ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1216/98
ΕΝΩΠΙΟΝ: Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το Αρθρο 146 του Συντάγματος.
ΜΕΤΑΞΥ:
Σωτήρη Παύλου, από Μοσφίλη Τυλληρίας,
Αιτητή
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,
Καθ'ων η αίτηση
---------------------------
9 Ιουνίου 2000
Για τον Αιτητή: κ. Α.Σ. Αγγελίδης.
Για τους Καθ'ων η αίτηση: κ. Ξ. Ευσταθίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Με την παρούσα αίτηση ο αιτητής προσβάλλει την εγκυρότητα του διορισμού του ενδιαφερόμενου μέρους Σωτήρη Πλουτάρχου και Σωτήριου Ζαχαρίου από τις 15/10/98 στη μόνιμη θέση του Ανώτερου Δασικού Λειτουργού, Τμήμα Δασών. Είναι η θέση του αιτητή ότι οι πιο πάνω διορισμοί έχουν βασιστεί πάνω στη σύσταση του Διευθυντή που πάσχει νομικά, ενώ επιπρόσθετα υποβλήθηκε ότι η σχετική απόφαση λήφθηκε χωρίς τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας ενώ ελλείπει και η σχετική αιτιολογία.
(1)
Η σύσταση του ΔιευθυντήΟ αιτητής ισχυρίζεται ότι η σύσταση του Διευθυντή πάσχει για διαφορετικούς λόγους που συμπεριλαμβάνουν μεταξύ άλλων την προκατασκευή της γνώμης του, την έλλειψη σύγκρισης του αιτητή με τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα και την έλλειψη καταγραφής των συζητήσεων του Διευθυντή με τους Προϊσταμένους των υποψηφίων.
(α) Αναφορικά με τον α΄ λόγο ο αιτητής εισηγείται ότι ο Διευθυντής προσήλθε ενώπιον της Ε.Δ.Υ. μετά την επιλογή των προσοντούχων από την Ε.Δ.Υ. και στη σύσταση που επακολούθησε αναφέρει ότι,
"Γνωρίζω προσωπικά τους υποψηφίους από πολλά χρόνια, προκειμένου όμως να προβώ στη σύσταση μου πήρα πληροφορίες από τους άμεσα Προϊστάμενους σχετικά με τις ικανότητες, τις δυνατότητες και την προσφορά τους στο Τμήμα."
Από τα πιο πάνω προκύπτει σύμφωνα με τον αιτητή, ότι ο Διευθυντής προκατασκεύασε γνώμη για ποιούς προτιμούσε χωρίς να γνωρίζει, ούτε ο ίδιος ούτε οι αμέσως προϊστάμενοι τους ως προς το ποιοί θα κρίνονταν από την Ε.Δ.Υ. ως προσοντούχοι.
Η εισήγηση αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Οπως επισημαίνουν οι καθ'ων η αίτηση η Επιτροπή ασχολήθηκε αρχικά με τον κατάλογο των υποψηφίων που έκρινε ότι ήταν προάξιμοι (αφού είχαν συμπληρώσει τριετή τουλάχιστον πείρα στη θέση του Δασικού Λειτουργού σύμφωνα με τις πρόνοιες του Σχεδίου). Ακολούθως κλήθηκε ο Διευθυντής ο οποίος αφού ενημερώθηκε για τα πιο πάνω, τέθηκαν ενώπιον του οι Προσωπικοί φάκελοι και οι φάκελοι των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων. Ο Διευθυντής περιόρισε τις πληροφορίες που είχε στα πρόσωπα εκείνα που είχαν κριθεί ως υποψήφιοι και προέβηκε στις συστάσεις του. Με άλλα λόγια ο Διευθυντής προχώρησε στην παράθεση των συστάσεων του αφού ενημερώθηκε ποιοί ήταν οι υποψήφιοι.
