ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
(2000) 4 ΑΑΔ 216
24 Μαρτίου, 2000
[ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ/στής]
ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ
ΝΕΟΦΥΤΟΣ ΠΑΠΑΓΕΩΡΓΙΟΥ,
Αιτητής,
v.
ΕΠΙΤΡΟΠΗΣ ΚΕΦΑΛΑΙΑΓΟΡΑΣ ΚΥΠΡΟΥ,
Καθ'ων η αίτηση.
(Υπόθεση Αρ. 1506/1999)
Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου ― Εξουσίες της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς προς συλλογή πληροφοριών ― Άρθρο 8(8)(β) του περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου (Ν. 14(Ι)/93) και Καν. 23 των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995-1997 ― Το επιτακτικό της συμμόρφωσης προς το νομοθετικό πλαίσιο ― Παραβιάστηκε στην κριθείσα περίπτωση ― Περιστάσεις.
Ο αιτητής προσέβαλε την απόφαση των καθ'ων η αίτηση να του επιβάλουν χρηματικές ποινές προστίμου για παράλειψη παροχής ζητούμενων πληροφοριών, βάσει των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών.
Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:
Είναι η θέση του αιτητή ότι η επιστολή των καθ'ων η αίτηση με την οποία του ζητούσαν να παρουσιαστεί για να δώσει πληροφορίες δεν καθόριζε επακριβώς τις αιτούμενες πληροφορίες και το λόγο για τον οποίο επιζητούνταν, σε βαθμό που η διαδικασία που επακολούθησε να θεωρείται ως άκυρη.
Από τη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ενέργεια των καθ'ων η αίτηση να ζητήσουν την παροχή πληροφοριών από τον αιτητή έγινε κατά παράβαση του Άρθρου 23(2) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995-1997.
Στη σχετική επιστολή των καθ'ων η αίτηση της 24/9/99, ο αιτητής κλήθηκε να παρουσιαστεί στα γραφεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για να παράσχει "ορισμένες πληροφορίες σχετικά με ερωτήματα που εγείρονται και αφορούν τυχόν παραβάσεις του πιο πάνω Νόμου και Κανονισμών". Από το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής φαίνεται καθαρά ότι ελλείπει το στοιχείο του επακριβούς καθορισμού των πληροφοριών που εζητούντο και ότι οι πληροφορίες πήραν μόνο μια συγκεκριμένη μορφή ως αποτέλεσμα των διάφορων ερωτήσεων που υποβλήθηκαν στον αιτητή στις συναντήσεις του με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στις 30/9/99 και 29/10/99. Οι καθ'ων η αίτηση υποστήριξαν ότι ο αιτητής γνώριζε τις 13 ερωτήσεις τις οποίες υπέβαλε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στις 29/10/99. Η εισήγηση αυτή παραμένει ατεκμηρίωτη, αφού αντικρούεται από το περιεχόμενο της επιστολής των καθ'ων η αίτηση της 24/9/99.
Η συμμόρφωση προς τους εγκριθέντες κανονισμούς αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη νομιμότητα της συλλογής πληροφοριών που είναι απαραίτητες για τη διερεύνηση ενδεχόμενης παραβίασης των υποχρεώσεων των προσώπων ή των εταιρειών που ενεργούν ως χρηματιστές. Το επιτακτικό της συμμόρφωσης προς τους κανονισμούς επιβεβαιώνεται από τη σοβαρότητα των ποινών που μπορούν να επιβληθούν σε περίπτωση που ένας χρηματιστής αρνείται ή παραλείπει να παράσχει τις πληροφορίες που ζητούνται. Στην παρούσα περίπτωση η μη συμμόρφωση των καθ'ων η αίτηση με τις σχετικές διατάξεις των σχετικών Κανονισμών, καθιστά τη διαδικασία που επακολούθησε ως άκυρη. Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω, δεν κρίνεται σκόπιμη η ενασχόληση με τους υπόλοιπους λόγους που προβλήθηκαν.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.
Προσφυγή.
Προσφυγή από τον αιτητή κατά της επιβολής ποινών προστίμου για την παράλειψη παροχής ζητηθέντων από αυτόν πληροφοριών.
Γ. Τριανταφυλλίδης, για τον Αιτητή.
Π. Αγγελίδης, για τους Καθ' ων η αίτηση.
Ξ. Ξενόπουλος, για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο.
Ο Αιτητής είναι παρών.
Cur. adv. vult.
ΗΛΙΑΔΗΣ, Δ.:
(α) Τα γεγονότα
Με έγγραφη επιστολή του ημερομηνίας 22/9/99 ο Κωνσταντίνος Λόρδος, Πρόεδρος του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας Lordos Hotels (Holdings) Ltd προέβηκε σε ορισμένες καταγγελίες προς τον Πρόεδρο και τα μέλη του Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου εναντίον των Άκη Λόρδου, Τάκη Κυριακίδη (μέλη του Διοικητικού Συμβουλίου της πιο πάνω εταιρείας), όπως επίσης και της Αρετής Ιωνίδου. Οι καταγγελίες αφορούσαν,
(α) την αγορά μετοχών της πιο πάνω εταιρείας από τους πιο πάνω αναφερομένους χωρίς να ανακοινώσουν στο Συμβούλιο την ύπαρξη ενδιαφέροντος από στρατηγικό επενδυτή κατά παράβαση των προνοιών του Περί Κατοχής, Χρήσης και Ανακοίνωσης Προνομιακών και Εμπιστευτικών Πληροφοριών και της Εποπτικής Αρμοδιότητας της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς και άλλων Συναφών Θεμάτων Νόμου του 1999 και
(β) την απόκτηση επιπρόσθετων μετοχών στην πιο πάνω εταιρεία από τους πιο πάνω αναφερομένους μέσω αντιπροσώπων χωρίς την υποβολή δημόσιας πρότασης, κατά παράβαση των Περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Δημόσια Πρόταση προς Εξαγορά ή Αγορά Τίτλων και Συγχώνευση Εταιρειών Εισηγμένων στο Χρηματιστήριο) Κανονισμών του 1997.
Οι καθ'ων η αίτηση με επιστολή τους ημερομηνίας 24/9/99 (στην οποία επισυνάφθηκε η καταγγελία του Κωνσταντίνου Λόρδου) κάλεσαν τον αιτητή να παρουσιαστεί ενώπιον τους στις 27/9/99 για να τους παράσχει "ορισμένες πληροφορίες σχετικά με ερωτήματα που εγείρονται και αφορούν τυχόν παραβάσεις του Περί Κατοχής, Χρήσης και Ανακοίνωσης Προνομιακών Εμπιστευτικών Πληροφοριών Νόμου του 1999 και των σχετικών Κανονισμών". Κρίνω σκόπιμο να παραθέσω σε αυτό το στάδιο το μέρος εκείνο του κειμένου της επιστολής των καθ'ων η αίτηση που σχετίζεται με την εγκυρότητα της επίδικης απόφασης.
"Θέμα: Καταγγελία κ. Κωνσταντίνου Λόρδου για απόκτηση τίτλων της Lordos Hotels (Holdings) Ltd - Συλλογή πληροφοριών από την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς
Κατόπιν καταγγελίας του κ. Κωνσταντίνου Λόρδου ημερομηνίας 22 Σεπτεμβρίου 1999, αντίγραφο της οποίας επισυνάπτεται, αναφορικά με την απόκτηση από υφιστάμενους μετόχους και/ή Μελών του Διοικητικού Συμβουλίου της Εταιρείας σημαντικού ποσοστού μετοχών, θα ήθελα να σας παρακαλέσω, βάσει του Κανονισμού 30(2) των περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου (Δημόσια Πρόταση προς Εξαγορά ή Αγορά Τίτλων εισηγμένων στο Χρηματιστήριο Αξιών Κύπρου) Κανονισμών και του Άρθρου 13 του περί Κατοχής, Χρήσης και Ανακοίνωσης Προνομιακών Εμπιστευτικών Πληροφοριών Νόμου του 1999, όπως προσέλθετε στα γραφεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς τη Δευτέρα 27 Σεπτεμβρίου 1999 και ώρα 1.00 μ.μ., για να μας παράσχετε ορισμένες πληροφορίες σχετικά με ερωτήματα που εγείρονται και αφορούν τυχόν παραβάσεις του πιο πάνω Νόμου και Κανονισμών."
Παρακαλούμε όπως προσκομίσετε οποιαδήποτε αποδεικτικά στοιχεία τα οποία υποστηρίζουν τη θέση σας."
Η συνάντηση πραγματοποιήθηκε στις 30/9/99. Από το σχετικό πρακτικό της πιο πάνω συνεδρίας φαίνεται ότι ο αιτητής δήλωσε σε μέλη της Επιτροπής ότι αγόρασε τις μετοχές όχι με την προσωπική του ιδιότητα αλλά ως κατεπιστευματοδόχος (trustee) προς όφελος πελατών του. Ο αιτητής ανέφερε ότι δεν αγόραζε για κανένα από τους τρεις μεγαλομετόχους, Α. Λόρδο, Τ. Κυριακίδη και Α. Ιωνίδου. Οι πελάτες του αιτητή κατέθεταν στο λογαριασμό του αιτητή στην Τράπεζα Άλφα διάφορα ποσά και ο τελευταίος πλήρωνε για την αγορά των μετοχών με επιταγές. Το ποσό που ζητήθηκε για την αγορά των μετοχών ήταν £500.000. Όταν ρωτήθηκε ποιοί ήταν οι πελάτες του ο αιτητής πρόβαλε το επαγγελματικό απόρρητο και αρνήθηκε να αποκαλύψει τα ονόματα των προσώπων για τα οποία ενεργούσε.
Κατόπιν της πιο πάνω άρνησης οι καθ'ων η αίτηση ζήτησαν τη γνωμάτευση του Γενικού Εισαγγελέα μετά τη λήψη της οποίας οι καθ'ων η αίτηση κάλεσαν εκ νέου τον αιτητή σε νέα συνάντηση πληροφορώντας τον ότι είχε υποχρέωση να αποκαλύψει τα ονόματα των πελατών του αφού "ακόμα και αν υπάρχει μεταξύ δικηγόρου (ως nominee) και πελάτη (ως beneficiary) σχέση κατεπιστεύματος (fiduciary relationship) ούτε και τότε δικαιολογείται η μη αποκάλυψη της πληροφορίας περί της ταυτότητας των μετόχων κατ' επίκληση προνομίου".
Ως αποτέλεσμα της ανταλλαγής διάφορων επιστολών μεταξύ των καθ'ων η αίτηση και του αιτητή, ο τελευταίος στις 2/11/99 τους απάντησε ότι κατόπιν γνωμάτευσης του Νομικού του Συμβούλου κ. Δημητράκη Στυλιανίδη δεν μπορούσε να συνεχίσει να λαμβάνει μέρος στη σχετική διαδικασία. Αφού οι καθ'ων η αίτηση τον κάλεσαν να παραθέσει τους λόγους για τους οποίους δεν μπορούσε να συμμετάσχει στη διαδικασία ο αιτητής τους απάντησε ότι ο κύριος λόγος ήταν ότι η διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής ήταν "πρόδηλα παράνομη". Κατόπιν τούτου οι καθ'ων η αίτηση με σχετική απόφαση τους στις 19/11/99 επέβαλαν στον αιτητή για την παράλειψη παροχής των ζητούμενων πληροφοριών τις πιο κάτω ποινές προστίμου:
(1) Αναφορικά με την παράλειψη της παροχής των ζητούμενων πληροφοριών σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 30(2) των Κανονισμών Περί Εξαγοράς και Συγχωνεύσεων,
(i) £2.000 με βάση τον Κανονισμό 23(4) των Περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών.
(ii) £500 για κάθε μέρα από τις 22/11/99 για συνέχιση της παράβασης σύμφωνα με τις πρόνοιες του Κανονισμού 23(5) των Περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών.
(2) Αναφορικά με την παράλειψη παροχής των ζητούμενων πληροφοριών σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 13 του Περί Εμπιστευτικών Πληροφοριών Νόμου,
(i) £15.000 σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 13(4) του Περί Εμπιστευτικών Πληροφοριών Νόμου,
(ii) £500 για κάθε μέρα από τις 22/11/99 σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 13(5) του Περί Εμπιστευτικών Πληροφοριών Νόμου.
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής προσβάλλει την εγκυρότητα της πιο πάνω απόφασης για πολλούς και συγκεκριμένους λόγους που συμπεριλαμβάνουν μεταξύ άλλων ισχυρισμούς ότι
(1) Υπήρξε παραβίαση του Κανονισμού 23(2) αφού η Επιτροπή δεν καθόρισε επακριβώς τις αιτούμενες πληροφορίες,
(2) Η Επιτροπή δεν είχε δικαίωμα να καλέσει τον αιτητή ενώπιόν της,
(3) Οι Κανονισμοί αναφορικά με την επιβολή προστίμου εγκρίθηκαν καθ' υπέρβαση (ultra vires) του βασικού Νόμου,
(4) Έχουν επιβληθεί δύο ποινές για μια πράξη με βάση δύο διαφορετικά νομοθετήματα,
(5) Αν ο αιτητής συμμορφωνόταν με το αίτημα των καθ'ων η αίτηση θα παραβίαζε το επαγγελματικό απόρρητο της σχέσης δικηγόρου - πελάτη,
(6) Υπήρξε παραβίαση του άρθρου 30 του Συντάγματος αφού οι καθ'ων η αίτηση δεν μπορούσαν να επιβάλουν ποινές προστίμου υπό μορφή διοικητικών κυρώσεων, αφού το δικαίωμα αυτό περιορίζεται στα Δικαστήρια,
(7) Υπήρξε παραβίαση του άρθρου 19 του Συντάγματος που κατοχυρώνει το δικαίωμα της ελευθερίας του λόγου, αφού το δικαίωμα αυτό συμπεριλαμβάνει και το δικαίωμα της σιωπής,
(8) Η βαρύτητα της ποινής παραβιάζει το άρθρο 23 του Συντάγματος· και
(9) Υπήρχε διαρροή πληροφοριών από μέλη της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς προς τον παραπονούμενο κ. Λόρδο που καθιστούσε τη διαδικασία ενώπιον της Επιτροπής ακροσφαλή.
(β) Παράβαση του άρθρου 23(2) των Περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών του 1995-1997
Είναι η θέση του αιτητή ότι η επιστολή των καθ'ων η αίτηση με την οποία του ζητούσαν να παρουσιαστεί για να δώσει πληροφορίες δεν καθόριζε επακριβώς τις αιτούμενες πληροφορίες και το λόγο για τον οποίο επιζητούνταν, σε βαθμό που η διαδικασία που επακολούθησε να θεωρείται ως άκυρη.
Έχω εξετάσει προσεκτικά τη σχετική εισήγηση που υποβλήθηκε και έχω καταλήξει στο συμπέρασμα ότι από τη μαρτυρία που έχει παρουσιαστεί δεν υπάρχει αμφιβολία ότι η ενέργεια των καθ'ων η αίτηση να ζητήσουν την παροχή πληροφοριών από τον αιτητή έγινε κατά παράβαση των σχετικών κανονισμών.
Το άρθρο 8(8)(β) του Νόμου Περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Νόμου (αρ. 14(Ι)/93 όπως έχει τροποποιηθεί) αναφέρει ότι,
"Για την καλύτερη άσκηση των αρμοδιοτήτων αυτών η Επιτροπή έχει εξουσία προς συλλογή πληροφοριών, είσοδο και έρευνα, όσον αφορά τους εκδότες που έχουν εισαγάγει τίτλους στο Χρηματιστήριο ή τους τίτλους που έχουν εισαχθεί στο Χρηματιστήριο και επιβολή της διοικητικής ποινής του προστίμου σε περιπτώσεις διαπιστούμενων παραβάσεων, συναφώς προς την άσκηση των εξουσιών της αυτών, μέχρι δύο χιλιάδων λιρών ή μέχρι πεντακοσίων λιρών για κάθε ημέρα συνέχισης της παράβασης, κατά τα οριζόμενα προς τούτο σε Χρηματιστηριακούς Κανονισμούς.
Το άρθρο 23 των Περί Αξιών και Χρηματιστηρίου Αξιών Κύπρου Κανονισμών 1995-1997, που έχουν εγκριθεί σύμφωνα με τις πρόνοιες του πιο πάνω Νόμου, αναφέρει ότι,
"(1) Η Επιτροπή έχει εξουσία να συλλέγει πληροφορίες απαραίτητες για τη διερεύνηση ενδεχόμενης παράβασης των υποχρεώσεων των Μελών ή προκειμένου να διαπιστωθεί η συμμόρφωση των Μελών προς τις υποχρεώσεις τους και να απευθύνει σχετικό προς τούτο γραπτό αίτημα προς τα Μέλη ή προς διαγραφέντα Μέλη, εντός έτους από της διαγραφής τους ή προς άλλα πρόσωπα που ευλόγως εικάζεται πως είναι σε θέση να δώσουν τις πληροφορίες.
(2) Στο αίτημα της Επιτροπής καθορίζονται επακριβώς οι αιτούμενες πληροφορίες, οι θεμελιούσες το αίτημα διατάξεις του Νόμου ή των Κανονισμών αυτών, ή αιτιολογία του αιτήματος, η τασσόμενη προς παροχή των πληροφοριών εύλογη προθεσμία και οι ενδεχόμενες κυρώσεις, σε περίπτωση μη συμμορφώσεως προς την ως άνω υποχρέωση της παροχής πληροφοριών.
(3) Το πρόσωπο προς το οποίο απευθύνεται το αίτημα της Επιτροπής έχει υποχρέωση προς έγκαιρη, πλήρη και επακριβή παροχή των αιτουμένων πληροφοριών, εκτός εάν με την παροχή των πληροφοριών θίγεται οποιοδήποτε τραπεζικό, επαγγελματικό ή άλλο απόρρητο προστατευόμενο από νόμο."
Στη σχετική επιστολή των καθ'ων η αίτηση της 24/9/99 ο αιτητής κλήθηκε να παρουσιαστεί στα γραφεία της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς για να παράσχει "ορισμένες πληροφορίες σχετικά με ερωτήματα που εγείρονται και αφορούν τυχόν παραβάσεις του πιο πάνω Νόμου και Κανονισμών". Από το περιεχόμενο της πιο πάνω επιστολής φαίνεται καθαρά ότι ελλείπει το στοιχείο του επακριβούς καθορισμού των πληροφοριών που εζητούντο και ότι οι πληροφορίες πήραν μόνο μια συγκεκριμένη μορφή ως αποτέλεσμα των διάφορων ερωτήσεων που υποβλήθηκαν στον αιτητή στις συναντήσεις του με την Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στις 30/9/99 και 29/10/99. Οι καθ'ων η αίτηση υποστήριξαν ότι ο αιτητής γνώριζε τις 13 ερωτήσεις τις οποίες υπέβαλε η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς στις 29/10/99. Η εισήγηση αυτή παραμένει ατεκμηρίωτη αφού αντικρούεται από το περιεχόμενο της επιστολής των καθ'ων η αίτηση της 24/9/99.
Είναι χαρακτηριστικό ότι η παράλειψη συμμόρφωσης προς τους σχετικούς Κανονισμούς που καθορίζουν τις πληροφορίες που θα εζητούντο συνεχίστηκε κατά τα διάφορα στάδια των συναντήσεων του αιτητή με τους καθ'ων η αίτηση. Χαρακτηριστικά αναφέρεται στα πρακτικά της 29/10/99 ότι ο εκ των μελών της Επιτροπής κ. Φρίξος Σορόκος δήλωσε ότι "μπορεί να εγερθούν και άλλα ερωτήματα" και ότι "οι ερωτήσεις δεν είναι εξαντλητικές".
Η συμμόρφωση προς τους εγκριθέντες κανονισμούς αποτελεί απαραίτητη προϋπόθεση για τη νομιμότητα της συλλογής πληροφοριών που είναι απαραίτητες για τη διερεύνηση ενδεχόμενης παραβίασης των υποχρεώσεων των προσώπων ή των εταιρειών που ενεργούν ως χρηματιστές. Το επιτακτικό της συμμόρφωσης προς τους κανονισμούς επιβεβαιώνεται από τη σοβαρότητα των ποινών που μπορούν να επιβληθούν σε περίπτωση που ένας χρηματιστής αρνείται ή παραλείπει να παράσχει τις πληροφορίες που ζητούνται. Στην παρούσα περίπτωση η μη συμμόρφωση των καθ'ων η αίτηση με τις σχετικές διατάξεις των σχετικών Κανονισμών καθιστά τη διαδικασία που επακολούθησε ως άκυρη. Έχοντας υπόψη τα πιο πάνω δεν κρίνω σκόπιμο να ασχοληθώ με τους υπόλοιπους λόγους που προβλήθηκαν.
Συνακόλουθα η σχετική απόφαση της 19/11/99 ακυρώνεται. Οι καθ'ων η αίτηση διατάσσονται να καταβάλουν τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.