ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


(2000) 4 ΑΑΔ 24

28 Ιανουαρίου, 2000

[ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗΣ, Δ/στής]

ΑΝΑΦΟΡΙΚΑ ΜΕ ΤΟ ΑΡΘΡΟ 146 ΤΟΥ ΣΥΝΤΑΓΜΑΤΟΣ

ΕXPORAMA TRADING LTD,

Αιτητές,

v.

ΚΥΠΡΙΑΚHΣ ΔΗΜΟΚΡΑΤΙΑΣ, ΜΕΣΩ

ΓΕΝΙΚΟΥ ΕΙΣΑΓΓΕΛΕΑ, ΜΕΣΩ

ΤΟΥ ΥΠΟΥΡΓΕΙΟΥ ΣΥΓΚΟΙΝΩΝΙΩΝ ΚΑΙ ΕΡΓΩΝ, ΜΕΣΩ

ΤΟΥ ΤΜΗΜΑΤΟΣ ΤΑΧΥΔΡΟΜΙΚΩΝ ΥΠΗΡΕΣΙΩΝ,

Καθ' ων η αίτηση.

(Υπόθεση Αρ. 1056/1998)

 

Ο περί Κύρωσης των Πράξεων του 21ου Συνεδρίου της Παγκόσμιας Ταχυδρομικής Ένωσης (Κυρωτικός) Νόμος 4(ΙΙΙ)/97 ― Άρθρο 18 ― Απαγόρευση επίδοσης στον παραλήπτη ή επιστροφή στον αποστολέα αντικειμένων που είναι άσεμνα ή ανήθικα ― Καμία πρόνοια δεν προβλέπει περί κατάσχεσης των αντικειμένων ― Πλάνη περί τον νόμο ― Προβληματισμός περί του κριτηρίου ερμηνείας του «άσεμνου και ανήθικου» αντικειμένου.

Η αιτήτρια εταιρεία προσέβαλε με την προσφυγή της την απόφαση κατάσχεσης, μέσω ταχυδρομείου, ως περιέχοντα άσεμνα και ανήθικα αντικείμενα.

Το Ανώτατο Δικαστήριο, ακυρώνοντας την επίδικη απόφαση, αποφάσισε ότι:

Διαπιστώνεται πλάνη των Ταχυδρομικών Υπηρεσιών σε σχέση με την εφαρμογή του Νόμου 4(ΙΙΙ) του 1997. Το Άρθρο 18 της Συμφωνίας που αφορά τα Ταχυδρομικά Δέματα, ως μέρος του Νόμου, απαγορεύει στην παράγραφο 1.7 την έγκλειση σε ταχυδρομικά δέματα άσεμνων ή ανήθικων αντικειμένων. Το δε Άρθρο 18.3 απαγορεύει την αποστολή στον προορισμό τους ή την επίδοση στους παραλήπτες ή την επιστροφή στον αποστολέα των δεμάτων τα οποία περιέχουν αντικείμενα που εμπίπτουν, inter alia, στην παράγραφο 1.7 του Άρθρου 18. Είναι φανερό ότι το τι απαγορεύεται δεν είναι η εισαγωγή αυτή καθ' αυτή των εν λόγω αντικειμένων αλλά, inter alia όπως στην προκειμένη περίπτωση, η επίδοση των δεμάτων στον παραλήπτη, προφανώς ώστε να μην προσφέρεται εξυπηρέτηση μέσω του Ταχυδρομείου προς εκείνους οι οποίοι αποστέλλουν ή λαμβάνουν τέτοια αντικείμενα μέσω του Ταχυδρομείου. Καμιά άλλη συνέπεια δεν προβλέπεται στο Άρθρο 18, και συγκεκριμένα καμιά εξουσία κατάσχεσης των αντικειμένων δεν δίδεται στις Ταχυδρομικές Υπηρεσίες. Στην προκειμένη περίπτωση όμως οι Ταχυδρομικές Υπηρεσίες δεν αρνήθησαν ή παράλειψαν απλώς να επιδώσουν τα δέματα στον παραλήπτη, την Exporama, όπως προνοεί ο Νόμος, αλλά κατέσχαν τα δέματα. Αυτό ήτο καθ' υπέρβαση της εξουσίας που τους εδίδετο από το Νόμο. Ως εκ τούτου, η απόφαση των Ταχυδρομικών Υπηρεσιών ήταν παράνομη, ληφθείσα υπό πλάνη περί το Νόμο, και υπόκειται σε ακύρωση. Η υποχρέωση τους να μην επιδώσουν τα δέματα στην Exporama ως παραλήπτη δεν επεκτείνετο είτε στην κατάσχεση τους είτε στην ουσιαστική απαγόρευση εισαγωγής τους στην οποία απέληγε η κατάσχεσή τους. Η υποχρέωση των Ταχυδρομικών Υπηρεσιών εξαντλείτο με τη μη επίδοση των δεμάτων, και εναπόκειτο στην Exporama να ανακτήσει, με οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο τρόπο, τα αντικείμενα, πράγμα που δεν θα ήταν πλέον δυνατό με την κατάσχεση τους.

Υπάρχει και μια άλλη σχετική παράμετρος στο θέμα. Οι Ταχυδρομικές Υπηρεσίες κατέσχαν το σύνολο των αντικειμένων που περιείχοντο στα δέματα, χωρίς να εξειδικεύσουν ποιά από αυτά θεωρούσαν άσεμνα ή ανήθικα και χωρίς να διαφοροποιήσουν τα αντικείμενα που δεν εθεωρούντο άσεμνα ή ανήθικα.  Καθ' όσον όμως η απαγόρευση στο Νόμο εδράζεται στο άσεμνο ή ανήθικο του αντικειμένου, δεν μπορεί να επεκτείνεται σε άλλα αντικείμενα, έστω και αν αυτά επίσης έχουν εγκλεισθεί στο ίδιο δέμα με αντικείμενα που θεωρούνται άσεμνα ή ανήθικα, αφού το τι βασικά απαγορεύεται είναι η έγκλειση και αποστολή άσεμνων ή ανήθικων αντικειμένων.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα.

Προσφυγή.

Προσφυγή κατά του περιεχόμενου της επιστολής ημερ. 14/9/98, με την οποία η αιτήτρια εταιρεία επληροφορείτο ότι δεκατέσσερα δέματα τα οποία της είχαν αποσταλεί από την Αγγλία κατασχέθηκαν γιατί διαπιστώθηκε ότι περιείχαν άσεμνα και ανήθικα αντικείμενα.

Μ. Μιχαηλίδης, για τους Αιτητές.

Γ. Λαζάρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄, για τους Καθ' ων η αίτηση.

Cur. adv. vult.

XATZHXAMΠΗΣ, Δ.: Η προσβαλλόμενη απόφαση περιέχεται σε επιστολή του Αναπληρωτή Διευθυντή Ταχυδρομικών Υπηρεσιών ημερομηνίας 14.9.1998 με την οποία πληροφορούσε την Αιτήτρια Εταιρεία Exporama Trading Ltd ότι 14 δέματα τα οποία είχαν αποσταλεί στην Exporama από την Αγγλία κατεσχέθησαν διότι κατά τον τελωνειακό έλεγχο διεπιστώθη ότι περιείχαν άσεμνα και ανήθικα αντικείμενα. Η κατάσχεση, όπως αναφέρετο, έγινε δυνάμει του άρθρου 18 παρ. 1.7 και 3 της Συμφωνίας που αφορά τα Ταχυδρομικά Δέματα των Πράξεων της Σεούλ που κυρώθηκε με το Νόμο 4(ΙΙΙ) του 1997.

Κατόπιν τούτου, ο δικηγόρος της Exporama απέστειλε επιστολή στο Γενικό Εισαγγελέα παραπέμποντας στην προηγούμενη τακτική των Ταχυδρομικών Υπηρεσιών, βασιζόμενη στην απόφαση στην προσφυγή 218/97, να επιτρέπουν την εισαγωγή τέτοιων εμπορευμάτων με αναφορά μόνο στο Νόμο 35/63, επί της οποίας και βασίσθηκαν οι πελάτες του για να προβούν στην εν λόγω εισαγωγή, υφιστάμενοι έτσι μεγάλη ζημιά ως αποτέλεσμα της αλλαγής τακτικής. Ο κ. Μιχαηλίδης αμφισβητούσε επίσης τη δυνατότητα αντικειμενικού χαρακτηρισμού πράγματος ως άσεμνου ή ανήθικου, ενώ παράλληλα παρατηρούσε ότι μεταξύ των αντικειμένων υπήρχαν και είδη ρουχισμού που σίγουρα δεν ήσαν άσεμνα ή ανήθικα. Ο Γενικός Εισαγγελέας, ο οποίος σε προηγούμενη επιστολή του κ. Μιχαηλίδη προηγηθείσα της προσβαλλόμενης απόφασης είχε συμβουλεύσει τις Ταχυδρομικές Υπηρεσίες ότι εν όψει της απόφασης στην προσφυγή 218/97 η εισαγωγή των εν λόγω αντικειμένων δεν ήταν παράνομη και αυτά θα έπρεπε έτσι να παραδοθούν στην Exporama, αναθεώρησε τώρα την άποψη του και με επιστολή του ημερομηνίας 9.11.1998 πληροφόρησε τις Ταχυδρομικές Υπηρεσίες ότι τα εν λόγω αντικείμενα μπορούσαν να θεωρηθούν ως άσεμνα και ανήθικα και έτσι ως εμπίπτοντα στις απαγορευτικές διατάξεις του Νόμου 4(ΙΙΙ) του 1997. Κατόπιν τούτου, οι Ταχυδρομικές Υπηρεσίες πληροφόρησαν την Exporama ότι ενέμεναν στη θέση τους, αμέσως μετά δε ακολούθησε η προσφυγή.

Η θέση του ευπαιδεύτου συνηγόρου για την Exporama στη γραπτή αγόρευση του είναι ότι εφαρμόζεται και στην προκειμένη περίπτωση η απόφαση στην προσφυγή 218/97, από την οποία και διέπετο η προηγούμενη τακτική των Ταχυδρομικών Υπηρεσιών να επιτρέπουν την παραλαβή τέτοιων αντικειμένων αποσταλέντων διά του ταχυδρομείου. Ο κ. Μιχαηλίδης υποβάλλει περαιτέρω ότι, σε αναφορά με τις πρόνοιες του άρθρου 18 παρ. 1.7 και 3 του Νόμου 4(ΙΙΙ) του 1997, όχι όλα τα αποσταλέντα αντικείμενα, και ιδιαίτερα τα ήδη ρουχισμού, θα μπορούσαν να θεωρηθούν άσεμνα ή ανήθικα, οι δε Ταχυδρομικές Υπηρεσίες δεν διαφοροποίησαν μεταξύ των αντικειμένων παρά μόνο υιοθέτησαν την άποψη ότι όλα ήσαν άσεμνα ή ανήθικα, χωρίς ουσιαστικά να προβούν σε δέουσα έρευνα και χωρίς έτσι να αιτιολογήσουν την απόφαση τους. Επαναλαμβάνοντας δε το επιχείρημα ότι δεν είναι δυνατή η αντικειμενική κρίση επί του άσεμνου ή ανήθικου χαρακτήρα πράγματος, εισηγείται αντιφατική στάση της διοίκησης αφού τέτοια αντικείμενα επιτρέπεται να εισάγονται μέσω του Τελωνείου αλλά όχι μέσω του Ταχυδρομείου.

Η αγόρευση του ευπαίδευτου συνηγόρου για τη Δημοκρατία βασίζεται στην εφαρμογή του άρθρου 18 παρ. 1.7 και 3 του Νόμου 4(ΙΙΙ) του 1997, εισηγούμενη ότι, αν και δεν παρέχεται στο Νόμο ερμηνεία των όρων "άσεμνα ή ανήθικα", εν τούτοις η φυσική έννοια των εν λόγω όρων δικαιολογεί το χαρακτηρισμό των εν λόγω αντικειμένων ως άσεμνων ή ανήθικων. Ο κ. Λαζάρου εισηγείται επίσης ότι είναι άσχετο το ότι τα αντικείμενα θα μπορούσαν να είχαν νόμιμα εισαχθεί μέσω του τελωνείου, αφού το τι απαγορεύει ο Νόμος είναι η έγκλειση τους σε ταχυδρομικά δέματα, παρατηρεί δε ότι στην υπόθεση 218/97 η εισαγωγή των αντικειμένων δεν ήταν μέσω του Ταχυδρομείου και ότι οποιαδήποτε διάφορη προηγούμενη τακτική δεν μπορεί να δημιουργήσει κεκτημένο δικαίωμα στον παραλήπτη. Τέλος, ο κ. Λαζάρου εισηγείται ότι είναι άσχετο το ότι στα εν λόγω δέματα μπορεί να περιείχοντο και αντικείμενα που δεν ήσαν άσεμνα ή ανήθικα, δεδομένου ότι υπήρχαν ορισμένα αντικείμενα που ήσαν άσεμνα ή ανήθικα, με αποτέλεσμα να μην ήταν δυνατή η παράδοση όλων στον παραλήπτη.

Από την απαντητική αγόρευση του κ. Μιχαηλίδη επισημαίνω την παρατήρηση ότι στην προσφυγή 218/97 η εισαγωγή είχε γίνει μέσω του ταχυδρομείου και όχι μέσω του τελωνείου όπως λέγει ο κ. Λαζάρου. Αυτό είναι ορθό.

Η πρώτη μου παρατήρηση αφορά τη συνέπεια της αναφερθείσας απόφασης στην υπόθεση 218/97 στην παρούσα υπόθεση, για να πω ότι δεν βλέπω πώς θα μπορούσε να έχει εφαρμογή όπως υποβλήθηκε. Η απόφαση εκείνη αφορούσε τον περί Δημοσιεύσεως Αισχρών Θεμάτων Νόμο του 1963 (Νόμος 35/63) και όχι το Νόμο 4(ΙΙΙ) του 1997 ο οποίος δεν είχε καν θεσπισθεί όταν ελήφθη η εκεί προσβαλλόμενη απόφαση η οποία και είχε ληφθεί μόνο στα πλαίσια του Νόμου 35/63. Η εδώ προσβαλλόμενη απόφαση βασίσθηκε όχι στο Νόμο 35/63 αλλά στο Νόμο 4(ΙΙΙ) του 1997. Ούτε θέμα δεδικασμένου αλλά ούτε και θέμα εφαρμογής νομολογιακής αρχής λοιπόν τίθεται. Εξ άλλου, η ίδια η απόφαση στην υπόθεση 218/97 βασίζεται στην ερμηνεία του όρου "θέμα" στο Νόμο 35/63 ως μη περιλαμβάνοντα αντικείμενα, ενώ ο Νόμος 4(ΙΙΙ) του 1997 αναφέρεται ρητά σε αντικείμενα.

Διαπιστώνω όμως πλάνη των Ταχυδρομικών Υπηρεσιών σε σχέση με την εφαρμογή του Νόμου 4(ΙΙΙ) του 1997. Το Άρθρο 18 της Συμφωνίας που αφορά τα Ταχυδρομικά Δέματα, ως μέρος του Νόμου, απαγορεύει στην παράγραφο 1.7 την έγκλειση σε ταχυδρομικά δέματα άσεμνων ή ανήθικων αντικειμένων. Το δε Άρθρο 18.3 απαγορεύει την αποστολή στον προορισμό τους ή την επίδοση στους παραλήπτες ή την επιστροφή στον αποστολέα των δεμάτων τα οποία περιέχουν αντικείμενα που εμπίπτουν, inter alia, στην παράγραφο 1.7 του Άρθρου 18.  Είναι φανερό ότι το τι απαγορεύεται δεν είναι η εισαγωγή αυτή καθ'αυτή των εν λόγω αντικειμένων αλλά, inter alia όπως στην προκειμένη περίπτωση, η επίδοση των δεμάτων στον παραλήπτη, προφανώς ώστε να μην προσφέρεται εξυπηρέτηση μέσω του Ταχυδρομείου προς εκείνους οι οποίοι αποστέλλουν ή λαμβάνουν τέτοια αντικείμενα μέσω του Ταχυδρομείου. Καμιά άλλη συνέπεια δεν προβλέπεται στο Άρθρο 18, και συγκεκριμένα καμιά εξουσία κατάσχεσης των αντικειμένων δεν δίδεται στις Ταχυδρομικές Υπηρεσίες. Στην προκειμένη περίπτωση όμως οι Ταχυδρομικές Υπηρεσίες δεν αρνήθησαν ή παράλειψαν απλώς να επιδώσουν τα δέματα στον παραλήπτη, την Exporama, όπως προνοεί ο Νόμος, αλλά κατέσχαν τα δέματα. Αυτό ήτο καθ' υπέρβαση της εξουσίας που τους εδίδετο από το Νόμο, είναι δε αξιοσημείωτο και το ότι ο ίδιος ο Γενικός Εισαγγελέας, στην αναφερθείσα επιστολή του προς τις Ταχυδρομικές Υπηρεσίες ημερομηνίας 9.11.1998, απλώς παραπέμπει και παραθέτει τις εφαρμοζόμενες ανωτέρω αναφερθείσες πρόνοιες του Άρθρου 18.1.7 και 18.3 και δεν μιλά καθόλου για κατάσχεση. Ως εκ τούτου, η απόφαση των Ταχυδρομικών Υπηρεσιών ήταν παράνομη, ληφθείσα υπό πλάνη περί το Νόμο, και υπόκειται σε ακύρωση. Η υποχρέωση τους να μην επιδώσουν τα δέματα στην Exporama ως παραλήπτη δεν επεκτείνετο είτε στην κατάσχεση τους είτε στην ουσιαστική απαγόρευση εισαγωγής τους στην οποία απέληγε η κατάσχεση τους. Η υποχρέωση των Ταχυδρομικών Υπηρεσιών εξαντλείτο με τη μη επίδοση των δεμάτων, και εναπόκειτο στην Exporama να ανακτήσει, με οποιοδήποτε άλλο πρόσφορο τρόπο, τα αντικείμενα, πράγμα που δεν θα ήταν πλέον δυνατό με την κατάσχεση τους.

Υπάρχει και μια άλλη σχετική παράμετρος στο θέμα. Οι Ταχυδρομικές Υπηρεσίες κατέσχαν το σύνολο των αντικειμένων που περιείχοντο στα δέματα, χωρίς να εξειδικεύσουν ποια από αυτά θεωρούσαν άσεμνα ή ανήθικα και χωρίς να διαφοροποιήσουν τα αντικείμενα που δεν εθεωρούντο άσεμνα ή ανήθικα. Καθ' όσον όμως η απαγόρευση στο Νόμο εδράζεται στο άσεμνο ή ανήθικο του αντικειμένου, δεν μπορεί να επεκτείνεται σε άλλα αντικείμενα, έστω και αν αυτά επίσης έχουν εγκλεισθεί στο ίδιο δέμα με αντικείμενα που θεωρούνται άσεμνα ή ανήθικα, αφού το τι βασικά απαγορεύεται είναι η έγκλειση και αποστολή άσεμνων ή ανήθικων αντικειμένων. Με την κατάσχεση όλων των αντικειμένων, άσεμνων ή ανήθικων και μη, οι Ταχυδρομικές Υπηρεσίες στέρησαν στην Exporama τη δυνατότητα να ανακτήσουν εν πάση περιπτώσει εκείνα τα αντικείμενα που δεν εθεωρήθησαν άσεμνα ή ανήθικα. Αυτό επίσης συνιστούσε παρανομία αλλά και παραβίαση του δικαιώματος ιδιοκτησίας της Exporama στα αντικείμενα που δεν εθεωρούντο άσεμνα ή ανήθικα.

Αν ήταν αναγκαίο να προχωρούσα περαιτέρω, θα διατύπωνα την αμφιβολία μου για την ορθότητα της προσβαλλόμενης απόφασης σε ευρύτερες παραμέτρους. Μια τέτοια παράμετρος αφορά το θέμα του κριτηρίου του τι συνιστά άσεμνο ή ανήθικο αντικείμενο, πέραν και του γεγονότος ότι τα ίδια τα αντικείμενα δεν έχουν παρουσιασθεί στο δικαστήριο.  Μήπως αυτό έγκειται στην ουσία του αντικειμένου αυτή καθ' αυτή, ή στη χρήση που μπορεί να του γίνει ή στο χώρο που μπορεί να εκτεθεί, ή στο άτομο που μπορεί να το δεί, ή στη συνέπεια που μπορεί να έχει; Κανένας ορισμός δεν προσφέρεται στο Νόμο. Και άσεμνο ή ανήθικο με βάση ποια αντίληψη; Εκείνη που επικρατεί στη χώρα από την οποία αποστέλλεται ή εκείνη που επικρατεί στη χώρα στην οποία στέλλεται το αντικείμενο; Η άποψη του τι είναι άσεμνο ή ανήθικο μπορεί να ποικίλει από χώρα σε χώρα και από χρόνο σε χρόνο. Αντικείμενο το οποίο στην Αγγλία, από όπου εστάλη, δεν θεωρείται άσεμνο ή ανήθικο, καθίσταται άσεμνο ή ανήθικο όταν φθάσει στην Κύπρο, όπου θεωρείται τέτοιο; Και με ποιο έρεισμα θα μπορούσε η άποψη των μεν για το τι είναι άσεμνο ή ανήθικο να επηρεάσει το δικαίωμα του δε να κατέχει τέτοιο αντικείμενο, του οποίου μάλιστα η εισαγωγή δεν απαγορεύεται; Δεν χρειάζεται όμως να επεκταθώ στα ερωτήματα αυτά, εν όψει της πιο πάνω άποψης μου.

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

Η Δημοκρατία θα καταβάλει τα έξοδα της Αιτήτριας.

Η προσφυγή επιτυγχάνει με εξοδα.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο