ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 548/98
ΕΝΩΠΙΟΝ
: Σ. ΝΙΚΗΤΑ, Δ.Αναφορικά με το Αρθρο 146 του Συντάγματος.
ΜΕΤΑΞΥ
:Χαράλαμπου Χ" Χαραλάμπους, από την Περιστερώνα,
Αιτητή
και
Ελεγκτικής Υπηρεσίας Συνεργατικών Εταιρειών,
Καθ'ης η αίτηση
----------------------------
31 Ιουλίου 2000
Για τον Αιτητή: Π. Φρακάλας.
Για την Καθής η αίτηση: Μ. Κωνσταντίνου (κα) για Αντ. Πασχαλίδη.
----------------------------------- ---
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η Ελεγκτική Υπηρεσία Συνεργατικών Εταιρειών (καθής η αίτηση) με απόφαση της ημερομηνίας 29/5/98 προήγαγε το ενδιαφερόμενο μέρος Μιχ. Βασιλείου στη μόνιμη θέση Ανώτερου Ελεγκτή από 1/6/98. Ο αιτητής, που διεκδίκησε τη θέση για τον εαυτό του, προσβάλλει την απόφαση για τους λόγους στους οποίους θα αναφερθώ παρακάτω. Διευκρινίζεται ότι οι μόνιμες θέσεις ήταν τρεις. Με βάση τους Κανονισμούς 6(1) και 15 των ομώνυμων Κανονισμών (Κ.Δ.Π. 174/89) είναι δυνατή η απόσπαση υπαλλήλου για εκτέλεση καθηκόντων άλλης θέσης. Με την ίδια ευκαιρία πληρώθηκε και τέταρτη θέση κατ' επίκληση και εφαρμογή των διατάξεων αυτών. Αποσαφηνίζεται ότι η προσφυγή στρέφεται μόνο κατά της προαγωγής του προμνησθέντος. Ας σημειωθεί περαιτέρω ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν μεταξύ των συστηθέντων από το Διευθυντή της καθής για τις τρεις μόνιμες θέσεις. Οι υποψηφιότητες (για τέσσερεις θέσεις) ήταν συνολικά οκτώ.
Τα βέλη της κριτικής του δικηγόρου του αιτητή συγκεντρώθηκαν κυρίως στη σύσταση του Διευθυντή της Υπηρεσίας. Επικρίθηκε για έλλειψη έρευνας και αιτιολογίας της εισήγησης του. Υποστηρίχθηκε ακόμα ότι αυτή ήταν μεροληπτική διότι δεν έγινε καμιά συγκριτική αναφορά στον αιτητή και ότι η εικόνα που αποδίδουν τα στοιχεία των φακέλων στο ενδιαφερόμενο μέρος δεν δικαιολογούσαν την επιλογή του. Περαιτέρω η σύσταση ήταν ταυτόσημου περιεχομένου και για τους τέσσερεις συστηθέντες (η παρατήρηση είναι κατ' ουσία ορθή). Τέλος, ούτε ο Διευθυντής στη σύσταση ούτε η Επιτροπή επικαλέστηκαν την αρχαιότητα του ενδιαφερόμενου μέρους ως παράγοντα που συνηγορούσε υπέρ της προαγωγής του. Σ' αυτήν αναφέρεται για πρώτη φορά η δικηγόρος της καθής στην αγόρευσή της.
Θα μπορούσε στο σημείο αυτό να λεχθεί ότι δεν είναι ακριβής η διαπίστωση της καθής ότι οι διάδικοι έχουν την ίδια αρχαιότητα. Οι φάκελοι δείχνουν ότι το ενδιαφερόμενο μέρος υπερέχει στον τομέα αυτό, όπως θα φανεί παρακάτω. Διορίστηκε την 1/1/66, ενώ ο αιτητής άρχισε τη σταδιοδρομία του στην Υπηρεσία έξι χρόνια μετά, την 1/12/72. Στη θέση που κατείχαν πριν την προαγωγή διορίστηκαν συγχρόνως, δηλαδή, την 1/5/91. Κατά συνέπεια το ενδιαφερόμενο μέρος είχε αρχαιότητα απέναντι στο συνάδελφό του. Αυτού του είδους το πλεονέκτημα, που ανάγεται στο απώτερο παρελθόν, δεν έχει την ίδια βαρύτητα με την αρχαιότητα που απορρέει από τη θέση που κατείχαν οι υποψήφιοι προτού διενεργηθεί η προαγωγή. Ομως, προσμετρά, έστω και οριακά, όπως έχει κατ' επανάληψη νομολογηθεί. Θα πρόσθετα ότι η πλάνη αυτή της καθής λειτούργησε προς όφελος του αιτητή. Επομένως, δεν μπορεί να άπτεται του κύρους της επίδικης πράξης.
Ανεξάρτητα από τις σκέψεις αυτές, ο αιτητής υπέβαλε ότι υπάρχει πλάνη περί τα πράγματα "όταν λαμβάνεται υπόψη για τον καθορισμό της αρχαιότητας η ημερομηνία διορισμού στην υπηρεσία και όχι η ημερομηνία της προαγωγής στην προηγούμενη θέση". Ο Κανονισμός 18 των ίδιων κανονισμών παραπέμπει, ως προς τον προσδιορισμό της αρχαιότητας, στα ισχύοντα για τους δημόσιους υπαλλήλους. Η σχετική διάταξη είναι το άρθρο 49 του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου του 1990, όπως τροποποιήθηκε. Το εδάφιο (1) προβλέπει ότι η αρχαιότης κρίνεται με βάση την ημερομηνία διορισμού ή προαγωγής ή απόσπασης στη συγκεκριμένη θέση. Σε περίπτωση όμως ταυτόχρονου διορισμού ή προαγωγής ή απόσπασης το εδάφιο (2) ορίζει ότι η αρχαιότητα κρίνεται σύμφωνα με την προηγούμενη αρχαιότητα των υποψηφίων. Η πρόνοια αυτή εφαρμόζεται και στην κρινόμενη περίπτωση και παρέχει στο ενδιαφερόμενο μέρος το περιορισμένο προβάδισμα της απώτερης (χρονολογικά) αρχαιότητας.
Είναι σωστό να έχουμε κατά νου το περιεχόμενο της σύστασης για το ενδιαφερόμενο μέρος:
"Ο κος Μιχαλάκης Βασιλείου κατέχει τη θέση Ελεγκτή Συνεργατικών Εταιρειών 1ης Τάξης από 1/5/1991. Διακρίνεται για την ακεραιότητα του χαρακτήρα του και έχει πάρα πολύ καλές διοικητικές και οργανωτικές ικανότητες, δυνατή προσωπικότητα, ευθυκρισία και αποτελεσματικότητα. Μπορεί να πάρει γρήγορες αποφάσεις και ενεργεί έγκαιρα και υπεύθυνα κατά την εκτέλεση της εργασίας του και την αντιμετώπιση προβλημάτων που πιθανόν να προκύψουν. Εχει στενή επικοινωνία με τους ιεραρχικά ανώτερους του για αναφορά ή διευκρινίσεις για θέματα που εγείρονται. Για τους πιο πάνω λόγους συστήνεται η προαγωγή του στη θέση Ανώτερου Ελεγκτή."
Επιβάλλεται εδώ η αναφορά σε δύο Κανονισμούς. Ο Κανονισμός 16(2) προνοεί ότι:
"(2) Αι διεκδικήσεις των υπαλλήλων προς προαγωγήν αποφασίζονται βάσει της αξίας, των προσόντων και της αρχαιότητος αυτών."
Το θέμα της σύστασης του Διευθυντή της υπηρεσίας ρυθμίζει η παράγραφος (3), η οποία ορίζει ότι:
"(3) Κατά την προαγωγήν λαμβάνονται δεόντως υπ' όψιν αι περί των υποψηφίων συστάσεις του Διευθυντού και του προϊσταμένου της υπηρεσίας ή τμήματος εν τω οποίω η κενή θέσις."
