υπεύθυνο αξιωματικό και δεν αναφερόταν η περίοδος υπερωριακής απασχόλησης ώστε να αποδεικνύεται ότι εργάστηκαν πέντε επιπλέον ώρες τη βδομάδα.
Η απόφαση αυτή προσβλήθηκε με τις συνεκδικασθείσες προσφυγές με αρ. 277/99, 278/99 και 279/99 που καταχώρησαν οι αιτητές και ένα άλλο μέρος της Δύναμης.
Με απόφασή μου ημερομηνίας 3.7.01 ακύρωσα την προσβαλλόμενη απόφαση. Αφού υπέδειξα ότι ήταν ευθύνη των προϊσταμένων υπευθύνων Αξιωματικών οι σχετικές καταχωρήσεις, έλεγχος και μονογράφηση των δελτίων υπερωριών, έκρινα ότι υπήρχε εκ του νόμου το δικαίωμα των αιτητών να διεκδικήσουν υπερωριακή αποζημίωση και συνακόλουθη υποχρέωση των καθ΄ων η αίτηση να προβούν κατόπιν της αίτησης στη δέουσα έρευνα για να διαπιστώσουν κατά πόσο πληρούνταν οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για την καταβολή του επιδόματος. Διαπίστωσα δε ότι δεν το έπραξαν.
Μετά την έκδοση της ακυρωτικής απόφασης, ο Αρχηγός Αστυνομίας ζήτησε από το Διοικητή της Κεντρικής Υπηρεσίας Πληροφοριών, ως προϊστάμενο των αιτητών, να διενεργήσει δέουσα έρευνα ως προς την ύπαρξη των ουσιαστικών προϋποθέσεων για την καταβολή του επιδόματος.
Ο Διοικητής της Υπηρεσίας αυτής απάντησε στον Αρχηγό πως οι τρεις αιτητές που πέτυχαν την ακυρωτική απόφαση υπηρέτησαν στην Υπηρεσία κατά την περίοδο 3.3.89 μέχρι 31.12.96. Ανέφερε πως κατά την περίοδο αυτή εργάζονταν τουλάχιστο πέντε ώρες τη βδομάδα πέραν του προβλεπόμενου κανονικού ωραρίου υπηρεσίας και λάμβαναν επίδομα ανιχνευτή.
Ο Αρχηγός ζήτησε στη συνέχεια από το Διοικητή της εν λόγω Υπηρεσίας να ορίσει Τμηματική Επιτροπή για να προβεί σε έλεγχο στα αρχεία της Υπηρεσίας και να του υποβάλει νέες καταστάσεις.
Αφού δεν υπήρχαν άλλα στοιχεία, ο Διοικητής της ΚΥΠ υπέβαλε έντυπα υπερωριών στα οποία ήταν καταγραμμένο το σύνολο ωρών κάθε χρόνου. Ο Αρχηγός ζήτησε πάλι την υποβολή περαιτέρω στοιχείων.
Ο Διοικητής της ΚΥΠ απάντησε ότι για λόγους που έχουν σχέση με την αποστολή της Υπηρεσίας, δεν τηρούνται Ημερολόγια Σταθμού ή Σημειωματάρια για καταχώρηση συμβάντων και καθηκόντων των μελών της. Υπέβαλε όμως ενυπόγραφη δήλωση των πρώην Διοκητών της ΚΥΠ, με την οποία βεβαιούται ότι μέχρι την 30.12.96 όλα τα μέλη της ΚΥΠ που ελάμβαναν επίδομα ανιχνευτή εργάζονταν πέντε ώρες τη βδομάδα πέραν του κανονικού ωραρίου υπηρεσίας.
Ο δικηγόρος των αιτητών ζήτησε από τον Αρχηγό να ενημερωθεί για τις ενέργειες στις οποίες είχε προβεί για το αίτημά τους.
Ο Αρχηγός με επιστολή του ημερομηνίας 17.5.02 τον πληροφόρησε με τα πιο κάτω:
«. . . . . σας πληροφορώ ότι από έρευνα που έγινε φαίνεται ότι δεν είναι δυνατό να εξακριβωθεί αν πράγματι οι πελάτες σας εργάσθησαν υπερωριακά ή όχι και το αίτημά τους δεν μπορεί να ικανοποιηθεί. Το όλο θέμα τέθηκε υπόψη του Γενικού Εισαγγελέα και αναμένονται οδηγίες ως προς τις παραπέρα ενέργειες.
Θα ενημερωθείτε για τις τυχόν εξελίξεις.»
Το περιεχόμενο της επιστολής αυτής είναι που προσβάλλεται με την προσφυγή.
Ο Αρχηγός με επιστολή του της ίδιας ημερομηνίας ζήτησε ακολούθως από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας γνωμοδότηση ως προς τον παραπέρα χειρισμό της υπόθεσης. Αξιοσημείωτο είναι το ερώτημά του ως προς το πώς θα ενεργούσε και ποια απάντηση θα έπρεπε να δώσει στο δικηγόρο των αιτητών ως συνέχεια της επιστολής ημερομηνίας 17.5.02.
Η Νομική Υπηρεσία έδωσε τη ζητηθείσα γνωμοδότηση στις 10.10.02. Υποδείχθηκε ότι κατά την επανεξέταση του θέματος θα έπρεπε να διερευνηθεί κατά πόσο υπάρχουν στοιχεία που δικαιολογούν το σχετικό αίτημα ή να κληθούν οι αιτητές να τα προσκομίσουν, ώστε να ληφθεί απόφαση με βάση τα στοιχεία που θα προκύψουν.
Προβλήθηκε προδικαστική ένσταση από το δικηγόρο των καθ΄ων η αίτηση ότι η προσβαλλόμενη πράξη που περιέχεται στην επιστολή του Αρχηγού, ημερομηνίας 17.5.02, δεν είναι η τελική απόφαση κατά την επανεξέταση του θέματος ύστερα από την ακυρωτική απόφαση. Εισηγήθηκε την απόρριψη της προσφυγής για το λόγο αυτό.
Ανέφερε στη γραπτή αγόρευσή του ότι μετά τη γνωμοδότηση της Νομικής Υπηρεσίας ο Αρχηγός ανέθεσε σε Ανώτερο Αξιωματικό τη διενέργεια δέουσας έρευνας για συγκέντρωση όλων των δυνατών στοιχείων που θα μπορούσαν να υπάρξουν, η οποία τελειώνει και θα ληφθεί η τελική απόφαση.
Η ανάθεση της έρευνας αυτής από τον Αρχηγό δεν προκύπτει από τα στοιχεία του φακέλου. Το Δικαστήριο δε δεσμεύεται από τις δηλώσεις των συνηγόρων των μερών αλλά πρέπει να καταλήξει στα δικά του συμπεράσματα επί των νομικών και πραγματικών πτυχών της υπόθεσης.
Ανεξάρτητα, όμως, απ΄αυτό το τελευταίο, θα δεχθώ την ένσταση του δικηγόρου των καθ΄ων η αίτηση.
Με την επίδικη επιστολή ο Αρχηγός πληροφόρησε το δικηγόρο των αιτητών ότι από την έρευνα που έγινε δεν προέκυψαν στοιχεία για την αιτούμενη υπερωριακή αποζημίωση και ότι ζητήθηκε γνωμοδότηση από το Γενικό Εισαγγελέα της Δημοκρατίας για τις παραπέρα ενέργειες. Είναι σε συνάρτηση με τα πιο πάνω, που αναφέρεται στην επιστολή ότι το αίτημα των αιτητών δεν μπορεί να ικανοποιηθεί. Είναι σαφές
, κατά την άποψη μου, ότι αυτό δεν αποτελεί τελική απάντηση, εν όψει του πλήρους περιεχομένου της επιστολής που, όπως ανέφερα, αφήνει σαφώς να νοηθεί ότι θα συνεχιστεί η έρευνα για να διαπιστωθεί αν τελικά το αίτημα των αιτητών μπορεί να ικανοποιηθεί ή όχι. Στην επιστολή του Αρχηγού, με την οποία ζήτησε τη γνωμοδότηση, το ερώτημα ήταν πώς θα έπρεπε να ενεργήσει στη συνέχεια για να μπορεί να δώσει απάντηση στο δικηγόρο των αιτητών σε συνέχεια της επιστολής του ημερομηνίας 17.5.02. Το στοιχείο αυτό επίσης συνηγορεί υπέρ της άποψης ότι η επανεξέταση δεν τελείωσε.Ως εκ τούτου, κρίνω ότι ως προς το πρώτο σκέλος της αιτούμενης θεραπείας που ζητά ακύρωση της πράξης, που κατ΄ισχυρισμό περιέχεται στην επιστολή ημερομηνίας 17.5.02, η προσφυγή είναι πρόωρη και πρέπει να απορριφθεί.
Το δεύτερο σκέλος που προσβάλλει την παράλειψη των καθ΄ων η αίτηση να ικανοποιήσουν το αίτημα των αιτητών και να καταβάλουν την υπερωριακή αποζημίωση, επίσης πρέπει να απορριφθεί. Αφού οι καθ΄ων η αίτηση δεν ολοκλήρωσαν την έρευνα στο πλαίσιο της επανεξέτασης του αιτήματός και δεν διαπίστωσαν ακόμα αν συντρέχουν οι προϋποθέσεις για την καταβολή του επιδόματος, η μη καταβολή του μέχρι τώρα δεν συνιστά παράλειψη οφειλόμενης ενέργειας.
Για τους λόγους που ανέφερα η προσφυγή απορρίπτεται. Δεν εκδίδω διάταγμα για έξοδα.
Π. Αρτέμης, Δ.
/Χ.Π.