ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 849/99
Ενώπιον
: ΓΑΒΡΙΗΛΙΔΗ, Δ.Αναφορικά με τα Άρθρα 28 και 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Φιλιώς Χριστοδούλου, εκ Ξυλοτύμπου
Αιτήτριας< /P>
- και -
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Κα θ΄ ων η αίτηση
- - - - - -
ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ
: 26.5.2000Για την αιτήτρια: κ. Σ. Δράκος.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: κα Σπηλιωτοπούλου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια είναι κάτοχος πτυχίου BSc in Business Computing από το P.A. College, της Κύπρου, (Ιδιωτική Σχολή Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης* ) και MSc από το Leeds Metropolitan University. Στις 8.12.1998 υπέβαλε προς την καθ΄ης η αίτηση Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (η Επιτροπή) αίτηση για εγγραφή στον πίνακα διοριστέων καθηγητών ηλεκτρονικών υπολογιστών. Επειδή, σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης του καθηγητή, απαιτείται «τίτλος/πτυχίο πανεπιστημίου ή ανώτατης σχολής ισοδύναμης με πανεπιστήμιο στην ειδικότητα που προορίζεται να διδάξει», πανεπιστήμιο δε ή ανώτατη σχολή «σημαίνει το πανεπιστήμιο ή το ίδρυμα που είναι αναγνωρισμένο από την Κυβέρνηση της χώρας στην οποία βρίσκεται, ως πανεπιστήμιο ή ίδρυμα ανώτατης εκπαίδευσης», η Επιτροπή, αφού εξασφάλισε και τη θέση του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού, κατά πόσο η αιτήτρια κατείχε τα προσόντα για εγγραφή στον πίνακα διοριστέων, απέρριψε την αίτηση με το αιτιολογικό ότι «ο πρώτος τίτλος σπουδών της αιτήτριας, δηλαδή το πτυχίο BSc in Business Computing από το P.A. College, δεν αποκτήθηκε από πανεπιστήμιο ή ίδρυμα το οποίο είναι αναγνωρισμένο από την Κυβέρνηση της χώρας στην οποία βρίσκεται ως πανεπιστήμιο ή ίδρυμα ανώτατης εκπαίδευσης». Η Επιτροπή στήριξε την απόφασή της στο γεγονός ότι το 1997, χρονολογία που η αιτήτρια πήρε το πτυχίο της από το P.A. College, ο κλάδος του Business Computing δεν ήταν αξιολογημένος-πιστοποιημένος με επικυρωμένες από τον αρμόδιο Υπουργό αποφάσεις του Συμβουλίου Εκπαιδευτικής Αξιολόγησης - Πιστοποίησης Κλάδων Σπουδών Ιδιωτικών Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης (Σ.ΕΚ.Α.Π.), σύμφωνα με το άρθρο 73(1) του Νόμου 67(I)/96* . Και, ως εκ τούτου, δεν ήταν εγγεγραμμένος στο Μητρώο των Εκπαιδευτικά Αξιολογημένων-Πιστοποιημένων Κλάδων Σπουδών Ιδιωτικών Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, που τηρείται στο Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού. Απλώς η Σχολή P.A. College ήταν εγγεγραμμένη στο Μητρώο Ιδιωτικών Σχολών Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης.
Η πιο πάνω απόφαση της Επιτροπής, που κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια με επιστολή της ημερομηνίας 28.4.1999, είναι το αντικείμενο της προσφυγής.
Η προσφυγή βασίζεται στον ισχυρισμό ότι η επίδικη απόφαση είναι «εξ υπαρχής άκυρη και/ή συνιστά κατάχρηση εξουσίας και/ή δεν είναι δεόντως δικαιολογημένη και/ή δεν έγινε η δέουσα έρευνα και/ή είναι αντίθετη με το Σύνταγμα και τις αρχές της χρηστής διοίκησης και/ή είναι παράνομη και/ή στερημένη οποιουδήποτε εννόμου αποτελέσματος και/ή είναι αντίθετη με την Ευρωπαϊκή Σύμβαση Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.». Όμως, με την ενώπιόν μου αγόρευσή του, ο δικηγόρος της αιτήτριας δεν κατόρθωσε να στοιχειοθετήσει κανέναν από τους προβαλλόμενους λόγους ακυρώσεως. Μάλιστα η αγόρευσή του περιστράφηκε γύρω από ζήτημα εντελώς διαφορετικό και άσχετο με τη θεραπεία που ζητείται με την προσφυγή. Συγκεκριμένα, ενώ με την προσφυγή ζητείται δήλωση του Δικαστηρίου ότι «η απόφαση των καθ΄ων η αίτηση ημερομηνίας 28/4/99 με την οποίαν αποφάσισαν ότι ο πρώτος τίτλος σπουδών δεν αποκτήθηκε από πανεπιστήμιο ή ίδρυμα που να είναι αναγνωρισμένο από την Κυβέρνηση της χώρας στην οποία βρίσκεται, ως πανεπιστήμιο ή ίδρυμα ανώτατης εκπαίδευσης, είναι εξ υπαρχής άκυρη», με την ενώπιόν μου αγόρευση ο δικηγόρος της αιτήτριας επικεντρώθηκε στην εισήγηση ότι «η άρνηση της διοίκησης να αναγνωρίσει το δίπλωμα της αιτήτριας που απέκτησε από εγγεγραμμένη σχολή, με εγγεγραμμένο το σχετικό κλάδο σπουδών που οδήγησε στο επίδικο δίπλωμα, είναι παράνομη και αντισυνταγματική». Όμως η αιτήτρια δεν είχε ζητήσει την αναγνώριση του τίτλου σπουδών της ούτε και η Επιτροπή ασχολήθηκε με τέτοιο ζήτημα, για το οποίο, άλλωστε, δεν είχε οποιαδήποτε αρμοδιότητα. Η Επιτροπή διερεύνησε απλώς κατά πόσο η αιτήτρια κατείχε τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης προσόντα και, αφού διαπίστωσε ότι ο πρώτος τίτλος σπουδών της δεν αποκτήθηκε από πανεπιστήμιο ή ίδρυμα το οποίο είναι αναγνωρισμένο από την Κυβέρνηση της χώρας στην οποία βρίσκεται, ως πανεπιστήμιο ή ίδρυμα ανώτατης εκπαίδευσης, δεν είναι δηλαδή αναγνωρισμένο σαν τέτοιο από την Κυβέρνηση της Δημοκρατίας, (σύμφωνα με τη διαδικασία που προβλέπεται στο Μέρος V του Νόμου 67(Ι)/96 - άρθρα 31 έως 68), αρνήθηκε να εγκρίνει την εγγραφή της αιτήτριας στον πίνακα διοριστέων καθηγητών πληροφορικής/ηλεκτρονικών υπολογιστών. Την ίδια διερεύνηση έκανε και το Υπουργείο Παιδείας και Πολιτισμού και κατέληξε στο ίδιο συμπέρασμα.
Δεν θα σχολιάσω τις παραπομπές και την επιχειρηματολογία του δικηγόρου της αιτήτριας αναφορικά με τα Άρθρα 20 και 169 του Συντάγματος, το άρθρο 2 του Πρώτου Πρωτοκόλλου της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων, την υπόθεση Belgian Linguistic Case No.1 & No.2 EHRR N. 5 & 6 (1979-1980) 1 και το απόσπασμα από το βιβλίο του Jacobs "The European Convention of Human Rights" (1996), για το λόγο ότι οι παραπομπές αυτές, όπως και η επιχειρηματολογία που αναπτύχθηκε, είναι άσχετες με το επίδικο ζήτημα.
Η προσφυγή απορρίπτεται με έξοδα.
Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται βάσει του Άρθρου 146.4(α) του Συντάγματος.
Ρ. Γαβριηλίδης
Δ.
/ΧΤΘ