Είναι φανερό από την ανάγνωση της παραγράφου (3) ότι δεν απαιτείται αιτιολόγηση της σύστασης, όπως συμβαίνει στην περίπτωση του άρθρου 35(4) του περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου. Ωστόσο κατά πάγια γραμμή της νομολογίας του Δικαστηρίου, αν η εισήγηση περιέχει αιτιολογία είναι ελεγκτή από το Δικαστήριο: Α.Ε. 2099, Παρέλλη ν. Δημοκρατίας, ημερομηνίας 17/10/97 η οποία υιοθετήθηκε από νέα απόφαση της Ολομέλειας στην Α.Ε. 2037, Κίκης Ονουφρίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας, ημερομηνίας 20/11/98.
Από μια συνοπτική ματιά στα στοιχεία των φακέλων προκύπτει ότι, αναφορικά με την αξία, όπως αποτυπώνεται στις υπηρεσιακές εκθέσεις των ετών 1992-1997, ο αιτητής είχε, διαχρονικά, κάποια υπεροχή αλλά ελαφρά, όπως δέχεται και ο δικηγόρος του στις γραπτές αγορεύσεις. Και οι δύο υπάλληλοι είχαν τα απαιτούμενα προσόντα, που ήταν τα ίδια. Το θέμα της αρχαιότητας το έχω ήδη εξετάσει.
Διαπιστώνεται από τα πιο πάνω, που προκύπτουν από τους φακέλους, ότι η σύσταση του ενδιαφερόμενου μέρους από το Διευθυντή δεν βρίσκεται σε αντίθεση με τα στοιχεία. Επαναλαμβάνω ότι δεν υπάρχει νομοθετική υποχρέωση αιτιολόγησης της σύστασης. Στην προκείμενη περίπτωση εντούτοις αυτή παρέχει κάποιες πρόσθετες ιδιότητες του ενδιαφερόμενου μέρους, έστω και γενικής φύσης, που ιδωμένες αντικειμενικά, δικαιολογούν τη σύσταση. Ουσιαστικά παρόμοιου περιεχομένου σύσταση και για τους άλλους προαχθέντες, χωρίς οτιδήποτε άλλο, δεν παρέχει έγκυρο έρεισμα για παραγνώριση της εισήγησης. Περαιτέρω η απευθείας αξιολογική σύγκριση των υποψηφίων δεν είναι, σύμφωνα με τη νομολογία, απαραίτητη:
Louca v. Savva & others (1989) 3 C.L.R. 672, 680-681 (Ολομέλεια) και Μιλτιάδους κ.α. ν. Δημοκρατίας (1989) 3 Α.Α.Δ. 1318, 1333 (Ολομέλεια). Η έλλειψη της δεν επιμαρτυρεί μεροληπτική στάση, όπως έγινε εισήγηση. Καταλήγω πως νόμιμα λήφθηκε υπόψη από την καθής η σύσταση υπέρ του ενδιαφερόμενου μέρους. Δεν ευσταθούν οι πλημμέλειες που της προσάπτονται.Η επίδικη απόφαση βάλλεται και για το λόγο ότι δεν περιέχει νόμιμη αιτιολογία. Δεν θα συμφωνούσα. Η αιτιολογία της βασίζεται στις παραμέτρους της υπόθεσης που έχω θίξει πιο πάνω, οι οποίες παρέχουν κατά τη γνώμη μου την απαραίτητη βάση, που, σε συνδυασμό με τα στοιχεία των φακέλων που συνόψισα, συνιστούν νόμιμη και επαρκή αιτιολογία.
Η επίδικη απόφαση ήταν λογικά εφικτή και λήφθηκε στα πλαίσια της διακριτικής εξουσίας της καθής. Η λογικότητα της δεν αναιρείται έστω και αν αυτή λειτούργησε, σε σχέση με την αρχαιότητα, κάτω από το σφάλμα που υπέδειξα και επεξήγησα.
Για τους λόγους αυτούς απορρίπτω την προσφυγή, επικυρώνοντας την απόφαση της καθής. Τα έξοδα σε βάρος του αιτητή.
Σ. ΝΙΚΗΤΑΣ,
Δ.
/ΔΓ