ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2000) 4 ΑΑΔ 300

11 Απριλίου, 2000

[ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

LUCΥ POUKIS,

Αιτήτρια,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

1. ΥΠΟΥΡΓΟΥ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΩΝ,

2. ΔΙΕΥΘΥΝΤΗ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΕΛΩΝΕΙΩΝ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 103/1999)

 

Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Κατανάλωσης ― Προτιμησιακός συντελεστής δασμού Ευρωπαϊκής Ένωσης ― Έκδοση και επαλήθευση του πιστοποιητικού προέλευσης EUR.1 ― Νομοθετικό πλαίσιο και εφαρμογή του στα γεγονότα της κριθείσας περίπτωσης ― Η διαδικασία αναίρεσης του πιστοποιητικού κρίθηκε εύλογα επιτρεπτή και νόμιμη ― Περιστάσεις.

Τελωνειακοί Δασμοί και Φόροι Κατανάλωσης ― Πρόταση για συμβιβαστική διευθέτηση ισχυριζόμενου τελωνειακού αδικήματος αντί ποινικής δίωξης ― Άρθρο 178 του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1967 (Ν.82/67) ― Δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη υποκείμενη σε προσφυγή βάσει του Άρθρου 146 του Συντάγματος.

Η αιτήτρια προσέβαλε την απόφαση των καθ'ων η αίτηση, να της επιβάλουν πρόσθετους τελωνειακούς δασμούς, αλλά και την πρόταση για τον συμβιβασμό ποινικού αδικήματος, αναφορικά με την εισαγωγή και τελωνισμό παιδικών ενδυμάτων που εισήγαγε από τη Μεγάλη Βρεττανία.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, απορρίπτοντας την προσφυγή, αποφάσισε ότι:

1.  Οι αμφιβολίες που προέκυψαν αναφορικά με την προέλευση των εμπορευμάτων σε συνάρτηση προς την αδυναμία επαλήθευσης της εγκυρότητας του πιστοποιητικού και τη συνακόλουθη αναίρεσή του από την αρμόδια αρχή που το εξέδωσε, αφαίρεσε εξ υπαρχής το υπόβαθρο παραχώρησης προτιμησιακού καθεστώτος δασμού για τα συγκεκριμένα εμπορεύματα, με αποτέλεσμα η διεκδίκηση της αιτήτριας να παραμείνει μετέωρη.  Η απάντηση των βρεττανικών αρχών κατέστησε εξ υπαρχής άκυρο το πιστοποιητικό και εξαφάνισε συνάμα το βασικό υπόβαθρο νομιμοποίησης των διεκδικήσεων της αιτήτριας. Και ενόψει της έλλειψης άλλων στοιχείων έγκυρης πληροφόρησης καθόσον αφορά την προέλευση των εμπορευμάτων, κρίνεται ότι η απόφαση των καθ'ων η αίτηση ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογα επιτρεπτή και μέσα στα πλαίσια της νομιμότητας.

2.  Αναφορικά με το δεύτερο ζήτημα, αυτό που αφορά την πρόταση για συμβιβαστική διευθέτηση ισχυριζόμενου τελωνειακού αδικήματος, διά της καταβολής £450 αντί ποινικής δίωξης, παρατηρείται ότι η δυνατότητα υποβολής τέτοιας πρότασης ρητά προβλέπεται από το Άρθρο 178 του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1967 (Ν. 82/67). Αυτό που γίνεται στην πράξη είναι ότι η αρμόδια αρχή προτείνει στο διοικούμενο την πληρωμή συμβιβαστικού ποσού, αντί ποινικής δίωξης και επαφίεται η αποδοχή της πρότασης. Η πρόταση δεν έχει τον χαρακτήρα της επιβολής και με κανένα τρόπο μπορεί να θεωρηθεί ότι παράγει έννομα αποτελέσματα χωρίς τη δήλωση αποδοχής εκείνου προς τον οποίο υποβάλλεται η πρόταση. Ο διοικούμενος έχει δικαίωμα να αρνηθεί τόσο την πρόταση για πληρωμή, όσο και τη διάπραξη του ισχυριζόμενου τελωνειακού αδικήματος.

     Η πρόταση της διοίκησης για καταβολή συμβιβαστικού ποσού, αντί ποινικής δίωξης, δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη υποκείμενη σε αίτηση ακυρώσεως.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

Αναφερόμενη Υπόθεση:

Herodotou v. Republic (1987) 3(B) C.L.R. 874.

Προσφυγή.

Προσφυγή από την αιτήτρια κατά της απαίτησης των καθ' ων η αίτηση για καταβολή εισαγωγικού δασμού για εισαχθέντα από αυτήν εμπορεύματα καθώς και πληρωμή £450 προς διευθέτηση ισχυριζόμενου τελωνειακού αδικήματος.

Στ. Μουσιούττα, για την Αιτήτρια.

Στ. Θεοδούλου, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

ΚΡΑΜΒΗΣ, Δ.: Η αιτήτρια είναι εισαγωγέας/έμπορος παιδικών ενδυμάτων. Στις 21.4.98 κατατέθηκε εκ μέρους της στο Τελωνείο Λάρνακας διασάφηση εισαγωγής για τον τελωνισμό ποσότητας ενδυμάτων που έφθασαν αεροπορικώς από τη Βρετανία. Μαζί με τη διασάφηση,κατατέθηκαν τα τιμολόγια αγοράς καθώς και το πιστοποιητικό κίνησης (movement certificate) EUR.1 με αριθμό S2566948 ημερομηνίας 24.3.1998 που εξέδωσαν οι βρετανικές τελωνειακές αρχές.

Η αιτήτρια δυνάμει της ισχύουσας νομοθεσίας διεκδίκησε και εξασφάλισε με βάση το πιστοποιητικό EUR.1 επιβολή προτιμησιακών συντελεστών δασμού και προσφυγικής επιβάρυνσης.

Επειδή κατά το φυσικό έλεγχο των εμπορευμάτων είχαν προκύψει αμφιβολίες κατά πόσο πληρούνταν οι πρόνοιες των κανόνων προέλευσης το τελωνείο προχώρησε στη διερεύνηση του θέματος με βάση τις προβλεπόμενες από τη νομοθεσία διαδικασίες και ζήτησε από τις βρετανικές τελωνειακές αρχές την εξακρίβωση της αυθεντικότητας και ακρίβειας του περιεχομένου του πιστοποιητικού EUR.1 που κατέθεσε η αιτήτρια.

Οι βρετανικές τελωνειακές αρχές πληροφόρησαν με επιστολή τους ημερομηνίας 30.9.98 το Τμήμα Τελωνείων ότι δεν είχε καταστεί δυνατή η εξακρίβωση της αυθεντικότητας και ακρίβειας του πιστοποιητικού EUR.1 με αποτέλεσμα τα εμπορεύματα στα οποία τούτο αναφερόταν να θεωρηθούν ότι δεν πληρούσαν τις πρόνοιες των κανόνων προέλευσης.

Κατόπιν των ανωτέρω, οι καθ' ων η αίτηση έκριναν ότι με βάση τις διατάξεις του άρθρου 5 του περί Τελωνειακών Δασμών και Φόρων Κατανάλωσης Νόμου 11(I)/98 (στο εξής "ο Νόμος"), τα εμπορεύματα έπρεπε να επιβαρυνθούν με εισαγωγικό δασμό και έκτακτη προσφυγική επιβάρυνση με τους συντελεστές που εφαρμόζονται σε όλα τα εμπορεύματα που υπόκεινται σε δασμό που δεν δικαιούνται δασμολόγηση σύμφωνα με το δασμό προτίμησης και ότι η εφαρμογή των προτιμησιακών συντελεστών δυνάμει του άρθρου 4(1) και (2) του ιδίου νόμου ήταν εσφαλμένη.

Με βάση τη διαμορφωθείσα νέα κατάσταση πραγμάτων το Τελωνείο υπολόγισε τη διαφορά εισαγωγικού δασμού, έκτακτης προσφυγικής επιβάρυνσης και φόρου προστιθέμενης αξίας που θα έπρεπε να καταβληθεί και με συστημένο σημείωμα απαίτησης ημερομηνίας 18.11.98 ζήτησε από την αιτήτρια να πληρώσει τη διαφορά η οποία υπολογίστηκε στις £1924. Και επειδή το Τελωνείο θεώρησε πως είχε διαπραχθεί το τελωνειακό αδίκημα της αναληθούς δήλωσης πρότεινε στην αιτήτρια με το ίδιο σημείωμα, την επιπλέον καταβολή £450 αντί ποινικής δίωξης (άρθρα 188(4) και 40(2)(β) του Νόμου 82/67).

