ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2001) 4 ΑΑΔ 1050
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 1024/99
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΦΡ. ΝΙΚΟΛΑΙΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
ΜΕΤΑΞΥ
:Συνδέσμου Περιπτεριούχων Λευκωσίας και Προαστείων
Παγκύπριου Σύνδεσμου Περιπτεριούχων
(ως παράρτημα Α)
Αιτητών
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού
διά του προέδρου αυτής
Καθ΄ων η αίτηση
ΚΑΙ ΟΠΩΣ ΤΡΟΠΟΠΟΙΗΘΗΚΕ ΜΕ ΔΙΑΤΑΓΗ ΤΟΥ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟΥ ΗΜΕΡ. 5.4.2001
ΜΕΤΑΞΥ
:1. Συνδέσμου Περιπτεριούχων Λευκωσίας και Προαστείων
2. Παγκύπριου Σύνδεσμου Περιπτεριούχων
Αιτητών
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Προστασίας Ανταγωνισμού
διά του προέδρου αυτής
Καθ΄ων η αίτηση
_____________
9 Noεμβρίου, 2001
Για τους αιτητές : κ. Α. Πατσαλίδης.
Για τους καθ΄ων η αίτηση : κα Ρ. Βραχίμη-Πετρίδου, Ανώτερη
Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για
Γεν. Εισαγγελέα της Δημοκρατίας.
Για το ενδ. μέρος : κα Κλεάνθους για κ. Χρ. Μ. Τριανταφυλλίδη.
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Οι καθ΄ ων η αίτηση (στο εξής «η Επιτροπή») είναι όργανο του οποίου η σύσταση, λειτουργία και αρμοδιότητες διέπονται από τα άρθρα 8-28 του περί Προστασίας του Ανταγωνισμού Νόμου του 1989, Ν.207/89.
Ο Σύνδεσμος Περιπτεριούχων Λευκωσίας, που είναι ένας από τους αιτητές, και κάποιος Δημητράκης Χριστοφόρου υπέβαλαν προς την Επιτροπή καταγγελία εναντίον της εταιρείας Κεντρικής Διανομής Τύπου «Πάπυρος» Λτδ. Καταγγελία εναντίον της ίδιας εταιρείας καταχώρησαν και οι άλλοι αιτητές, ο Παγκύπριος Σύνδεσμος Περιπτεριούχων.
Οι καταγγελίες εκκρεμούσαν ενώπιον των καθ΄ ων η αίτηση, όταν το Υπουργικό Συμβούλιο με απόφασή του υπ΄αρ. 48301 όρισε για τη χρονική περίοδο από 29.6.1998 μέχρι 28.6.2002, νέα εξ ολοκλήρου σύνθεση της Επιτροπής. Κατά την πρώτη της συνεδρία στις 16.9.1998, η νέα Επιτροπή αποφάσισε όπως όλες οι εκκρεμείς υποθέσεις, μεταξύ των οποίων και αυτή των αιτητών, εξεταστούν εξ υπαρχής. ΄Ετσι, ζήτησαν από την Υπηρεσία Ανταγωνισμού και Προστασίας Καταναλωτών να ετοιμάσει και θέσει ενώπιόν της νέο σημείωμα.
Μετά τη διεξαγωγή έρευνας η Υπηρεσία Ανταγωνισμού και Προστασίας Καταναλωτών πράγματι ετοίμασε νέο σημείωμα στο οποίο περιείχοντο όλες οι απαραίτητες βάσει του άρθρου 28 του Ν.207/89 πληροφορίες, το οποίο και υπέβαλε στην Επιτροπή.
Σύμφωνα με το άρθρο 28(4) εφ΄όσον, ύστερα από προκαταρκτική έρευνα της Υπηρεσίας, διαπιστωθεί ότι για την παράβαση στην οποία αναφέρεται η καταγγελία στοιχειοθετείται εκ πρώτης όψεως υπόθεση, η Επιτροπή έχει καθήκον να εξετάσει την καταγγελία που της έχει υποβληθεί.
Μετά τη μελέτη του σημειώματος της Υπηρεσίας Ανταγωνισμού η Επιτροπή κάλεσε τους δικηγόρους των διαδίκων να επιχειρηματολογήσουν ως προς το θέμα της καθ΄ ύλην αρμοδιότητας της Επιτροπής. Στις 17.2.1999 το Ανώτατο Δικαστήριο απέρριψε την προσφυγή υπ΄ αρ. 1040/97 που προσέβαλλε την ενδιάμεση απόφαση της Επιτροπής υπ΄ αρ. 7/97 καταλήγοντας ότι δεν είχε προσβληθεί εκτελεστή διοικητική πράξη.
Η Επιτροπή στη συνεδρία της ημερ. 23.2.1999, αφού άκουσε την επιχειρηματολογία των συνηγόρων των διαδίκων και ύστερα από συζήτηση και ανταλλαγή απόψεων, εξέδωσε την απόφαση υπ΄αρ. 8/1999, ημερ. 20.7.1999, που είναι και η προσβαλλόμενη με την παρούσα προσφυγή πράξη.
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι η απόφαση είναι αντίθετη με το νόμο, αφού η Επιτροπή δεν νομιμοποιείται να εκφέρει άποψη κατά πόσο υπάρχει ή όχι εκ πρώτης όψεως υπόθεση για οποιαδήποτε κατ΄ ισχυρισμόν παραβίαση. Τέτοια αρμοδιότητα έχει μόνο η Υπηρεσία Ανταγωνισμού και Προστασίας Καταναλωτών, η οποία και την ασκεί κατά τη διάρκεια της
έρευνας της καταγγελίας.Οι αιτητές ισχυρίζονται περαιτέρω ότι η Επιτροπή τελούσε υπό πλάνη περί τα πράγματα και/ή το νόμο όταν, κατά τη διατύπωση στη γραπτή αγόρευση των αιτητών, «εκλάμβαναν το νέο σημείωμα το οποίο δεν ήτο τίποτα απολύτως νέο στοιχείο ή όταν ζητούσαν εκ νέου από τους καταγγέλλοντες και τους καταγγελλόμενους να τους πληροφορήσουν κατά πόσο έχουν αρμοδιότητα ή όχι, ή ακόμη όταν αυτεπαγγέλτως εξέτασαν στο στάδιο που το έθεσαν, ζήτημα εκ πρώτης όψεως ή μη».
Θα αντιγράψω αυτούσιο τον επόμενο λόγο ακύρωσης όπως φαίνεται στη σελ. 4 της γραπτής αγόρευσης των αιτητών:
« 4.
ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ4(1) Σε ότι αφορά το θέμα της ανάκλησης της προσβαλλόμενης απόφασης παράρτημα «Β» επί της παρούσης θα αναφερθώ στις γενικές αρχές του διοικητικού δικαίου ήτοι στην περίπτωση οποιασδήποτε ανάκλησης προκαλείται σύγκρουση μεταξύ της δέσμευσης της διοίκησης στην αρχή της νομιμότητας αφενός και της αρχής της ασφάλειας του δικαίου και της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του διοικούμενου (εν προκειμένω των αιτητών) στη στάση της διοίκησης αφετέρου, για περισσότερες λεπτομέρειες βλέπε σύγγραμμα ΜΕΛΕΤΕΣ ΔΙΚΑΙΟΥ ΤΩΝ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ-11. (Η ΑΝΑΚΛΗΣΗ ΤΩΝ ΑΠΟΦΑΣΕΩΝ ΤΗΣ ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΑΝΤΑΓΩΝΙΣΜΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ Ν. 703/1977) του Μιχ. Θεοδ., Δ. Μαρίνου σελίδα 7 επόμενα, 40, 41, 42, επισυνάπτεται φωτοαντίγραφο ως παράρτημα ˝1˝.
Σημείωση: Ο Ν.703/1977 είναι ο Ελληνικός Νόμος περί Ανταγωνισμού και οι διατάξεις του είναι πανομοιότυπες με τον Ν. 207/89 αμφότεροι δεν αποτελούν πιστή αντιγραφή των άρθρων 85 και 86 της Ευρωπαϊκής ΄Ενωσης για τις συμπράξεις και την εκμετάλλευση της δεσπόζουσας θέσης αντίστοιχα.
4.(2) Ευσεβάστως υποβάλλω ότι η επανεκτίμηση των ίδιων πραγματικών περιστατικών ή αναθεωρημένη νομική εκτίμηση ή αλλαγή νομικών δεδομένων που δεν συνοδεύεται από νέα ουσιώδες πραγματικά περιστατικά δεν δικαιολογούν την ανάκληση και αυτό είναι επιτακτική ανάγκη της ασφάλειας του δικαίου.»
Τέλος οι αιτητές ισχυρίζονται ότι - και πάλι αντιγράφω από τη γραπτή τους αγόρευση :
«5.
΄Οπως φαίνεται στην προσβαλλόμενη απόφαση παράρτημα «Β» επί της παρούσης καμία απολύτως αιτιολογία υπάρχει η φύση της ως «ανακλητικής διοικητικής πράξης» επιβάλλει όπως αναφέρει και αιτιολογήσει τη συνδρομή των λόγων που οδήγησαν τους καθ΄ ων η αίτηση στη λήψη της, θα πρέπει να αιτιολογηθεί ποιος λόγος ανάκλησης πληρούται, χωρίς να αρκεί γενική μνεία στο κείμενο του νόμου (στην προκειμένη ελλείπει ακόμη και αυτή η γενική μνεία).
Βλέπε σελ. 65, σελ. 66 σημείωση 147, σελίδες 67 και 68 του παραρτήματος «Ι» ανωτέρω.»
Οφείλω να πω ότι στο μεγαλύτερο τους μέρος δεν έχω κατανοήσει τους πιο πάνω λόγους ακύρωσης. Για παράδειγμα ο ευπαίδευτος συνήγορος των αιτητών αναφέρεται σε ανάκληση αποφάσεων, αλλά δεν διευκρινίζει ποιες αποφάσεις εννοεί. Αν, όπως μπορεί να υποτεθεί, αναφέρεται στην ενδιάμεση απόφαση της Επιτροπής με την προηγούμενή της σύνθεση, τότε το επιχείρημα συγκρούεται με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Εταιρεία Κεντρικής Διανομής Τύπου «ΠΑΠΥΡΟΣ» Λτδ κ.α. ν. Δημοκρατίας, Υποθ. Αρ. 1040/97, ημερ. 17.2.1999, η οποία απέρριψε την προσφυγή γιατί, αφού επρόκειτο περί ενδιάμεσης απόφασης, δεν προσεβλήθη εκτελεστή διοικητική πράξη.
Η Επιτροπή, δεδομένης της αλλαγής εξ ολοκλήρου της σύνθεσής της, εκκρεμούσης της διαδικασίας εξέτασης των καταγγελιών των αιτητών, ορθά, πριν προχωρήσει σε περαιτέρω διαδικασία, αποφάσισε να μελετήσει το όλο θέμα εξ υπαρχής. Σε αντίθετη περίπτωση, και αν παρέλειπε να διεξάγει η ίδια νέα έρευνα για να ενημερωθεί επί των γεγονότων και τις συνθήκες των καταγγελιών, θα μπορούσε να κατηγορηθεί για παράλειψη διεξαγωγής δέουσας έρευνας (σχετικά είναι και τα άρθρα 24 - 28 του Νόμου 207/89).
Οι αιτητές ισχυρίζονται ότι οι καθ΄ ων η αίτηση δεν είχαν δικαίωμα να εκφέρουν άποψη κατά πόσο υπάρχει ή όχι εκ πρώτης όψεως υπόθεση, αφού κάτι τέτοιο εμπίπτει στην αρμοδιότητα της Υπηρεσίας Ανταγωνισμού και Προστασίας Καταναλωτών. Ο ισχυρισμός αυτός δεν ευσταθεί. Σύμφωνα με το άρθρο 28(4) του Νόμου 207/89, η διαπίστωση του κατά πόσο υπάρχει εκ πρώτης όψεως υπόθεση για την παράβαση στην οποία αναφέρεται η καταγγελία, αποτελεί καθήκον της Επιτροπής, στη σχετική δε απόφαση η Επιτροπή καταλήγει ύστερα από δέουσα προκαταρκτική έρευνα που διενεργείται από την Υπηρεσία Ελέγχου Τιμών και Προστασίας Καταναλωτών του Υπουργείου Εμπορίου και Βιομηχανίας. Αντίθετα, στο άρθρο 29 που αναφέρεται στις αρμοδιότητες της Υπηρεσίας Ελέγχου Τιμών, δεν υπάρχει αντίστοιχη αρμοδιότητα. Το έργο της Υπηρεσίας περιορίζεται επί του προκειμένου στην εισαγωγή καταγγελιών και υποβολή εισηγήσεων προς την Επιτροπή, καθώς και στη συλλογή και εξέλεγξη πληροφοριών αναγκαίων για την άσκηση των κατά το Νόμο αρμοδιοτήτων της Επιτροπής.
Και ο ισχυρισμός για πλάνη θα πρέπει να απορριφθεί. Δεν έχει καταδειχθεί η εμφιλοχώρηση στην απόφαση της Επιτροπής οποιασδήποτε πλάνης, είτε περί το νόμο, είτε περί τα πράγματα. Ούτε διαπιστώνεται οποιαδήποτε αντίφαση στη συμπεριφορά της Επιτροπής.
Επισημαίνεται ότι μετά την ενδιάμεση απόφαση της υπό την προηγούμενη σύνθεση Επιτροπής ότι είχε καθ΄ ύλην αρμοδιότητα να επιληφθεί των καταγγελιών των αιτητών, εκδόθηκε η απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην υπόθεση Δημοκρατία ν. «Καλαμάρι Εκδόσεις Λίμιτεδ» κ.α., Α.Ε. 1863, ημερ. 28.11.1997. Η απόφαση αυτή, όπως ορθά επισημαίνεται από τον ευπαίδευτο συνήγορο των καθ΄ ων η αίτηση, αποτέλεσε νέο νομικό υπόβαθρο που μετέβαλε τα δεδομένα της υπόθεσης.
Στην απόφαση Δημοκρατία ν. «Καλαμάρι Εκδόσεις Λίμιτεδ» κ.α., ανωτέρω, που αναφερόταν στην αύξηση της τιμής πώλησης των εφημερίδων, σχολιάζεται και ερμηνεύεται το άρθρο 7(β) του Ν.207/89, σύμφωνα με το οποίο δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του Νόμου συμπράξεις επιχειρήσεων που οι δραστηριότητές τους τυγχάνουν ειδικής νομοθετικής ρύθμισης, στο βαθμό που διέπονται από την ειδική αυτή ρύθμιση. Στην ίδια απόφαση κρίθηκε ότι αφού σύμφωνα με το άρθρο 24(3) του περί Τύπου Νόμου του 1989, Ν.145/89, η Αρχή Τύπου είναι αρμόδια να καθορίζει, με την έγκριση του Υπουργού, ανώτατη τιμή πώλησης εφημερίδων και την καταβλητέα σε πρακτορεία και υποπρακτορεία τύπου, περιπτερούχους και εφημεριδοπώλες προμήθεια, τα θέματα αυτά, αφού τυγχάνουν ειδικής νομοθετικής ρύθμισης από το Ν. 145/89, δεν εμπίπτουν στις διατάξεις του Νόμου 207/89 και συνεπώς, όπως και σε οποιανδήποτε άλλη περίπτωση που νόμος προβαίνει σε ρυθμίσεις, η Επιτροπή Προστασίας του Ανταγωνισμού, δεν μπορούσε να επέμβει.
Δεν είναι η πρόθεσή μου να υπεισέλθω στην ουσία της διαφοράς, αλλά να χειριστώ το θέμα μόνο μέσα στα πλαίσια της παρούσας προσφυγής. Η Επιτροπή ως όφειλε, κατέληξε στην προσβαλλόμενη απόφαση υπό το φως της πιο πάνω δικαστικής απόφασης, κάτι που εξάλλου μνημονεύεται και στο σώμα της απόφασής της.
Εν όψει όλων των πιο πάνω είναι προφανές ότι οι ισχυρισμοί των αιτητών, τόσο για την ύπαρξη πλάνης, όσο και για έλλειψη αιτιολογίας, δεν τεκμηριώνονται. Η απόφαση της Επιτροπής, εκτός του ότι συνάδει με την απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, ήταν εύλογα επιτρεπτή, ελήφθη σύμφωνα με τις πρόνοιες του Νόμου και συνεπώς δεν δικαιολογείται οποιαδήποτε επέμβαση.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εναντίον των αιτητών τα οποία υπολογίζω και επιδικάζω στις £400.
Φρ. Νικολαΐδης, Δ.
/ΜΔ