ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2000) 4 ΑΑΔ 522

8 Ioυνίου, 2000

[ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΑ ΑΡΘΡΑ 28 ΚΑΙ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΕΙΡΗΝΗ Χ''ΒΑΣΙΛΕΙΟΥ,

Αιτήτρια,

v.

ΡΑΔΙΟΦΩΝΙΚΟΥ ΙΔΡΥΜΑΤΟΣ ΚΥΠΡΟΥ,

Καθ' ου η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 356/1998)

 

Διοικητική Πράξη ― Εκτελεστή σε αντιδιαστολή προς βεβαιωτική πράξη ― Περιστάσεις της εκτελεστότητας της απόφασης στην κριθείσα περίπτωση.

Έννομο Συμφέρον ― Έλλειψη εννόμου συμφέροντος προσβολής της πράξης που εκδόθηκε μετά από σχετικό αίτημα του αιτητή ― Δεν συνέτρεχε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ― Ετήσιες άδειες μετ' απολαβών ― Η σχετική Κ.Δ.Π. 191/72 εφαρμόζεται μόνο στην περίπτωση όπου τερματίζεται η απασχόληση εργοδοτουμένου που καλύπτεται από σχέδιο εργοδότου για άδειες εγκεκριμένο από τον Υπουργό δυνάμει του εδαφίου 1 του Άρθρου 11 του περί Ετησίων Αδειών Μετ' Απολαβών Νόμου του 1967 έως 1997 ― Δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση όπου δεν υπάρχει τέτοιο σχέδιο ή όπου η απασχόληση εργοδοτουμένου παύει ύστερα από αίτησή του στα πλαίσια σχεδίου για πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτηση όπως αυτό της Κ.Δ.Π. 187/97.

Συνταγματικό Δίκαιο ― Σύνταγμα ― Άρθρο 28 ― Αρχή της ισότητας ― Απόρριψη ισχυρισμού περί παράβασής της, ως αναπόδεικτου.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης και αντιφατική συμπεριφορά ― Απορρίφθηκε εφόσον η νομοθεσία δεν άφηνε περιθώρια διακριτικής ευχέρειας.

Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Λόγοι ακυρώσεως ― Πλάνη περί το νόμο ― Απορρίφθηκε αφού τα πραγματικά δεδομένα της αιτήτριας δεν κάλυπταν τις προϋποθέσεις των Κανονισμών.

Οργανισμοί Δημοσίου Δικαίου ― Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου ― Υπάλληλοι ― Πρόωρη αφυπηρέτηση ― Ισχυρισμός πως είχε υποβληθεί αίτημα υπό τον όρο της καταβολής της συσσωρευμένης άδειας, απορρίφθηκε, αφού δεν συνήδε με τα πραγματικά γεγονότα, όπως εξελίχθηκαν.

Η αιτήτρια προσέβαλε την απόφαση των καθ'ων η αίτηση, να απορρίψουν αίτημά της για καταβολή και/ή πληρωμή της συσσωρευμένης άδειας απουσίας της, μετά την πρόωρη αφυπηρέτησή της, βάσει του Σχεδίου για Πρόωρη Ευδόκιμη Αφυπηρέτηση.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Η πρώτη ένσταση είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της 23.2.1998 δεν είναι εκτελεστή, αλλά είναι απλώς βεβαιωτική της απόφασης της 2.1.1998, «αφού ουδέν σχετικό νεότερο ή επιπρόσθετο στοιχείο παρουσιάστηκε ενώπιον του Ιδρύματος και η οποιαδήποτε απόφαση επιβεβαίωσε την αρχική».  Η ένσταση δεν ευσταθεί. Οι δύο αποφάσεις, που κοινοποίηθηκαν στην αιτήτρια με τις επιστολές της 2.1.1998 και της 23.2.1998, αναφέρονταν σε δύο εντελώς διαφορετικά θέματα.  Με την επιστολή της 2.1.1998 η αιτήτρια πληροφορείτο απλώς ότι η αίτησή της για πρόωρη αφυπηρέτηση είχε εγκριθεί. Δεν γινόταν οποιαδήποτε αναφορά στο θέμα της συσσωρευμένης άδειάς της. Με την επιστολή της 23.2.1998 γινόταν, για πρώτη φορά, εκτενής αναφορά στο θέμα της συσσωρευμένης άδειάς της, με συμπέρασμα ότι αυτή είχε απωλεσθεί. Αφού, λοιπόν, οι δύο επιστολές, της 2.1.1998, αφενός, και της 23.2.1998, αφετέρου, αναφέρονταν σε δύο εντελώς διαφορετικά θέματα, δεν είναι δυνατό η δεύτερη να θεωρηθεί επιβεβαιωτική της πρώτης. Ούτε και είναι δυνατό η επιστολή της 23.2.1998, με την οποία κοινοποιήθηκε η απόφαση του Συμβουλίου του ΡΙΚ της 18.2.1998, να θεωρηθεί επιβεβαιωτική της απόφασης του ίδιου Συμβουλίου της 7.1.1998, αφού η τελευταία ουδέποτε κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια.

2.  Η δεύτερη ένσταση είναι ότι η αιτήτρια δεν έχει έννομο συμφέρον να προχωρήσει με την προσφυγή.  Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του ΡΙΚ, «.η παρούσα προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος, αφού η ίδια η αιτήτρια ζήτησε με την επιστολή/αίτησή της ημερομηνίας 31.12.1997 να αποχωρήσει από την υπηρεσία του Ιδρύματος με ισχύ την 1.1.1998. Δηλαδή, η ίδια η αιτήτρια ζήτησε να αποχωρήσει ουσιαστικά με άμεση ισχύ από την υπηρεσία του Ιδρύματος. Το Ίδρυμα απλώς δέκτηκε την αίτηση της αιτήτριας για πρόωρη και άμεση αφυπηρέτηση από την υπηρεσία του, όπως ακριβώς είχε ζητηθεί. Δεν μπορεί τώρα η αιτήτρια να εκφράζει παράπονο για την αποδοχή του τι η ίδια είχε ζητήσει.». Ούτε αυτή η ένσταση ευσταθεί. Όπως προκύπτει από το Αιτητικό της προσφυγής, εκείνο που προσβάλλεται δεν είναι η αποδοχή της αίτησης της αιτήτριας για πρόωρη αφυπηρέτηση, με άμεση ισχύ, αλλά ο τρόπος με τον οποίο το ΡΙΚ, αφού αποδέχτηκε την αίτηση, χειρίστηκε το θέμα της συσσωρευμένης άδειας απουσίας της.

3.  Η Κ.Δ.Π. 191/72 εκδόθηκε δυνάμει των Άρθρων 2, 5 και 9 του περί Ετησίων Αδειών Μετ' Απολαβών Νόμου του 1967 έως 1997 και εφαρμόζεται στην περίπτωση, και μόνο στην περίπτωση, όπου τερματίζεται η απασχόληση εργοδοτουμένου ο οποίος καλύπτεται από σχέδιο εργοδότου για άδειες, που εγκρίθηκε από τον Υπουργό δυνάμει του εδαφίου 1 του Άρθρου 11 του Νόμου (όπως αναριθμήθηκε). Δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση όπου δεν υπάρχει τέτοιο σχέδιο ή όπου η απασχόληση εργοδοτουμένου παύει ύστερα από αίτησή του που υποβάλλεται, και εγκρίνεται, στα πλαίσια σχεδίου για πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτηση, όπως ήταν, στην προκείμενη περίπτωση, το σχέδιο που περιλήφθηκε στην Κ.Δ.Π. 187/97. 

4.  Ούτε και ο λόγος περί παράβασης της αρχής της ισότητας ευσταθεί. Η αιτήτρια δεν απέδειξε, ως εβαρύνετο, ότι άλλοι συνάδελφοί της, που αφυπηρέτησαν βάσει του ίδιου σχεδίου, πληρώθηκαν τη συσσωρευμένη άδεια απουσίας τους. Και τούτο ανεξάρτητα από το γεγονός ότι, εφόσον ούτε οι Κανονισμοί του ΡΙΚ ούτε η Κ.Δ.Π. 187/97 πρόβλεπαν για πληρωμή συσσωρευμένης άδειας απουσίας, τέτοια πληρωμή δεν θα ήταν επιτρεπτή.

5.  Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις αρχές της καλής πίστης, γιατί «δεν μπορεί ο καθ' ου από τη μια να δέχεται το αίτημα της αιτήτριας για πρόωρη αφυπηρέτηση και από την άλλη να «τιμωρεί» την αιτήτρια με τη στέρηση της άδειας απουσίας της που εδικαιούτο να την πληρωθεί, επειδή υπέβαλε δήθεν την αίτηση για πρόωρη αφυπηρέτηση, καθυστερημένα.». Όπως ήδη εξηγήθηκε, η αιτήτρια δεν εδικαιούτο να πληρωθεί τη συσσωρευμένη άδεια απουσίας της, ούτε και το ΡΙΚ είχε δικαίωμα ή εξουσία να της την καταβάλει.

6.  Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως είναι ότι η στάση του ΡΙΚ έναντι της αιτήτριας υπήρξε αντιφατική, είναι αντίθετη προς τις αρχές της χρηστής διοίκησης και, επίσης, παραβιάζει την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς το κράτος δικαίου. Σύμφωνα με το δικηγόρο της αιτήτριας: «Η αντιφατική στάση της διοίκησης από τη μια στις 7/1/98 να δηλώνει ότι δεν προβλέπεται στους Κανονισμούς η πληρωμή της συσσωρευμένης ετήσιας άδειας και από την άλλη στις 18/2/98 να αναγνωρίζει ότι δικαιούται η αιτήτρια την πληρωμή της αδείας της πλην όμως δεν μπορούσε να διευθετηθεί επειδή υποβλήθηκε καθυστερημένα το αίτημα για πρόωρη αφυπηρέτηση (ενώ την αφυπηρέτηση την αποδέκτηκαν ως να υποβλήθηκε κανονικά), αντιστρατεύεται την αρχή της Χρηστής Διοίκησης και την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς το κράτος δικαίου.». Ούτε ο λόγος αυτός ευσταθεί. Εφόσον ούτε οι Κανονισμοί του ΡΙΚ ούτε η Κ.Δ.Π. 187/97 πρόβλεπαν για πληρωμή συσσωρευμένης άδειας απουσίας, τέτοια πληρωμή ήταν ανεπίτρεπτη, κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Δεν ετίθετο θέμα άσκησης οποιασδήποτε διακριτικής ευχέρειας από πλευράς του Συμβουλίου του ΡΙΚ, ώστε να εγείρονται και ζητήματα αντιφατικής στάσης της Διοίκησης, ή παραβίασης των αρχών της χρηστής διοίκησης ή των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς το κράτος δικαίου.

7.  Ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι η παράλειψη ή άρνηση του ΡΙΚ να πληρώσει τη συσσωρευμένη άδεια απουσίας της αιτήτριας, έχρηζε ειδικής αιτιολογίας, τέτοια δε αιτιολογία δεν δόθηκε. Όπως ήδη προαναφέρθηκε, ελλείψει ειδικής πρόνοιας, είτε στους Κανονισμούς του ΡΙΚ είτε στην Κ.Δ.Π. 187/97, ούτε η αιτήτρια εδικαιούτο να πληρωθεί τη συσσωρευμένη άδεια απουσίας της, ούτε το ΡΙΚ είχε δικαίωμα ή εξουσία να της την πληρώσει. Και εδώ δεν τίθεται θέμα άσκησης διακριτικής εξουσίας από το ΡΙΚ, ώστε να προκύπτει και ζήτημα αιτιολογίας της απόφασής του, ειδικής ή μη.

8.  Ο έκτος λόγος ακυρώσεως, είναι ότι η απόφαση περί μη πληρωμής στην αιτήτρια της συσσωρευμένης άδειας απουσίας της, είναι προϊόν νομικής και πραγματικής πλάνης γιατί η σε πίστη του αφυπηρετούντος άδεια δεν μπορεί να «απωλεσθεί» για το λόγο ότι αυτό προβλέπεται ως δημόσιο δικαίωμα από τον Κανονισμό 13 της Κ.Δ.Π. 191/72. Η Κ.Δ.Π. 191/72 εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις τερματισμού απασχολήσεως εργοδοτουμένου, ο οποίος καλύπτεται από σχέδιο εργοδότου για άδειες και όχι σε περιπτώσεις όπου η απασχόληση εργοδοτουμένου παύει στη βάση σχεδίου για πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτηση, όπως στην προκείμενη περίπτωση.

9.  Είναι η θέση του δικηγόρου της αιτήτριας ότι η πληρωμή της συσσωρευμένης άδειας απουσίας, που είχε σε πίστη της, αποτελούσε «όρο ή προϋπόθεση» για την απόφασή της για πρόωρη αφυπηρέτηση και, επομένως, το Συμβούλιο του ΡΙΚ δεν μπορούσε να εγκρίνει την αίτησή της, χωρίς να έχει προηγουμένως αποφασίσει την πληρωμή της συσσωρευμένης άδειας απουσίας της ή την πληροφορήσει για την απόφασή του για μη πληρωμή της και εξασφαλίσει την αποδοχή της. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η Κ.Δ.Π. 187/97 δεν έδωσε στο προσωπικό του ΡΙΚ την ευχέρεια υποβολής αίτησης για πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτηση υπό όρους ή προϋποθέσεις, αν πρόθεση της αιτήτριας ήταν να ζητήσει πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτηση μόνο στην περίπτωση που θα της πληρωνόταν η συσσωρευμένη άδεια απουσίας της, θα επεδίωκε πρώτα να ξεκαθαρίσει αυτό το ζήτημα και μετά, εφόσον είχε θετική απάντηση, θα υπέβαλλε αίτηση για πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτηση. Δεν θα υπέβαλλε αίτηση για πρόωρη αφυπηρέτηση, ζητώντας απλώς ενημέρωση για τη διευθέτηση που θα γινόταν σχετικά με τη συσσωρευμένη άδεια απουσίας της. Αλλά και από το ίδιο το λεκτικό της αίτησης, είναι σαφές ότι η αιτήτρια, αφού είχε ήδη αποφασίσει να ζητήσει πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτηση, ζητούσε απλώς να «ενημερωθεί» για τις διευθετήσεις σχετικά με το θέμα της άδειάς της, χωρίς να θέτει την πληρωμή της ως όρο ή προϋπόθεση της ήδη ειλημμένης απόφασής της.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Προσφυγή.

Προσφυγή από την αιτήτρια κατά της απόφασης ημερ. 23/2/98 με την οποία απέρριψε το αίτημά της για καταβολή ποσού ως αποζημιώσεις για άδεια απουσίας την οποία είχε σε πίστη της κατά την 31/12/97 όταν ενεκρίθη η αίτησή της για πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτηση.

Α. Σ. Αγγελίδης, για την Αιτήτρια.

Π. Πολυβίου με Μ. Χαραλάμπους, για το Καθ' ου η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗΣ, Δ.: Με βάση Σχέδιο για Πρόωρη Ευδόκιμη Αφυπηρέτηση (Κ.Δ.Π. 187/97) το καθ' ου η αίτηση Ραδιοφωνικό Ίδρυμα Κύπρου (ΡΙΚ) έδωσε δικαίωμα στους υπαλλήλους του να υποβάλουν αίτηση για πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτηση.

Η αιτήτρια, που ήταν υπάλληλος του ΡΙΚ και υπηρετούσε στη θέση Λειτουργού Μουσικών Προγραμμάτων Β, την 31.12.1997, απηύθυνε στον Προσωπάρχη την ακόλουθη επιστολή:

«Προσωπάρχη,

Αίτηση για Πρόωρη Ευδόκιμη Αφυπηρέτηση

Με βάση τους κανονισμούς του Σχεδίου για Πρόωρη Ευδόκιμη Αφυπηρέτηση (Κ.Δ.Π.187/97) υποβάλλω με την παρούσα αίτηση για πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτηση από την 1η Ιανουαρίου 1998.

Παρακαλώ όπως με ενημερώσετε για τη διευθέτηση που θα γίνει σχετικά με την άδεια απουσίας που έχω σε πίστη μου και την αποζημίωση που θα πάρω επί τη αφυπηρετήσει μου, σε περίπτωση που θα γίνει δεκτή από το Ίδρυμα η αίτηση μου.»

Δύο μέρες αργότερα, στις 2.1.1998, ο Γενικός Διευθυντής του ΡΙΚ απάντησε στην αιτήτρια με την ακόλουθη επιστολή:

«Αναφέρομαι στην αίτηση σας για Πρόωρη Ευδόκιμη Αφυπηρέτηση και σας πληροφορώ ότι το Διοικητικό Συμβούλιο του Ιδρύματος έχει εγκρίνει, βάσει των σχετικών Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 187/97), την πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτηση σας από την 1.1.1998.

Με την ευκαιρία σας εκφράζω εκτίμηση και ευχαριστίες για την πολυετή προσφορά σας στο Ίδρυμα.»

Στις 5.1.1998 ο δικηγόρος της αιτήτριας απηύθυνε προς το Γενικό Διευθυντή του ΡΙΚ την ακόλουθη επιστολή:

«Κύριε,

Αρ. Φακ. Π.621 Ειρήνη Χ''Βασιλείου

Σε απάντηση της από 2.1.98 επιστολής σας, παρακαλώ να με ενημερώσετε ποία η διευθέτηση για την άδεια σε πίστη της πελάτισσάς μου.

Γι' αυτό και η σχετική από 31.12.97 αίτηση της για πρόωρη αφυπηρέτηση που ειδικά περιέχει το θέμα της άδειας.

Επιφυλάσσω τα δικαιώματά της.»

Δύο μέρες αργότερα, κατά τη συνεδρία του της 7.1.1998, το Συμβούλιο του ΡΙΚ ασχολήθηκε με το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής του δικηγόρου της αιτήτριας. Το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά που τηρήθηκαν έχει ως εξής:

«3. Σχέδιο Πρόωρης Ευδόκιμης Αφυπηρέτησης

  Ι) Αίτηση Ειρήνης Χατζηβασιλείου

...............................

Ο Γενικός Διευθυντής ανέφερε ότι με επιστολή μέσω του Δικηγόρου της ημερ. 5/1/1998, η Ειρηνούλα Χατζηβασιλείου ζήτησε να πληροφορηθεί σχετικά με τη διευθέτηση για την σε πίστη της συσσωρευμένη ετήσια άδεια.

Το Συμβούλιο αποφάσισε να μην της πληρωθεί η σε πίστη της συσσωρευμένη ετήσια άδεια, νοουμένου ότι οι Κανονισμοί δεν περιέχουν τέτοια πρόνοια.»

Στις 8.1.1998 η αιτήτρια απηύθυνε προς το Γενικό Διευθυντή του ΡΙΚ την ακόλουθη επιστολή:

«Επανελθούσα σήμερα στην εργασία μου, ύστερα από απουσία με TIME OFF, μου παρέδωσε η Πρώτη Λειτουργός Προγραμμάτων κα Κοραή επιστολή σας ημερ. 2.1.98, με την οποία με πληροφορείτε ότι εγκρίθηκε η αίτηση μου για πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτηση μου από την 1.1.1998.

Παρατηρώ όμως, ότι στην επιστολή σας δεν αναφέρετε οτιδήποτε αναφορικά με την σε πίστη μου συσσωρευμένη ετήσια άδεια παρ' όλο που με την αίτηση μου ζήτησα να ενημερωθώ για τις διευθετήσεις σχετικά με το θέμα της άδειας μου.

Θεωρώ ότι η απόφαση για την πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτηση μου είναι ημιτελής, αφού δεν καλύπτει και το θέμα της άδειας μου και εκ των πραγμάτων ανεφάρμοστη.

Εδικαιούμουν, βάσει της αιτήσεως μου, να ενημερωθώ για τη διευθέτηση σχετικά με την άδεια μου και για το ύψος της αποζημίωσης που θα έπαιρνα πριν συναινέσω στην πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτησή μου. Αυτό το δικαίωμα δεν μου δόθηκε ευκαιρία να το ασκήσω.

Ως εκ των άνω θεωρώ ότι η επαγγελματική μου σχέση με το Ίδρυμα δεν έχει λυθεί και, με επιφύλαξη των δικαιωμάτων μου, θα συνεχίσω να εργάζομαι στο Ίδρυμα μέχρις ότου ικανοποιηθούν οι προϋποθέσεις που έθεσα με την αίτηση μου για πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτηση, υπό το φως των οποίων και αποφασίσω, αν θα συναινέσω σε πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτηση.»

Στις 18.2.1998 το Συμβούλιο του ΡΙΚ επανεξέτασε το ζήτημα.  Το σχετικό απόσπασμα από τα πρακτικά έχει ως εξής:

«22.            Πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτηση Ειρηνούλας Χατζηβασιλείου

Το Συμβούλιο, αφού μελέτησε επιστολή επί του θέματος των Νομικών Συμβούλων του Ιδρύματος ημερ. 16.1.1998, αποφάσισε ότι, με βάση τα ενώπιο του στοιχεία δεν είναι δυνατόν να καταβληθεί στην Ειρηνούλα Χατζηβασιλείου οποιοδήποτε ποσό ως αποζημίωση για την άδεια που είχε σε πίστη της, κατά την 31.12.1997, όταν υπέβαλε και ενεκρίθη η αίτηση της για πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτηση.

Κατά τη λήψη της απόφασης του το Συμβούλιο έλαβε ιδιαίτερα υπόψη τα ακόλουθα:

·  Η ημερομηνία υποβολής της αίτησης για πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτηση (31.12.1997) της Ειρηνούλας Χατζηβασιλείου σε συνδυασμό με την ημερομηνία αφυπηρέτησης που ζήτησε (1.1.1998) δεν άφησε περιθώρια για διευθέτηση παροχής σ' αυτήν της συσσωρευμένης σε πίστη της άδειας απουσίας.

·  Η απόφαση του Ιδρύματος να δεχθεί αιτήσεις από το προσωπικό για πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτηση από την 1.1.1998 κοινοποιήθηκε στο προσωπικό με Εγκύκλιο του Γενικού Διευθυντή στις 7.7.1997. Η Ειρηνούλα Χατζηβασιλείου είχε όλο το χρονικό περιθώριο να υποβάλει αίτηση για πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτηση μέσα σε χρονικά πλαίσια που θα επέτρεπαν διευθετήσεις να καρπωθεί της σε πίστη της συσσωρευμένης άδειας απουσίας πριν την αφυπηρέτησή της και δεν το έπραξε.

·  Το αδύνατον των διευθετήσεων για παροχή στην Ειρηνούλα Χατζηβασιλείου της σε πίστη της συσσωρευμένης αδείας απουσίας προέκυψε με υπαιτιότητά της και ειδικώτερα από την απόφαση της να ζητήσει πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτηση από την 1.1.1998 στις 31.12.1997.

·  Το Ίδρυμα σε καμιά περίπτωση υπέβαλε ή ζήτησε από την Ειρηνούλα Χατζηβασιλείου να ενεργήσει, όπως ενήργησε και, ως εκ τούτου, ουδεμία ευθύνη έχει για την απώλεια της σε πίστη της συσσωρευμένης άδειας απουσίας.»

Μετά την πιο πάνω απόφαση του Συμβουλίου του ΡΙΚ, στις 23.2.1998, ο Γενικός Διευθυντής απηύθυνε προς την αιτήτρια την ακόλουθη επιστολή:

«Αναφέρομαι στην επιστολή σας 8 Ιανουαρίου 1998 και σας πληροφορώ ως ακολούθως:

1.  Στις 31/12/97 υποβάλατε αίτηση για πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτηση από 1/1/98. Στην επιστολή σας αυτή ζητούσατε να ενημερωθείτε για τη διευθέτηση που θα γίνει σχετικά με την άδεια απουσίας που έχετε σε πίστη σας. Η αναφορά σας στο θέμα της άδειας δεν αποτελούσε όρο στην απόφαση σας για πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτηση.

2.  Η ημερομηνία υποβολής της αίτησης σας (31/12/97) για πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτηση σε συνδυασμό με την ημερομηνία που ζητήσατε να αφυπηρετήσετε (1/1/98) δεν άφηνε περιθώρια για διευθέτηση σχετικά με την άδεια απουσίας σας η οποία εκ των πραγμάτων απόλλυται.

     Είμαι υποχρεωμένος να παρατηρήσω ότι είναι με δική σας υπαιτιότητα που δεν κατέστη δυνατό να γίνουν διευθετήσεις για την άδεια σας.

Σημειώνω επίσης ότι το αίτημα σας τέθηκε ενώπιον του Διοικητικού Συμβουλίου στις 18/2/98. Η παρούσα επιστολή στέλλεται με βάση τη σχετική απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου.

Με την προσφυγή η αιτήτρια ζητά από το Δικαστήριο την πιο κάτω θεραπεία:

«Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ' ου η αίτηση η οποία γνωστοποιήθηκε προς την αιτήτρια με επιστολή ημερ. 23.2.98 και με την οποίαν αφ' ενός παρέλειψε να ικανοποιήσει το αίτημα της αιτήτριας για ότι αφορά τα δικαιώματα της περί την άδεια απουσίας που εδικαιούτο και/ή απέρριψε το αίτημα για πληρωμή της άδειας απουσίας στην αιτήτρια εν όψει πρόωρης ευδόκιμης αφυπηρέτησης, και αφ' ετέρου δεν θεώρησε ως όρο ή προϋπόθεση της παραίτησης της αιτήτριας τη διευθέτηση της καταβολής της άδειας αυτής, είναι άκυρη και/ή παράνομη.»

Ο δικηγόρος του ΡΙΚ ήγειρε δύο προδικαστικές ενστάσεις.

Η πρώτη ένσταση είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση της 23.2.1998 δεν είναι εκτελεστή αλλά είναι απλώς βεβαιωτική της απόφασης της 2.1.1998, «αφού ουδέν σχετικό νεότερο ή επιπρόσθετο στοιχείο παρουσιάστηκε ενώπιον του Ιδρύματος και η οποιαδήποτε απόφαση επιβεβαίωσε την αρχική». Η ένσταση δεν ευσταθεί. Οι δύο αποφάσεις, που κοινοποίηθηκαν στην αιτήτρια με τις επιστολές της 2.1.1998 και της 23.2.1998, αναφέρονταν σε δύο εντελώς διαφορετικά θέματα.  Με την επιστολή της 2.1.1998 η αιτήτρια πληροφορείτο απλώς ότι η αίτησή της για πρόωρη αφυπηρέτηση είχε εγκριθεί. Δεν γινόταν οποιαδήποτε αναφορά στο θέμα της συσσωρευμένης άδειάς της. Με την επιστολή της 23.2.1998 γινόταν, για πρώτη φορά, εκτενής αναφορά στο θέμα της συσσωρευμένης άδειάς της, με συμπέρασμα ότι αυτή είχε απωλεσθεί. Αφού, λοιπόν, οι δύο επιστολές, της 2.1.1998, αφενός, και της 23.2.1998, αφετέρου, αναφέρονταν σε δύο εντελώς διαφορετικά θέματα, δεν είναι δυνατό η δεύτερη να θεωρηθεί επιβεβαιωτική της πρώτης. Ούτε και είναι δυνατό η επιστολή της 23.2.1998, με την οποία κοινοποιήθηκε η απόφαση του Συμβουλίου του ΡΙΚ της 18.2.1998, να θεωρηθεί επιβεβαιωτική της απόφασης του ίδιου Συμβουλίου της 7.1.1998, αφού η τελευταία ουδέποτε κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια.

Η δεύτερη ένσταση είναι ότι η αιτήτρια δεν έχει έννομο συμφέρον να προχωρήσει με την προσφυγή. Σύμφωνα με τα όσα αναφέρονται στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του ΡΙΚ, «.η παρούσα προσφυγή θα πρέπει να απορριφθεί λόγω έλλειψης έννομου συμφέροντος, αφού η ίδια η αιτήτρια ζήτησε με την επιστολή/αίτησή της ημερομηνίας 31.12.1997 να αποχωρήσει από την υπηρεσία του Ιδρύματος με ισχύ την 1.1.1998. Δηλαδή, η ίδια η αιτήτρια ζήτησε να αποχωρήσει ουσιαστικά με άμεση ισχύ από την υπηρεσία του Ιδρύματος. Το Ίδρυμα απλώς δέκτηκε την αίτηση της αιτήτριας για πρόωρη και άμεση αφυπηρέτηση από την υπηρεσία του, όπως ακριβώς είχε ζητηθεί. Δεν μπορεί τώρα η αιτήτρια να εκφράζει παράπονο για την αποδοχή του τι η ίδια είχε ζητήσει.». Ούτε αυτή η ένσταση ευσταθεί. Όπως προκύπτει από το Αιτητικό της προσφυγής, που παρέθεσα πιο πάνω, εκείνο που προσβάλλεται δεν είναι η αποδοχή της αίτησης της αιτήτριας για πρόωρη αφυπηρέτηση, με άμεση ισχύ, αλλά ο τρόπος με τον οποίο το ΡΙΚ, αφού αποδέχτηκε την αίτηση,  χειρίστηκε το θέμα της συσσωρευμένης άδειας απουσίας της.

Οι προδικαστικές ενστάσεις απορρίπτονται.

Έρχομαι τώρα στην ουσία της προσφυγής.

Η θεραπεία που επιδιώκεται με την προσφυγή έχει δύο σκέλη. Με το πρώτο σκέλος προσβάλλεται η παράλειψη ή η άρνηση του ΡΙΚ να ικανοποιήσει το αίτημα της αιτήτριας για πληρωμή της συσσωρευμένης, μέχρι την 1.1.1998, άδειας απουσίας της «ενόψει πρόωρης ευδόκιμης αφυπηρέτησης». Με το δεύτερο προσβάλλεται η απόφαση του ΡΙΚ να μην θεωρήσει ως όρο ή προϋπόθεση «της παραίτησης» της αιτήτριας την πληρωμή της συσσωρευμένης, μέχρι την 1.1.1998, άδειας απουσίας της.

Αναφορικά με το πρώτο σκέλος προβάλλονται οι ακόλουθοι λόγοι ακυρώσεως:

Ο πρώτος είναι ότι η άρνηση του ΡΙΚ για πληρωμή της συσσωρευμένης άδειας απουσίας της αιτήτριας «ενόψει πρόωρης ευδόκιμης αφυπηρέτησης» αντίκειται στον Κανονισμό 13 των περί Ετησίων Αδειών Μετ' Απολαβών Κανονισμών 1967 - 1972 (Κ.Δ.Π. 191/72) ο οποίος έχει ως εξής:

«13. Οσάκις η απασχόλησις εργοδοτουμένου όστις καλύπτεται υπό σχεδίου εγκεκριμένου υπό του Υπουργού δυνάμει του εδαφίου (1) του άρθρου 13 του Νόμου τερματίζεται, ο εργοδότης χορηγεί εις τον εργοδοτούμενον άδειαν μετ' απολαβών ανάλογον προς την περίοδον απασχολήσεως δι' ην δεν έχει χορηγηθή εις τον εργοδοτούμενον άδεια ή καταβάλλει εις αυτόν πληρωμήν αντί αδείας.».

Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Η Κ.Δ.Π. 191/72 εκδόθηκε δυνάμει των άρθρων 2, 5 και 9 του περί Ετησίων Αδειών Μετ'  Απολαβών Νόμου του 1967 έως 1997 και εφαρμόζεται στην περίπτωση, και μόνο στην περίπτωση, όπου τερματίζεται η απασχόληση εργοδοτουμένου ο οποίος καλύπτεται από σχέδιο εργοδότου για άδειες, που εγκρίθηκε από τον Υπουργό δυνάμει του εδαφίου 1 του άρθρου 11 του Νόμου (όπως αναριθμήθηκε). Δεν εφαρμόζεται στην περίπτωση όπου δεν υπάρχει τέτοιο σχέδιο ή όπου η απασχόληση εργοδοτουμένου παύει ύστερα από αίτησή του που υποβάλλεται, και εγκρίνεται, στα πλαίσια σχεδίου για πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτηση όπως ήταν, στην προκείμενη περίπτωση, το σχέδιο που περιλήφθηκε στην Κ.Δ.Π. 187/97.

Ο δεύτερος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι η άρνηση του ΡΙΚ να αποδεχτεί το αίτημα της αιτήτριας για πληρωμή της συσσωρευμένης άδειας απουσίας της συγκρούεται με το Άρθρο 28 του Συντάγματος που κατοχυρώνει την αρχή της ισότητας.  Ούτε και αυτός ο λόγος ευσταθεί. Η αιτήτρια δεν απέδειξε, ως εβαρύνετο, ότι άλλοι συνάδελφοί της, που αφυπηρέτησαν βάσει του ίδιου σχεδίου, πληρώθηκαν τη συσσωρευμένη άδεια απουσίας τους. Και τούτο ανεξάρτητα από το γεγονός ότι, εφόσον ούτε οι Κανονισμοί του ΡΙΚ ούτε η Κ.Δ.Π. 187/97 πρόβλεπαν για πληρωμή συσσωρευμένης άδειας απουσίας, τέτοια πληρωμή δεν θα ήταν επιτρεπτή.

Ο τρίτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι η προσβαλλόμενη απόφαση παραβιάζει τις αρχές της καλής πίστης γιατί «Δεν μπορεί ο καθ' ου από τη μια να δέχεται το αίτημα της αιτήτριας για πρόωρη αφυπηρέτηση και από την άλλη να «τιμωρεί» την αιτήτρια με τη στέρηση της άδειας απουσίας της που εδικαιούτο να την πληρωθεί, επειδή υπέβαλε δήθεν την αίτηση για πρόωρη αφυπηρέτηση, καθυστερημένα.». Όπως ήδη εξήγησα, η αιτήτρια δεν εδικαιούτο να πληρωθεί τη συσσωρευμένη άδεια απουσίας της ούτε και το ΡΙΚ είχε δικαίωμα ή εξουσία να της την καταβάλει.

Ο τέταρτος λόγος ακυρώσεως είναι ότι η στάση του ΡΙΚ έναντι της αιτήτριας υπήρξε αντιφατική, είναι αντίθετη προς τις αρχές της χρηστής διοίκησης και, επίσης, παραβιάζει την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς το κράτος δικαίου. Σύμφωνα με το δικηγόρο της αιτήτριας: «Η αντιφατική στάση της διοίκησης από τη μια στις (7/1/98) να δηλώνει ότι δεν προβλέπεται στους Κανονισμούς η πληρωμή της συσσωρευμένης ετήσιας άδειας και από την άλλη στις 18/2/98 να αναγνωρίζει ότι δικαιούται η αιτήτρια την πληρωμή της αδείας της πλην όμως δεν μπορούσε να διευθετηθεί επειδή υποβλήθηκε καθυστερημένα το αίτημα για πρόωρη αφυπηρέτηση (ενώ την αφυπηρέτηση την αποδέκτηκαν ως να υποβλήθηκε κανονικά), αντιστρατεύεται την αρχή της Χρηστής Διοίκησης και την αρχή της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς το κράτος δικαίου.». Ούτε ο λόγος αυτός ευσταθεί. Εφόσον ούτε οι Κανονισμοί του ΡΙΚ ούτε η Κ.Δ.Π. 187/97 πρόβλεπαν για πληρωμή συσσωρευμένης άδειας απουσίας τέτοια πληρωμή ήταν ανεπίτρεπτη κάτω από οποιεσδήποτε συνθήκες. Δεν ετίθετο θέμα άσκησης οποιασδήποτε διακριτικής ευχέρειας από πλευράς του Συμβουλίου του ΡΙΚ ώστε να εγείρονται και ζητήματα αντιφατικής στάσης της Διοίκησης, ή παραβίασης των αρχών της χρηστής διοίκησης ή των αρχών της προστασίας της δικαιολογημένης εμπιστοσύνης του πολίτη προς το κράτος δικαίου.

Ο πέμπτος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι η παράλειψη ή άρνηση του ΡΙΚ να πληρώσει τη συσσωρευμένη άδεια απουσίας της αιτήτριας έχρηζε ειδικής αιτιολογίας, τέτοια δε αιτιολογία δεν δόθηκε. Όπως έχω προαναφέρει, ελλείψει ειδικής πρόνοιας, είτε στους Κανονισμούς του ΡΙΚ είτε στην Κ.Δ.Π. 187/97, ούτε η αιτήτρια εδικαιούτο να πληρωθεί τη συσσωρευμένη άδεια απουσίας της ούτε το ΡΙΚ είχε δικαίωμα ή εξουσία να της την πληρώσει. Και εδώ δεν τίθεται θέμα άσκησης διακριτικής εξουσίας από το ΡΙΚ ώστε να προκύπτει και ζήτημα αιτιολογίας της απόφασής του, ειδικής ή μη.

Ο έκτος λόγος ακυρώσεως είναι ότι η απόφαση περί μη πληρωμής στην αιτήτρια της συσσωρευμένης άδειας απουσίας της είναι προϊόν νομικής και πραγματικής πλάνης γιατί η σε πίστη του αφυπηρετούντος άδεια δεν μπορεί να «απωλεσθεί» για το λόγο ότι αυτό προβλέπεται ως δημόσιο δικαίωμα από τον Κανονισμό 13 της Κ.Δ.Π. 191/72. Όπως έχω ήδη εξηγήσει, η Κ.Δ.Π. 191/72 εφαρμόζεται μόνο στις περιπτώσεις τερματισμού απασχολήσεως εργοδοτουμένου ο οποίος καλύπτεται από σχέδιο εργοδότου για άδειες και όχι σε περιπτώσεις όπου η απασχόληση εργοδοτουμένου παύει στη βάση σχεδίου για πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτηση, όπως στην προκείμενη περίπτωση.

Αναφορικά με το δεύτερο σκέλος της ζητούμενης θεραπείας, είναι η θέση του δικηγόρου της αιτήτριας ότι η πληρωμή της συσσωρευμένης άδειας απουσίας, που είχε σε πίστη της, αποτελούσε «όρο ή προϋπόθεση» για την απόφασή της για πρόωρη αφυπηρέτηση και, επομένως, το Συμβούλιο του ΡΙΚ δεν μπορούσε να εγκρίνει την αίτησή της χωρίς να έχει προηγουμένως αποφασίσει την πληρωμή της συσσωρευμένης άδειας απουσίας της ή την πληροφορήσει για την απόφασή του για μη πληρωμή της και εξασφαλίσει την αποδοχή της. Ούτε αυτός ο λόγος ευσταθεί. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η Κ.Δ.Π. 187/97 δεν έδωσε στο προσωπικό του ΡΙΚ την ευχέρεια υποβολής αίτησης για πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτηση υπό όρους ή προϋποθέσεις, αν πρόθεση της αιτήτριας ήταν να ζητήσει πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτηση μόνο στην περίπτωση που θα της πληρωνόταν η συσσωρευμένη άδεια απουσίας της, θα επεδίωκε πρώτα να ξεκαθαρίσει αυτό το ζήτημα και μετά, εφόσον είχε θετική απάντηση, θα υπέβαλλε αίτηση για πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτηση. Δεν θα υπέβαλλε αίτηση για πρόωρη αφυπηρέτηση ζητώντας απλώς ενημέρωση για τη διευθέτηση που θα γινόταν σχετικά με τη συσσωρευμένη άδεια απουσίας της. Αλλά και από το ίδιο το λεκτικό της αίτησης είναι σαφές ότι η αιτήτρια, αφού είχε ήδη αποφασίσει να ζητήσει πρόωρη ευδόκιμη αφυπηρέτηση, ζητούσε απλώς να «ενημερωθεί» για τις διευθετήσεις σχετικά με το θέμα της άδειάς της, χωρίς να θέτει την πληρωμή της ως όρο ή προϋπόθεση της ήδη ειλημμένης απόφασής της.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο