ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 1125/99
Ενώπιον
: ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με τα Άρθρα 28 και 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Κώστα Κωνσταντινίδη, από τη Λεμεσό
Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Εφόρου Φόρου Εισοδήματος
Καθ΄ου η αίτηση
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 20.10.2000Για τον αιτητή: κ. Α. Σ. Αγγελίδης.
Για τον καθ΄ου η αίτηση: κα Δ. Κούσιου-Χρυσανδρέα, Δικηγόρος της
Δημοκρατίας.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής ζητά τις πιο κάτω θεραπείες:
«Α. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ΄ου η αίτηση που περιέχεται σε επιστολή του ημερ. 22.6.99 η οποία λήφθηκε από τον αιτητή στις 28.6.99 και με την οποίαν απέρριψε τις ενστάσεις και/ή ιεραρχικές προσφυγές του αιτητή εναντίον της απόφασης του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος για τις φορολογίες για τα έτη 1979, 1980, 1984, 1985, 1986, 1987 και 1988 και καθόρισε φορολογητέο εισόδημα αντίστοιχα για κάθε ένα από τα παραπάνω έτη £3.018, £4.170, £9.425, £11.523, £12.139, £16.433 και £15.984 είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος.
Β. Δήλωση του Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση του καθ΄ου η αίτηση να επιβάλει στον αιτητή ειδοποιήσεις επιβολής φορολογίας για τα έτη 1979-1988 και/ή η απόφαση του καθ΄ου η αίτηση να επιβάλει στον αιτητή για τα έτη 1979-1988 την πληρωμή των ποσών των £392,34, £756,80, £3.290,92, £3.646,07, £6.218,41 και £5.398,20 αντίστοιχα ως φόρο εισοδήματος είναι άκυρη, παράνομη και στερημένη οποιουδήποτε έννομου αποτελέσματος».
Το πραγματικό υπόβαθρο της υπόθεσης είναι το ακόλουθο:
Ο αιτητής διατηρεί ασφαλιστικό γραφείο στη Λεμεσό. Τα εισοδήματά του προέρχονταν, κατά τους ουσιώδεις χρόνους, από προμήθειες που εισέπραττε ως αντιπρόσωπος των ασφαλιστικών εταιρειών Manufacturing Life, Compass Insurance και Crown Insurance.
Σύμφωνα με τις δηλώσεις εισοδήματος που υπέβαλε για τα επίδικα έτη 1979-1988, το εισόδημά του ήταν £1.185, £1.485, £2.793, £3.728, £3.684, £4.211 και £3.894, αντίστοιχα, για κάθε φορολογικό έτος. Σε όλες τις δηλώσεις του ο αιτητής παρουσίασε κατάσταση εσόδων και εξόδων. Όμως τα έξοδα που διεκδικούσε δεν συνοδεύονταν από αποδεικτικά στοιχεία. Ούτε και υπέβαλε ελεγμένους λογαριασμούς.
Στον αιτητή στάληκαν αρχικές φορολογίες σύμφωνα με τις οποίες το φορολογητέο εισόδημά του, για κάθε ένα από τα επίδικα έτη, δεν ήταν όσο δηλώθηκε, αλλά ήταν £3.018, £4.170, £9.425, £11.253, £12.139, £16.433 και £15.984, αντίστοιχα, με αποτέλεσμα ο πληρωτέος φόρος να ανέρχεται στα ποσά των £392,34, £756,80, £2.544,85, £3.290,92, £3.646,07, £6.218,41 και £5.398,20, αντίστοιχα, για κάθε φορολογικό έτος.
Εναντίον των φορολογιών που του επιβλήθηκαν, ο αιτητής υπέβαλε ενστάσεις οι οποίες και συζητήθηκαν σε συνάντηση που πραγματοποιήθηκε μεταξύ του αιτητή και του ελεγκτή του, αφενός, και αρμοδίων λειτουργών του καθ΄ου η αίτηση, αφετέρου. Κατά τη συνάντηση ζητήθηκε από τον αιτητή να τεκμηριώσει τους ισχυρισμούς του αναφορικά με το ύψος των εξόδων που διεκδικούσε. Ανέφερε ότι δεν τηρούνταν ελεγμένοι λογαριασμοί και δεν υπήρχαν αποδεικτικά στοιχεία. Επέμενε όμως ότι τα έξοδα που διεκδικούσε ήταν εύλογα. Και ότι οι φορολογικές του δηλώσεις ήταν ορθές.
Στις 22.9.1999 ο καθ΄ ου η αίτηση έστειλε επιστολή στον αιτητή, με κοινοποίηση στους ελεγκτές του, με την οποία τον πληροφορούσε ότι αποφάσισε να προχωρήσει στη βεβαίωση των φορολογιών του. Τους λόγους της τελικής του απόφασης εξηγούσε ως εξής:
«........................
2. Η απόφασή μου αυτή στηρίζεται στην εγκύκλιο ημερομηνίας 19.4.88 η οποία έχει δημοσιευθεί στην Κ.Δ.Π. 340/89 αναφορικά με τον τρόπο φορολογίας των αντιπροσώπων εταιρειών ασφαλειών ζωής.
3. Σύμφωνα με την Κ.Δ.Π. 340/89, στις περιπτώσεις μη υποβολής εξελεγμένων λογαριασμών για εξακρίβωση του πραγματικού εισοδήματος παραχωρείται ποσοστό 25%, μετά την αφαίρεση των υποπρομηθειών για κάλυψη όλων των εξόδων. Στο ποσοστό αυτό συμπεριλαμβάνονται και οι μισθοί.
........................»
Μαζί με την επιστολή έστειλε και τις τελικές ειδοποιήσεις επιβολής φορολογίας για τα επίδικα έτη.
Προβάλλεται ως λόγος ακυρώσεως ότι οι επίδικες φορολογίες επιβλήθηκαν από αναρμόδιο πρόσωπο, τον Ανώτερο Φοροθέτη κ. Λ. Λαζάρου, και όχι από τον κατά νόμο αρμόδιο Έφορο Φόρου Εισοδήματος. Ο λόγος αυτός δεν ευσταθεί. Ο κ. Λαζάρου είχε, δυνάμει της παραγράφου (Β) της Εγκυκλίου του Διευθυντή Τμήματος Εσωτερικών Προσόδων με αρ. 1995/12, ημερομηνίας 28.3.1995, την εξουσία επιβολής επιπρόσθετου φόρου μέχρι £30.000. (Βλέπε Παράρτημα 2 στη γραπτή αγόρευση για τον καθ΄ου η αίτηση). Στην περίπτωση του αιτητή, ο επιπρόσθετος φόρος δεν υπερέβαινε το ποσό των £30.000.
Άλλος λόγος ακυρώσεως που προβάλλεται είναι ότι οι επίδικες αποφάσεις του καθ΄ου η αίτηση στερούνται επαρκούς αιτιολογίας. Ούτε και αυτός ο λόγος ευσταθεί. Η αιτιολογία της επίδικης απόφασης του Εφόρου προκύπτει από την επιστολή του προς τον αιτητή, ημερομηνίας 22.6.1999, το σχετικό απόσπασμα από την οποία παρέθεσα πιο πάνω, αλλά και από το σχετικό διοικητικό φάκελο, Τεκμήριο 1, όπου ο αρμόδιος λειτουργός, σε σημείωμά του προς τον προϊστάμενό του, ημερομηνίας 17.5.1999, αναφέρει τα ακόλουθα σχετικά με τον αιτητή:
«Ο πιο πάνω φορολογούμενος διατηρή μεγάλο ασφαλιστικό γραφείο. Για κάθε χρόνο υπέβαλλε αναλυτική κατάσταση εξόδων και αφού κατέληγε σε ένα συγκεκριμένο ποσό εισοδήματος, ζητούσε να φορολογηθή πάνω σ΄ αυτό.
2. Στην αναλυτική αυτή κατάσταση των εξόδων που υπέβαλλε συμπεριλαμβάνονταν και οι μισθοί των υπαλλήλων.
3. Όμως, σύμφωνα με την ΚΔΠ 340/89, στην περίπτωση που δεν τηρούνται κανονικά λογιστικά βιβλία, τα έξοδα που επιτρέπονται αφορούν ένα ποσοστό 25% ως έκπτωση πάνω στις καθαρές προμήθειες που εισπράττονται μείον τις προμήθειες που πληρώνονται.
4. Σύμφωνα λοιπόν με το σκεπτικό της παραγράφου (3) έγινε συνάντηση με τον ελεγκτή και τον φορολογούμενο για διευθέτηση των φορολογιών που είναι υπό ένσταση. Αφού τους ενημέρωσα για το θέμα αυτό διαφώνησαν στο σημείο ότι μόνο το ποσοστό του 25% πρέπει να αφαιρεθή ως έξοδο αφού όπως είπαν όλα τα διεκδικούμενα έξοδα είναι πραγματικά και σωστά και είναι άδικο να μην επιτραπούν. Επίσης μου είπαν ότι είναι μεγάλη αδικία να γίνουν φορολογίες με τόσο ψηλά εισοδήματα και κατά συνέπεια ψηλούς φόρους μετά από τόσα χρόνια.
Το σύνολο των εισοδημάτων για τα χρόνια που είναι υπό ένσταση και στο οποίο πρέπει να γίνουν φορολογίες αφαιρουμένου του 25% μόνον, ανέρχεται στις £72422.
........................»
Στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή προβάλλεται και η θέση ότι η ΚΔΠ 340/89, που εφαρμόστηκε στην περίπτωση του αιτητή, συγκρούεται με το Άρθρο 24 του Συντάγματος και την αρχή της αναλογικότητας ενώ, ταυτόχρονα, είναι και ultra vires του Νόμου. Ανεξάρτητα από το γεγονός ότι η θέση αυτή δεν τεκμηριώνεται επαρκώς με την αγόρευση, στους λόγους ακυρώσεως που περιέχονται στο
δικόγραφο της προσφυγής δεν εγείρονται τέτοια θέματα. Σύμφωνα με τη νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου νέοι ή πρόσθετοι λόγοι ακυρώσεως, που προβάλλονται για πρώτη φορά στη γραπτή αγόρευση του δικηγόρου του αιτητή, δεν μπορούν να εξεταστούν από το Δικαστήριο. (Βλέπε, μεταξύ άλλων, Δημοκρατία ν. Κουκκουρή κ.ά. (1993) 3 ΑΑΔ 598).Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα εις βάρος του αιτητή.
Ρ. Γαβριηλίδης
Δ.
/ΧΤΘ