Η αιτήτρια με επιστολή των δικηγόρων της ημερομηνίας 22.12.98, άνευ βλάβης των δικαιωμάτων της, πληροφόρησε τους καθ' ων η αίτηση ότι δεν έφερε ένσταση για την επιπλέον πληρωμή δασμού £1924. Αρνήθηκε όμως ευθύνη για τη λανθασμένη έκδοση του πιστοποιητικού EUR.1 με αρ. S2566948 ημερομηνίας 27.3.98 που εξέδωσαν οι βρετανικές τελωνειακές αρχές και συνακόλουθα αρνήθηκε να καταβάλει το ποσό των £450 που συμβιβαστικά πρότεινε το Τελωνείο αντί ποινικής δίωξης. Οι καθ'  ων η αίτηση απέρριψαν την πρόταση της αιτήτριας και την πληροφόρησαν με επιστολή ημερομηνίας 11.1.99 που στάληκε στους δικηγόρους της ότι σε περίπτωση που θα εξακολουθούσε να αρνείται την πληρωμή του συμβιβαστικού ποσού των £450 θα προχωρούσαν στην άσκηση ποινικής δίωξης εναντίον της.

Η παρούσα προσφυγή έχει ως αντικείμενο την απαίτηση των καθ' ων η αίτηση για καταβολή δασμού £1924 και πληρωμή £450 για διευθέτηση ισχυριζόμενου τελωνειακού αδικήματος, η οποία περιέχεται στην επιστολή των καθ' ων η αίτηση προς την αιτήτρια ημερομηνίας 18.11.98.

Η αιτήτρια προβάλλει ως πρώτο λόγο ακύρωσης, πλάνη περί το νόμο - παράβαση νόμου. Iσχυρίζεται ότι το τελωνείο της Κύπρου έλαβε υπόψη την επιστολή των Αγγλικών Τελωνειακών Αρχών το κείμενο της οποίας δεν παρείχε τη "δυνατότητα" στο Διευθυντή να αποφασίσει κατά πόσο τα επίδικα εμπορεύματα πληρούσαν τους όρους καταγωγής με βάση τις πρόνοιες του άρθρου 24(3) του Νόμου.

Το κείμενο της επιστολής των Αγγλικών Τελωνειακών Αρχών  επί του θέματος παρατίθεται στη συνέχεια:

"Our enquiries have established that the trader is missing and therefore the movement certificate could not be verified. The goods are therefore deemed not to qualify."

Αυτό, κατά την αιτήτρια, αποτελεί ουσιαστικά μια παντελώς αναιτιολόγητη πληροφορία ότι ο εξαγωγέας απουσίαζε και/ή δεν αναβρέθηκε χωρίς να γίνεται ταυτόχρονα λόγος σε ανακρίβειες του εξαγωγέα ή οποιαδήποτε άλλη αναφορά, ότι για παράδειγμα τα εμπορεύματα δεν προέρχονται από χώρα της ΕΟΚ ή δεν κατασκευάστηκαν σε χώρα της ΕΟΚ ή αν κατασκευάστηκαν, ότι χρησιμοποιήθηκαν για την κατασκευή τους υλικά που δεν μεταποιήθηκαν. Αντί λοιπόν οποιασδήποτε τέτοιας πληροφορίας που να συνάδει με τα απαιτούμενα του άρθρου ώστε να καθιστούν δυνατή την απόφαση των τελωνειακών αρχών για το κατά πόσο το αμφισβητούμενο πιστοποιητικό EUR.1 αναφέρεται σε "προϊόντα προελεύσεως κοινότητας", δόθηκε μια αόριστη, αναιτιολόγητη και καθόλου κατατοπιστική πληροφορία ότι ο εξαγωγέας δεν αναβρέθηκε.

Ισχυρίζεται η αιτήτρια ότι ο Διευθυντής, ως το αρμόδιο όργανο, με δοσμένη την πιο πάνω κατάσταση πραγμάτων όπως διαμορφώθηκε μετά τη λήψη της επιστολής των Αγγλικών Τελωνειακών Αρχών, και χωρίς να ασκήσει τη διακριτική ευχέρεια που του παρέχει ο νόμος, δέσμια υιοθέτησε τις πληροφορίες των τελωνειακών αρχών της Αγγλίας χωρίς ο ίδιος να τις σταθμίσει δεόντως προτού καταλήξει στην προσβαλλόμενη απόφαση.

Το άρθρο 4(1), (2) του νόμου προβλέπει:

"4.-(1)(α) Οι συντελεστές των τελωνειακών δασμών, οι οποίοι παρατίθενται στη στήλη με επιγραφή "Συντελεστής Δασμού Ευρωπαϊκής Ένωσης" του Δεύτερου Πίνακα, εφαρμόζονται σε εμπορεύματα που υπόκεινται σε δασμό εφόσον ο Διευθυντής πεισθεί με πιστοποιητικό προέλευσης εγκεκριμένου τύπου και κατάλληλα συμπληρωμένο ότι αυτά αποστάληκαν στη Δημοκρατία από χώρα της Ευρώπαϊκής Ένωσης και ότι παράχθηκαν ή κατασκευάστηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση:

Νοείται ότι εμπορεύματα θεωρούνται ότι έχουν παραχθεί ή κατασκευαστεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση εάν πληρούν τους όρους αποστολής και προέλευσης που καθορίζονται στο Πρωτόκολλο που υπογράφτηκε στις Βρυξέλλες στις 15 Σεπτεμβρίου 1977 και αφορά τον ορισμό της έννοιας "προέλευση προϊόντων" και τις μεθόδους διοικητικής συνεργασίας και το οποίο αποτελεί Παράρτημα του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Συμφωνίας Σύνδεσης μεταξύ της Κυπριακής Δημοκρατίας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

(β) Για τους σκοπούς του παρόντος εδαφίου, "Συμφωνία Σύνδεσης" σημαίνει τη Συμφωνία που αφορά τη σύνδεση της Δημοκρατίας της Κύπρου με την Ευρωπαϊκή Ένωση που υπογράφτηκε στις Βρυξέλλες στις 19 Δεκεμβρίου 1972.

(2) Καμιά αξίωση καταβολής τελωνειακού δασμού με προτιμησιακό συντελεστή γίνεται αποδεκτή, εκτός αν αυτή δηλωθεί από τον εισαγωγέα ή κύριο των εμπορευμάτων πάνω στη διασάφηση κατά τον τελωνισμό τους:

Νοείται ότι στην περίπτωση που η αξίωση αυτή δεν τεκμηριώνεται κατά το χρόνο της κατάθεσης της διασάφησης με το κατάλληλο πιστοποιητικό προέλευσης, καταβάλλεται δασμός σύμφωνα με τους συντελεστές Γενικού Δασμού όπως προνοείται στο άρθρο 5, αναπροσαρμόζεται δε ανάλογα με την προσκόμιση του πιστοποιητικού προέλευσης εντός περιόδου που δεν υπερβαίνει τους έξι μήνες από την κατάθεση της διασάφησης."

Προκύπτει από την πιο πάνω διάταξη ότι ο νόμος παρέχει στον Διευθυντή διακριτική εξουσία να αποφασίσει κατά πόσο τα εμπορεύματα αποστάληκαν στη Δημοκρατία από χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και ότι αυτά παράχθηκαν ή κατασκευάστηκαν στην Ευρωπαϊκή Ένωση.

Σύμφωνα με το άρθρο 1(2) του Παραρτήματος του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου της Συμφωνίας Σύνδεσης Κύπρου ΕΟΚ βλ. Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, αρ. 1404 ημερομηνίας 30.11.77, προϊόντα προελεύσεως κοινότητας είναι:

(α)       προϊόντα καθ' ολοκληρίαν παραγόμενα στην κοινότητα

(β)       προϊόντα παραγόμενα εις την κοινότητα διά την κατασκευήν των οποίων χρησιμοποιούνται προϊόντα έτερα ή τα αναφερόμενα εις την ως άνω υποπαράγραφο (α), νοουμένου ότι τα ειρημένα προϊόντα έχουν υποστεί επαρκή επεξεργασία ή μεταποίηση εν τη εννοία του άρθρου 3. Ο όρος ούτος εν τούτοις, δεν θα έχει εφαρμογήν επί προϊόντων άτινα εν τη εννοία του παρόντος Πρωτοκόλλου προέρχονται εκ Κύπρου.

Σύμφωνα με το άρθρο 8 του Παραρτήματος του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου, το πιστοποιητικό EUR.1 θα εκδίδεται από τις τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής αν τα εμπορεύματα δύνανται να θεωρηθούν "προϊόντα προελεύσεως" εν τη εννοία του Πρωτοκόλλου.

Τα πιστοποιητικά EUR.1 εκδίδονται από τις τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής μόνο όταν τα εμπορεύματα πληρούν τους όρους προέλευσης. Τόσο το άρθρο 8(2) όσο και το άρθρο 24 του Παραρτήματος παρέχουν την ευχέρεια στις τελωνειακές αρχές του κράτους εισαγωγής να ζητήσουν από τις αντίστοιχες τελωνειακές αρχές του κράτους εξαγωγής επαλήθευση της αυθεντικότητας και ακρίβειας των πιστοποιητικών EUR.1. 

Bάσει του άρθρου 24(1) του Παραρτήματος η επαλήθευση δύναται να ζητηθεί αν οι τελωνειακές αρχές έχουν εύλογη αμφιβολία ως προς την αυθεντικότητα του εγγράφου ή την ορθότητα της πληροφορίας για την αληθινή προέλευση των εμπορευμάτων.

Το άρθρο 24(3) του Παραρτήματος του Πρόσθετου Πρωτοκόλλου προνοεί ότι:

"Αι τελωνειακαί αρχαί του εισάγοντος κράτους θα πληροφορώνται περί των αποτελεσμάτων της επαληθεύσεως το ταχύτερον δυνατόν. Τα αποτελέσματα ταύτα δέον όπως είναι τοιαύτα ούτως ώστε να καθιστούν δυνατήν την απόφασην κατά πόσον το αμφισβητούμενον πιστοποιητικόν κινήσεως EUR.1 ή έντυπον EUR.2 αναφέρεται εις τα πραγματικώς εξαχθέντα εμπορεύματα ως και κατά πόσον τα εμπορεύματα ταύτα δύνανται εν τη πραγματικότητι να τύχουν προτιμησιακής μεταχειρίσεως."

Βασική προϋπόθεση έκδοσης του πιστοποιητικού EUR.1 είναι η υποβολή δήλωσης από τον εξαγωγέα, στον καθορισμένο από το Πρωτόκολλο τύπο, η οποία μεταξύ άλλων, διαλαμβάνει ότι τα εμπορεύματα προς εξαγωγή πληρούν τις προϋποθέσεις που απαιτούνται για την έκδοση του πιστοποιητικού. Οι αρμόδιες αρχές της χώρας εξαγωγής ενεργούν με βάση τη δήλωση και εφόσον πεισθούν ότι πληρούνται οι προϋποθέσεις, προχωρούν στην έκδοση του πιστοποιητικού.

Ο εισαγωγέας των εμπορευμάτων για να διεκδικήσει επιτυχώς προτιμησιακούς δασμούς, υποβάλλει στις αρχές της χώρας του το πιστοποιητικό EUR.1. Εξυπακούεται ότι ο εισαγωγέας υιοθετεί το περιεχόμενο του πιστοποιητικού.

Η ορθότητα του περιεχομένου του πιστοποιητικού δεν είναι δεδομένη ούτε απόλυτη. Τούτο προκύπτει από το γεγονός ότι το Πρωτόκολλο προβλέπει διαδικασίες επαλήθευσης και διαδικασίες διερεύνησης της εγκυρότητας/αυθεντικότητας του πιστοποιητικού.

Στην προκείμενη περίπτωση, οι τελωνειακές αρχές της Κύπρου, ύστερα από τις αμφιβολίες που ανέκυψαν αναφορικά με την προέλευση των εμπορευμάτων, αποτάθηκαν, κατ' εφαρμογή της προβλεπόμενης από το Πρωτόκολλο διαδικασίας, στις αρμόδιες βρετανικές αρχές για διερεύνηση της εγκυρότητας του πιστοποιητικού που οι άγγλοι εξέδωσαν. 

Οι βρετανικές αρχές κατόπιν διερεύνησης του θέματος απάντησαν στις κυπριακές ότι δεν κατέστη δυνατή η επαλήθευση του πιστοποιητικού και κατά συνέπεια τα εμπορεύματα δε νομιμοποιούνται για προτιμησιακή μεταχείριση.

Οι αμφιβολίες που προέκυψαν αναφορικά με την προέλευση των εμπορευμάτων σε συνάρτηση προς την αδυναμία επαλήθευσης της εγκυρότητας του πιστοποιητικού και τη συνακόλουθη αναίρεσή του από την αρμόδια αρχή που το εξέδωσε αφαίρεσε εξ υπαρχής το υπόβαθρο παραχώρησης προτιμησιακού καθεστώτος δασμού για τα συγκεκριμένα εμπορεύματα με αποτέλεσμα η διεκδίκηση της αιτήτριας να παραμείνει μετέωρη. Η απάντηση των βρετανικών αρχών κατέστησε εξ υπαρχής άκυρο το πιστοποιητικό και εξαφάνισε συνάμα το βασικό υπόβαθρο νομιμοποίησης των διεκδικήσεων της αιτήτριας. Και ενόψει της έλλειψης άλλων στοιχείων έγκυρης πληροφόρησης καθόσον αφορά την προέλευση των εμπορευμάτων, κρίνω ότι η απόφαση των καθ' ων η αίτηση ήταν υπό τις περιστάσεις εύλογα επιτρεπτή και μέσα στα πλαίσια της νομιμότητας. 

Ερχόμενος τώρα στο δεύτερο ζήτημα, αυτό που αφορά την πρόταση για συμβιβαστική διευθέτηση ισχυριζόμενου τελωνειακού αδικήματος διά της καταβολής £450 αντί ποινικής δίωξης, παρατηρώ ότι η δυνατότητα υποβολής τέτοιας πρότασης ρητά προβλέπεται από το άρθρο 178 του περί Τελωνείων και Φόρων Καταναλώσεως Νόμου του 1967 (Ν. 82/67). Αυτό που γίνεται στην πράξη είναι ότι η αρμόδια αρχή προτείνει στο διοικούμενο την πληρωμή συμβιβαστικού ποσού αντί ποινικής δίωξης και επαφίεται η αποδοχή της πρότασης. Η πρόταση δεν έχει τον χαρακτήρα της επιβολής και με κανένα τρόπο μπορεί να θεωρηθεί ότι παράγει έννομα αποτελέσματα χωρίς τη δήλωση αποδοχής εκείνου προς τον οποίο υποβάλλεται η πρόταση. Ο διοικούμενος έχει δικαίωμα να αρνηθεί τόσο την πρόταση για πληρωμή όσο και τη διάπραξη του ισχυριζόμενου τελωνειακού αδικήματος. Στην Ηerodotou v. Republic (1987) 3(B) C.L.R. 874, λέχθηκαν τα εξής αναφορικά με το νομικό χαρακτήρα της πρότασης για καταβολή συμβιβαστικού ποσού με βάση το άρθρο 178 του νόμου 82/67

"It is for these reasons that I think, that the act of compounding is so closely interwoven with the institution of judicial proceedings that it cannot amount to the exercise of executive or administrative authority in the sense of Article 146.1 of the Constitution; therefore this Court has no jurisdiction to take gongnizance of relief (2)."

Υιοθετώ την απόφαση επί του θέματος στην Ηerodotou v. Republic (ανωτέρω) και αποφαίνομαι ότι η εν προκειμένω πρόταση της διοίκησης για καταβολή συμβιβαστικού ποσού αντί ποινικής δίωξης δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη υποκείμενη σε αίτηση ακυρώσεως.

Για τους λόγους που εξέθεσα η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται με έξοδα.

Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο