ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 948/99
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ.Κ. ΝΙΚΟΛΑΟΥ, Δ.
Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ
:Γεώργιου Ευσταθίου, από τη Χλώρακα Πάφου,
FONT>Αιτητή
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Διοικητή 25ης Επιλαρχίας Αρμάτων Εθνικής Φρουράς,
FONT>Καθ΄ ων η αίτηση
---------------------------
14 Ιουλίου
2000Για τον αιτητή: Σ. Οικονομίδης.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: Κ. Σταυρινός, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
---------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο αιτητής είναι μόνιμος Υπαξιωματικός του Στρατού της Δημοκρατίας. Φέρει το βαθμό του Επιλοχία και κατά το χρόνο που ενδιαφέρει υπηρετούσε στην 25η Επιλαρχία Αρμάτων. Όπως γνώριζε, είχε οριστεί για να εκτελέσει στις 10 Απριλίου 1999 υπηρεσία Βοηθού Αξιωματικού Υπηρεσίας στο στρατόπεδο της μονάδος του. Όμως δεν παρουσιάστηκε. Ειδοποίησε, τηλεφωνικώς, ενωρίς το πρωΐ της 10ης Απριλίου ότι αδυνατούσε να παρουσιαστεί εξ αιτίας μηχανικής βλάβης την οποία υπέστη το αυτοκίνητο του στην Πάφο όπου βρισκόταν. Το ίδιο επανέλαβε και σε μεταγενέστερη τηλεφωνική επικοινωνία που είχε με τη μονάδα του. Ο λόγος που ο αιτητής έδωσε ήταν ψευδής. Εξήγησε αργότερα ότι στην πραγματικότητα βρισκόταν κατ΄ εκείνο το χρόνο σε κλινική στην Αγία Νάπα όπου είχε εισαχθεί την προτεραία με γαστρεντερίτιδα αλλά θεώρησε σκόπιμο να προσφέρει μια άλλη δικαιολογία ώστε, όπως το έθεσε, να μην γίνει θέμα στη μονάδα του για την κατάσταση στην οποία βρισκόταν.
Διεξήχθη ανάκριση για το θέμα και με τη συμπλήρωση της στις 4 Μαΐου 1999, χωρίς να δοθεί η ευκαιρία στον αιτητή να ακουστεί, ο Διοικητής της Μονάδος τον έκρινε ένοχο και του επέβαλε ποινή οκταήμερης φυλάκισης. Επειδή κατ΄ εκείνη την ημερομηνία ο αιτητής βρισκόταν με άδεια απουσίας η απόφαση κοινοποιήθηκε σ΄ αυτόν στις 7 Μαΐου 1999 που επέστρεψε στη μονάδα του.
Έπειτα όμως, με έγγραφο ημερ. 7 Μαΐου 1999, το οποίο του επιδόθηκε την επομένη, ο αιτητής κλήθηκε σε διοικητική απολογία αναφορικά με το ίδιο ακριβώς πειθαρχικό παράπτωμα. Αυτή η εξέλιξη προέκυψε επειδή ο Διοικητής αντιλήφθηκε ότι δεν είχε ακολουθήσει την προβλεπόμενη διαδικασία προτού κρίνει ένοχο τον αιτητή και του επιβάλει ποινή. Οπότε έδωσε εσωτερικές οδηγίες να μην εγγραφεί η επιβληθείσα πειθαρχική ποινή στο Βιβλίο Ημερήσιας Διάταξης της Επιλαρχίας, να ακυρωθεί το σχέδιο εγγράφου και να μην υποβληθεί στο Προϊστάμενο Κλιμάκιο. Χωρίς όμως οποιανδήποτε κοινοποίηση περί τούτου στον αιτητή και πάντως χωρίς ποτέ να προβεί σε ανάκληση της πρώτης απόφασης.
Προχώρησε και η δεύτερη διαδικασία η οποία, κατόπιν που ο αιτητής υπέβαλε διοικητική απολογία, είχε ως αποτέλεσμα, στις 17 Μαΐου 1999, να βρεθεί και πάλι ένοχος και να του επιβληθεί ποινή οκταήμερης φυλάκισης. Στο μεταξύ ο αιτητής εξέτισε την πρώτη ποινή. Εν συνεχεία εξέτισε και τη δεύτερη.
Με την παρούσα προσφυγή ο αιτητής προσβάλλει την εκ δευτέρου καταδίκη του για ακριβώς το ίδιο πειθαρχικό παράπτωμα για το οποίο καταδικάστηκε προηγουμένως. Και αυτό βέβαια κατά παράβαση του δικαιώματος το οποίο διασφαλίζεται από το Άρθρο 12.2 του Συντάγματος και το οποίο αντανακλάται με τον Κανονισμό 4(2) των Πειθαρχικών Κανονισμών της Εθνικής Φρουράς, Δ.Π. 554 του 1964, όπως τροποποιήθηκαν.
Στο τελικό στάδιο των διευκρινήσεων η Δημοκρατία αναγνώρισε ότι με αυτά τα δεδομένα η προσβαλλόμενη απόφαση της 17 Μαΐου 1999 είναι ακυρωτέα για το λόγο που προώθησε ο αιτητής. Είναι αυτόδηλο πως η προσβαλλόμενη απόφαση ήταν αντισυνταγματική και θα πρέπει ως εκ τούτου να ακυρωθεί.
Η προσφυγή επιτυγχάνει με έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(β) του Συντάγματος.
Γ.Κ. Νικολάου,
Δ.
/ΕΘ