ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2000) 4 ΑΑΔ 612

26 Ιουνίου, 2000

[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

1. ΜΑΡΙΟΣ ΣΤΑΥΡΙΝΟΥ,

2. ΣΤΑΥΡΟΣ ΣΤΑΥΡΙΝΟΥ,

Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚΗΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΤΟΥ ΕΦΟΡΟΥ ΦΟΡΟΥ ΠΡΟΣΤΙΘΕΜΕΝΗΣ ΑΞΙΑΣ,

Καθ'ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 1015/1998)

 

Διοικητική Πράξη ― Εκτελεστότητα ― Νέα στοιχεία που υποβλήθηκαν και εξετάστηκαν από την αρμόδια αρχή με συνέπεια την εκτελεστότητα της απόφασής της.

Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Άτυπος συνεταιρισμός ― Αναγνώριση της ύπαρξης άτυπου συνεταιρισμού για σκοπούς φορολογίας προστιθέμενης αξίας, με βάση το Αρθρο 2(1) του Ν.246/90.

Φόρος Προστιθέμενης Αξίας ― Διαγραφή εγγεγραμμένου προσώπου από το Μητρώο Φ.Π.Α. ― Διαγραφή άτυπου συνεταιρισμού, λόγω διαχωρισμού επιχείρησης ― Δεν εδικαιολογείτο στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Οι αιτητές προσέβαλαν την απόφαση του Εφόρου Φ.Π.Α., με την οποία απορρίφθηκε αίτημά τους για ακύρωση της εγγραφής στο μητρώο Φ.Π.Α. του άτυπου συνεταιρισμού στον οποίο μετείχαν.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Έχει υποβληθεί εκ μέρους των καθ'ων η αίτηση ότι η ύπαρξη ή όχι του συνεταιρισμού είχε αποφασιστεί σε προγενέστερο στάδιο και ότι η παρούσα αίτηση είναι κατ' επέκταση εκπρόθεσμη. Η εισήγηση αυτή δεν μπορεί να ευσταθήσει. Από την επιστολή των καθ' ων η αίτηση ημερομηνίας 31/8/98, φαίνεται ότι οι καθ'ων η αίτηση είχαν προβεί σε περαιτέρω εξέταση της υπόθεσης και ότι ως αποτέλεσμα της πιο πάνω εξέτασης είχαν προκύψει νέα στοιχεία.  Η πιο πάνω εξέλιξη όπως διαπιστώνεται στην επίδικη επιστολή των καθ'ων η αίτηση της 31/8/98 υποδεικνύει ότι η απόφαση της 31/8/98 είναι εκτελεστή διοικητική πράξη, η οποία υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο.

2.  Ο ισχυρισμός της αιτήτριας εταιρείας ότι δεν υπάρχει ειδική νομοθετική πρόνοια που αναγνωρίζει τον άτυπο συνεταιρισμό, δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός.  Είναι ορθό ότι τόσο ο Περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμος όσο και ο Περί Συνεταιρισμού Νόμος Κεφ. 116, δεν περιέχουν ειδική αναφορά σε άτυπο συνεταιρισμό. Το Άρθρο 2(1) του Νόμου 246/90 που καθορίζει τον όρο "Νομικό Πρόσωπο" αναφέρει ότι,

"Νομικό πρόσωπο περιλαμβάνει εταιρεία, συνεταιρισμό, σωματείο, λέσχη, σύλλογο, σύνδεσμο, οργανισμό ή οποιαδήποτε άλλη ένωση προσώπων, ανεξάρτητα από το εάν έχει συσταθεί ή όχι σύμφωνα με τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμού."

     Στην παρούσα περίπτωση ο καθορισμός από τους καθ'ων η αίτηση των αιτητών ως "άτυπου συνεταιρισμού" δεν οδηγεί σε παρερμηνεία του σχετικού ορισμού του Άρθρου 2. Απλά αναφέρεται σε μια ένωση προσώπων που χωρίς να έχουν συσταθεί κάτω από μια συγκεκριμένη νομοθετική στέγη, διεξάγουν από κοινού μια συγκεκριμένη επιχείρηση για ένα κοινό οικονομικό όφελος.

3.  Η επίδικη απόφαση της 31/8/98, επιβεβαιώνει τη συνέχιση των εργασιών του συνεταιρισμού, αφού διέγραψε από τον κατάλογο των συνεταίρων, σύμφωνα με τα πιο πάνω δεδομένα, τον Γεώργιο και Χριστάκη Σταυρινού.

     Tο Δικαστήριο έχοντας υπόψη τα πιο πάνω και ιδιαίτερα τις πρόνοιες του Άρθρου 2(1) του Νόμου (το οποίο συμπεριλαμβάνει στον ορισμό του "νομικού προσώπου" και ένα "συνεταιρισμό" (ανεξάρτητα από το αν έχει συσταθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμού), τις πρόνοιες του Άρθρου 17 του Νόμου 246/90 που καθορίζουν τα πλαίσια που επιτρέπουν τη διαγραφή ενός εγγεγραμμένου προσώπου από τα αρχεία του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας και τα ιδιάζοντα περιστατικά της υπόθεσης όπως αυτά βασίζονται στις διαπιστώσεις της έρευνας των καθ'ων η αίτηση που δεν φαίνονται να ικανοποιούν τις προϋποθέσεις για το διαχωρισμό της επιχείρησης, έχει καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η απόφαση των καθ'ων η αίτηση για την απόρριψη της διαγραφής του συνεταιρισμού ήταν εύλογα επιτρεπτή.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Weiner v. Harris [1910] 1 K.B. 285.

Προσφυγή.

Προσφυγή από τους αιτητές κατά της απόρριψης του αιτήματός τους για ακύρωση της εγγραφής του άτυπου συνεταιρισμού της οικογενειακής τους επιχείρησης, Γ. Σταυρινού & Σ. Σταυρινού και Μ. Γεωργίου & Χ. Γεωργίου από το Μητρώο ΦΠΑ.

Ευαγγέλου, για τους Αιτητές.

Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για τους Καθ'ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.: Με την παρούσα αίτηση οι αιτητές αμφισβητούν την εγκυρότητα της απόφασης του Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας της 31/8/98 με την οποία απορρίφθηκε αίτημα τους για ακύρωση του άτυπου συνεταιρισμού Γ. Σταυρινού & Σ. Σταυρινού και Μ. Γεωργίου & Χ. Γεωργίου από το Μητρώο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας.

(α) Τα γεγονότα

Ο συνεταιρισμός Γ. Σταυρινού & Σ. Σταυρινού και Μ. Γεωργίου & Χ. Γεωργίου είχε εγγραφεί ως άτυπος συνεταιρισμός στο Μητρώο Φόρου Προστιθέμενης Αξίας από την 1/3/94, διεξάγοντας επιχείρηση ταξί για τη μεταφορά προσώπων. Ηταν μια οικογενειακή επιχείρηση η οποία αποτελείτο από το Γ. Σταυρινό (πατέρα) και τους υπόλοιπους συνεταίρους που ήταν παιδιά του.

Αρχικά στις 3/12/96 υποβλήθηκε αίτηση για την ακύρωση της εγγραφής του συνεταιρισμού λόγω του θανάτου του πατέρα Γ. Σταυρινού στις 3/10/96. Με σχετική επιστολή του ημερομηνίας 9/1/97 ο Έφορος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας έκρινε ότι ο θάνατος του πατέρα δεν δικαιολογούσε τη διάλυση του άτυπου συνεταιρισμού, πληροφορώντας όμως τους αιτητές ότι είχε αφαιρεθεί το όνομα του αποβιώσαντος από την ονομασία του άτυπου συνεταιρισμού. Εναντίον της πιο πάνω απόφασης υποβλήθηκε ένσταση στον Υπουργό Οικονομικών ο οποίος, αφού μελέτησε την έκθεση γεγονότων που ετοίμασε η Υπηρεσία Φόρου Προστιθέμενης Αξίας και έλαβε υπόψη τις πρόνοιες του άρθρου 17 του Νόμου 246/90 (που καθορίζουν την ακύρωση της εγγραφής ενός συνεταιρισμού), έκρινε ότι ορθά ο Έφορος Φ.Π.Α. απέρριψε την αίτηση για τη διαγραφή του συνεταιρισμού.

Μερικούς μήνες αργότερα και πιο συγκεκριμένα στις 7/2/97 υποβλήθηκε νέα αίτηση για την ακύρωση εγγραφής του πιο πάνω συνεταιρισμού από τους γιούς του αποθανόντος με τον ισχυρισμό ότι δεν υπήρχε σχέση συνεταιρισμού μεταξύ τους. Ειδικότερα οι πιο πάνω υπέβαλαν τα πιο κάτω:

"Μετά την επιστολή σας ημερ. 9/1/97 σας πληροφορούμε ότι δεν υπάρχει σχέση συνεταιρισμού μεταξύ των εναπομεινάντων μετά το θάνατο του πατέρα μας. Ο κάθε ένας είναι ιδιοκτήτης της άδειας του και του αυτοκινήτου του, κρατεί τις εισπράξεις του, πληρώνει τα έξοδα του και τηρεί δικό του τραπεζικό λογαριασμό. Δεν υπάρχει σχέση συνεταιρισμού μεταξύ των αδελφών. Αυτό ισχύει από καιρού αλλά τυπικά βάζουμε ημερομηνία τερματισμού από την ημερομηνία του θανάτου του πατέρα μας."

Οι πιο πάνω ισχυρισμοί εξετάστηκαν από Λειτουργό του Επαρχιακού Γραφείου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Λευκωσίας που επισκέφθηκε τα υποστατικά όπου λειτουργούσε ο συνεταιρισμός και εξέτασε τα βιβλία και τα άλλα στοιχεία της επιχείρησης. Ως αποτέλεσμα των πιο πάνω ο Έφορος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας πληροφόρησε τους αιτητές με επιστολή του ημερομηνίας 31/8/98 ότι η αίτηση τους δεν μπορούσε να γίνει αποδεκτή. Πιο συγκεκριμένα η σχετική απάντηση του Εφόρου ήταν η ακόλουθη:

"Αναφέρομαι στο αίτημά σας που υποβλήθηκε στις 7/2/97 αναφορικά με την ακύρωση της εγγραφής του πιο πάνω άτυπου συνεταιρισμού και σας πληροφορώ ότι δεν μπορεί να ικανοποιηθεί καθότι ο συνεταιρισμός εξακολουθεί να ασκεί επιχειρηματικές δραστηριότητες (γραφείο ταξί).

Η μόνη διαφορά που διαπιστώθηκε από την περαιτέρω εξέταση και από νέα στοιχεία που προέκυψαν είναι ότι ο αποβιώσας Γεώργιος Σταυρινός είχε αποχωρήσει από το συνεταιρισμό στις 14/8/96 και ο κ. Χριστάκης Γεωργίου (Σταυρινού) από 1/12/96. Σημειώνεται ότι τα ονόματα των δύο συνεταίρων έχουν αφαιρεθεί από το όνομα του συνεταιρισμού.

Όπως σας έχω ήδη ενημερώσει με την επιστολή μου ημερομηνίας 9/1/97, το θέμα ακύρωσης της εγγραφής του συνεταιρισμού θα εξεταστεί μόνο στην περίπτωση που συντρέχουν οι λόγοι που αναφέρονται στο άρθρο 17 του Ν. 246/90, δηλαδή αν η επιχείρηση έπαυσε τις δραστηριότητες της ή αν μειώθηκε ο κύκλος εργασιών της κάτω του ορίου εγγραφής (κάτω των £12000 ετησίως). Σε τέτοια περίπτωση θα πρέπει να υποβληθεί εκ νέου έντυπο Φ.Π.Α. 5."

Οι αιτητές προσβάλλουν την εγκυρότητα της πιο πάνω απόφασης της 31/8/98 ισχυριζόμενοι ότι,

(1)   Ο όρος "άτυπος συνεταιρισμός" είναι άγνωστος στο Κυπριακό Δίκαιο και

(2)   Ο Έφορος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας έπρεπε να είχε αποδεχθεί το αίτημα της διαγραφής του συνεταιρισμού αφού ο κάθε ένας από τους συνεταίρους ενεργεί ξεχωριστά.

Έχει υποβληθεί εκ μέρους των καθ'ων η αίτηση ότι η ύπαρξη ή όχι του συνεταιρισμού είχε αποφασιστεί σε προγενέστερο στάδιο και ότι η παρούσα αίτηση είναι κατ' επέκταση εκπρόθεσμη.  Η εισήγηση αυτή δεν μπορεί να ευσταθήσει. Από την επιστολή των καθ'ων η αίτηση ημερομηνίας 31/8/98 φαίνεται ότι οι καθ'ων η αίτηση είχαν προβεί σε περαιτέρω εξέταση της υπόθεσης και ότι ως αποτέλεσμα της πιο πάνω εξέτασης είχαν προκύψει νέα στοιχεία. Η πιο πάνω εξέλιξη όπως διαπιστώνεται στην επίδικη επιστολή των καθ'ων η αίτηση της 31/8/98 υποδεικνύει ότι η απόφαση της 31/8/98 είναι εκτελεστή διοικητική πράξη η οποία υπόκειται σε δικαστικό έλεγχο.

(β) Άτυπος συνεταιρισμός

Οι αιτητές εισηγούνται ότι ο όρος "άτυπος συνεταιρισμός" (deemed partnership) είναι άγνωστος στο Κυπριακό Δίκαιο.  Δεν υπάρχει οποιαδήποτε αναφορά για τέτοιου είδους συνεταιρισμό ούτε στον Περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμο 246/90 ούτε και στον Περί Συνεταιρισμού Νόμο Κεφ. 116. Προς υποστήριξη του ισχυρισμού τους οι αιτητές υποδεικνύουν ότι στις χώρες όπου η πιο πάνω νομική έννοια τυγχάνει εφαρμογής, υπάρχουν ρητές νομοθετικές διατάξεις, όπως π.χ. στην Αγγλία όπου η εγγραφή άτυπου συνεταιρισμού καθορίζεται με το άρθρο 10 του Finance Act του 1986.

Αντίθετα οι καθ'ων η αίτηση ισχυρίζονται ότι ο άτυπος συνεταιρισμός εμπίπτει μέσα στις πρόνοιες του άρθρου 2(1) του Νόμου 246/90 όπου η έννοια "νομικό πρόσωπο" συμπεριλαμβάνει και συνεταιρισμό που δεν έχει συσταθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμού. Είναι η θέση των καθ'ων η αίτηση ότι ο όρος "άτυπος συνεταιρισμός" για τους σκοπούς του Νόμου 246/90 υποδηλεί μια ένωση προσώπων που έχει συσταθεί χωρίς νενομισμένους τύπους, με απώτερο σκοπό την από κοινού διεξαγωγή εργασιών για κοινό οικονομικό όφελος.

Σύμφωνα με το άρθρο 5 του Κεφ. 116,

"Partnership is the relation which subsists between persons carrying on a business in common with a view of profit."

Ο πιο πάνω ορισμός είναι ακριβώς ο ίδιος με εκείνο του Αγγλικού Νόμου The Partnership Act 1890 s. 1(1).

Η συνεταιριστική σχέση μπορεί να βασίζεται στο περιεχόμενο μιας προφορικής ή γραπτής συμφωνίας.  Η ύπαρξη όμως του συνεταιρισμού μπορεί να εξαχθεί και από τις προθέσεις των συναλλαττομένων χωρίς να επιβεβαιώνεται προς τούτο από έγγραφη συμφωνία. Όμως οι προθέσεις των συναλλαττομένων προσώπων που εκδηλώνονται είτε από το ένα είτε και από τα υπόλοιπα συναλλαττόμενα μέρη δεν μπορεί να θεωρούνται κατά κανόνα ως αδιαμφισβήτητες. Όπως έχει θέσει το θέμα ο Δικαστής Cozens-Hardy MR στην υπόθεση Weiner v. Harris [1910] 1 K.B. 285, σ. 290,

"Two parties enter into a transaction and say "It is hereby declared there is no partnership between us". The Court pays no regard to that.  The Court looks at the transaction and says "Is this, in point of law, really a partnership?" It is not in the least conclusive that the parties have used a term or language intended to indicate that the transaction is not that which in law it is." (Ίδε επίσης B. Leighton-Jones and A. Graig (t/a Saddletramps) CAR/77/231 (597).)

Επιπρόσθετα η συνεταιριστική σχέση εξυπακούει τη διεξαγωγή μιας επιχείρησης (business) που συμπεριλαμβάνει την εξάσκηση ενός επαγγέλματος με απώτερο σκοπό τη διεξαγωγή κέρδους.

Τα ενδεικτικά στοιχεία που μπορούν να καθορίσουν την ύπαρξη ενός συνεταιρισμού συμπεριλαμβάνουν,

(1)   Λογαριασμούς του συνεταιρισμού με τα ονόματα των συνεταίρων με τα αντίστοιχα κέρδη,

(2)   Ένα τραπεζικό λογαριασμό στο όνομα των συνεταίρων,

(3)   Αποδείξεις ή επιστολόχαρτα που φέρουν τα ονόματα των συνεταίρων,

(4)   Διευθετήσεις μεταξύ των μερών που υποδεικνύουν πρόθεση διαμοιρασμού των κερδών,

(5)   Αναγνώριση του συνεταιρισμού από το Γραφείο Φόρου Εισοδήματος.

     (Ίδε De Voil "Indirect Tax Service" Commentary V.2 110, 2124)

Στην Αγγλία σήμερα η εγγραφή και οι υποχρεώσεις ενός άτυπου συνεταιρισμού καθορίζονται από τις πρόνοιες του Νόμου Value Added Tax Act 1983 όπως έχει τροποποιηθεί με το Nόμο Value Added Tax Act 1994, Sch. 1, para. 2.

Ο ισχυρισμός της αιτήτριας εταιρείας ότι δεν υπάρχει ειδική νομοθετική πρόνοια που αναγνωρίζει τον άτυπο συνεταιρισμό δεν μπορεί να γίνει αποδεκτός. Είναι ορθό ότι τόσο ο Περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμος όσο και ο Περί Συνεταιρισμού Νόμος Κεφ. 116 δεν περιέχουν ειδική αναφορά σε άτυπο συνεταιρισμό. Το άρθρο 2(1) του Νόμου 246/90 που καθορίζει τον όρο "Νομικό Πρόσωπο" αναφέρει ότι,

"Νομικό πρόσωπο περιλαμβάνει εταιρεία, συνεταιρισμό, σωματείο, λέσχη, σύλλογο, σύνδεσμο, οργανισμό ή οποιαδήποτε άλλη ένωση προσώπων, ανεξάρτητα από το εάν έχει συσταθεί ή όχι σύμφωνα με τις διατάξεις οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμού."

Στην παρούσα περίπτωση ο καθορισμός από τους καθ'ων η αίτηση των αιτητών ως "άτυπου συνεταιρισμού" δεν οδηγεί σε παρερμηνεία του σχετικού ορισμού του άρθρου 2.  Απλά αναφέρεται σε μια ένωση προσώπων που χωρίς να έχουν συσταθεί κάτω από μια συγκεκριμένη νομοθετική στέγη, διεξάγουν από κοινού μια συγκεκριμένη επιχείρηση για ένα κοινό οικονομικό όφελος.

(γ) Διαγραφή του συνεταιρισμού

Σε αρκετές περιπτώσεις η διεξαγωγή μιας επιχείρησης παίρνει ένα οικογενειακό χαρακτήρα και είναι δύσκολη η εξακρίβωση κατά πόσο η επιχείρηση πρέπει να θεωρείται για σκοπούς Φόρου Προστιθέμενης Αξίας ως μία ή διαφορετικές επιχειρήσεις από το κάθε ένα μέλος. Η τακτική του διαχωρισμού της επιχείρησης σε βαθμό που να θεωρείται ότι διεξάγεται πάνω σε διαφορετική βάση από τα διάφορα μέλη της επιχείρησης είναι γνωστή ως διαχωρισμός της επιχείρησης (business splitting).

Ένας εμπορευόμενος που ισχυρίζεται ότι η επιχείρηση έχει διαχωρισθεί για να αποφύγει την καταβολή Φόρου Προστιθέμενης Αξίας πρέπει να αποδείξει,

(1)   Ιδιοκτησία ή μίσθωση των υποστατικών και των εφοδίων                της επιχείρησης,

(2)   Διαφορετικούς λογαριασμούς,

(3)   Ετοιμασία διαφορετικών οικονομικών καταστάσεων,

(4)   Έκδοση τιμολογίων στο ξεχωριστό όνομα του εμπορευομένου,

(5)   Νομική ευθύνη του εμπορευομένου για όλες τις επιχειρηματικές του δραστηριότητες,

(6)   Ξεχωριστό τραπεζικό λογαριασμό στο όνομα του εμπορευομένου,

(7)   Καταβολή εκ μέρους του εμπορευομένου του δικού του Φόρου Εισοδήματος,

(8)   Αναγνώριση των εμπορευομένων ως διάφορων επιχειρήσεων από το Γραφείο Φόρου Εισοδήματος.

     (Ίδε De Voil "Indirect Tax Service", Commentary, Cases and Index A4.14, A 524).

Στην παρούσα περίπτωση η έρευνα που διεξάχθηκε από τους καθ'ων η αίτηση και που οδήγησε στην επίδικη απαίτηση της 31/8/98 απεκάλυψε ότι,

(1)   Όλα τα τιμολόγια εξόδων εκδίδονταν στο όνομα του καθενός ξεχωριστά,

(2)   Όλες οι ασφάλειες των αυτοκινήτων πληρώνονταν ξεχωριστά από τον κάθε ένα,

(3)   Το ενοίκιο του γραφείου που ανερχόταν σε £70 πληρωνόταν από τους Μάριο Σταυρινού και Σταύρο Σταυρινού,

(4)   Η μητέρα Δέσποινα Σταυρινού απαντούσε τις διάφορες τηλεφωνικές κλήσεις και συντόνιζε τις εργασίες της επιχείρησης και πληρωνόταν προς τούτο £8 ημερησίως,

(5)   Το τηλέφωνο ήταν εγγεγραμμένο στο όνομα της μητέρας και το ηλεκτρικό ρεύμα στο όνομα του Γιώργου Σταυρινού. Και οι δύο λογαριασμοί πληρώνονταν από τους Σταύρο και Μάριο Σταυρινού,

(6)   Ο Γεώργιος Σταυρινού μεταβίβασε το όχημα NX 957 στη Δέσποινα Σταυρινού η οποία αργότερα το πώλησε σε τρίτο έναντι του ποσού των £3.000,

(7)   Ο Χριστάκης Σταυρινού αφού διορίστηκε την 1/12/96 ως δημόσιος υπάλληλος μετέτρεψε το αυτοκίνητο του σε όχημα ιδιωτικής χρήσης και στις 27/10/97 πώλησε την επαγγελματική του άδεια Τ.

Η επίδικη απόφαση της 31/8/98 επιβεβαιώνει τη συνέχιση των εργασιών του συνεταιρισμού αφού διέγραψε από τον κατάλογο των συνεταίρων, σύμφωνα με τα πιο πάνω δεδομένα, τον Γεώργιο και Χριστάκη Σταυρινού.

Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω και ιδιαίτερα τις πρόνοιες των άρθρων 2(1) του Νόμου (το οποίο συμπεριλαμβάνει στον ορισμό του "νομικού προσώπου" και ένα "συνεταιρισμό" (ανεξάρτητα από το αν έχει συσταθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες οποιουδήποτε νόμου ή κανονισμού), τις πρόνοιες του άρθρου 17 του Νόμου 246/90 που καθορίζουν τα πλαίσια που επιτρέπουν τη διαγραφή ενός εγγεγραμμένου προσώπου από τα αρχεία του Φόρου Προστιθέμενης Αξίας και τα ιδιάζοντα περιστατικά της υπόθεσης όπως αυτά βασίζονται στις διαπιστώσεις της έρευνας των καθ'ων η αίτηση που δεν φαίνονται να ικανοποιούν τις προϋποθέσεις για το διαχωρισμό της επιχείρησης, έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι η απόφαση των καθ'ων η αίτηση για την απόρριψη της διαγραφής του συνεταιρισμού ήταν εύλογα επιτρεπτή.

Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος των αιτητών.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο