ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 1416/2000
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.
Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ
:Γεώργιου Ευσταθίου, από τα Πυργά Λάρνακας,
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Αρχηγού Εθνικής Φρουράς,
Καθ΄ ων η αίτηση
---------------------------
21 Νοεμβρίου 2001
Για τον αιτητή: Σ. Οικονομίδης.
Για τους καθ΄ ων η αίτηση: Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Στις 14 Ιουλίου 2000, κατόπιν αναφορών/καταγγελιών σε βάρος του αιτητή, ο Διοικητής της 27 Ε.Μ.Α. στην οποία ο αιτητής υπηρετούσε με το βαθμό του Επιλοχία, ζήτησε τη διενέργεια ανάκρισης "για διερεύνηση πιθανών πειθαρχικών παραπτωμάτων, Αναξιοπρεπούς και Ανοίκειας Συμπεριφοράς, (Κανονισμός 3 (1) του Πειθαρχικού Κώδικα των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς, που διαπράχθηκαν μεταξύ των ημερομηνιών 27 Μαρ.00 και 21 Απρ.00". Διενεργήθηκε η ανάκριση και του παραδόθηκε ο φάκελος με το πόρισμα. Σημείωσε, σε έγγραφο ημερ. 4 Αυγούστου 2000, ότι συμφωνούσε πως ο αιτητής ήταν ένοχος αλλά και ότι δεν του επέβαλε ποινή γιατί θεώρησε ότι η όποια ποινή την οποία θα μπορούσε να επιβάλει θα ήταν εν προκειμένω ανεπαρκής και παρέπεμψε την υπόθεση στον Προϊστάμενο Διοικητή της Ταξιαρχίας. Παραθέτω το σχετικό μέρος:
"2. Η Επιλαρχία συμφωνεί με τη γνώμη του Αξκού που διενήργησε την ανάκριση ότι ο Επχιας (ΤΘ) Ευσταθίου Γεώργιος με τον τρόπο που ενέργησε διέπραξε το αδίκημα της αναξιοπρεπούς και ανοίκειου συμπεριφοράς που προβλέπεται από τον κανονισμό 1 του πειθαρχικού κώδικα των πειθαρχικών κανονισμών της Εθνικής Φρουράς και προκύπτει όπως ασκηθεί σε βάρος του η αρμόζουσα Πειθαρχική δίωξη.
3. Η Επιλαρχία δεν επέβαλε καμιά πειθαρχική ποινή στον παραπάνω υπξκό, διότι κρίνει ανεπαρκή την δικαιοδοσία επιβολής πειθαρχικής ποινής από τον Δκτή της Μονάδος και προτείνει όπως παραπεμφθεί στο πειθαρχικό συμβούλιο."
Ο Ταξίαρχος με τη σειρά του παρέπεμψε τα σχετικά στο Γ.Ε.Ε.Φ. για τον ίδιο λόγο. Παραθέτω το σχετικό μέρος του εγγράφου ημερ. 8 Αυγούστου 2000:
"2. Η Ταξιαρχία αφού έλαβε υπόψη την γνώμη της Μονάδας και του Αξκού που διενήργησε την ανάκριση, γνωματεύει ότι με τον τρόπο που ενήργησε ο Επχίας (ΤΘ) Ευσταθίου Γεώργιος υπέπεσε στο αδίκημα της αναξιοπρεπούς και ανοίκειου συμπεριφοράς κατά παράβαση του Κανονισμού 1 του Πειθαρχικού Κώδικα των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς και θα πρέπει να ασκηθεί κατ΄ αυτού η αρμόζουσα πειθαρχική δίωξη.
3. Για τα εν λόγω παραπτώματα, κρίνεται ανεπαρκής η διαδικασία επιβολής πειθαρχικής ποινής από τον Δκτή της Μονάδας και τον Δκτή της Ταξιαρχίας και προτείνεται η εξέταση του παραπτώματος από το Πειθαρχικό Συμβούλιο."
Ο Αρχηγός, ενώπιον του οποίου τέθηκε το θέμα, αποφάσισε στις 11 Αυγούστου 2000 να θέσει τον αιτητή σε διαθεσιμότητα από 16 Αυγούστου 2000 μέχρι νεότερης διαταγής. Δεν καταγράφτηκε στο κείμενο της απόφασης οποιαδήποτε εξήγηση. Έπειτα, στις 18 Αυγούστου 2000, ο Αρχηγός διόρισε Επιτροπή για να μελετήσει την υπόθεση και να ενεργήσει ανάλογα. Η συσταθείσα Επιτροπή αφού μελέτησε, καθώς αναφέρεται σε σχετικό πρακτικό, "όλα τα έγγραφα και στοιχεία της πειθαρχικής ανάκρισης που διενεργήθηκε από την 27 Ε.Μ.Α. εναντίον του αιτητή" αποφάσισε να τον παραπέμψει σε Πειθαρχικό Συμβούλιο. Ενόψει αυτού ο Αρχηγός στις 13 Σεπτεμβρίου 2000 ζήτησε από τον Υπουργό να προβεί σε σύσταση Πειθαρχικού Συμβουλίου ενώπιον του οποίου να αχθεί η υπόθεση. Στις 30 Οκτωβρίου 2000, προτού ο Υπουργός λάβει οποιαδήποτε απόφαση, ο Αρχηγός αποφάσισε όπως αρθεί η διαθεσιμότητα του αιτητή από την εν λόγω ημερομηνία.
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής προσβάλλει την απόφαση, ημερ. 11 Αυγούστου 2000, με την οποία ο Αρχηγός τον έθεσε σε διαθεσιμότητα. Τίθενται προς εξέταση τρία ζητήματα. Το πρώτο είναι το κατά πόσο κατά το χρόνο που λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση εκκρεμούσε ακόμη η ανάκριση αφού, καθώς προβλέπεται στον Καν. 24(1) των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς του 1964 (Δ.Π. 554/64), όπως τροποποιήθηκαν:
"24. - (1) Τη εντολή του Υπουργού ή ιδία πρωτοβουλία ο Διοικητής της Δυνάμεως δύναται να θέση μέλος τι εν διαθεσιμότητι εκ των καθηκόντων του καθ΄ οιονδήποτε χρόνον εκκρεμούσης της ανακρίσεως διά παράπτωμα δυνάμει των παρόντων Κανονισμών."
Το δεύτερο είναι το κατά πόσο η απόφαση του Αρχηγού ήταν αιτιολογημένη. Και το τρίτο είναι το κατά πόσο θα μπορούσε νόμιμα να περιληφθεί ο όρος για χρονική διάρκεια της διαθεσιμότητας "μέχρι νεότερης διαταγής" και όχι μέχρι το πέρας της ανάκρισης.
Καθίσταται νομίζω αυτόδηλο από τα στοιχεία τα οποία παρέθεσα ανωτέρω ότι κατά τον χρόνο που λήφθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση η ανάκριση είχε ήδη περατωθεί. Επομένως ο σχετικός κανονισμός δεν παρείχε εξουσία για τη λήψη της προσβαλλόμενης απόφασης. Παρόλον ότι ενόψει αυτής της κατάληξης δεν χρειάζεται να επεκταθώ, δεν μπορώ παρά να σημειώσω και την πλήρη έλλειψη αιτιολογίας. Ούτε στην ίδια την απόφαση αλλά ούτε και στο σχετικό φάκελο περιέχεται ο,τιδήποτε που να εξηγεί γιατί λήφθηκε σε εκείνο το στάδιο η απόφαση για διαθεσιμότητα όπως το ίδιο δεν περιέχεται οποιαδήποτε εξήγηση αναφορικά με το γιατί αργότερα λήφθηκε η απόφαση για την άρση της.
Ο συνήγορος της Δημοκρατίας εισηγήθηκε όμως ότι ενόψει της άρσης της διαθεσιμότητας ο αιτητής δεν διατηρεί έννομο συμφέρον για προώθηση της προσφυγής. Το ότι σε κάποιο χρονικό σημείο ήρθη η διαθεσιμότητα στην οποία είχε τεθεί ο αιτητής δεν σημαίνει τη διαγραφή της. Η διαθεσιμότητα παρήγαγε έννομα αποτελέσματα κατά το διάστημα που ίσχυε και αυτά παρέμειναν. Συνεχίζει ως εκ τούτου να είναι προσβλητέα. Ζήτημα επ΄ αυτού θα προέκυπτε μόνο σε περίπτωση ανάκλησης η οποία θα εξαφάνιζε την απόφαση για διαθεσιμότητα, οπότε θα αποκτούσε σημασία το κατά πόσο παρέμεινε οποιοδήποτε ζημιογόνο κατάλοιπο ώστε η δίκη να μην καταργείται αλλά να μπορεί να προχωρήσει για να παρέχεται η δυνατότητα διεκδίκησης αποζημίωσης βάσει του Άρθρου 146.6 του Συντάγματος.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.