(β) Η εισήγηση ότι ο Διευθυντής δεν έχει καταγράψει τις πληροφορίες και τη συζήτηση με τους Προϊσταμένους των υποψηφίων δεν είναι απαραίτητη. Εχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι είναι ικανοποιητική η αναφορά από το Διευθυντή στην πηγή που οδήγησε στη διαμόρφωση της κρίσης του και δεν είναι απαραίτητη η καταγραφή των απόψεων που άκουσε από τους Προϊσταμένους των υποψηφίων.
(γ) Ο αιτητής εισηγήθηκε επίσης ότι η έλλειψη σύγκρισης του αιτητή με τα ενδιαφερόμενα πρόσωπα είναι ένας σοβαρός λόγος που πλήττει την εγκυρότητα της σύστασης του Διευθυντή. Και η εισήγηση αυτή δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή. Η μη αναφορά στη σύσταση σε όλους τους υποψηφίους δεν επηρεάζει τη νομιμότητα της σύστασης εφόσον από το περιεχόμενο της σύστασης μπορεί να εξαχθεί το συμπέρασμα ότι ο Διευθυντής προέβηκε σε σύγκριση, όπως όταν χρησιμοποιεί τη λέξη "ο καλύτερος" που προϋποθέτει την ύπαρξη σύγκρισης. (Ιδε Καψοσιδέρης ν. Δημοκρατίας [1995] 3 Α.Α.Δ. 170). Επίσης έχει νομολογιακά καθιερωθεί ότι ο Διευθυντής δεν έχει υποχρέωση να εκφράζει απόψεις για κάθε ένα από τους υποψηφίους ξεχωριστά. (Ιδε
Tapakis and another v. The Republic [1987] 3(A) C.L.R. 450.)
(2) Ελλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας
Είναι η θέση του αιτητή ότι οι καθ'ων η αίτηση δεν προέβηκαν στη δέουσα έρευνα αλλά η Επιτροπή παρέμεινε "αδρανής και δέχθηκε παθητικά τα όσα της επέβαλλε αυθαίρετα, παράνομα και αναιτιολόγητα ο Διευθυντής". Από μια προσεκτική εξέταση των Προσωπικών φακέλων και των φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων προκύπτει η πιο κάτω εικόνα:
ΑΞΙΑ: Τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερέχουν καταφανώς σε αξία έναντι του αιτητή. Τούτο φαίνεται από τις Υπηρεσιακές Εκθέσεις και τη σύσταση του Διευθυντή.
ΠΡΟΣΟΝΤΑ: Τόσο ο αιτητής όσο και τα ενδιαφερόμενα μέρη κατέχουν τα ίδια προσόντα. Τούτο φαίνεται από τα προσωπικά στοιχεία και τους Προσωπικούς φακέλους των υποψηφίων.
ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ: Ο αιτητής υπερέχει έναντι των ενδιαφερόμενων μερών κατά 1 χρόνο και 8 μήνες.
Από τα πιο πάνω φαίνεται ότι τα ενδιαφερόμενα μέρη υπερέχουν σε αξία έναντι του αιτητή, έχουν τα ίδια προσόντα μαζί του και ο αιτητής υπερέχει αναφορικά με την αρχαιότητα κατά 1 χρόνο και 8 μήνες.
Η υπεροχή σε αρχαιότητα του αιτητή δεν παραγνωρίστηκε ούτε από το Διευθυντή ούτε από την Επιτροπή. Οπως έχει νομολογιακά καθιερωθεί η αρχαιότητα δεν είναι το αποφασιστικό κριτήριο αλλά πρέπει να εκτιμάται και να αξιολογείται κατάλληλα όταν τα άλλα δύο κριτήρια της αξίας και των προσόντων είναι τα ίδια ή περίπου τα ίδια. Εχοντας υπόψη ότι ο αιτητής δεν έχει επιτύχει να επιδείξει έκδηλη υπεροχή όπως αυτή έχει καθοριστεί σε σειρά αποφάσεων (ίδε Hjiioannou ν. The Republic [1983] 3(B) C.L.R. 1041) η αίτηση δεν μπορεί να ευσταθήσει.
Η αίτηση απορρίπτεται με έξοδα σε βάρος του αιτητή.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.
/ΔΓ