ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 4 ΑΑΔ 1030
17 Οκτωβρίου, 2000
[ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚA ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤAΓΜΑΤΟΣ
ΑΝΔΡΕΑΣ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
ΑΡΧΗΓΟΥ ΑΣΤΥΝΟΜΙΑΣ,
Kαθ' ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1446/1999)
Αστυνομική Δύναμη Κύπρου ― Απόλυση υπό δοκιμασία αστυφύλακα ― Καν.8(2) των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 51/89) ― Περιστάσεις νομιμότητας της απόλυσης στην κριθείσα περίπτωση.
Ο αιτητής επεδίωξε την ακύρωση της απόλυσής του από την Αστυνομία η οποία αποφασίστηκε από τον Αρχηγό της Αστυνομίας, κατά τη διάρκεια της υπό δοκιμασία υπηρεσίας του Αιτητή, σύμφωνα με τον Καν.8(2) των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989 (Κ.Δ.Π. 51/89).
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
1. Η εξουσία που παρέχει ο Κανονισμός 8(2) δεν είναι πειθαρχικής φύσης. Ούτε προϋποθέτει διάπραξη πειθαρχικών παραπτωμάτων. Παρέχεται στον Αρχηγό ευρεία εξουσία, διοικητικής φύσης, με στόχο την τελική στελέχωση της Δύναμης από ικανούς αστυφύλακες, ως το λογικό συνακόλουθο του καθεστώτος υπηρεσίας του αστυφύλακα, κατ' εκείνο το στάδιο, που είναι, ακριβώς, δοκιμαστικό. Ο Κανονισμός εξαρτά την άσκηση της εξουσίας από τη γνώμη που θα σχηματίσει ο ίδιος ο Αρχηγός και είναι σαφές πως για τη διαμόρφωσή της συνυπολογίζεται η συμπεριφορά που ο υπο δοκιμασία αστυφύλακας επέδειξε. Πειθαρχικά παραπτώματα αναμφιβόλως μπορούν να μετρήσουν και δεν συνιστά αυτό διπλή τιμωρία. Τα πειθαρχικά παραπτώματα μπορεί να είναι σχετικά ως εύλογος δείκτης των προοπτικών, που είναι το ζητούμενο. Το ίδιο και οτιδήποτε άλλο από τη συμπεριφορά, την επίδοση και την απόδοση του αστυφύλακα, ως στοιχείων συνθετικών των δυνατοτήτων.
2. Όλα τα περιστατικά που καταγράφονται στο πρακτικό που περιέχει την απόφαση του Αρχηγού περιλαμβάνονται στο φάκελο του αιτητή και δεν έχει καν προταθεί οτιδήποτε το συγκεκριμένο που θα ήταν δυνατό να δημιουργήσει έστω υποψία πλάνης ως προς αυτά. Πάνω στη βάση τους η γνώμη που διαμόρφωσε ο Αρχηγός ήταν εύλογα επιτρεπτή. Αστυφύλακας υπό δοκιμασία που, στο μικρό σχετικά διάστημα από την εγγραφή του στην υπηρεσία, διέπραξε τόσα και της φύσης αυτής πειθαρχικά παραπτώματα και που, στη συνέχεια, παρά και την απολογητική σε κάποιο στάδιο στάση του, σε σειρά περιπτώσεων ενήργησε όπως με λεπτομέρεια αναφέρεται στο πρακτικό, εύλογα κρίθηκε πως ήταν απίθανο να καταστεί ικανός αστυφύλακας.
3. Η κρίση ασκήθηκε από τον Αρχηγό τον ίδιο και αυτός δεν ενήργησε δεσμίως υπό οποιανδήποτε έννοια. Δεν υπάρχει τίποτε το μεμπτό στο γεγονός ότι η απόφαση γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή που στάληκε με οδηγίες και εκ μέρους του Αρχηγού, από άλλο αξιωματικό.
4. Δεν υποβλήθηκε οτιδήποτε το συγκεκριμένο, με αναφορά στα διατρέξαντα κατά την ακρόαση του αιτητή, που θα εμφάνιζε ως έλλειψη με σημασία το γεγονός ότι δεν τηρήθηκε λεπτομερές πρακτικό αλλά συνοψίσθηκαν τα λεχθέντα.
5. Έγινε αναφορά σε εκτιμήσεις που χαρακτηρίστηκαν ως ιατρικής φύσης. Είναι σαφές, όμως, πως δεν αντιμετωπίστηκε ως "ιατρική" η περίπτωση. Ήταν δεδομένη η συμπεριφορά του αιτητή και οι σκέψεις αναφορικά με το αίτιό της ήταν εντελώς δευτερεύουσες και ουσιαστικά ασύνδετες προς την τελική κρίση. Αυτή αιτιολογήθηκε με αναφορά στη σωρεία των προβλημάτων που προκάλεσε ο αιτητής, στη δυσκολία της προσαρμογής και επικοινωνίας του, στην ικανότητά του να ασκήσει τα καθήκοντά του αποτελεσματικά και, κατ΄επέκταση, στους κινδύνους που η μονιμοποίησή του θα συνεπαγόταν.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Προσφυγή.
Προσφυγή από τον αιτητή κατά της απόφασης απόλυσής του ενόσω υπηρετούσε ως αστυφύλακας υπό δοκιμασία.
Α.Σ. Αγγελίδης, για τον Αιτητή.
Ξ. Ευσταθίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Cur. adv. vult.
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής υπηρετούσε ως αστυφύλακας υπό δοκιμασία. Ο Αρχηγός της Αστυνομίας, με την απόφασή του ημερομηνίας 4.10.99, αποφάσισε την απόλυσή του. Άσκησε συναφώς την εξουσία που του παρέχει ο Κανονισμός 8(2) των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών του 1989 Κ.Δ.Π. 51/89. Όπως προβλέπεται,
"Ο Αρχηγός μπορεί κατά τη διάρκεια της δοκιμαστικής περιόδου να απολύει οποιονδήποτε αστυφύλακα που κατά τη γνώμη του είναι απίθανο να καταστεί ικανός αστυφύλακας".
Η απόλυση, όπως εξηγείται στο πρακτικό που τηρήθηκε, συναρτήθηκε προς την ως τότε συμπεριφορά και απόδοση του αιτητή. Ακούστηκαν συναφώς οι απόψεις του από αξιωματικό της Αστυνομίας, όπως σημειώνεται, μετά από οδηγίες του Αρχηγού της Αστυνομίας και ετοιμάστηκε σχετικό ενημερωτικό σημείωμα.
Ο φάκελος του αιτητή είναι εντυπωσιακά ογκώδης για αστυφύλακα που ενεγράφη στη Δύναμη το 1995. Περιλαμβάνει σειρά καταδικών του για πειθαρχικά παραπτώματα για τα οποία του επιβλήθηκαν διάφορες ποινές και αναφορές για αλλοπρόσαλλη, όπως χαρακτηρίζεται από τον Αρχηγό, συμπεριφορά. Η σύνοψή τους στο πρακτικό που τήρησε ο Αρχηγός της Αστυνομίας είναι αρκετή. Σημειώνω πρώτα τα πειθαρχικά παραπτώματα για τα οποία τιμωρήθηκε:
Ακολουθούν τα άλλα περιστατικά:
"α) Στις 16.1.99 και περί ώρα 0430, ενώ ήταν εκτός καθήκοντος τηλεφώνησε στο Κέντρο Ελέγχου Μηνυμάτων της Διεύθυνσης και ζητούσε να μάθει ποιός Αξιωματικός είναι Υπεύθυνος για τη συντήρηση των Αστυνομικών Σκοπιών. Όταν του αναφέρθηκε το όνομα του Αξιωματικού που ήταν Υπεύθυνος για τη συντήρηση, ζητούσε επίμονα να έρθει σε τηλεφωνική επικοινωνία μαζί του, προφανώς για να του εκθέσει το πρόβλημα του, αγνοώντας την ακαταλληλότητα της ώρας.
β) i) Στις 19.1.99, όταν ο Υπεύθυνος Αξιωματικός του Σταθμού Πύλης Πάφου, μετέβηκε στην Ελληνική Πρεσβεία για έλεγχο και αφού προέβηκε στη σχετική καταχώρηση στο Ημερολόγιο Καθηκόντων, ο αναφερόμενος Αστυφύλακας, ο οποίος ήταν φρουρός, του είπε: "κανονικά εσένα έπρεπε να σε παίξω".
ii) Επίσης την ίδια μέρα και στο ίδιο μέρος όταν άγνωστος πολίτης προσπάθησε να περάσει διαμέσου της Ελληνικής Πρεσβείας από το πίσω μέρος στη Λεωφόρο Βύρωνος, τον κράτησε λέγοντας του ότι είναι παράνομος. Το επεισόδιο έληξε όταν το μέρος επισκέφθηκε ο Βοηθός Υπεύθυνος του Σταθμού Πύλης Πάφου.
iii) Στις 20.1.99 και περί ώρα 11:15, ενώ εκτελούσε χρέη φρουρού στην Αιγυπτιακή Πρεσβεία, εγκατέλειψε τη σκοπιά του και ανέβηκε στην ταράτσα της διπλανής πολυκατοικίας με τη δικαιολογία ότι ελέγχει καλύτερα την περιοχή. Εγκατέλειψε την ταράτσα κατόπιν παρέμβασης του Υπεύθυνου Αξιωματικού Πύλης Πάφου.
Αξιοσημείωτο, είναι το γεγονός ότι κατά τη θητεία του στη ΜΜΑΔ, επικαλέσθηκε ότι είναι Μάρτυρας του Ιεχωβά, πράγμα το οποίο δεν αληθεύει, με σκοπό να δικαιολογήσει την άρνηση του να παραλάβει ή χειρίζεται όπλα ή ακόμα να ασχοληθεί με πολεμικές τέχνες."
Ας σημειωθεί πως σε δυο περιπτώσεις, το 1996, κρίθηκε σκόπιμο να υποβληθεί σε εξέταση από Ιατροσυμβούλιο, το οποίο όμως δεν διαπίστωσε οτιδήποτε το ψυχοπαθολογικό. Αργότερα, το 1997, όπως αναφέρεται στο πρακτικό του Αρχηγού της Αστυνομίας, κρατήθηκε στη Ψυχιατρική Πτέρυγα του Γενικού Νοσοκομείου Λευκωσίας. Γίνεται αναφορά σε "ήπιες αγχώδεις διαταραχές" και σε "αγχώδη κατάσταση" με συνέπεια τη χορήγηση στον αιτητή άδειας ασθένειας με τη σύσταση να μή φέρει όπλο για ακαθόριστο χρόνο. Επίσης, στις εντυπώσεις του αξιωματικού που άκουσε τον αιτητή, όπως αυτός τις καταγράφει στο ενημερωτικό του σημείωμα, πως "έχει έμμονη ιδέα ότι καταδιώκεται από την Αστυνομία" και πως έχει "ψυχολογικά κατάλοιπα λόγω των συνθηκών που έχει περάσει". Στο φάκελο του αιτητή γίνεται αναφορά σε διάφορα προσωπικά προβλήματά του και ήταν σ' αυτά, σύμφωνα με το ενημερωτικό σημείωμα, που επικεντρώθηκε και ο αιτητής όταν ο αξιωματικός, όπως σημειώνει, του γνωστοποίησε τη πρόθεση του Αρχηγού να τον απολύσει, "κρίνοντας ότι είναι απίθανο να καταστεί ικανός αστυφύλακας" επισημαίνοντας "τις καταδίκες του για πειθαρχικά παραπτώματα, τα διάφορα περιστατικά που τον αφορούσαν, τις αρνητικές εκθέσεις του Αστυνομικού Διευθυντή Λευκωσίας και την όλη συμπεριφορά του γενικά".
Το επόμενο που πρέπει να έχουμε υπόψη σ' αυτό το στάδιο είναι η καταληκτική παράγραφος του πρακτικού του Αρχηγού της Αστυνομίας. Περιλαμβάνει το συνολικό σκεπτικό της απόφασης που πήρε:
"Ο Αστυφ. 665, όπως ανάφερα, βαρύνεται με τις πιο πάνω πειθαρχικές υποθέσεις, παρουσιάζει ανάρμοστη συμπεριφορά και κρίνοντας τις ενέργειες και την όλη συμπεριφορά του, φαίνεται να πάσχει/υποφέρει από ψυχολογικά προβλήματα. Προκαλεί σωρεία προβλημάτων στην Υπηρεσία του και παρουσιάζει δυσκολία προσαρμογής και επικοινωνίας με τους συναδέλφους του. Επίσης παρουσιάζει ανικανότητα στο να εκτελεί αποτελεσματικά τα αστυνομικά του καθήκοντα. Υπάρχει ακόμα πιθανότητα να προκαλέσει βλάβη στον εαυτό του ή στους συναδέλφους του ή και σε πολίτες. Κατ' επέκταση, πρέπει να διαφυλακτεί η καλή εικόνα της Αστυνομίας από τυχόν ανεπιθύμητες και απροσδόκητες καταστάσεις, που δυνατό να δυσφημήσουν το όλο έργο της.
Αφού έλαβα υπόψη τα πιο πάνω, κρίνω ότι ο εν λόγω αστυφύλακας είναι απίθανο να καταστεί ικανός στην εκτέλεση των αστυνομικών του καθηκόντων και αποφάσισα να ασκήσω τα δικαιώματα που μου παρέχει ο Καν. 8 των περί Αστυνομίας (Γενικών) Κανονισμών και να απολύσω τον Αστυφ. 665, Ανδρέα Κωνσταντίνου, από τις τάξεις της Αστυνομίας."
Ο αιτητής προτείνει πως συντρέχει αριθμός λόγων ακυρότητας. Θα συνοψίσω τις εισηγήσεις του ταξινομώντας τες κατά τη λογική τους, όπως την εκτιμώ, σειρά. Το δικαίωμα της ακρόασης, που δέχονται και οι καθ' ων η αίτηση πως το είχε στην περίπτωση, μπορούσε να ασκηθεί μόνο ενώπιον του Αρχηγού της Αστυνομίας. Η εμπλοκή, για το σκοπό αυτό, άλλου αξιωματικού ήταν ανεπίτρεπτη. Αποτέλεσμα ήταν να μή αποκτήσει ο Αρχηγός προσωπική αντίληψη, να στηριχθεί δεσμίως από τη μή ορθή, όπως τη χαρακτηρίζει, ενημέρωση της οποίας έτυχε και να ενεργήσει, λόγω της ελλιπούς έρευνας, υπό πλάνη. Εν πάση περιπτώσει,
· χρειαζόταν γραπτή εξουσιοδότηση για να αναλάβει τέτοιο ρόλο άλλος αξιωματικός, που δεν υπήρχε,
· ο αξιωματικός όφειλε να τον είχε ενημερώσει εκ των προτέρων, γραπτώς μάλιστα, για όσα οδήγησαν στη διαμόρφωση πρόθεσης απόλυσής του. Ο χειρισμός που έγινε τον κατέλαβε απροετοίμαστο και ενδεχομένως συγχύστηκε, δεν αντέδρασε ψύχραιμα και είπε πράγματα που στήριξαν επιβαρυντικές κρίσεις,
· ο αξιωματικός δεν τήρησε επίσημο πρακτικό ώστε να μπορεί ο αιτητής και το δικαστήριο να ελέγξουν,
· ο αξιωματικός αναρμοδίως προβαίνει σε προσωπικές και ιατρικές κρίσεις. Το ίδιο και άλλος αξιωματικός, έκθεση του οποίου περιέχεται στο φάκελο, αφού τον περιγράφει ως "κλειστό στον εαυτό του",
· δεν του γνωστοποιήθηκε, όπως θα έπρεπε κατά την αντίληψή του, το ενημερωτικό σημείωμα του αξιωματικού προς τον Αρχηγό,
· ουσιαστικά τιμωρήθηκε για δεύτερη φορά για τα πειθαρχικά αδικήματα, τα οποία μάλιστα δεν ήταν σοβαρά και είχαν όλα διαπραχθεί κατά ορισμένη περίοδο της φοίτησής του στην Αστυνομική Ακαδημία Κύπρου. Εφόσον μάλιστα ήταν τιμωρητικής φύσης η διαδικασία, θα έπρεπε να είχε κληθεί σε απολογία για ό,τι εθεωρείτο ως "ανάρμοστη συμπεριφορά του", που θα έπρεπε να συγκεκριμενοποιηθεί, όπως επιτάσσουν τα Άρθρα 12 και 30 του Συντάγματος,
· η επιστολή της 11.10.99 με την οποία του γνωστοποιήθηκε η προσβαλλόμενη απόφαση δεν φέρει την υπογραφή του Αρχηγού αλλά εκείνη άλλου αξιωματικού.
Οι καθ' ων η αίτηση απορρίπτουν τους ισχυρισμούς του αιτητή. Εισηγούνται πως δόθηκε, κατά τρόπο αποτελεσματικό, η ευκαιρία στον αιτητή να ακουστεί και επικαλούνται το άρθρο 9 του περί Αστυνομίας Νόμου, Κεφ. 285, αναφορικά με τη δυνατότητα ανάθεσης από τον Αρχηγό θεμάτων ελέγχου και διοίκησης. Θεωρούν επαρκή την έρευνα που διεξάχθηκε, παραπέμπουν στο διοικητικό φάκελο και επισημαίνουν πως δεν υποβλήθηκε οτιδήποτε το συγκεκριμένο που να δημιουργεί θέμα πλάνης και που να ανατρέπει το τεκμήριο της κανονικότητας.
Η εξουσία που παρέχει ο Κανονισμός 8(2) δεν είναι πειθαρχικής φύσης. Ούτε προϋποθέτει διάπραξη πειθαρχικών παραπτωμάτων. Παρέχεται στον Αρχηγό ευρεία εξουσία, διοικητικής φύσης, με στόχο την τελική στελέχωση της Δύναμης από ικανούς αστυφύλακες, ως το λογικό συνακόλουθο του καθεστώτος υπηρεσίας του αστυφύλακα, κατ' εκείνο το στάδιο, που είναι, ακριβώς, δοκιμαστικό. Ο Κανονισμός εξαρτά την άσκηση της εξουσίας από τη γνώμη που θα σχηματίσει ο ίδιος ο Αρχηγός και είναι σαφές πως για τη διαμόρφωση της συνυπολογίζεται η συμπεριφορά που ο υπο δοκιμασία αστυφύλακας επέδειξε. Πειθαρχικά παραπτώματα αναμφιβόλως μπορούν να μετρήσουν και δεν μπορώ να συμμεριστώ την άποψη πως σε τέτοια περίπτωση έχουμε διπλή τιμωρία. Τα πειθαρχικά παραπτώματα μπορεί να είναι σχετικά ως εύλογος δείκτης των προοπτικών, που είναι το ζητούμενο. Το ίδιο και οτιδήποτε άλλο από τη συμπεριφορά, την επίδοση και την απόδοση του αστυφύλακα, ως στοιχείων συνθετικών των δυνατοτήτων.
Όλα τα περιστατικά που καταγράφονται στο πρακτικό που περιέχει την απόφαση του Αρχηγού περιλαμβάνονται στο φάκελο του αιτητή και, πράγματι, δεν έχει καν προταθεί οτιδήποτε το συγκεκριμένο που θα ήταν δυνατό να δημιουργήσει έστω υποψία πλάνης ως προς αυτά. Πάνω στη βάση τους η γνώμη που διαμόρφωσε ο Αρχηγός ήταν εύλογα επιτρεπτή. Αστυφύλακας υπό δοκιμασία που, στο μικρό σχετικά διάστημα από την εγγραφή του στην υπηρεσία, διέπραξε τόσα και της φύσης που αναφέρθηκε πειθαρχικά παραπτώματα και που, στη συνέχεια, παρά και την απολογητική σε κάποιο στάδιο στάση του, σε σειρά περιπτώσεων ενήργησε όπως με λεπτομέρεια αναφέρεται στο πρακτικό, εύλογα κρίθηκε πως ήταν απίθανο να καταστεί ικανός αστυφύλακας.
Η κρίση ασκήθηκε από τον Αρχηγό τον ίδιο και δεν συμφωνώ πως αυτός ενήργησε δεσμίως υπό οποιανδήποτε έννοια. Παρεμβάλλω πως δεν υπάρχει τίποτε το μεμπτό στο γεγονός ότι η απόφαση γνωστοποιήθηκε στον αιτητή με επιστολή που στάληκε με οδηγίες και εκ μέρους του Αρχηγού, από άλλο αξιωματικό. Επίσης θεωρώ αβάσιμους και τους υπόλοιπους ισχυρισμούς του αιτητή σε σχέση με την ακρόασή του, την εν γένει εμπλοκή αξιωματικού άλλου από τον Αρχηγό και τη διαδικασία που ακολουθήθηκε. Δεν στηρίχτηκε η απόφαση σε οτιδήποτε το υποκειμενικό που προέκυψε ως κρίση κατά την ακρόαση του αιτητή από τον αξιωματικό για να είναι δυνατό να τεθεί ζήτημα ανάγκης να είχε ο ίδιος ο Αρχηγός προσωπική επαφή με τον αιτητή. Η ιστορία του αιτητή στη δύναμη δικαιολογημένα έφερε στο προσκήνιο το θέμα της άσκησης της εξουσίας που παρέχει ο Κανονισμός και η ανάθεση σε αξιωματικό του συγκεκριμένου έργου δεν ήταν παράνομη ούτε αναδεικνύεται εσφαλμένη. Από την άλλη, δεν έχει στοιχειοθετηθεί η εισήγηση πως η ανάθεση θα έπρεπε να ήταν γραπτή ούτε και υποβλήθηκε οτιδήποτε το συγκεκριμένο, με αναφορά στα διατρέξαντα κατά την ακρόαση του αιτητή, που θα εμφάνιζε ως έλλειψη με σημασία το γεγονός ότι δεν τηρήθηκε λεπτομερές πρακτικό αλλά συνοψίσθηκαν τα λεχθέντα. Δεν ήταν η εισήγηση του αιτητή πως παραλείφθηκαν στοιχεία που θα ήταν σημαντικό να τα γνώριζε ο Αρχηγός και, πάντως, δεν συγκεκριμενοποιήθηκε οτιδήποτε προς αυτή την κατεύθυνση. Αντίθετα ο αιτητής εμμέσως δέχεται πως ίσως πράγματι να έδωσε με όσα είπε λαβή για επιβαρυντικές κρίσεις εξ ου και τα παράπονα του για μή έγκαιρη προειδοποίησή του, όπως τα έχω ήδη σημειώσει. Δεν έθεσε όμως τέτοιο θέμα ο αιτητής και δεν μπορούμε να πιθανολογούμε αναφορικά με το ποιά θα ήταν η πορεία αν δήλωνε πως ήταν απροετοίμαστος ή πως ήθελε χρόνο ή πως είχε πρόθεση να διορίσει δικηγόρο ή πως χρειαζόταν να είχε και γραπτώς όσα του λέχθηκαν αναφορικά με τη συμπεριφορά του που προκάλεσε αυτή την ενέργεια. Επίσης δεν έχει τεκμηριωθεί η εισήγηση πως, είτε ως θέμα τύπου είτε ως θέμα ουσίας, θα έπρεπε να κοινοποιηθεί στον αιτητή το ενημερωτικό σημείωμα που υποβλήθηκε στον Αρχηγό.
Έγινε αναφορά σε εκτιμήσεις που χαρακτηρίστηκαν ως ιατρικής φύσης. Είναι σαφές, όμως, πως δεν αντιμετωπίστηκε ως "ιατρική" η περίπτωση. Ήταν δεδομένη η συμπεριφορά του αιτητή και οι σκέψεις αναφορικά με το αίτιο της ήταν εντελώς δευτερεύουσες και ουσιαστικά ασύνδετες προς την τελική κρίση. Αυτή αιτιολογήθηκε με αναφορά στη σωρεία των προβλημάτων που προκάλεσε ο αιτητής, στη δυσκολία της προσαρμογής και επικοινωνίας του, στην ικανότητά του να ασκήσει τα καθήκοντά του αποτελεσματικά και, κατ' επέκταση, στους κινδύνους που η μονιμοποίησή του θα συνεπαγόταν, όπως αυτοί εξηγήθηκαν. Επαναλαμβάνω πως αυτή ήταν μια εύλογη κρίση και δεν έχω ικανοποιηθεί ότι στοιχειοθετείται λόγος ακυρότητας.
Η προσφυγή αποτυγχάνει, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.