ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Συνεκδικασθείσες Υποθέσεις

Αρ. 204/99 και 205/99

ΕΝΩΠΙΟΝ: Μ. ΚΡΟΝΙΔΗ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Υπόθεση Αρ. 204/99

Μεταξύ:

POSEIDON LINES SHIPPING CO., από τη Λιβηρία

Αιτητώ ν

- και -

Αρχής Λιμένων Κύπρου

Καθ'ης η αίτηση

- - - - - -

Υπόθεση Αρ. 205/99

Μεταξύ:

PRINCESA MARISSA CO. LTD., από τη Λευκωσία

Αιτητώ ν

- και -

Αρχής Λιμένων Κύπρου

Καθ'ης η αίτηση

- - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 14 Ιουλίου, 2000.

Για τους αιτητές και στις δύο υποθέσεις: Στ. Μουσιούττα (κα).

Για την καθ΄ης η αίτηση: Τ. Παπαδόπουλος και Σία.

- - - - - -

 

 

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Το αίτημα και στις δύο προσφυγές είναι πανομοιότυπο. Το παραθέτω σε κάθε μια από τις δύο προσφυγές.

Στην προσφυγή 204/99:-

"Α. Δήλωση και/ή διακήρυξη του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ΄ων η Αίτηση, κατόπιν επανεξέτασης ύστερα από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία κοινοποιήθηκε στους Αιτητές με επιστολή ημερομηνίας 8 Ιανουαρίου 1999 με την οποίαν αρνούνται την επιστροφή σε αυτούς λιμενικών δικαιωμάτων που πληρώθηκαν για το έτος 1995 για τα F/B SEA HARMONY II και SEA SERENADE σύμφωνα με τις πρόνοιες των κατά το έτος 1995 ισχυόντων περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Καταβλητέα Δικαιώματα) Κανονισμών, είναι εξ ολοκλήρου άκυρη και/ή παράνομη και/ή ελήφθη κατά παράβαση του Νόμου και/ή του Συντάγματος και στερείται οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος.".

Στην προσφυγή 205/99:-

"Α. Δήλωση και/ή διακήρυξη του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η απόφαση των Καθ΄ων η Αίτηση, κατόπιν επανεξέτασης ύστερα από ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, η οποία κοινοποιήθηκε στους Αιτητές με επιστολή ημερομηνίας 8 Ιανουαρίου 1999 με την οποίαν αρνούνται την επιστροφή σε αυτούς λιμενικών δικαιωμάτων που πληρώθηκαν για το έτος 1995 για το κρουαζιερόπλοιο PRINCESA MARISSA σύμφωνα με τις πρόνοιες των κατά το έτος 1995 ισχυόντων περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Καταβλητέα Δικαιώματα) Κανονισμών, είναι εξ ολοκλήρου άκυρη και/ή παράνομη και/ή ελήφθη κατά παράβαση του Νόμου και/ή του Συντάγματος και στερείται οποιουδήποτε νομικού αποτελέσματος.".

Η αιτήτρια Εταιρεία στην προσφυγή αρ. 204/99 είναι η ιδιοκτήτρια των F/B SEA HARMONY II και SEA SERENADE.

Η αιτήτρια Εταιρεία στην προσφυγή αρ. 205/99 είναι ιδιοκτήτρια του κρουαζιερόπλοιου PRINCESA MARISSA.

Αμφότερες οι αιτήτριες Εταιρείες κοινοποίησαν στους καθ΄ων η αίτηση την πρόθεσή τους για διεξαγωγή από τα πλοία τους τακτικής ναυτιλιακής γραμμής Κύπρου-εξωτερικού και πραγματοποίησης 2 και 3 προσεγγίσεων την εβδομάδα στο λιμάνι της Λεμεσού.

Οι αιτήτριες Εταιρείες με επιστολές τους ημερ. 2.1.96 η πρώτη και 18.1.96 η δεύτερη, ζήτησαν από τους καθ΄ων η αίτηση να της επιστραφούν τα υπ΄ αυτής επιπλέον καταβληθέντα τέλη για το έτος 1995, εφόσον είχε συμμορφωθεί με όλες τις υπό των Κανονισμών προβλεπόμενες προϋποθέσεις.

Οι καθ΄ων η αίτηση με επιστολή τους ημερ. 26.1.96 και 1.2.96 πληροφόρησαν τις αιτήτριες ότι το αίτημα τους δεν μπορούσε να ικανοποιηθεί γιατί οι σχετικές διατάξεις είχαν καταργηθεί με την Κ.Δ.Π. 307/95, ημερ. 22.12.95.

Οι αιτήτριες προσέβαλαν την πιο πάνω απόφαση με αιτήσεις ακυρώσεως (προσφυγές αρ. 285 και 286/96) και πέτυχαν ακυρωτική απόφαση από το Ανώτατο Δικαστήριο στις 16.11.98 για το λόγο ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις λήφθηκαν από αναρμόδιο πρόσωπο. Το Ανώτατο Δικαστήριο στην απόφαση του στις προσφυγές έχει καταλήξει ως εξής:-

"Καταλήγω λοιπόν ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις λήφθηκαν αναρμοδίως και θα πρέπει να ακυρωθούν. Δεν μπορεί επομένως να απασχολήσει εδώ οποιοδήποτε περαιτέρω ζήτημα.".

Οι καθ΄ων η αίτηση με επιστολές προς τις αιτήτριες τις πληροφόρησαν ότι το αίτημα τους δεν μπορεί να ικανοποιηθεί. Αναφέρονται και τα εξής στις επιστολές:-

"Το Διοικητικό Συμβούλιο της Αρχής επανεξέτασε την υπόθεση υπό το φως της πιο πάνω απόφασης του Ανωτάτου Δικαστηρίου και αποφάσισε ότι η εφαρμογή των κανονισμών της Αρχής είναι υποχρεωτική και ως εκ τούτου δεν παρέχεται η ευχέρεια στην Αρχή για διενέργεια διακανονισμού.".

Οι περί Αρχής Λιμένων Κύπρου (Καταβλητέα Δικαιώματα) Κανονισμοί του 1976 (Κ.Δ.Π. 45/76), όπως τροποποιήθηκαν, προβλέπουν ότι για κάθε πλοίο που φτάνει σε περιοχή λιμένος από λιμάνι της αλλοδαπής, καταβάλλονται λιμενικά δικαίωματα. Σύμφωνα με τον Κανονισμό 3:

"Τα εκάστοτε καταβλητέα τη Αρχή δικαιώματα διά την χρήσιν των υπό την δικαιοδοσίαν αυτής περιοχών λιμένων και των εν αυταίς εγκαταστάσεων και δι΄ αγαθά, υπηρεσίας ή διευκολύνσεις παρεχομένας υπό της Αρχής ή υφ΄ ετέρων εντός των περιοχών λιμένων καθορίζονται εν τω Πίνακι."

Ο Πίνακας υπέστη αριθμό τροποποιήσεων. Κατόπιν εκείνης την οποία επέφερε η Κ.Δ.Π. 95/86, δεν υπήρξε ουσιαστική μεταβολή σχετικά με ό,τι απασχόλησε εδώ, μέχρι την έκδοση της Κ.Δ.Π. 307/95 στις 22 Δεκεμβρίου 1995. Άλλες μεταγενέστερες τροποποιήσεις δεν ενδιαφέρουν εδώ.

Η διαφορά που προέκυψε μεταξύ των αιτητών αφορά στο ύψος των προβλεπόμενων δικαιωμάτων για το έτος 1995 σε σχέση με την άφιξη πλοίων τους στο λιμένα Λεμεσού. Η Αρχή, κατά τη λήψη των προσβαλλόμενων αποφάσεων εφάρμοσε για ολόκληρο το έτος 1995 τον Κανονισμό όπως διαμορφώθηκε με την Κ.Δ.Π. 307/95. Οι αιτητές υποστήριξαν ότι, για τις αντίστοιχες περιπτώσεις τους, ίσχυε το καθεστώς όπως ήταν πριν από την Κ.Δ.Π. 307/95 ενόψει αποκρυστάλλωσης μέχρι τότε της κατάστασης. Ενώ η Αρχή προέβαλε ότι με την Κ.Δ.Π. 307/95 μεταβλήθηκε το καθεστώς για ολόκληρο το έτος εφόσον δεν είχε ακόμα επέλθει τελικός διακανονισμός.

Οι πρόνοιες που έχουν σχέση με το ζήτημα περιέχονται στην παράγραφο 1 του Μέρους I - Γενικά Λιμενικά Δικαιώματα, του Πίνακα. Στην υποπαράγραφο (1) καθορίζονται τα δικαιώματα για όλες γενικά τις περιπτώσεις όπου δεν συντρέχει ειδική περίσταση για διαφορετική ρύθμιση με βάση άλλες υποπαραγράφους. Με την εν λόγω τροποποίηση, η υποπαράγραφος (1) παρέμεινε άθικτη. Καταργήθηκε όμως, η υποπαράγραφος (2) μαζί με τις συναφείς προς αυτήν υποπαραγράφους (4), (5) και (6). Πρόκειται για τις πρόνοιες που επικαλούνται οι αιτητές.

Παραθέτω, εκ της παραγράφου 1, τις υποπαραγράφους (2), (4), (5) και (6) πριν από την κατάργηση τους με την Κ.Δ.Π. 307/95:

"1 - (1) .................................................. ..............................

(2) Τηρουμένης της υποπαραγράφου (4), δι΄ έκαστον επιβατικόν σκάφος αφικνούμενον εις περιοχήν λιμένος εκ λιμένος της αλλοδαπής όπερ ανήκει εις τακτικήν ναυτιλιακήν γραμμήν Κύπρου - εξωτερικού της οποίας σκάφος ή σκάφη πραγματοποιούν ανελλιπώς διά την περίοδον από 1ης Ιουνίου μέχρι 30ης Σεπτεμβρίου δύο τουλάχιστον προσεγγίσεις την εβδομάδα και την υπόλοιπον περίοδον του έτους μίαν προσέγγισιν την εβδομάδα εις περιοχήν λιμένος και παραβάλλει με την πρύμνην, καταβάλλονται τα ακόλουθα δικαιώματα:

(α) Δι΄ έκαστον κόρον καθαράς χωρητικότητος μέχρι 800 κόρους: 2,4 σεντ:

(β) Δι΄ έκαστον κόρον καθαράς χωρητικότητος πέραν των 800 κόρων: 1,2 σεντ:

Νοείται ότι το συνολικόν ποσόν των δυνάμει της παρούσας παραγράφου καταβλητέων δικαιωμάτων δεν δύναται να υπερβή τας £45,00.

(3) .................................................. ............................

(4) Οι διατάξεις των υποπαραγράφων (2) και (3) δεν εφαρμόζονται εκτός εάν η ενδιαφερόμενη τακτική ναυτιλιακή γραμμή -

(α) έδωσε κοινοποίηση στην Αρχή αναφορικά με την πρόθεση της για διενέργεια δρομολογίων Κύπρου - εξωτερικού πάνω σε μόνιμη ετήσια βάση πριν την έναρξη του ημερολογιακού έτους στο οποίο αναφέρεται η κοινοποίηση. και

(β) παρέσχε στην Αρχή τις τυχόν απαιτηθείσες από την Αρχή πληροφορίες και στοιχεία σε σχέση με τα διενεργηθέντα ή σκοπούμενα δρομολόγια και τις συναφείς διευθετήσεις. και

(γ) διατηρούσε ικανοποιητικές διευθετήσεις για εξυπηρέτηση της Κύπρου - εξωτερικού. και

(δ) το σκάφος ή τα σκάφη της τακτικής ναυτιλιακής γραμμής πραγματοποίησαν τις προβλεπόμενες ελάχιστες προσεγγίσεις σε περιοχή λιμανιού μέσα στο έτος αναφορικά με το οποίο δόθηκε η κοινοποίηση.

(5) Τα δικαιώματα για το έτος αναφορικά με το οποίο ικανοποιήθηκαν οι απαιτήσεις της υποπαραγράφου (4), υπολογίζονται, ύστερα από αίτηση της τακτικής ναυτιλιακής γραμμής, σύμφωνα με τις υποπαραγράφους (2) και (3) και η Αρχή προβαίνει στον κατάλληλο διακανονισμό των δικαιωμάτων τα οποία έχουν καταβληθεί για το εν λόγω έτος σύμφωνα με την υποπαράγραφο (1).

.................................. .................................................. ......"

Κατά την επανεξέταση το αρμόδιο πλέον όργανο (το Συμβούλιο της Αρχής Λιμένων), συμμορφούμενο με την πιο πάνω ακυρωτική απόφαση του Ανωτάτου Δικαστηρίου, έλαβε την ίδιαν απόφαση με το ίδιο αιτιολογικό ότι οι σχετικές διατάξεις στις οποίες εβασίζοντο οι αιτήτριες έχουν καταργηθεί με την Κ.Δ.Π. 307/95, ημερ. 22.12.95.

Με τις απαντήσεις δεν προβλήθηκε σε σχέση με οποιαδήποτε από τις περιπτώσεις ότι, αν ίσχυε το καθεστώς πριν από την έκδοση της Κ.Δ.Π. 307/95 δεν θα πληρούνταν οι προϋποθέσεις για καθορισμό των δικαιωμάτων στη βάση που έθετε η υποπαράγραφος (2).

Ας σημειωθεί ότι τα δικαιώματα που καθορίζονταν με την υποπαράγραφο (2) δεν ανέρχονταν παρά μόνο στο ήμισυ εκείνων που καθορίζονταν στην υποπαράγραφο (1). Ας σημειωθεί επίσης ότι για την κάθε άφιξη σκάφους στη διάρκεια του έτους, καταβάλλονταν από όλους, κατ΄ εφαρμογή της υποπαραγράφου (5), τα ψηλότερα δικαιώματα και στο τέλος, εφόσον διαπιστωνόταν ότι εφαρμοζόταν για την περίπτωση η υποπαράγραφος (2), επερχόταν διακανονισμός με την επιστροφή του ανάλογου, επιπλέον πληρωθέντος ποσού.

Οι αιτήτριες Εταιρείες προβάλλουν πέντε λόγους που κατά την άποψή τους οδηγούν σε ακύρωση τις επίδικες αποφάσεις:-

(α) Λανθασμένη και/ή παράνομη αιτιολογία. Πλάνη περί το Νόμο.

(β) Παράβαση του Άρθρου 24.3 του Συντάγματος που απαγορεύει αναδρομικότητα των φορολογικών επιβαρύνσεων.

(γ) Παράβαση της αρχής της μη αναδρομικότητας των διοικητικών πράξεων.

(δ) Παράβαση της αρχής της χρηστής διοίκησης.

(ε) Η ερμηνεία που προσδίδει εφαρμογή της Κ.Δ.Π. 307/95 στις αφίξεις των πλοίων που είχαν ήδη πραγματοποιηθεί κατά το 1995 είναι ultra vires του Νόμου.

Οι καθ΄ων η αίτηση, για πρώtη φορά με τη γραπτή αγόρευση τους προβάλλουν προδικαστική ένσταση ότι οι αιτήτριες στερούνται του απαιτούμενου άμεσου ενεστώτος και θιγέντος εννόμου συμφέροντος. Είναι ο ισχυρισμός των καθ΄ων η αίτηση ότι το αίτημα για διακανονισμό των δικαιωμάτων υποβλήθηκε για μεν την προσφυγή αρ. 204/99 από την Εταιρεία Pantrans Navigation Ltd. και για την προσφυγή αρ. 205/99 από την Εταιρεία Louis Tourist Agency Ltd.. Κατά συνέπεια, κατά τους καθ΄ων η αίτηση, υπάρχει ασάφεια ως προς την ιδιότητα των αιτητριών και τη σχέση τους προς τις προσβαλλόμενες αποφάσεις. Καλούσαν δε με τη γραπτή τους αγόρευση, τους δικηγόρους των αιτητριών να υποδείξουν τα πραγματικά γεγονότα με τα οποία εθεμελιούτο το έννομο συμφέρον των αιτητριών.

Στην απαντητική αγόρευση ο δικηγόρος των αιτητριών επισημαίνει ότι οι δύο Εταιρείες που υπέβαλαν το αίτημα στους καθ΄ων η αίτηση είναι οι αντιπρόσωποι των πλοιοκτητριών Εταιρειών, δηλαδή τις αιτήτριες στις προσφυγές και ενεργούσαν για λογαριασμό τους. Κατά συνέπεια το έννομο συμφέρον παραμένει στις πλοιοκτήτριες Εταιρείες που είναι οι αιτήτριες. Οι αντιπρόσωποι δεν έχουν προσωπικό έννομο συμφέρον. Γι΄ αυτό, εξάλλου στις πρώτες προσφυγές που καταχωρήθησαν και είχαν ως αποτέλεσμα την ακύρωση της πρώτης διοικητικής απόφασης απεσύρθησαν οι αντιπρόσωποι των πλοιοκτητριών Εταιρειών από τον τίτλο των προσφυγών.

Η προδικαστική ένσταση δεν ευσταθεί και απορρίπτεται.

Οι κανονισμοί πριν την τροποποίηση τους με την Κ.Δ.Π. 307/95 της 22.12.95 προνοούν την καταβολή μειωμένων τελών για κάθε σκάφος που τηρεί τις προϋποθέσεις που αναφέρονται στην παράγραφο 1(2) του Μέρους Ι του Πίνακα. Νομοθετείται δηλαδή το δικαίωμα καταβολής μειωμένου τέλους. Για τη διασφάλιση της τήρησης των προϋποθέσεων του Κανονισμού προβλέπεται διακανονισμός (επιστροφή των υπερβαλλόντως καταβληθέντων τελών) στο τέλος του έτους, νοουμένου ότι έχουν τηρηθεί όλες οι προϋποθέσεις. Ο διακανονισμός αυτός προβλέπεται στην υποπαράγραφο (5) της παραγράφου 1.

Είναι η εισήγηση των αιτητριών ότι ο τρόπος διακανονισμού των τελών δεν επηρεάζει και ούτε θα μπορούσε να επηρεάσει τη δημιουργία του δικαιώματος για καταβολή μειωμένων λιμενικών τελών. Η θέσπιση δε μειωμένων τελών αφορά την εκάστοτε άφιξη του επιβατικού πλοίου. Εισηγούνται επίσης ότι με την πλήρωση των προϋποθέσεων της υποπαραγράφου 4 δημιουργείται το δικαίωμα για καταβολή μειωμένου τέλους αναδρομικά. Ανατρέχει δηλαδή η γένεση του δικαιώματος στην εκάστοτε άφιξη του πλοίου στο λιμάνι. Περαιτέρω εισηγούνται ότι η τροποποίηση των Κανονισμών της 22.12.95 με την Κ.Δ.Π. 307/95 με την οποία καταργήθησαν οι πρόνοιες της υποπαραγράφου (2) δεν θα μπορούσε να επηρεάσει το διακανονισμό των τελών που είχαν καταβληθεί αχρεωστήτως γιατί δεν είναι δυνατό να έχουν καταργηθεί αναδρομικά.

Εκ μέρους των καθ΄ων η αίτηση προβάλλεται η εισήγηση ότι οι προσβαλλόμενες αποφάσεις είναι ορθές και νόμιμες, εφόσον τόσο κατά το χρόνο υποβολής των αιτημάτων για διακανονισμό όσον και κατά το χρόνο έκδοσης τους ήταν σε ισχύ η Κ.Δ.Π. 307/95 η οποία απέκλειε την επιστροφή μέρους των ήδη καταβληθέντων δικαιωμάτων. Οι επίδικες πρόνοιες της Κ.Δ.Π. 307/95, εισηγούνται, απλώς επηρεάζουν μια προσδοκία διακανονισμού των ήδη καταβληθέντων λιμενικών δικαιωμάτων χωρίς να διαταράσσουν αποκρυσταλλωθέντα και κεκτημένα δικαιώματα.

Δεν συμφωνώ με τη θέση των καθ΄ων η αίτηση. Η εξουσιοδότηση του άρθρου 25 του Νόμου επιτρέπει την έκδοση Κανονισμών αναφορικά με το διακανονισμό δικαιωμάτων. Αυτό που εισάγει η Κ.Δ.Π. 307/95 δεν είναι η κατάργηση του διακανονισμού που απομένει να γίνει για τις ήδη πραγματοποιηθείσες αφίξεις πλοίων, αλλά η κατάργηση για το μέλλον της δυνατότητας επιβολής μειωμένων τελών για συγκεκριμένες αφίξεις στο λιμάνι. Επομένως δεν μπορεί να επηρεάσει το ήδη αποκρυσταλλωθέν δικαίωμα των αιτητριών για το διακανονισμό των δικαιωμάτων και για επιστροφή των χρημάτων που αχρεωστήτως είχαν καταβληθεί. Οι επίδικες αποφάσεις των καθ΄ων η αίτηση λήφθηκαν κατά παράβαση του γράμματος και του πνεύματος του νόμου και των κανονισμών. Οι επίδικες αποφάσεις λήφθηκαν με πλάνη περί την ερμηνεία του νόμου και των κανονισμών, αποτελεί δε καταχρηστική άσκηση εξουσίας, προσδίδοντας αναδρομική ισχύ στην Κ.Δ.Π. 307/95.

Σύμφωνα με γενική αρχή του διοικητικού δικαίου οι διοικητικές πράξεις δεν μπορούν να έχουν αναδρομική ισχύ. Ο κανόνας αυτός δεν έχει εφαρμογή μόνο στις ατομικές διοικητικές πράξεις αλλά και στις κανονιστικές. Κατ΄ εξαίρεση, αναγνωρίζεται η αναδρομική ισχύς στην περίπτωση που ρητά επιτρέπεται από τον εξουσιοδοτικό νόμο ή σαφώς προκύπτει από τον Κανονισμό ή την Κανονιστική Διοικητική Πράξη. Στην προκείμενη περίπτωση ούτε ο νόμος "ρητά επιτρέπει" ούτε και σαφώς προκύπτει από την Κανονιστική Διοικητική Πράξη.

Με την πιο πάνω κατάληξή μου δεν θεωρώ αναγκαίο να ασχοληθώ με τους άλλους λόγους ακύρωσης που προβάλλουν οι αιτήτριες.

Οι προσφυγές επιτυγχάνουν με έξοδα υπέρ των αιτητριών. Οι επίδικες αποφάσεις ακυρώνονται.

 

 

(Υπ.) Μ. Κρονίδης, Δ.

 

 

/ΕΠσ


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο