ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

 

Υπόθεση αρ. 161/97

ΕΝΩΠΙΟΝ: Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.

Αναφορικά με τα Άρθρα 28 και 146 του Συντάγματος

Μεταξύ -

Τεκτζανίκ Πογιατζιάν, από τη Λευκωσία

Αιτητρίας

- και -

Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας

Καθής η αίτηση

-----------------------

Ημερομηνία: 9 Οκτωβρίου, 2000

Για την αιτήτρια: Μ. Κυπριανού

Για την καθής η αίτηση: Γ. Φράγκου, Εισαγγελέας της Δημοκρατίας

--------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Με την προσφυγή της η αιτήτρια στράφηκε, αρχικά, εναντίον της προαγωγής 19 ενδιαφερόμενων μερών στη μόνιμη θέση Ανώτερου Γραμματειακού Λειτουργού, Γενικό Γραμματειακό Προσωπικό. Tα ονόματα τους περιλήφθηκαν στον "Πίνακα Α" που επισυνάφθηκε στην προσφυγή. Η απόφαση προαγωγής λήφθηκε από την Επιτροπή Δημόσιας Υπηρεσίας στις 24/10/96 με ισχύ από 15/11/96. Όμως είχαν προηγηθεί, για την πλήρωση των κενών αυτών θέσεων, 6 διαφορετικές διαδικασίες.

Στην ένσταση της, η Δημοκρατία επεσήμανε ότι με το ίδιο δικόγραφο δεν είναι δυνατό να προσβάλλονται περισσότερες της μιας διοικητικές πράξεις. Η αιτήτρια προέβη, ύστερα από την προβολή του θέματος ως προδικαστικού, σε διάβημα για χωρισμό δικογράφου. Με αποτέλεσμα να προκύψει η προσφυγή με αρ. 283/98, που προσβάλλει την προαγωγή δυο μόνο από τα πιο πάνω ενδιαφερόμενα μέρη, της Θάλειας Τόφα και του Ερωτόκριτου Σαββίδη. Αναφορικά τώρα με την κρινόμενη προσφυγή, συνεχίστηκε εναντίον δυο άλλων από τα ενδιαφερόμενα μέρη, δηλαδή, της Αναστασίας Ευθυμίου και Ανδρέα Πέτρου (βλ. και πρακτικό ημερ. 10/5/99). Ας σημειωθεί ότι η επίδικη απόφαση για την προαγωγή της πρώτης ήταν ομόφωνη. Η προαγωγή του Ανδρέα Πέτρου λήφθηκε κατά πλειοψηφία.

Ο δικηγόρος της αιτήτριας περιόρισε την αγόρευση του σε δυο σημεία. Το πρώτο είναι ότι οι υπηρεσιακές εκθέσεις της αιτήτριας για τα έτη 1991-1994 και του ενδιαφερόμενου Α. Πέτρου για τα έτη 1991, 1994 και 1995, συντάχθηκαν από διμελή αντί από τριμελή ομάδα αξιολόγησης. Αυτό αντίκειται στις διατάξεις του άρθρ. 50(3) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου αρ. 1/90, όπως τροποποιήθηκε, το οποίο ορίζει ότι:

"Οι υπηρεσιακές εκθέσεις συντάσσονται, όπου τούτο είναι δυνατόν, από τριμελή ομάδα αξιολόγησης.................."

Η παρατυπία είναι παραδεκτή. Αντιτάχθηκε ωστόσο ότι το γεγονός αυτό δεν επηρέασε αρνητικά την αιτήτρια. Κι αυτό γιατί οι βαθμολογίες των δύο αυτών υπαλλήλων, κατά τα κρίσιμα χρόνια, ήταν ουσιαστικά οι ίδιες. Έτσι και η παρατυπία δεν στοιχειοθετεί λόγο ακύρωσης.

Θα συμφωνήσω. Η παρατυπία εδώ θα οδηγούσε σε ακύρωση των προαγωγών μόνο εφόσον είχε ουσιαστικό αντίκτυπο στη θέση της αιτήτριας. Δεν είχε όμως καμιά συνέπεια. Ο σκοπός της διάκρισης, που έχει κάμει η νομολογία, μεταξύ των τύπων που θεσπίζει ένας νόμος, σε ουσιώδεις και επουσιώδεις, είναι να αποφεύγεται η ακύρωση διοικητικών πράξεων για τυπικές ή χωρίς σημασία παραβάσεις. Το ζήτημα αυτό με έχει απασχολήσει στην προσφυγή αρ. 929/88 Ιωάννης Πρέζας ν. Δημοκρατίας ημερ. 14/7/90:

"Η διάκριση των τύπων σε ουσιώδεις και μη επαφίεται σε τελευταία ανάλυση στην κρίση του δικαστηρίου που ελέγχει τη νομιμότητα της διοικητικής πράξης: Κυριακόπουλος "Ελληνικόν Διοικητικόν Δίκαιον" 4η έκδοση, τόμος Β, σελ. 380, Α.Ε. 525 Α. Γεωργίου κ.α. ν. Ε.Ε.Υ. απόφαση που εκδόθηκε στις 16/6/89. Τα βασικά κριτήρια που συντελούν στο σχηματισμό της γνώμης του δικαστή είναι από τη μια ο σκοπός που εξυπηρετεί ο τύπος και οι επιπτώσεις που μπορεί να έχει η παράβαση του, από την άλλη."

βλ. επίσης την απόφαση στις προσφ. αρ. 470/90 & 575/90 Ζήσιμου Χ"Τοφή κ.α. ν. Δημοκρατίας, ημερ. 20/5/92.

Παρά την παράβαση της διαδικαστικής προϋπόθεσης του άρθρ. 50(3) του νόμου, που αφορά τη σύνταξη των εκθέσεων, η αιτήτρια δεν έχει επηρεασθεί δυσμενώς. Το επιχείρημα της ότι αν η ομάδα αξιολογητών ήταν τριμελής μπορούσε να μην είχε εξαίρετη βαθμολογία το ενδιαφερόμενο μέρος είναι αμφοτερόπλευρο. Δυνατό να μην είχε εξαίρετη βαθμολογία, σε μια τέτοια περίπτωση και η ίδια η αιτήτρια.

Το άλλο σημείο αφορά τη σύσταση του Αναπληρωτή Διευθυντή Υπηρεσίας Δημόσιας Διοίκησης και Προσωπικού (Διευθυντή) υπέρ των προαχθέντων. Επικρίνεται ως αναιτιολόγητη και ασυμβίβαστη με τα υπηρεσιακά δεδομένα των φακέλων. Η επισήμανση του ότι "μερικοί υποψήφιοι έχουν οριακή υπεροχή σε αρχαιότητα, η οποία όμως σαφώς εξουδετερώνεται από τη γενική υπεροχή των συστηνομένων" είναι viz a viz την αιτήτρια λανθασμένη. Ο λόγος είναι ότι αυτή είναι κατά 14 μήνες αρχαιότερη των ενδιαφερόμενων μερών στη θέση που ήταν όλοι πριν από την επίδικη προαγωγή. Περαιτέρω η αιτήτρια άρχισε τη σταδιοδρομία της στην Υπηρεσία 10 χρόνια πριν από τον Ανδρέα Πέτρου και 6 πριν από την εδιαφερόμενη Ευθυμίου. Δεν μπορεί, επομένως, να αναφέρεται ένας σε οριακή διαφορά. Τουλάχιστον για την αιτήτρια αυτή. Εξώφθαλμα έχουμε εδώ ουσιαστική υπεροχή της αιτήτριας, η οποία παραγνωρίστηκε, προφανώς, από πλάνη.

Πρέπει να λεχθεί ότι ο Διευθυντής προσπάθησε να διευκρινίσει γιατί ορισμένοι υποψήφιοι που είναι αρχαιότεροι των προαχθέντων δεν συστήθηκαν. Η εξήγηση του ήταν ότι "οι υποψήφιοι αυτοί υστερούν από τους συστηνόμενους στο σύνολο των αξιολογήσεων για όλα τα έτη, παρόλο που τα τελευταία έτη έχουν βελτιωθεί." Ένας πρόσθετος λόγος που έδωσε ο Διευθυντής είναι ότι "αυτοί υστερούν στις προσωπικές ιδιότητες και ικανότητες να ανταποκριθούν στα αυξημένα καθήκοντα της ανώτερης θέσης."

Είναι όμως γεγονός ότι από τις εκθέσεις των τελευταίων 5 χρόνων, που αποτελούν και την αποφασιστική περίοδο, προκύπτει ότι η βαθμολογία τους ήταν ακριβώς η ίδια. Με μόνη διαφορά πως το 1992 η αιτήτρια είχε 7 "Ε" και 1 Π.Κ. έναντι των 8 "Ε" των ενδιαφερόμενων μερών. Περιττό να λεχθεί ότι αυτό δε μεταβάλλει καθόλου την υπηρεσιακή εικόνα. Οι ιδιότητες στις οποίες αναφέρθηκε ο Διευθυντής είναι ουσιαστικά οι ικανότητες, οι οποίες βαθμολογήθηκαν στις εκθέσεις.

Η κρίση του, αφεαυτής, δε συνιστά αιτιολογημένη επιλογή και σύσταση, όπως απαιτεί ο νόμος. Εγκυμονεί τον κίνδυνο ανάπλασης της υπηρεσιακής εικόνας του υπαλλήλου, η οποία προκύπτει από τις υπηρεσιακές του εκθέσεις: Βλ. Α.Ε. 2374 Κρυστάλλω Χριστουδουλίδου ν. Δημοκρατίας ημερ. 15/9/99. Δεν εντόπισα στην επίδικη σύσταση το ουσιαστικό εκείνο στοιχείο, που θα μπορούσε να ελεγχθεί δικαστικά, το οποίο διαφοροποιεί τους προαχθέντες και τους καθιστά καταλληλότερους. Κατά βάση, η σύσταση είναι γενικόλογη και αόριστη, πράγμα που δεν ικανοποιεί τη νομοθετική επιταγή. Κατανοεί ένας τις δυσκολίες, όταν υπάρχουν πολλοί διεκδικητές πολλών θέσεων. Η δυσχέρεια όμως αυτή δε συνιστά χαλάρωση της νομοθετικής πρόνοιας, που απαιτεί τεκμηριωμένη αιτιολόγηση της εισήγησης του Διευθυντή.

 

Κρίνω ότι η σύσταση, που ήταν ένα από τα απαραίτητα ερείσματα της επίδικης απόφασης, είναι ανεπαρκής και αναιτιολόγητη. Αναπόφευκτα αυτό επηρεάζει και τη νομιμότητα της επίδικης απόφασης, η οποία ακυρώνεται. Με έξοδα σε βάρος της Δημοκρατίας.

 

Σ. Νικήτας, Δ.

/Κασ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο