ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Yπ όθεση Αρ. 367/97

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΑΡΤΕΜΗ, Δ.

Αναφορικά με το Άρθρο 146 του Συντάγματος.

Κώστας Πετρίδης,

Αιτητής,

ν.

Κυπριακή Δημοκρατία μέσω της

Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας,

Καθ΄ων η αίτηση.

- - - - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 11.5.00

Για τον αιτητή: κ. Σ. Ρήγας

Για τον καθ΄ου η αίτηση: κ. Α. Παπασάββας

Για το ενδιαφερόμενο μέρος: κα Ευγενίου για κ. Α.Σ. Αγγελίδη

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Ο αιτητής ζητά από το Δικαστήριο την ακόλουθη θεραπεία:

«Δήλωση του Σεβαστού Δικαστηρίου ότι η πράξη και/ή απόφαση των Καθ΄ων η Αίτηση που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας αρ. 3122 ημερομηνίας 7.2.97 με την οποίαν έχουν προάξει την Αλεξάνδρα Πολυκάρπου στη μόνιμη θέση Λογιστικού Λειτουργού 1ης τάξης αναδρομικά από τις 15.10.84 και στη μόνιμη θέση Επιθεωρητή Λογαριασμών, αναδρομικά από την 1.2.95 αντί του Αιτητή είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή στερείται οιουδήποτε αποτελέσματος.»

Το Ανώτατο Δικαστήριο, με απόφαση του ημερομηνίας 14.2.96 στην προσφυγή 1075/94 ακύρωσε την απόφαση της Επιτροπής Δημόσιας Υπηρεσίας (στο εξής «ΕΔΥ») ημερομηνίας 9.11.94 σ΄ό,τι αφορά την από 15.10.84 προαγωγή του ΕΜ στη θέση Λογιστικού Λειτουργού 1ης Τάξης, Γενικό Λογιστήριο.

Ενώ εκκρεμούσε η εκδίκαση της πιο πάνω προσφυγής, η ΕΔΥ αποφάσισε την προαγωγή του ΕΜ στη θέση Επιθεωρητή Λογαριασμών από 1.2.95.

Η προαγωγή του ΕΜ στην πιο πάνω θέση επίσης ακυρώθηκε με απόφαση στις προσφυγές 328/95 και 332/95.

Η ΕΔΥ ειδοποίησε γραπτώς το ΕΜ ότι επανήλθε στη θέση Λογιστικού Λειτουργού 2ης Τάξης που κατείχε προηγουμένως.

Ακολούθως στη συνεδρίαση ημερομηνίας 10.1.97 επανεξέτασε το θέμα της προαγωγής στη θέση Λογιστικού Λειτουργού 1ης Τάξης.

Σ΄αυτή προσήλθε ο Γενικός Λογιστής κ. Λεόντιος Σαββίδης ο οποίος κλήθηκε να υποβάλει νέα σύσταση, επειδή η σύσταση του τότε Γενικού Λογιστή κρίθηκε από το Ανώτατο Δικαστήριο ότι ήταν αντίθετη με τα στοιχεία των φακέλων, με βάση το νομικό και πραγματικό καθεστώς που ίσχυε κατά τον ουσιώδη χρόνο.

Η κλήση του Προϊσταμένου για να προβεί σε συστάσεις μετά από ακυρωτική απόφαση επιτρέπεται μόνο στις περιπτώσεις όπου οι προηγούμενες συστάσεις κρίθηκαν παράνομες (Αργυρίδης ν. Δημοκρατία (1992) 3 Α.Α.Δ. 376, 387).

Ο Γενικός Λογιστής ανέφερε ότι το ΕΜ υπερείχε σε αρχαιότητα όλων των υποψηφίων πλην του αιτητή και ενός άλλου υποψηφίου, υπερείχε σε αξία όλων των υποψηφίων ενώ δεν υστερούσε σε προσόντα παρά μόνο έναντι δύο υποψηφίων, των οποίων όμως τα προσόντα δεν απαιτούνται ούτε και αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας.

Σ΄ό,τι αφορά την αρχαιότητα του αιτητή ανέφερε ότι αφορά θέση σε άλλη υπηρεσία, ενώ στην παρούσα θέση αιτητής και ΕΜ έχουν την ίδια αρχαιότητα.

Στη συνέχεια η ΕΔΥ προχώρησε σε αξιολόγηση και σύγκριση των υποψηφίων με βάση τον ουσιώδη χρόνο. Αφού έλαβε υπόψη όλα τα ενώπιον της ουσιώδη στοιχεία που ανάγονται στον ουσιώδη χρόνο και τα καθιερωμένα κριτήρια στο σύνολο τους αξία, προσόντα, αρχαιότητα, έκρινε ότι το ΕΜ υπερείχε των άλλων υποψηφίων.

Αναφέρθηκε στην αρχαιότητα του αιτητή έναντι του ΕΜ. Ο αιτητής και το ΕΜ κατείχαν τη θέση Λογιστικού Λειτουργού 2ης Τάξης από 15.12.78.

Ο αιτητής όμως κατείχε από 1.8.71 θέση με τους ίδιους μισθοδοτικούς όρους σε άλλη υπηρεσία ενώ το ΕΜ κατείχε από 15.3.72 τη θέση Λογιστικού Λειτουργού 3ης Τάξης.

Η ΕΔΥ ύστερα από την απόφαση της για την προαγωγή του ΕΜ στη θέση Λογιστικού Λειτουργού 1ης Τάξης από 15.10.84 αποφάσισε αποκαθιστώντας το ΕΜ, να το προαγάγει στη θέση Επιθεωρητή Λογαριασμών Γενικό Λογιστήριο από 1.2.95.

Εναντίον της πιο πάνω απόφασης καταχωρίστηκε η παρούσα προσφυγή.

Ο αιτητής αναφέρθηκε στο τρωτό της σύστασης του Γενικού Λογιστή. Παρέπεμψε σχετικά στην απόφαση του Κωνσταντινίδη, Δ., στην υπόθεση Κ. Πετρίδης ν. Δημοκρατίας, 1075/94 ημερομηνίας 14.2.96, στην οποία λέχθηκε ότι "δεν είναι έργο του προϊσταμένου η αποτίμηση της επίδοσης των υπαλλήλων όπως αυτή μπορεί να γίνει από την ίδια την ΕΔΥ".

Περαιτέρω ισχυρίστηκε ότι υπερέχει σε αρχαιότητα, προσόντα και αξία έναντι του ενδιαφερόμενου μέρους.

Ο δικηγόρος της καθ΄ης η αίτηση αντέταξε ότι ο αιτητής δεν απέδειξε έκδηλη υπεροχή ώστε να δικαιολογείται παρέμβαση του Δικαστηρίου.

Μελέτησα τη σύσταση του Γενικού Λογιστή. Κρίνω σκόπιμη την αυτούσια παράθεση της.

"Αφού έλαβα υπόψη τα νομολογημένα κριτήρια και, περιπλέον, έλαβα υπόψη όλα τα στοιχεία που υπάρχουν στους φακέλους των υποψηφίων και τις ετήσιες αξιολογήσεις τους, κρίνω ότι η Πολυκάρπου Αλεξάνδρα υπερείχε έναντι όλων των υποψηφίων και τη συστήνω για προαγωγή στη θέση Λογιστικού Λειτουργού, 1ης Τάξης.

Η Πολυκάρπου υπερείχε σε αρχαιότητα όλων των υποψηφίων, πλην των Πετρίδη Κωνσταντίνου και Δημητρίου Σωτήριου, για τους οποίους κάνω αναφορά πιο κάτω, υπερτερούσε σε αξία όλων των υποψηφίων, ενώ δεν υστερούσε σε προσόντα παρά μόνο έναντι δύο υποψηφίων που έπονται σε αρχαιότητα αλλά υστερούσαν σε αξία, των Μελή Μιχαήλ και Χριστοδούλου Χριστόδουλου που, πέραν του L.C.C. Accounting Higher, κατείχαν ο μεν Μελής ακαδημαϊκό προσόν, ο δε Χριστοδούλου το Part 1 του Association of Certified Accountants. Σημειώνω όμως ότι τα προσόντα αυτά δεν απαιτούνται ούτε και αποτελούν πλεονέκτημα ή πρόσθετο προσόν σύμφωνα με το Σχέδιο Υπηρεσίας.

Έναντι των δύο υποψηφίων που προηγούνται της Πολυκάρπου σε αρχαιότητα, επισημαίνω ότι η αρχαιότητα υπέρ του Δημητρίου είναι πολύ οριακή και δεν της δίνω παρά πολύ σημασία διότι πέραν του ότι η αρχαιότητα ανάγεται στο τέλος της δεκαετίας του 1960 - αρχές του 1970, ανάγεται σε θέση Βοηθού Γραφέα. Σ΄ο,τι αφορά την αρχαιότητα του Πετρίδη, θέλω να τονίσω ότι αυτή αφορά θέση σε άλλη υπηρεσία, ενώ στην παρούσα θέση Πετρίδης και Πολυκάρπου έχουν την ίδια αρχαιότητα. Έναντι και των δύο αυτών υποψηφίων η Πολυκάρπου υπερείχε σε αξία."

Το θέμα των συστάσεων ρυθμίζεται από το άρθρο 35(4) του Περί Δημόσιας Υπηρεσίας Νόμου 1/90, το οποίο καθορίζει:

"Κατά την προαγωγή η Επιτροπή λαμβάνει δεόντως υπόψη το περιεχόμενο των Προσωπικών Φακέλων και των Φακέλων των Ετήσιων Υπηρεσιακών Εκθέσεων των υποψηφίων, αιτιολογημένες συστάσεις του Προϊστάμενου του Τμήματος στο οποίο υφίσταται η κενή θέση και την εντύπωση την οποία η Επιτροπή αποκόμισε για τους υποψηφίους κατά την προφορική εξέταση, αν αυτή έγινε."

Η νομολογία έχει αναγνωρίσει ότι οι συστάσεις του Διευθυντή αποτελούν πρωτογενές, ουσιώδες και αυτοτελές στοιχείο κρίσεως.

Το πιο πάνω άρθρο απαιτεί αιτιολογημένες συστάσεις του Διευθυντή. Στη Στυλιανού κα. ν. Χατζηκωνσταντίνου κ.α. (1994) 3 Α.Α.Δ. 387, 399 τονίζεται ότι σύσταση που απλώς αναπαράγει τα μετρήσιμα στοιχεία του φακέλου δεν μπορεί να λειτουργεί ως ανεξάρτητος δείκτης αξίας.

Υποδεικνύεται ότι ο Προϊστάμενος του οικείου Τμήματος έχει τη δυνατότητα να εκτιμήσει τις ανάγκες της θέσης και η σημασία της σύστασης του έγκειται στο γεγονός ότι εμπεριέχει τη γνώμη του ως προς το ποιός από τους υποψηφίους είναι ο αξιότερος από την άποψη της συγκέντρωσης των ικανοτήτων και των ιδιοτήτων που απαιτούν τα καθήκοντα της θέσης. Επί του προκειμένου λέχθηκαν τα ακόλουθα στην Κουάλης κ.α. ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Α.Ε. 2402, ημερομηνίας 11.11.99 στη σελ.6:

"Καθήκον του Διευθυντή είναι με βάση τις γνώσεις που έχει για το τι απαιτεί η θέση να επισημάνει τις αρετές εκείνες του συγκεκριμένου υποψηφίου, στις οποίες με βάση τις αξιολογήσεις υπερέχει και να συστήνει με βάση την υπεροχή αυτών τον καταλληλότερο υποψήφιο."

Η σύσταση του Γενικού Λογιστή που παρέθεσα πιο πάνω δεν πληροί τα πιο πάνω κριτήρια. Παραπέμπει απλώς στα νομοθετημένα κριτήρια (αξία, προσόντα και αρχαιότητα) και δεν ικανοποιεί την απαίτηση του άρθρου 35(4) του Ν. 1/90 για αιτιολογημένες συστάσεις.

Παραπέμπω στην απόφαση της Ολομέλειας Θεοδώρου Λεωνίδου ν. Κυπριακή Δημοκρατία, Α.Ε. 1579 ημερομηνία 29.5.98 στην οποία λέχθηκε:

"Εφόσο η σύσταση του Διευθυντή αποτελεί ανεξάρτητο και αυτοτελές στοιχείο κρίσεως αυτή αποτελεί και συστατικό στοιχείο της πράξης προαγωγής απαραίτητο για την τελείωση της. Στην απουσία έγκυρης αιτιολογίας η πράξη είναι ατελής, γεγονός που την αποστερεί νομικού κύρους. Η αιτιολόγηση της σύστασης αποτελεί ουσιώδη νομοθετικό τύπο για την κατάρτιση της πράξης προαγωγής, παρέκκλιση από τον οποίο καθιστά την πράξη άκυρη. Ακολουθεί πως η προσβαλλόμενη απόφαση πρέπει να ακυρωθεί λόγω παράβασης ουσιώδους νομοθετικού τύπου."

Συνεπώς η προσβαλλόμενη πράξη ακυρώνεται. Επιδικάζονται έξοδα υπέρ του αιτητή.

 

 

Π. Αρτέμης,

Δ.

 

/Χ.Π.

 


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο