ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΡ. 686/98
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Λία Λαπίθη από τη Λευκωσία
Αι τήτρια
και
Κυπριακή Δημοκρατία μέσω
Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας
Κα θ΄ων η αίτηση
------------------------
8 Μαρτίου 2000
Για την αιτήτρια: Α.Σ. Αγγελίδης.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: Ε. Λοϊζίδου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α΄.
-----------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η αιτήτρια διορίστηκε ως καθηγήτρια τέχνης την 1.9.91. Στις 14.12.95 υπέβαλε πιστοποιητικό από την ιδιωτική Σχολή Φρειδερίκου σύμφωνα με το οποίο εργάστηκε σ΄αυτή ως καθηγήτρια από το 1984 - 1989 και ζήτησε αναγνώριση αυτής της περιόδου, περιλαμβανομένου όμως και του 1990, ως προϋπηρεσίας της.
Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας, με την απόφασή της ημερομηνίας 25.1.96, επεσήμανε πρώτα πως η αίτηση ήταν εκπρόθεσμη. Με βάση τον Κανονισμό 5Α των περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για Σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων) Κανονισμών του 1990 (ΚΔΠ 143/90) που ίσχυαν τότε, τα σχετικά έγγραφα θα έπρεπε να είχαν υποβληθεί κατά ή μέσα σε ένα χρόνο από το μόνιμο διορισμό της. Απέρριψε όμως το αίτημα αφού το εξέτασε και κατ΄ουσίαν. ΄Οπως την πληροφόρησε με την επιστολή της ημερομηνίας 26.1.96, η Σχολή Φρειδερίκου, κατά την περίοδο της απασχόλησής της, "δεν ήταν αναγνωρισμένη με απόφαση πολιτικής από το Υπουργείο Παιδείας", όπως απαιτούσαν οι Κανονισμοί. Σύμφωνα με τον Κανονισμό 3(δ) των πιο πάνω Κανονισμών, αναγνωρίζεται η εκπαιδευτική υπηρεσία "σε οποιοδήποτε άλλο σχολείο της Κύπρου ή του εξωτερικού το οποίο θα αναγνωριστεί με απόφαση πολιτικής από την αρμόδια αρχή για τους σκοπούς των Κανονισμών αυτών". Η Σχολή Φρειδερίκου φερόταν να γράφτηκε στο οικείο μητρώο και να αναγνωρίστηκε από τις 16.10.91.
Η αιτήτρια επανέφερε το αίτημά της με επιστολή του δικηγόρου της ημερομηνίας 9.8.96. Επικαλέστηκε τα ίδια στοιχεία και τους ίδιους Κανονισμούς. Υποστήριξε πως η απόφαση ότι η Σχολή δεν ήταν αναγνωρισμένη παραβιάζει την αρχή της ισότητας και πως η πολιτική του Υπουργείου ήταν άδικη και παράλογη. Η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας απέρριψε και το νέο αίτημα. ΄Οπως πληροφόρησε την αιτήτρια με την επιστολή ημερομηνίας 3.9.96, δεν μπορούσε να αναθεωρήσει την προηγούμενη απόφασή της.
Η αιτήτρια επανήλθε με επιστολή του δικηγόρου της ημερομηνίας 27.5.98. Επισύναψε το ίδιο πιστοποιητικό αλλά επικαλέστηκε, πλέον, τον περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Τροποποιητικό) Νόμο του 1998 [Ν.5(Ι)/98] που είχε θεσπιστεί στο μεταξύ. Ας σημειωθεί πως μεσολάβησε και η αντικατάσταση της ΚΔΠ 143/90 με την ομώνυμη ΚΔΠ 382/97. Η ΕΕΥ έκρινε πως δεν ήταν δυνατό να ικανοποιηθεί το αίτημα. Το σκεπτικό ήταν το ίδιο όπως και την πρώτη φορά. Η προθεσμία δεν είχε αναβιώσει αλλά ήταν και κατ΄ουσίαν αβάσιμη η διεκδίκηση αφού δεν ήταν αναγνωρισμένη η σχολή κατά την περίοδο της απασχόλησης της αιτήτριας σε αυτή.
Η προσφυγή αφορά σ΄αυτή την απόφαση και εγείρεται ως πρώτο θέμα η εκτελεστότητα της. Οι καθ΄ων η αίτηση εισηγούνται πως, ανεξάρτητα από ο,τιδήποτε αφορά στο ζήτημα της προθεσμίας, η απόφαση αναφορικά με την ουσία του θέματος είναι βεβαιωτική της πρώτης που γνωστοποιήθηκε στην αιτήτρια στις 26.1.96. Η οποία δεν είναι δυνατό να αναθεωρηθεί τώρα αφού παρήλθε η προθεσμία του Συντάγματος.
Η αιτήτρια διαφωνεί. Υποστηρίζει πως έχουμε "νέα εκτελεστή πράξη" αφού η προσβαλόμενη απόφαση αφορά σε "νέο αίτημα που υποβλήθηκε μετά από νέο Νομοθετικό πλέον πλαίσιο". Επικαλείται το Ν. 5(Ι)/98 και επιπρόσθετα την ΚΔΠ 382/97. Υπήρχε, όπως εισηγείται, "νέα νομοθετική ρύθμιση και νέο δικαίωμα υποβολής αίτησης επί τη βάσει νέου νομοθετικού πλαισίου και καθεστώτος που για πρώτη φορά κλήθηκε η ΕΕΥ να το εφαρμόσει στην υπό εξέταση αίτηση της αιτήτριας".
Ούτε η ΚΔΠ 382/97 ούτε ο Ν. 5(1)/98 άλλαξαν οτιδήποτε σε ό,τι αφορά στην ουσία του θέματος. Η ΚΔΠ 382/97 άφησε αναλλοίωτο τον Κανονισμό 3(δ) και ο Ν. 5(Ι)/98 απλώς έθεσε μεταβατική προθεσμία υποβολής εγγράφων για το σκοπό αναγνώρισης προϋπηρεσίας, με ευθεία αναφορά στους Κανονισμούς του 1997. Παραθέτω το σχετικό άρθρο 3 του Νόμου.
"Αναφορικά με τους περί Εκπαιδευτικών Λειτουργών (Καθορισμός Αναγνωρισμένης Υπηρεσίας για Σκοπούς Διορισμού, Προαγωγής και Προσαυξήσεων) Κανονισμούς του 1997 και τηρουμένων των διατάξεων του Κανονισμού 13 αυτών, όσοι από τους εκπαιδευτικούς που βρίσκονται στην υπηρεσία επιθυμούν να τους αναγνωριστεί προϋπηρεσία πρέπει να υποβάλουν τα απαραίτητα για
το σκοπό αυτό έγγραφα μέσα σε έξι μήνες από την έναρξη της ισχύος του παρόντος Νόμου."
Οι ουσιαστικές προϋποθέσεις για αναγνώριση προϋπηρεσίας με αναφορά σε απασχόληση "σε οποιοδήποτε άλλο σχολείο", παρέμειναν οι ίδιες από την αρχή ως το τέλος. Απαιτείτο και τότε και μετά να είχε αναγνωριστεί το σχολείο με απόφαση πολιτικής από την αρμόδια αρχή. Δεν άλλαξε, λοιπόν, από καμιά άποψη το νομοθετικό πλαίσιο ούτε βέβαια υπήρξαν νέα πραγματικά στοιχεία. Η ενδεχόμενη δυνατότητα επαναϋπο- βολής του αιτήματος ενόψει του Ν. 5(Ι)/98 ή και γενικότερα (παρεμβάλλω πως σύμφωνα με την απόφαση του Αρτεμίδη Δ στην Αθηνά Ονουφρίου ν. Κυπριακής Δημοκρατίας Προσφυγή 1028/97 ημερομηνίας 17.2.99 η προθεσμία στους Κανονισμούς τέθηκε ultra vires) δεν μεταβάλλει τη φύση της απόφασης. Στη συνήθη πορεία των διοικητικών πραγμάτων ενυπάρχει, χωρίς χρονικούς περιορισμούς, η δυνατότητα επαναφοράς αιτήματος. Το κρίσιμο σε κάθε περίπτωση είναι αν, σε σχέση με τη νέα απόφαση, υπήρξαν νέα δεδομένα ώστε να μπορεί να θεωρηθεί ως εκτελεστή. Εδώ δεν υπήρχε τίποτε νέο. Με αναλλοίωτη την ουσιαστική ρύθμιση, η ΕΕΥ απέρριψε εκ νέου όμοιο αίτημα, στηριγμένο στο ίδιο πιστοποιητικό, με αναφορά στην, κατά την κρίση της, έλλειψη των ουσιαστικών προϋποθέσεων που απαιτούνταν. ΄Οπως ακριβώς έκαμε, στη βάση των ίδιων δεδομένων, και το 1996. Η νέα απόφαση, ως προς την έλλειψη των προϋποθέσεων, είναι σαφώς βεβαιωτική της πρώτης και η προσφυγή που αφορά σ΄αυτή, είναι απαρά- δεκτη. Απορρίπτεται, με έξοδα.
Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ
/ΜΣι.