ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΡ. 1062/98
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Λωράν Μ. Ιερωνυμίδη
Αιτητή
και
Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου
καθ΄ων η αίτηση
------------------------------
11 Αυγούστου 2000
Για τον αιτητή: Α.Σ. Αγγελίδης.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: Κ. ΧατζηΙωάννου.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Προσβάλλεται η απόφαση της Αρχής Τηλεπικοινωνιών Κύπρου, ημερομηνίας 10.12.98, με την οποία προάχθηκαν οι Μ. Κονιώτης, Σ. Σαββίδης και Μ. Κωνσταντινίδου στη θέση Υποτομεάρχη Πληροφορικής (Ανάπτυξη Συστημάτων Πληροφορικής). Οι καθ΄ων η αίτηση εισηγούνται πως η προσφυγή είναι απαράδεκτη, τουλάχιστον σε ό,τι αφορά στα δυο ενδιαφερόμενα πρόσωπα. Προέχει η εξέταση αυτού του θέματος.
Το πρόβλημα, όπως διευκρινίστηκε, δημιουργείται από τον τρόπο της διατύπωσης του αιτητικού της προσφυγής. ΄Οπως το έθεσαν, ο αιτητής δεν ζητά ακυρότητα της πράξης στην ολότητά της, οπότε δεν θα ετίθετο ζήτημα, αλλά "ακυρότητα της προαγωγής άλλου αντ' αυτού". Παραθέτω το σκεπτικό της εισήγησης όπως αναπτύσσεται στη γραπτή αγόρευση των καθ΄ων η αίτηση.
"Είναι η εισήγησή μου ότι ο αιτητής δεν μπορεί να απαιτεί όπως το αιτητικό της προσφυγής. Δεν μπορεί δηλαδή να ζητά να καταλάβει και τις τρεις ισόβαθμες θέσεις που ήσαν κενές και κατέλαβαν τα ΕΜ αντί αυτού. ΄Εστω και αν ο αιτητής ήταν έκδηλα υπέρτερος των ΕΜ (που δεν είναι η περίπτωση) και πάλι μόνον μία θέση θα κατελάμβανε τις δε υπόλοιπες δυο θα τις καταλάμβαναν δύο από τα τρία ΕΜ. Η επιλογή του ΕΜ που η προαγωγή του οποίου θα προσβληθεί με την προσφυγή ανήκει στον αιτητή. Δεν είναι επιτρεπτόν να καλείται το Δικαστήριο να ερευνήσει και να επιλέξει το ίδιο το ΕΜ έναντι του οποίου ο αιτητής έχει αν έχει έκδηλη υπεροχή και να ακυρώσει την προαγωγή του. Το ένδικον μέσον πρέπει να είναι συγκεκριμένο η δε θεραπεία που επιδιώκεται πρέπει να είναι τέτοια που αν γίνουν δεκτές οι αιτιάσεις που προβάλλονται τότε θα μπορεί να αποδοθεί χωρίς διαφοροποίηση.
Η εισήγηση μου δεν επηρεάζεται από τυχόν προβλήματα στη διαδικασία έκδοσης της επίδικης (που δεν είναι η περίπτωση στην υπό εξέταση πράξη) όπως π.χ. έλλειψη αιτιολογίας ή δέουσας έρευνας διότι στο στάδιο της εξέτασης του δικογράφου τέτοιες αιτιάσεις δεν έχουν θέση λόγω του Τεκμηρίου της νομιμότητας.
Προβαίνω σ΄αυτή την εισήγηση γνωρίζοντας ότι η πρακτική που ακολουθήθηκε μέχρι σήμερα επιτρέπει τη διαμόρφωση αιτούμενης θεραπείας κατά τον τρόπο που διατυπώθηκε στην προκειμένη περίπτωση προσβάλλοντας δηλαδή την προαγωγή αριθμού ΕΜ, πρακτική που κατά την ταπεινή μου εισήγηση είναι εσφαλμένη. Θεωρώ πρόσφορον την παρούσα υπόθεση για να επιλυθεί αυτό το ζήτημα, παρά το ότι είναι η θέση μου ότι στην ουσία της η πράξη είναι έγκυρη στην ολότητά της, διότι αποδεικνύει στην πράξη την έκταση του προβλήματος. Στην παρούσα υπόθεση οι κενές θέσεις ήσαν τρεις οι δε υποψήφιοι τέσσερις. Επιλέγησαν τα ΕΜ. Δύο από τα ΕΜ σε οποιαδήποτε περίπτωση θα προήγοντο έστω και αν ο αιτητής ήταν (που δεν είναι) έκδηλα υπέρτερος όλων.
Περαιτέρω αν ο αιτητής ευρεθεί ότι ήταν έκδηλα υπέρτερος ενός από τα ΕΜ, το δικαστήριο δεν έχει την εξουσία να υπεισέλθει και να διαφοροποιήσει την αιτούμενην θεραπείαν που δεν είναι διαζευκτική. Η διοικητική απόφαση προσβάλλεται στην ολότητά της και αν και διαιρετή δεν μπορεί να διαχωρισθεί από το Δικαστήριο ex proprio motu. Είναι η εισήγηση μου πως δεν μπορεί να γίνει αυτό. Ούτε είναι επιτρεπτόν να ακυρωθεί στην ολότητά της μια απόφαση που περιέχει ατομικές διοικητικές πράξεις διότι σε μία εξ αυτών διεπιστώθη σφάλμα διότι αυτό θα οδηγούσε σε αδικία σε βάρος των υπολοίπων διοικουμένων που οφελήθησαν από την πράξη και που στην έκταση που τους αφορά αυτή είναι έγκυρη.
Το ζήτημα γίνεται ακόμη πιο δύσκολον να ευρεθεί (που δεν είναι η περίπτωση) ότι ο αιτητής υπερέχει έκδηλα δυο εκ των τριών ΕΜ. Ποιού η προαγωγή θα ακυρωθεί. Το Δικαστήριον δεν μπορεί να επιλέξει. Από την άλλη η εύκολη λύση της ακύρωσης και των δύο προαγωγών λόγω έκδηλης υπεροχής του αιτητή δημιουργεί πρόβλημα εννόμου συμφέροντος διότι αν ο αιτητής κατά την κρίση του Δικαστηρίου έπρεπε να προαχθεί αντί ενός των ΕΜ αυτόματα οποιοδήποτε έννομον συμφέρον είχε αν είχε να προσβάλει την προαγωγή και άλλου ΕΜ διακόπτεται.
Συνεπώς το ζήτημα δεν είναι απλά δικονομικόν αλλά επεκτείνεται και στην δικαιοδοσία του Δικαστηρίου και στην ύπαρξη ή όχι εννόμου συμφέροντος.
Είναι η εισήγηση μου ότι η αιτούμενη θεραπεία δεν είναι παραδεκτή και πρέπει να απορριφθεί. Τουλάχιστον πρέπει να απορριφθεί καθ΄όσον αφορά τα ΕΜ2 και ΕΜ3 εφ΄όσον το Δικαστήριον δεν μπορεί να δεχθεί να εξετάση ισχυρισμόν για έκδηλη υπεροχή για πέραν της μιας θέσης από ένα αιτητή."
Δέχομαι ως ορθή την άποψη του αιτητή πως η εισήγηση των καθ΄ων η αίτηση δεν ευσταθεί. Η φύση της δικαιοδοσίας του Δικαστηρίου προσδιορίζεται από το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος. Το Δικα-στήριο, για κάποιο από τους λόγους που αναφέρονται μπορεί, μετά από εμπρόθεσμη προσφυγή προσώπου που έχει έννομο συμφέρον, να επικυρώσει ή να κηρύξει άκυρη και στερημένη οποιουδήποτε αποτελέσματος, εν όλω ή εν μέρει, εκτελεστή διοικητική απόφαση. Είναι στοιχειώδες πως δεν συνιστά η προσφυγή κατά του κύρους εκτελεστής διοικητικής απόφασης μέσο διεκδίκησης διοικητικής απόφασης ορισμένου περιεχομένου, εν προκειμένω, προαγωγής σε κενή θέση. Αυτή η εκ του Συντάγματος καθορισμένη φύση της δικαστικής απόφασης και η πιθανή απόληξή της δεν μπορεί να αλλοιωθεί ούτε και μεταβάλλεται η δικαιοδοσία του Δικαστηρίου από επιμέρους διατυπώσεις, όπως το
"αντ' αυτού", στο αιτητικό της παρούσας προσφυγής.Ο αιτητής, ως προσοντούχος υποψήφιος, νομιμοποιείται στην άσκηση προσφυγής κατά του κύρους κάθε μιας από τις προαγωγές τις οποίες μπορούσε να διεκδικήσει κατά νόμο. Σαφώς η προσφυγή του αφορά στην κάθε μια από τις προαγωγές αυτές και οφείλεται αναθεωρητικός έλεγχος προς διερεύνηση του κύρους ή της ακυρότητας τους. Οι συλλογισμοί σε σχέση με ενδεχόμενα ανάλογα με το αν ο αιτητής θα θεμελιώσει έκδηλη υπεροχή έναντι ενός ή δυο από τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα (υπεροχή την οποία, εν πάση περιπτώσει, δεν διεκδικεί ο αιτητής), δεν μπορούν να διαφοροποιήσουν τη δικαιοδοτική τάξη. Σε κάθε περίπτωση, ακυρώνεται ορισμένη απόφαση εφόσον διαπιστωθεί λόγος ακυρότητας που την αφορά και, πλέον, εναπόκειται στη διοίκηση να επανεξετάσει το θέμα που η ακυρωτική απόφαση διανοίγει, συμμορφούμενη προς το δεδικασμένο της.
Ο αιτητής προτείνει τα ακόλουθα ως λόγους ακυρότητας:
1. Οι ετήσιες αξιολογήσεις του πάσχουν. Γίνονταν εσφαλμένα, μή αξιοκρατικά και πολλές φορές από άτομα που δεν είχαν προσωπική αντίληψη, γνώμη ή άποψη για την εργασία, την απόδοση και την αξία του.
2. ΄Ηταν μεροληπτική η αξιολόγηση της Μ. Κωνσταντινίδου. Καθυστερούσε κατά την προσέλευση στην εργασία της και τίθεται ερώτημα αναφορικά με την αξιολόγησή της στο στοιχείο "τακτικότητα".
3. Η σύσταση του Γενικού Διευθυντή είναι γενική, αόριστη και αναιτιολόγητη. Εν πάση περιπτώσει, ήταν αντίθετη προς τα στοιχεία των φακέλων αφού, όπως προκύπτει, παραβλέπει τα υπέρτερα ακαδημαϊκά προσόντα του αιτητή.
4. Η απόφαση του Διοικητικού Συμβουλίου είναι αναιτιολόγητη και όσα συνόψισε ως χαρακτηριστικά των τεσσάρων υποψηφίων συνιστούν "τυχαίες αναφορές" και "φραστικές αόριστες κρί-σεις και ωραιολογίες", διαφορετικές για τον καθένα και χωρίς καμιά ουσιαστική αιτιολογία για την προτίμηση των ενδιαφερομένων προσώπων.
Οι καθ΄ων η αίτηση υποστήριξαν τη νομιμότητα της απόφασης. Εισηγούνται πως η αιτιολογία που δόθηκε από το Συμβούλιο Προσωπικού, το Γενικό Διευθυντή και το Διοικητικό Συμβούλιο ήταν επαρκής. Πίσω της, ως συμπλήρωμα που δεν θα ήταν νοητό να αναπαραχθεί, βρίσκονται οι υπηρεσιακές εκθέσεις και οι προσωπικοί φάκελοι των υποψηφίων. Αυτά καλύπτουν την επίδοση, απόδοση και ουσιαστική καταλληλότητα τους που συνιστούν τα κριτήρια βάσει των οποίων διενεργούνται οι προαγωγές. Επίσης την αρχαιότητα και τα ακαδημαϊκά τους προσόντα ως στοιχεία που συνεκτιμούνται σε σχέση με την ουσιαστική καταλληλότητά τους. Οι αξιολογήσεις των ενδιαφερομένων προσώπων ήταν σταθερά υπέρτερες έναντι εκείνων του αιτητή, δεν αποδείκτηκαν οι αιτιάσεις ως προς τη νομιμότητά ή το αμερόληπτο των κρίσεων και η επιλογή που έγινε ήταν ευλόγως επιτρεπτή.
Το Διοικητικό Συμβούλιο κατέληξε στην επιλογή του, αφού, σύμφωνα με τα πρακτικά συνυπολόγισε:
(α) Τη συμβουλή του Συμβουλίου Προσωπικού το οποίο ομόφωνα σύστησε τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα.
(β) Την εισήγηση του Αν. Γενικού Διευθυντή που συμφώνησε, προσθέτοντας πως τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα "υπερέχουν του τέταρτου υποψηφίου σε επίδοση, απόδοση και ικανότητα".
(γ) Την επίδοση, απόδοση και καταλληλότητά τους όπως και τα ακαδημαϊκά και επαγγελματικά τους προσόντα. ΄Εκρινε συναφώς πως ο αιτητής ήταν "πολύ καλός υπάλληλος που παρουσιάζει συνεχή βελτίωση". Η κρίση του για τους υπόλοιπους ήταν σαφώς καλύτερη. Ο Μ. Κονιώτης κρίθηκε "εξαίρετος υπάλληλος με έκδηλο ενδιαφέρον για την υπηρεσία". Η προσφορά του, όπως αναφέρεται, "κρίνεται ως πολύτιμη". Ο Στ. Σαββίδης κρίθηκε ως "εξαίρετος υπάλληλος" ολοκληρωμένος και ώριμος μηχανικός". Η Μ. Κωνσταντινίδου κρίθηκε ως εξαίρετη υπάλληλος που εμπνέει σεβασμό και εκτίμηση σε υφισταμένους και συνεργάτες της και ως αξιόλογο στέλεχος της υπηρεσίας".
Ο αιτητής και τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα προσλήφθηκαν στην υπηρεσία της Αρχής ως Προϊστάμενοι Β και ανελίχθηκαν ως Προϊστάμενοι Α (ενιαίες θέσεις) κατά τις ίδιες ακριβώς ημερομηνίες. Στις 3.5.89 και 3.5.92 αντιστοίχως. Είναι όλοι κάτοχοι πανεπιστη- μιακού και μεταπτυχιακού τίτλου και στους φακέλους καταγρά-φονται με λεπτομέρεια και τα υπόλοιπα προσόντα τους. Κρίθηκε συναφώς πως όλοι κατείχαν το πλεονέκτημα των γνώσεων σε λειτουργίες ανάπτυξης συστημάτων πληροφορικής που προβλέπει το σχέδιο υπηρεσίας της θέσης. Ο ισχυρισμός του αιτητή πως κατείχε προσόντα υπέρτερα και πως αυτά παραγνωρίστηκαν δεν έχει τεκμηριωθεί. Παρέμεινε γενικός, χωρίς δηλαδή προσδιορισμό κάποιου συγκεκριμένου τομέα υπεροχής του και, πάντως, το Συμβούλιο Προσωπικού, ο Αν. Γενικός Διευθυντής και στο τέλος το Διοικητικό Συμβούλιο αναφέρθηκαν και ρητά στον συνυπολογισμό όλων των δεδομένων.
Οι ετήσιες αξιολογήσεις των ενδιαφερομένων προσώπων σε σύγκρι-ση προς εκείνες του αιτητή, επί σειρά ετών, είναι σταθερά καλύτερες. Το ίδιο και οι παρατηρήσεις που ετησίως τις συνόδευαν, ως αντανάκλασή τους. Στην παρούσα περίπτωση, οι εμφανείς διαφορές που αποκαλύπτουν οι φάκελοι, στηρίζουν αιτιολογικά τις συστάσεις και την τελική απόφαση. Περαιτέρω, οι κρίσεις του Διοικητικού Συμβουλίου αναφορικά με την ποιότητα των υποψηφίων δικαιολογούνται ως μια γενικά δίκαιη συνολική αποτίμηση των αξιολογήσεων και των παρατηρήσεων που τις συνόδευαν. Στο πλαίσιο αυτών των δεδομένων, η επιλογή που έγινε ήταν ευλόγως επιτρεπτή
.Οι ισχυρισμοί σε σχέση με το κύρος των αξιολογήσεων ή για μεροληψία παρέμειναν εντελώς ατεκμηρίωτοι και απολήγουν αβάσιμοι. Σημειώνω πως οι αξιολογήσεις γνωστοποιούνταν στους υπαλλήλους και υπάρχει στο φάκελο ορισμένη ένσταση του αιτητή για τα έτη 1992, 1993 και 1994 που έγινε, όπως και στην περίπτωση των ενδιαφερομένων προσώπων, εν μέρει δεκτή. Το ερώτημα δε αναφορικά με την τακτικότητα της Μ. Κωνσταντινίδου απαντάται από τις ίδιες τις αξιολογήσεις της. Για σειρά ετών βαθμολογείτο σχετικά χαμηλά, με βαθμό 3 και συνοδευόταν το γεγονός από παρατηρήσεις. Ταυτόχρονα, όμως, καταγράφονταν μαζί με τη δυσκολία που αντιμετώπιζε στη τήρηση του πρωϊνού ωραρίου, το γεγονός ότι αφιέρωνε αρκετές επιπρόσθετες ώρες τα απογεύματα. Από το 1996 βαθμολογήθηκε στο ίδιο στοιχείο με 4. Στα δε ιδιαιτέρως εγκωμιαστικά σχόλια για την ικανότητα και προσφορά της, δεν περιλαμβάνεται πλέον αναφορά στο θέμα. Η "τακτικότητα" ήταν ένα από τα πολλά στοιχεία αξιολόγησης και έχω ήδη σημειώσει πως ήταν ευλόγως επιτρεπτή η εκτίμηση πως στο σύνολο και η Μ. Κωνσταντινίδου, όπως και τα άλλα ενδιαφερόμενα πρόσωπα, υπερείχαν έναντι του αιτητή.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται, με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται στο σύνολό της.
Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ
/ΜΣι.