ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:
Ν. 34(I)/1992 - Ο περί Συντάξεων Καθηγητών (Τροποποιητικός) Νόμος του 1992
Ν. 40/1981 - Ο περί Συντάξεων Καθηγητών (Τροποποιητικός) Νόμος του 1981
Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:
Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 924/97
ΕΝΩΠΙΟΝ: Τ. ΗΛΙΑΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το Αρθρο 146 του Συντάγματος.
ΜΕΤΑΞΥ
:Ιωάννη Αθανασόπουλου, νυν εις Ελλάδα,
Αιτητή
και
Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω
1. Υπουργού Οικονομικών, από τη Λευκωσία,
2. Γενικού Λογιστή, από τη Λευκωσία,
3. Γενικού Ελεγκτή, από τη Λευκωσία,
Καθ'ων η αίτηση
----------------------
17 Μαρτίου 2000
Για τον Αιτητή: κ. Χρ. Πατσαλίδης.
Για τους Καθ'ων η αίτηση: κ. Καλλίγερος, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η παρούσα αίτηση εξετάζει κατά πόσο ορθά το Υπουργείο Οικονομικών μπορούσε να επιβάλει τόκους σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 6(4) του Νόμου Περί Συντάξεων Καθηγητών αρ. 56/67, πάνω στο ποσό το οποίο ένας εκπαιδευτικός είχε προηγουμένως εισπράξει από την Κυπριακή Δημοκρατία και επιθυμούσε να το επιστρέψει, για να του αναγνωρισθεί η υπηρεσία του στην Κύπρο από την Ελληνική Κυβέρνηση για σκοπούς σύνταξης.
Τα γεγονότα
Ο αιτητής είναι υπήκοος της Κυπριακής Δημοκρατίας και κατοικεί μόνιμα στην Ελλάδα. Από το Σεπτέμβριο του 1962 μέχρι τον Ιούλιο του 1974 υπηρέτησε ως Καθηγητής σε σχολεία Μέσης Εκπαίδευσης στο Ριζοκάρπασο και Λάπηθο. Μετά την Τουρκική εισβολή εγκαταστάθηκε μόνιμα στην Ελλάδα όπου υπηρέτησε ως Καθηγητής μέχρι το 1995, όταν και αφυπηρέτησε. Αρχικά η υπηρεσία Κυπρίων εκπαιδευτικών που είχαν μεταβεί στην Ελλάδα μετά την Τουρκική εισβολή δεν αναγνωριζόταν ως συντάξιμη αλλά το 1992 η Ελληνική Κυβέρνηση δέχθηκε να αναγνωρίσει μια τέτοια υπηρεσία ως συντάξιμη νοουμένου ότι ο ενδιαφερόμενος εκπαιδευτικός θα προσκόμιζε βεβαίωση από την Κυπριακή Δημοκρατία ότι δεν πήρε οποιοδήποτε φιλοδώρημα ή σύνταξη. Οσοι εκπαιδευτικοί είχαν πάρει σύνταξη στην Κύπρο ο Νόμος 34/92 τους έδωσε την ευχέρεια να επιστρέψουν το φιλοδώρημα που είχαν πάρει άτοκα, για να τους δοθεί ευχέρεια να απαιτήσουν σύνταξη από την Ελληνική Δημοκρατία. Το 1994 η Κυπριακή Δημοκρατία και η Ελληνική Δημοκρατία υπέγραψαν Διακρατική Σύμβαση (ίδε Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας, Παράρτημα 7ο, Αρ. 2904 της 2/9/94), η οποία έδινε το δικαίωμα σε ένα εκπαιδευτικό να συνταξιοδοτηθεί από την Κυπριακή Δημοκρατία για τη χρονική περίοδο που εργάστηκε στην Κύπρο και από την Ελληνική Δημοκρατία για τα χρόνια που εργάστηκε στην Ελλάδα.
Στην παρούσα περίπτωση ο αιτητής (που λαμβάνει σύνταξη στην Ελλάδα από την 1/12/1995) υπέβαλε αίτηση στο Υπουργείο Οικονομικών της Κυπριακής Δημοκρατίας ζητώντας την καταβολή των συνταξιοδοτημένων ωφελημάτων που εδικαιούτο για τα χρόνια που υπηρέτησε στην Κύπρο. Με σχετική επιστολή τους ημερομηνίας 8/8/97 (την εγκυρότητα της οποίας προσβάλλει ο αιτητής) οι καθ'ων η αίτηση πληροφόρησαν τον αιτητή ότι του παρεχωρείτο ετήσια σύνταξη £1.778,52 και ένα εφάπαξ ποσό £7.410,46. Ταυτόχρονα όμως οι καθ'ων η αίτηση πληροφόρησαν τον αιτητή ότι το φιλοδώρημα το οποίο του καταβλήθηκε ανερχόταν σε £5.044,76 και οι τόκοι πάνω στο πιο πάνω ποσό £5.044,76, δηλαδή ένα συνολικό ποσό £10.089,52. Το πιο πάνω ποσό συμψηφίστηκε με το ποσό που εδικαιούτο ο αιτητής και έτσι του δόθηκε επιταγή για το υπόλοιπο ποσό των £1.035,58, την οποία ο αιτητής παρέλαβε υπό διαμαρτυρία.
Ο αιτητής ισχυρίζεται ότι λανθασμένα του επιβλήθηκε τόκος πάνω στο ποσό που θα έπρεπε να επιστρέψει. Αν το φιλοδώρημα των £5.044,76 ήταν τοκοφόρο ο φόρος έπρεπε να περιορίζεται στο 4% που θα καθόριζε το συνολικό ποσό το οποίο θα έπρεπε να επιστραφεί σε £3.228,00 και όχι σε £5.044,76 που κατακράτησε η Κυβέρνηση.
Η νομική πλευρά
Αρχικά η συντάξιμη υπηρεσία έπρεπε να ήταν συνεχής (άρθρο 7 του Περί Συντάξεων Καθηγητών των Δημοσίων Σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης και Ανωτέρας Εκπαιδεύσεως Νόμου αρ. 56/67). Σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 6(4)(ii) του πιο πάνω Νόμου, οποιαδήποτε περίοδος υπηρεσίας για την οποία εισπράχθηκε ένα χρηματικό ποσό υπό μορφή σύνταξης ή φιλοδωρήματος δεν θα λογίζεται ως συντάξιμη υπηρεσία εκτός αν ο ενδιαφερόμενος επιλέξει να επιστρέψει το ποσό που εισπράχθηκε με τόκο 4%.
Ο καθορισμός του τόκου από τους καθ'ων η αίτηση έγινε σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 5 του Νόμου 40/81 (όπως αυτό έχει τροποποιήσει το άρθρο 7 του βασικού Νόμου) που προνοεί ότι,
"Η δυνάμει του παρόντος άρθρου επιστροφή οιουδήποτε ποσού γίνεται μεθ' απλού τόκου, προς τοσούτον επιτόκιον όσον ο Υπουργός Οικονομικών ήθελεν εκάστοτε καθορίσει, υπολογιζομένου από της ημερομηνίας καθ' ην τούτο είχε καταβληθή μέχρι της ημερομηνίας της επιστροφής ολοκλήρου του ποσού. Ο χρόνος και ο τρόπος της επιστροφής καθορίζονται υπό του Υπουργού Οικονομικών."
Η εισήγηση του ευπαίδευτου συνήγορου του αιτητή ότι το άρθρο αυτό δεν μπορεί να εφαρμοστεί στην παρούσα περίπτωση είναι ορθή. Το νέο άρθρο 7 του Νόμου 56/67 αναφέρεται σε συγκεκριμένες περιπτώσεις επαναδιορισμού στη δημόσια εκπαιδευτική υπηρεσία μετά από προηγούμενη αφυπηρέτηση, όπως π.χ. μετά από πνευματική ή σωματική ανικανότητα να εκτελέσει τα καθήκοντα του ή μετά από κατάργηση της θέσης του ή μετά από αναγκαστική αφυπηρέτηση για την πιο αποτελεσματική λειτουργία των σχολείων Μέσης Εκπαίδευσης (άρθρο 7(2)), μετά από αφυπηρέτηση καθηγήτριας λόγω γάμου ή τεκνογονίας (7(3)) ή μετά από αφυπηρέτηση για διορισμό σε οργανισμό προς όφελος δημοσίου συμφέροντος (άρθρο 8(5)).
Οι καθ'ων η αίτηση καθόρισαν το ύψος του ποσού που έπρεπε να επιστραφεί από τον αιτητή σύμφωνα με τις πρόνοιες του άρθρου 6(4) του Νόμου Περί Συντάξεων Καθηγητών αρ. 56/67, όπως τροποποιήθηκε με το άρθρο 5(5) του Νόμου 40/81. Προκύπτει σαφώς από τα πιο πάνω ότι η περίπτωση του αιτητή δεν μπορούσε να συμπεριληφθεί μέσα στις πρόνοιες του άρθρου 7 και κατ' επέκταση ο υπολογισμός του τόκου που έγινε σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 7(5) είναι αποτέλεσμα νομικής πλάνης.
Η απαίτηση του αιτητή για την καταβολή τόκων πάνω στα ποσά τα οποία εδικαιούτο υπό τύπο αναδρομικών συντάξεων δεν μπορεί να ευσταθήσει, αφού μια τέτοια θεραπεία δεν προβλέπεται από καμιά σχετική νομοθετική διάταξη.
Η αίτηση επιτυγχάνει. Η σχετική διοικητική απόφαση ακυρώνεται. Οι καθ'ων η αίτηση διατάσσονται όπως καταβάλουν τα έξοδα της παρούσας διαδικασίας όπως αυτά θα υπολογιστούν από τον Πρωτοκολλητή και θα εγκριθούν από το Δικαστήριο.
Τ. ΗΛΙΑΔΗΣ,
Δ.