ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
(2000) 4 ΑΑΔ 427
15 Μαΐου, 2000
[ΑΡΤΕΜΙΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΡΟΛΑΝΔΟΣ ΚΑΤΣΙΑΟΥΝΗΣ,
Αιτητής,
v.
ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ
1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΠΑΙΔΕΙΑΣ,
2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΠΙΣΤΗΜΟΝΙΚΩΝ ΕΡΕΥΝΩΝ,
Kαθ' ης η αίτηση.
(Υπόθεση Aρ. 120/1997)
Προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος ― Προθεσμία ― Περιστάσεις του εκπροθέσμου της προσφυγής στην κριθείσα περίπτωση.
Ο αιτητής προσέβαλε την απόφαση έκδοσης έργου του από το Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών στο οποίο η πνευματική ιδιοκτησία θα ανήκε αποκλειστικά στο Κέντρο. Τέθηκε ζήτημα εκπροθέσμου της προσφυγής.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:
Η δικηγόρος της Δημοκρατίας υποστήριξε το εκπρόθεσμο της προσφυγής, σε αντίθεση με το δικηγόρο του αιτητή που είπε πως η θέση του διευθυντή, όπως εκδηλώθηκε στις 10.10.96, ήταν προκαταρκτική και πως το ζήτημα ήταν υπό μελέτη, και η τελική απόφαση του διευθυντή κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 6.12.96, 74 ημέρες πριν την καταχώρηση της προσφυγής.
Η αλήθεια των γεγονότων είναι αναμφισβήτητη και τεκμηριώνεται με τα στοιχεία, που προέρχονται από τον ίδιο τον αιτητή, όπως αυτά εμφαίνονται στο δικό του έγγραφο αλλά και τη δική του μαρτυρία. Το νομικό δε αποτέλεσμα περί του εκπροθέσμου, αναπόφευκτο.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Προσφυγή.
Προσφυγή από τον αιτητή κατά της απόφασης του Υπουργείου Παιδείας να εκδώσει συγγραφικό έργο του στο οποίο όμως η πνευματική ιδιοκτησία να ανήκει αποκλειστικά στο Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, χωρίς οποιαδήποτε αναγνώριση τέτοιου δικαιώματος στον ίδιο.
Μ. Τριανταφυλλίδης με Α. Κλεάνθους, για τον Αιτητή.
Στ. Χριστοδουλίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας, για την Kαθ' ης η αίτηση.
Cur. adv. vult.
AΡTEMIΔΗΣ, Δ.: Ο αιτητής είναι Ερευνητής στο Κέντρο Επιστημονικών Ερευνών, Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού. Καθώς αναφέρει τα γεγονότα της προσφυγής του, το Υπουργείο Παιδείας αποφάσισε να εκδώσει, περί το τέλος Δεκεμβρίου 1966, το έργο του «Labour, Society and Politics in Cyprus during the Second Half of the Nineteenth Century», στο οποίο όμως η πνευματική ιδιοκτησία θα ανήκει αποκλειστικά στο Κ.Ε.Ε., χωρίς οποιαδήποτε αναγνώριση τέτοιου δικαιώματος και στον ίδιο. Θεμελιώνει δε καθ' ολοκληρία την προσφυγή στον ισχυρισμό του πως, στις 21 Αυγούστου 1996 ο διευθυντής του Κ.Ε.Ε. του υποσχέθηκε ότι η πνευματική ιδιοκτησία στην έκδοση της εργασίας του από το Κ.Ε.Ε. θα ανήκε εξίσου στο Κ.Ε.Ε. και στον ίδιο. Η διευθέτηση αυτή έγινε, σύμφωνα με την εισήγηση του, κατ' εξαίρεση του κανονισμού που υιοθετήθηκε στο Κέντρο, βάσει του οποίου στις εργασίες των ερευνητών που γίνονται, ως αποτέλεσμα της εκτέλεσης των καθηκόντων τους, διατηρεί την πνευματική ιδιοκτησία το Κέντρο.
Να μου επιτραπεί να ανοίξω μια παρένθεση εδώ για να επισημάνω πως τα δικαιώματα στην πνευματική ιδιοκτησία ρυθμίζονται από τον περί του Δικαιώματος Πνευματικής Ιδιοκτησίας Νόμο του 1976, Ν.59/76, όπως έχει τροποποιηθεί από τους νόμους 63/77 και 18(I)/93. Τούτο ενδιαφέρει μόνο για την εξιστόρηση των γεγονότων της προσφυγής, η οποία θα απορριφθεί ως εκπρόθεσμη. Παραπέμπω όμως στην επιφύλαξη του άρθρου 11(1) του Νόμου που λέει τα εξής:
«11.-(1) Το δυνάμει του παρόντος Νόμου αναγνωριζόμενον δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας αρχικώς ανήκει εις τον δημιουργόν:
Νοείται ότι, ανεξαρτήτως των διατάξεων του εδαφίου (5) του άρθρου 12, οσάκις η δημιουργία ενός έργου -
(α) αναλαμβάνεται κατά παραγγελίαν προσώπου ή οργανισμού όστις δεν είναι ο εργοδότης του δημιουργού δυνάμει συμβάσεως περί παροχής υπηρεσιών ή μαθητείας· ή
(β) μη έχουσα ούτως αναληφθή κατά παραγγελίαν, πραγματοποιήται κατά την διάρκειαν της απασχολήσεως του δημιουργού, ως μέρος των καθηκόντων αυτού δυνάμει της περί απασχολήσεως συμβάσεως αυτού,
το δικαίωμα πνευματικής ιδιοκτησίας λογίζεται ως μεταβιβασθέν εις το πρόσωπον ή τον οργανισμόν όστις παρήγγειλε το έργον ή εις τον εργοδότην του δημιουργού, επιφυλασσομένης οιασδήποτε μεταξύ των μερών συμφωνίας αποκλειούσης ή περιοριζούσης την τοιαύτην μεταβίβασιν.»
Ο διευθυντής του Κ.Ε.Ε. αρνείται πως υποσχέθηκε στον αιτητή ότι το Κέντρο και ο ίδιος θα είχαν εξίσου την πνευματική ιδιοκτησία στην έκδοση του έργου του. Μετά από σχετικό αίτημα του δικηγόρου του προσφεύγοντος δόθηκε μαρτυρία αναφορικά με τις διϊστάμενες θέσεις στο ζήτημα. Δεν έχει, στην αντίληψη μου, σημασία η διαπίστωση της αλήθειας πάνω σ' αυτό το σημείο. Σκέφτομαι όμως πως πρέπει να σχολιάσω την κατάσταση των υπηρεσιακών σχέσεων ερευνητών και διευθυντή, όπως αυτή έχει μεταφερθεί στο Δικαστήριο με τη μαρτυρία του αιτητή και των δύο συναδέλφων του που κατέθεσαν για να υποστηρίξουν τον ισχυρισμό του. Και δεν αναφέρομαι μόνο στο περιεχόμενο της, που ήταν δικαίωμα τους να θέσουν στο Δικαστήριο, αλλά στο ύφος στο οποίο δόθηκε, που έδειχνε πως οι σχέσεις αυτές είναι σε τέτοιο σημείο αντιπαλότητας, μέχρι μίσους θα 'λεγα, ώστε να διερωτάται κάποιος πώς είναι δυνατό να λειτουργεί εύρυθμα το Κέντρο, στο οποίο επιστήμονες με ψηλά ακαδημαϊκά προσόντα ασχολούνται με την έρευνα για την ιστορία και τον πολιτισμό του τόπου μας.
Έχω ήδη πει πως η προσφυγή θα απορριφθεί ως εκπρόθεσμη. Προχωρώ να πω το λόγο. Ο ίδιος ο αιτητής είπε στη μαρτυρία του πως στις 10.10.96 ο διευθυντής του δήλωσε ρητά και απερίφραστα πως η πνευματική ιδιοκτησία από την έκδοση του έργου του θα ανήκε αποκλειστικά στο Κέντρο, και τούτο σύμφωνα με τις πρόνοιες του νόμου, στον οποίο έκαμα ήδη αναφορά. Να παρατηρήσω όμως πως τούτο δεν διαφάνηκε μόνο από τη μαρτυρία του αιτητή, διατυπώνεται επίσης σε μακροσκελές έγγραφο το οποίο ο ίδιος απηύθυνε στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού στις 25.11.96, που επισυνάπτεται αριθμημένο 15 στην ένσταση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Παραθέτω αυτούσια τη σχετική παράγραφο:
«Την Πέμπτη 10 Οκτωβρίου, όλως αιφνιδίως, ο κ. Διευθυντής, μέσα στο γραφείο του, μου ανακοίνωσε ότι είχε μεταβάλει την απόφαση του και ότι το copyright του βιβλίου μου επρόκειτο τώρα να ανήκει αποκλειστικά στο Κ.Ε.Ε. Υπέδειξα ότι αυτή η διατριβή αποτελούσε προσωπική μου περιουσία, υπενθυμίζοντας επίσης τις προηγούμενες διαβεβαιώσεις τις οποίες μου είχε δώσει, αναφορικά με το joint copyright. Ο κ. Διευθυντής απάντησε ότι ενεργούσε στα πλαίσια του νόμου, και ότι είχε πρόσφατα λάβει σχετική γνωμάτευση της εισαγγελίας αναφορικά με το θέμα του copyright. Αν και περιμένω ακόμα να αναγνώσω την εν λόγω γνωμάτευση, δεν έδωσα σε εκείνη τη φάση συνέχεια στο θέμα το οποίο είχε αναφυεί, διότι ήμουν υποχρεωμένος το ίδιο βράδυ να αναχωρήσω για τη Βρεττανία, για σοβαρό προσωπικό ζήτημα. Εν πάση περιπτώσει, το απόσπασμα από μελέτη του πρώην Γενικού Εισαγγελέα κ. Τορναρίτη, το οποίο επικαλείται ο κ. Διευθυντής σε εγκύκλιό του της 24ης Σεπτεμβρίου 1996, (βλ. συνημμένο αντίγραφο), για να ερμηνεύσει τους κανονισμούς τους οποίους έχει εισάξει, επιβεβαιώνει πλήρως τα δικαιώματα μου επί της διδακτορικής μου διατριβής.»
Στο σημείο αυτό να πω πως η θέση του διευθυντή του Κ.Ε.Ε. στη μαρτυρία του, και τούτο καταδεικνύεται και από τα έγγραφα που είναι κατατεθειμένα ενώπιον μου, ήταν πάντοτε πως ο νόμος ρυθμίζει το ζήτημα, και καθήκον του ήταν να τον εφαρμόσει.
Έδωσα την ευκαιρία στους δικηγόρους να καταχωρήσουν πρόσθετες διευκρινίσεις πάνω στο ζήτημα, δηλαδή του εκπρόθεσμου της προσφυγής, επισημαίνοντας πως, εφόσο στις 10.10.96 ο ίδιος ο αιτητής λέγει πως είχε τη σαφή θέση του διευθυντή, ότι δηλαδή δεν ετίθετο θέμα να έχει ο ίδιος (ο αιτητής) την πνευματική ιδιοκτησία στο έργο του που θα εξέδιδε το Κ.Ε.Ε., η προσφυγή, που καταχωρίστηκε στις 18.2.97, φαίνεται εκπρόθεσμη.
Η δικηγόρος της Δημοκρατίας υποστήριξε το εκπρόθεσμο της προσφυγής, σε αντίθεση με το δικηγόρο του αιτητή που είπε πως η θέση του διευθυντή, όπως εκδηλώθηκε στις 10.10.96, ήταν προκαταρκτική και πως το ζήτημα ήταν υπό μελέτη, και η τελική απόφαση του διευθυντή κοινοποιήθηκε στον αιτητή στις 6.12.96, 74 ημέρες πριν την καταχώρηση της προσφυγής.
Η αλήθεια των γεγονότων είναι αναμφισβήτητη και τεκμηριώνεται με τα στοιχεία, που προέρχονται από τον ίδιο τον αιτητή, όπως αυτά εμφαίνονται στο δικό του έγγραφο, που παραθέτω πιο πάνω, αλλά και τη δική του μαρτυρία. Το νομικό δε αποτέλεσμα αναπόφευκτο. Δεν θα ασχοληθώ με τις υπόλοιπες προδικαστικές ενστάσεις που αφορούν στην εισήγηση της δικηγόρου της Δημοκρατίας πως η προσφυγή είναι απαράδεκτη, γιατί με αυτή δεν προσβάλλεται εκτελεστή διοικητική απόφαση, ή πως το θέμα, όπως τίθεται σ' αυτή, ανάγεται στη σφαίρα του ιδιωτικού δικαίου. Η προσφυγή είναι εκπρόθεσμη και απορρίπτεται με έξοδα.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.