ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 773/99

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

Βασίλειου Βασιλείου

Αιτητή

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Διοικητή 13ου Συντάγματος Πεζικού

Εθνικής Φρουράς

Καθ΄ων η Αίτηση

--------------

18 Ιουλίου 2000

Για τον Αιτητή: κ. Σ. Οικονομίδης.

Για τους Καθ΄ων η Αίτηση: κ. Α. Χριστοφόρου, Δικηγόρος της

Δημοκρατίας Α, εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.

----------------------------

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Η προσφυγή ζητά την ακύρωση απόφασης του Διοικητή του 13ου Συντάγματος Πεζικού (Σ.Π.) της Εθνικής Φρουράς ημερομηνίας 28.3.1999 με την οποία ο Αιτητής εκρίθη ένοχος πειθαρχικού παραπτώματος και τιμωρήθηκε με τετραήμερη κράτηση.

Ο Αιτητής είναι μόνιμος αξιωματικός του Στρατού από το 1978, κατέχει δε το βαθμό του Ταγματάρχη από το 1994. Το 1995 είχε τιμωρηθεί από το διοικητή του Τάγματος του (281 Τ.Π.) με ποινή πενθήμερης κράτησης αφού κρίθηκε ένοχος πειθαρχικού παραπτώματος, εκείνου της απομάκρυνσης από τη Ζώνη Ευθύνης της Μονάδας του σε μη εργάσιμο χρόνο χωρίς την άδεια του Διοικητή. Την επιτυχία προσφυγής του κατά της εν λόγω απόφασης ακολούθησε διοικητική εξέταση η οποία απέληξε στην επιβολή νέας πειθαρχικής ποινής τετραήμερης κράτησης από τον Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς αφού ο Αιτητής κρίθηκε ένοχος του ιδίου πειθαρχικού παραπτώματος. Ο Αιτητής είχε εν τω μεταξύ μετατεθεί από το 281 Τ.Π. Και αυτή η απόφαση ακυρώθηκε σε προσφυγή του Αιτητή ως αναρμόδια επιβληθείσα. Η διοικητική εξέταση που είχε διεξαχθεί διεβιβάσθη τότε τελικά στο 13ο Σ.Π. στο οποίο υπάγετο διοικητικά το 281 Τ.Π. ώστε ο Διοικητής να εξετάσει την υπόθεση με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τη λήψη της ακυρωθείσας απόφασης. Ο Αιτητής είχε εν τω μεταξύ μετατεθεί ενδιάμεσα αλλού και τελικά στο 6ο Σ.Π. Ο Διοικητής του 13ου Σ.Π., αφού έλαβε υπ΄όψη το πόρισμα της διοικητικής εξέτασης και την απολογία του Αιτητή (που παρέπεμπε στις προηγούμενες απολογίες του), τον έκρινε ένοχο του εν λόγω πειθαρχικού παραπτώματος και του επέβαλε ποινή τετραήμερης κράτησης. Αυτή είναι και η προσβαλλόμενη απόφαση.

Τρία είναι τα νομικά σημεία στα οποία βασίζεται η προσφυγή:

1. Αναρμοδιότητα του Διοικητή του 13ου Σ.Π.

2. Πλάνη περί το νόμο και τα πράγματα.

3. Έλλειψη δέουσας έρευνας.

Το βάρος της αγόρευσης του κ. Οικονομίδη είναι στο πρώτο σημείο. Παραπέμποντας στους σχετικούς Πειθαρχικούς Κανονισμούς της Εθνικής Φρουράς, ο κ. Οικονομίδης εισηγείται ότι αρμοδιότητα να επιληφθεί πειθαρχικού παραπτώματος στρατιωτικού έχει, δυνάμει του Κανονισμού 6, ο "διοικών αξιωματικός", δηλαδή, όπως ορίζεται στον Κανονισμό 5, ο διοικητής της μονάδας του. Ο διοικητής της μονάδας, ως ο αξιωματικός στον οποίο υπάγεται άμεσα διοικητικά ο εμπλεκόμενος στρατιωτικός, καθίσταται έτσι ο σε πρώτο βαθμό αρμόδιος να επιληφθεί του παραπτώματος. Μόνος αρμόδιος λοιπόν να επιληφθεί του ισχυριζόμενου παραπτώματος του Αιτητή, καταλήγει ο κ. Οικονομίδης, ήταν ο τότε Διοικητής του 281 Τ.Π. στο οποίο ο Αιτητής υπηρετούσε κατά τον κρίσιμο χρόνο της διάπραξης του ισχυριζόμενου παραπτώματος, ο δε νυν Διοικητής του 13ου Σ.Π., ο οποίος επελήφθη τούτου, ήταν αναρμόδιος. Περαιτέρω, λέγει ο κ. Οικονομίδης, και η διοικητική εξέταση η οποία διεξήχθη, και επί της οποίας βασίσθηκε η κρίση του Διοικητή του 13 Σ.Π., διεξήχθη αναρμόδια και κατά παράβαση των Κανονισμών, αφού, όπως προνοεί ο Κανονισμός 7, η έρευνα διατάσσεται από τον ίδιο τον διοικούντα αξιωματικό αν αυτός κρίνει ότι έτσι χρειάζεται (άλλως διεξάγεται προσωπικά από τον ίδιο), η δε έκθεση του αποτελέσματος της έρευνας υποβάλλεται στον διοικούντα αξιωματικό ώστε αυτός να αποφασίσει αν υπάρχει παράπτωμα οπότε και να επιβάλει την αρμόζουσα ποινή. Αντί τούτου, η έρευνα διετάχθη από τον Αρχηγό της Εθνικής Φρουράς και διεξήχθη από τον Επιτελάρχη της 11 Μεραρχίας Πεζικού. Σε στήριξη των εισηγήσεων του, ο κ. Οικονομίδης παραπέμπει στις υποθέσεις Χρυσιλίου ν. Δημοκρατίας, 37/97, 23.12.1997, Σάντη ν. Δημοκρατίας, 609/96, 22.12.1997 και Σιμιλλίδου ν. Δημοκρατίας, 780/96, 19.12.1997, όπως και στην ίδια τη δεύτερη προσφυγή του Αιτητή, Βασιλείου ν. Δημοκρατίας, 792/97, 29.9.1998.

Η ισχυριζόμενη αναρμοδιότητα αποτελεί και τη βάση του δεύτερου σημείου, καθ΄όσον, όπως υποβάλλει ο κ. Οικονομίδης, αυτή ήταν προϊόν πλάνης περί το νόμο.

Όσον αφορά το τρίτο σημείο, η εισήγηση είναι ότι η απόφαση δεν μπορούσε εν πάση περιπτώσει, μετά από την ακυρωτική απόφαση, να στηρίζετο στην προηγούμενη διοικητική εξέταση, αλλά έπρεπε να διεξαχθεί νέα έρευνα, παράλειψη διεξαγωγής της οποίας απέληγε σε έλλειψη δέουσας έρευνας.

Ο κ. Χριστοφόρου δέχεται τη θέση ότι αρμοδιότητα είχε ο διοικητής του 281 Τ.Π. ως ο κατά την επανεξέταση διοικητής της μονάδας στην οποία ο Αιτητής υπηρετούσε όταν διεπράχθη το ισχυριζόμενο παράπτωμα. Υποδεικνύει όμως ότι ο Διοικητής του 281 Τ.Π. κ. Βακανάς δεν μπορούσε να επιληφθεί του θέματος αφού ήταν νεώτερος στην ιεραρχία από τον Αιτητή, παραπέμποντας και στο σχετικό Κανονισμό 11 ο οποίος προβλέπει ότι δικαίωμα επιβολής ποινής έχει ο διοικών αξιωματικός σε κάθε μέλος της μονάδας που είναι "κατώτερο κατά βαθμό". Τόσο ο Αιτητής όσο και ο κ. Βακανάς όντως φαίνεται να είχαν το βαθμό του Ταγματάρχη σε κάθε σχετικό χρόνο, ο δε Αιτητής να ήταν αρχαιότερος στην ιεραρχία από τον κ. Βακανά. Αυτός δε ήταν και ο άλλος λόγος για τον οποίο το θέμα παρεπέμφθη τελικά, με διαταγή του ΓΕΕΦ, από τον κ. Βακανά στο Διοικητή του 13 Σ.Π., που ήταν Συνταγματάρχης, ως τον διοικητικά αμέσως ανώτερο αξιωματικό υπό την ιδιότητα του ως Διοικητή του Συντάγματος στο οποίο υπάγετο το 281 Τ.Π.

Ότι ο κ. Βακανάς ήταν ο Διοικητής του 281 Τ.Π. κατά την επανεξέταση δεν αμφισβητείται. Ο κ. Οικονομίδης όμως εισηγείται ότι είναι ο αξιωματικός που ήταν διοικητής της μονάδας κατά το χρόνο που διαπράχθηκε το ισχυριζόμενο παράπτωμα που μόνος μπορούσε να επιληφθεί ως αρμόδιος του θέματος κατά την επανεξέταση, εφ΄όσον η επανεξέταση γίνεται με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που επικρατούσε κατά τον κρίσιμο χρόνο. Όσον αφορά το ποίος ήταν ο Διοικητής του 281 Τ.Π. κατά το χρόνο που διαπράχθηκε το ισχυριζόμενο παράπτωμα, ο κ. Οικονομίδης στην απαντητική του αγόρευση εισηγείται ότι αυτός ήταν όχι ο κ. Βακανάς αλλά ο Ανχης Οδυσσέως, παραπέμποντας στο τεκμ. "Α" στην απαντητική αγόρευση. Δεν είναι βέβαια δυνατό να προσαχθεί μαρτυρία μέσω των αγορεύσεων, ο κ. Οικονομίδης όμως είναι ορθός καθ΄όσον, όπως προκύπτει από τα συνημμένα στα τεκμ. 2 και 4 στην Ένσταση, Διοικητής του 281 Τ.Π. τότε ήταν ο Ανχης Οδυσσέως.

Δεν χρειάζεται να υπεισέλθω στο θέμα κατά πόσο ο κατά το χρόνο της διάπραξης του ισχυριζόμενου παραπτώματος ή ο κατά το χρόνο της επανεξέτασης Διοικητής του 281 Τ.Π. ήταν ο αρμόδιος "διοικών αξιωματικός", ούτε, αν ήθελε διαπιστωθεί ότι ο κατά το χρόνο επανεξέτασης Διοικητής του 281 Τ.Π. ήταν ο αρμόδιος στο θέμα, κατά πόσο ο Διοικητής του 13 Σ.Π. καθίστατο δυνάμει των κανονισμών ο αρμόδιος "διοικών αξιωματικός" ως εκ του ότι ο κατά το χρόνο της επανεξέτασης Διοικητής του 281 Τ.Π. ήταν ομόβαθμος του Αιτητή, τοσούτο μάλλον αφού η νομολογία στην οποία ανεφέρθη ο κ. Οικονομίδης δεν αφορά και δεν επιλύει τα εν λόγω θέματα παρά μόνο διαπιστώνει την αναρμοδιότητα του Αρχηγού του ΓΕΕΦ έναντι του διοικούντα αξιωματικού, αν και βρίσκω την επιχειρηματολογία του κ. Οικονομίδη αρκετά ελκυστική. Όπως όμως και να εκρίνοντο τα θέματα αυτά, η προσφυγή εν πάση περιπτώσει επιτυγχάνει για τον άλλο συναφή λόγο που εισηγείται ο κ. Οικονομίδης στα πλαίσια της αρμοδιότητας, ότι δηλαδή δεν ακολουθήθηκε η διαδικασία που προβλέπεται στους Κανονισμούς ως προς τη διερεύνηση του αναφερόμενου παραπτώματος. Ο κ. Χριστοφόρου στη γραπτή του αγόρευση δεν απευθύνεται στη πτυχή αυτή του πράγματος, είναι όμως καθαρό από τον Κανονισμό 6.2 ότι η έρευνα γίνεται προσωπικά από τον ίδιο τον διοικούντα αξιωματικό ο οποίος ασκεί και τον προσήκοντα έλεγχο, εάν δε ο ίδιος ο διοικών αξιωματικός κρίνει ότι το αναφερθέν παράπτωμα χρήζει περαιτέρω ερεύνης τότε και πάλι ο ίδιος διατάσσει ανάκριση. Στην προκειμένη περίπτωση, και αν ακόμα ο Διοικητής του 13 Σ.Π. εκρίνετο ότι ήταν ο αρμόδιος διοικών αξιωματικός, όπως η Διοίκηση θεώρησε, δεν διεξήγαγε ο ίδιος προσωπικά την έρευνα ασκώντας και τον προσήκοντα έλεγχο ούτε, υπαλλακτικά, διέταξε ο ίδιος την ανάκριση κρίνοντας ότι το αναφερθέν παράπτωμα έχρηζε περαιτέρω έρευνας, παρά μόνο βασίσθηκε, και βασίσθηκε αποκλειστικά (πλην βέβαια της απολογίας του Αιτητή) στην αυτοπεριγραφόμενη πρόχειρη διοικητική εξέταση την οποία διέταξε αναρμόδια ο Αρχηγός του ΓΕΕΦ και έκανε εξ ίσου αναρμόδια ο προς τούτο διαταχθείς Επιτελάρχης της 11 Μεραρχίας Πεζικού, ο οποίος και δεν είχε οποιαδήποτε σχέση με το 281 Τ.Π. Η όλη διαδικασία που ακολούθησε επομένως ο Διοικητής του 13 Σ.Π. ήταν λανθασμένη και παράνομη, συμπαρασύροντας σε παρανομία και ακυρότητα και την ίδια την απόφαση του.

Δεν χρειάζεται βέβαια να υπεισέλθω στο άλλο εγειρόμενο στην προσφυγή σημείο της έλλειψης δέουσας έρευνας, εκτός για να διερωτηθώ κατά πόσο αναρμόδια διεξαχθείσα έρευνα δεν θα ήταν εκ προοιμίου και μη δέουσα.

 

 

 

Η προσφυγή επιτυγχάνει και η προσβαλλόμενη απόφαση ακυρώνεται.

Η Δημοκρατία θα καταβάλει τα έξοδα του Αιτητή.

 

 

 

Δ. Χατζηχαμπής

Δ.

 

 

 

 

 

 

 

 

 

/ΚΧ"Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο