ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΠΡΟΣΦΥΓΗ ΑΡ. 674/98
ΕΝΩΠΙΟΝ: Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗ, Δ.
Αναφορικά με το ΄Αρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Παναγιώτη Ανδρέου & Υιού Εργολάβοι Λτδ
Αιτητώ ν
και
Κυπριακής Δημοκρατίας μέσω
Εφόρου Φόρου Προστιθέμενης Αξίας
Καθ΄ων η αίτηση
------------------
14 Mαρτίου 2000.
Για τους αιτητές: Α. Παπαντωνίου.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: Ε. Αντωνίου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας.
-----------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Ο ΄Εφορος Φόρου Προστιθέμενης Αξίας, με απόφαση του που γνωστοποιήθηκε στους αιτητές με επιστολή ημερομηνίας 19.5.98, βεβαίωσε ως φόρο οφειλόμενο το συνολικό ποσό των £8.166,96σ. ΄Οπως εξηγείται, κατ΄εφαρμογή του άρθρου 34(1) και (2) του περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας Νόμου του 1990, ενόψει των ακολούθων:
1. Από τον έλεγχο των Τιμολογίων Αγορών και Εξόδων όπως και των σχετικών καταχωρίσεων στα βιβλία τους, δεν ήταν δυνατό να πιστωθούν, σε σχέση με φόρο εισροών, το ποσό των £1.146.42σ.
2. Παρέλειψαν να υπολογίσουν το φόρο που αναλογεί σε εξαιρούμενες παραδόσεις, σύμφωνα με τα άρθρα 25 και 26 του Νόμου και τους περί Φόρου Προστιθέμενης Αξίας (Επιμερισμός του Φόρου Εισροών) Κανονισμούς του 1991 (ΚΔΠ 207/91). ΄Οπως προβλέπεται, πιστώνεται φόρος εισροών μόνο αν οι παραδόσεις αγαθών και παροχές υπηρεσιών στις οποίες αντιστοιχεί, είναι φορολογητέες. Από τους υπολογισμούς που έγιναν, όπως αυτοί αναλύθηκαν σε σειρά πινάκων, η μή εφαρμογή των διατάξεων που προσδιορίζουν τον τρόπο επιμερισμού είχε ως αποτέλεσμα την πίστωση των αιτητών με £7.694.39 περισσότερο φόρο εισροών από ό,τι δικαιούνταν.
3. Παρέλειψαν να εκδώσουν τιμολόγια πώλησης και να αποδώσουν φόρο εκροών συνολικού ύψους £467.01 σ. σχετικά με ορισμένα ποσά που εισέπραξαν από πελάτες τους για την εκτέλεση εργοληπτικών εργασιών δυνάμει αποδείξεων είσπραξης που εξειδικεύθηκαν.
Η άθροιση των πιο πάνω έδινε το ποσό των £9.287.82 αλλά από αυτό αφαιρέθηκε το ποσό των £1.120.86. Eίχε διαπιστωθεί κατά το λεπτομερή, όπως καταφαίνεται, έλεγχο που διενεργήθηκε ότι τα βιβλία των αιτητών παρουσίαζαν περισσότερο φόρο εισροών - κατά το πιο πάνω ποσό, από ότι είχαν δηλώσει.
Οι αιτητές αντέδρασαν με επιστολή του λογιστή τους ημερομηνίας 25.6.98. Η αμφισβήτησή τους αφορούσε σε ένα μόνο από τα θέματα, εκείνο του καταμερισμού του φόρου εισροών μεταξύ φορολογητέων και εξαιρούμενων παραδόσεων. Και αυτό, όμως, όχι με αναφορά στην ορθότητα της διαπίστωσης αναφορικά με την παράλειψη που εντοπίστηκε και, συνακολούθως, με την ανάγκη υπολογισμού των εξαιρουμένων παραδόσεων προς εξεύρεση του ποσού για το οποίο θα είχαν δικαίωμα πίστωσης. Προκύπτει πως δέχονται ότι απαιτείτο επιμερισμός και εξέφρασαν άποψη αναφορικά με τα ορθά κριτήρια. Υποστηρίκτηκε πως τα "υλικά που αφορούσαν την ανέγερση των διαμερισμάτων (εξαιρούμενες παραδόσεις)" δεν υπερβαίνουν το 30% του κόστους κατασκευής και πως δεν εδικαιολογείτο άρνηση πίστωσης στη βάση μεγαλύτερου ποσοστού, όπως έγινε. Προς θεμελίωση αυτής της θέσης τους ο λογιστής παρέπεμψε "σε ισχυρισμούς του πελάτη μου (οι οποίοι επιβεβαιώνονται από μηχανικούς ειδικευμένους σε θέματα κατασκευής έργων)".
Ο ΄Εφορος δεν ήταν διατεθειμένος να αναθεωρήσει την απόφασή του. Με την απαντητική του επιστολή ημερομηνίας 21.7.98 σημείωσε πως δεν είχαν προσκομιστεί οποιαδήποτε νέα στοιχεία που να τεκμηρίωναν τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν και επισήμανε ορισμένα ουσιώδη από τις πρόνοιες του Νόμου και των Κανονισμών. Τα άρθρα 25 και 26 του Νόμου που αναφέρονται στο δικαίωμα για πίστωση φόρου και "μερική εξαίρεση", "συμπληρώνονται από λεπτομερείς κανονισμούς (ΚΔΠ 207/91), οι οποίοι παρέχουν τη δυνατότητα σε υποκείμενο στο φόρο πρόσωπο να υπολογίζει τον φόρο που μπορεί να πιστωθεί". Επίσης, τα ακόλουθα σε σχέση
με τη στάση των αιτητών:"Ο πελάτης σας όχι μόνο παρέλειψε να εφαρμόσει τη μέθοδο που καθορίζουν οι Κανονισμοί 3 και 7 των περί Φ.Π.Α. (Επιμερισμός του Φόρου Εισροών) Κανονισμών του 1991, Κ.Δ.Π. 207/91, αλλά αντιθέτως δεν προσκόμισε τα στοιχεία που του ζητήθηκαν τόσο γραπτώς στις 18.3.98 όσο και προφορικώς κατά την διάρκεια του ελέγχου, τα οποία θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν ως βάση για εναλλακτική μέθοδο υπολογισμού του φόρου που δύναται να πιστωθεί".
Με την προσφυγή αμφισβητήθηκε το κύρος της απόφασης, σε όλη της την έκταση. Ο πρώτος ισχυρισμός των αιτητών είναι πως "είναι αντίθετη προς το Νόμο". Αναφέρονται στις προϋποθέσεις ενεργοποίησης της εξουσίας του Εφόρου δυνάμει του άρθρου 34(1), απομονώνουν από τη πολυσέλιδη ΄Εκθεση Επίσκεψης Ελέγχου ορισμένες θετικές παρατηρήσεις για σημεία που δεν αφορούν στα θέματα που προέκυψαν και, όπως υπογραμμίζουν, δεν παρεχόταν δυνατότητα άσκησης κρίσης από τον ΄Εφορο στην περίπτωση αφού "είχαν όλα τα αρχεία και στοιχεία με βάση τα οποία μπορούσε να υπολογιστεί ορθά το ποσό του καταβλητέου φόρου". Αναφορά στις συγκεκριμένες αιτίες της παρέμβασης του Εφόρου που ρητά εξειδικεύονται στην απόφαση, δεν υπάρχει. ΄Οπως δεν υπήρξε και κατά την πρώτη αντίδρασή τους πριν την άσκηση της προσφυγής. Οι ισχυρισμοί πως η απόφαση "είναι αντίθετη προς το νόμο" είναι εντελώς ατεκμηρίωτη.
Με εκτεταμένη αναφορά στη νομολογία αναφορικά με το αιτιολογητέο της απόφασης, οι αιτητές, χωρίς αναφορά στο κείμενο των επιστολών του Εφόρου ή σε οτιδήποτε άλλο, υπέβαλαν το γενικό ισχυρισμό πως "η προσβαλλόμενη απόφαση ούτε αιτιολογία έχει, ούτε επαρκή αιτιολογία αλλά και ούτε η αιτιολογία της προκύπτει από το διοικητικό φάκελο". Αυτά είναι αβάσιμα. Αναφέρθηκα ήδη στις συγκεκριμένες εξηγήσεις που δόθηκαν και η πραγματικότητα ήταν πως, πίσω από κάθε μια, υπάρχει ο όγκος των δεδομένων που στοιχειοθετούν την ΄Εκθεση Επίσκεψης Ελέγχου.
Το επόμενο επίπεδο στο οποίο συζητήθηκε η υπόθεση αφορά στη φύση της εξουσίας που παρέχεται στον ΄Εφορο. Οι αιτητές συζητούν, με αναφορά σε νομολογία και συγγράμματα, αν είναι διακριτική, καταλήγουν καταφατικά και καταλογίζουν στον ΄Εφορο το λάθος πως έχει "ενεργήσει με βάση την αντίληψη ότι ήταν δεσμευμένος να ενεργήσει προς ορισμένη κατεύθυνση ... και έχει εκλάβει δέσμια τη σχετική αρμοδιότητα του". Μπορούσε, όπως εξηγείται στη συνέχεια, να επιλέξει αντί τη μεθοδολογία του άρθρου 34 άλλη εξ ίσου νόμιμη λύση. Κατά την εισήγησή τους, ορθή μέθοδος θα ήταν εκείνη "της ταξινόμησης όλων των στοιχείων που είχε ενώπιόν του". Εννοείται σε σχέση με τον υπολογισμό των εξαιρουμένων παραδόσεων. Παρεμβάλλω πως για τα άλλα που περιέχονται στην προσβαλλόμενη απόφαση τίποτε δεν είχε εξειδικευθεί. Επισημάνθηκε το κενό κατά τις διευκρινίσεις και οι αιτητές εγκατέλειψαν τους ισχυρισμούς τους σε σχέση με ο,τιδήποτε δεν αφορούσε στον καταμερισμό που οδήγησε στο ποσό των £7.674,39. Σε συνδυασμό προς τα πιο πάνω οι αιτητές υποστηρίζουν πως δεν διεξάχθηκε η οφειλόμενη έρευνα. Υποστηρίζουν πως ο ΄Εφορος "δεν υπέδειξε με ποιό τρόπο και με ποιά μεθοδολογία υπολόγισε τον οφειλόμενο φόρο". Θεωρούν ότι το συμπέρασμα του Εφόρου "αναφορικά με την ταξινόμηση των εξόδων σε φορολογητέες παραδόσεις και εξαιρούμενες παραδόσεις είναι αυθαίρετο, αστήρικτο και αβάσιμο γιατί δεν παρουσιάστηκε κανένα αποδεικτικό προς τούτο στοιχείο που να αποδεικνύει ότι υπήρχαν τιμολόγια αγορών, ή πληρωμές εξόδων που δεν είχαν καταχωρηθεί στα βιβλία και αρχεία της επιχείρησης." Επίσης ότι "όλα τα συμπεράσματα του Εφόρου βασίσθηκαν σε υποθέσεις" και όχι στα πραγματικά γεγονότα διότι "μόνο ένα μικρό μέρος των τιμολογίων ταξινομήθηκε (12%
) ενώ το υπόλοιπο ταξινομήθηκε με μεθοδολογία που επέλεξε ο ΄Εφορος ΦΠΑ" στη βάση θεωρητικών υπολογισμών. Παρουσίασαν προς ενίσχυση των επιχειρημάτων τους επιστολή των λογιστών τους προς τους ίδιους στην οποία, όπως εισηγούνται, καταγράφεται το ορθό αποτέλεσμα στη βάση των στοιχείων που υπήρχαν. ΄Οπως εξηγείται, εκείνων που τους παρέδωσε ο Διευθυντής των αιτητών. Καταλήγουν πως "πρέπει να γίνει εξ υπαρχής ένας νέος υπολογισμός του ποσού που πρέπει να αποδοθεί και που να βασίζεται στα πραγματικά γεγονότα και όχι σε επισφαλείς υπολογισμούς". Στο τέλος προβάλλουν και τον ισχυρισμό πως από ορισμένη ημερομηνία και μετά όλες οι παραδόσεις ήταν φορολογητέες και πως από τότε, "όλο το ποσό του φόρου που πλήρωσε η εταιρεία μπορεί να διεκδικηθεί". Ουδέποτε όμως εγέρθηκε τέτοιος ισχυρισμός ούτε και η αγόρευση των αιτητών προώθησε τέτοιο θέμα. Αντίθετα η επιχειρηματολογία τους είχε στον πυρήνα της την αμφισβήτηση ως προς τον επιμερισμό που έγινε.Οι καθ΄ων η αίτηση απορρίπτουν τους ισχυρισμούς που προβλήθηκαν. Αναφέρονται σε σειρά αρχών που διέπουν την αναθεώρηση φορολογικής απόφασης αλλά εκείνο που αντιλαμβάνομαι να αποτελεί την κεντρική τους θέση είναι η εισήγηση πως κάθε άλλο παρά η απόφαση του Εφόρου στηρίκτηκε σε θεωρητικά δεδομένα, όπως υποστήριξαν οι αιτητές. Παρέπεμψαν στην ΄Εκθεση Επίσκεψης Ελέγχου και εισηγήθηκαν πως τόσο η μέθοδος που χρησιμοποιήθηκε όσο και οι λόγοι που τη στήριξαν είναι σαφείς. Είχε διεξαχθεί πλήρης έρευνα. ΄Ολα τα πραγματικά γεγονότα βρίσκονταν ενώπιον του Εφόρου και ήταν στη βάση της καλόπιστης αξιολόγησής τους, στο πλαίσιο της ΚΔΠ 207/91, που εξάχθηκαν συμπεράσματα και ασκήθηκε κρίση.
Στην ΄Εκθεση Επίσκεψης Ελέγχου καταγράφεται πράγματι η εργασία που έγινε, οι ελλείψεις που παρατηρήθηκαν, οι συνέπειές τους, η μέθοδος που ακολουθήθηκε και το αποτέλεσμά της. Αυτά, με συνοδευτικές εξηγήσεις και σειρά πινάκων που περιλαμβάνουν το κάθε ένα από τα ζητήματα που προέκυψαν. Η εργασία περιλάμβανε έλεγχο όλων των τιμολογίων αγορών - πωλήσεων, όλων των καταχωρίσεων στον αναλυτικό λογαριασμό ΦΠΑ και όλων των αποδείξεων είσπραξης. Δεν μπορώ να συμφωνήσω πως με τη γενική εισήγηση για στήριξη του Εφόρου σε υποθετικά δεδομένα, χωρίς αναφορά σε ο,τιδήποτε από τα συγκεκριμένα που καταγράφονται στην ΄Εκθεση, κλονίζεται το υπόβαθρο της απόφασης. Ούτε επέρχεται τέτοιο αποτέλεσμα από τις γενικές απόψεις που διατύπωσαν οι λογιστές και στη συνέχεια οι αιτητές στις αγορεύσεις τους, χωρίς κάν αναφορά στην ΚΔΠ 207/91 που διέπει ακριβώς τον επιμερισμό του Φόρου εισροών. Το πιο κάτω απόσπασμα από την Έκθεση Επίσκεψης Ελέγχου
περιλαμβάνει το σκεπτικό και ανάλυση της μεθόδου που χρησιμοποιήθηκε."
Επιμερισμός Φόρου Εισροών λόγω Μερικής Εξαίρεσης
Σε ερώτηση μου προς τον λογιστή κατά πόσο γινόταν επιμερισμός του φόρου σε φόρο που αποδίδεται σε φορολογητέες παραδόσεις και σε φόρο που αποδίδεται σε εξαιρούμενες παραδόσεις, μου απάντησε ότι πιθανόν σε κάποιες φορολογικές περιόδους οι διορθώσεις που αναφέρονται πιο πάνω να αφορούν ποσά που αποδίδονται στις δεύτερες. Δεν μου παρουσίασε οποιαδήποτε στοιχεία που να τεκμηριώνουν τον ισχυρισμό αυτό. Ζήτησα να μάθω πως γίνεται ο διαχωρισμός του κόστους υλικών, υπεργολαβιών και εξόδων ανάμεσα στις δύο δραστηριότητες στις οικονομικές καταστάσεις και ο λογιστής ανέφερε ότι δεν τηρούνται ξεχωριστοί λογαριασμοί, αλλά με τη βοήθεια ενός πρόχειρου
βιβλίου που τηρεί για δικούς του σκοπούς ο διευθυντής της εταιρείας και με προφορικές εξηγήσεις, κατανέμονται τα ποσά στις δύο δραστηριότητες. Με επιστολή μου (ερυθρό 10) ζήτησα να εξετάσω το βιβλίο αυτό με σκοπό να εξακριβώσω τον τρόπο και την ορθότητα του διαχωρισμού των εξόδων, ο διευθυντής όμως αρνήθηκε διότι είναι, όπως ισχυρίστηκε, ένα πρόχειρο σημειωματάριο το οποίο δεν περιέχει χρήσιμες πληροφορίες για τους σκοπούς του ελέγχου. Με την ίδια επιστολή είχα ζητήσει τα δελτία αποστολής που έλαβε από τους προμηθευτές του καθώς και τα συμβόλαια που είχε συνάψει για εκτέλεση εργασιών σε ακίνητη ιδιοκτησία με σκοπό να εξακριβώσω την τοποθεσία παράδοσης υλικών και κατά πόσο οι συμφωνίες αυτές προνοούσαν και για την προμήθεια υλικών από το υ.φ.π. προς τους πελάτες. Ούτε και αυτά προσκομίστηκαν, διότι όπως ανέφερε ο διευθυντής, δεν τα φύλαξε. Με βάση αυτά τα δεδομένα, θεωρώ ότι δεν γινόταν επιμερισμός του φόρου αλλά διεκδικούσε ολόκληρο το φόρο εισροών χωρίς να λαμβάνεται υπόψη για ποια δραστηριότητα πραγματοποιούνταν οι αγορές. Κατ΄ επέκταση προχώρησα στον επιμερισμό του φόρου σύμφωνα με τους περί Φ.Π.Α. (Επιμερισμός του Φόρου Εισροών) Κανονισμούς του 1991. Εξέτασα όλα τα τιμολόγια αγορών με σκοπό να βρώ οποιεσδήποτε ενδείξεις ως προς ποια δραστηριότητα αφορούν. Προς τούτο, κατέγραψα με βάση τα τιμολόγια πώλησης, αποδείξεις είσπραξης και τα πωλητήρια έγγραφα παράδοσης ακινήτων (Παρ. 6β) τα ονόματα των πελατών και τις τοποθεσίες εργασιών (παρ. 7) για κάθε φορολογική περίοδο. Με αυτόν τον τρόπο εντόπισα κάποια τιμολόγια που έγραφαν την περιοχή παράδοσης διαφόρων υλικών ή το όνομα του πελάτη και διαπίστωσα κατά πόσο αποδίδοντο σε φορολογητέα ή εξαιρούμενη παράδοση. Δείγματα τέτοιων τιμολογίων επισυνάπτονται ως Παράρτημα 8.Στον πίνακα Δ (παρ.4α) αναλύεται ο φόρος εισροών σε υλικά, υπεργολαβίες, έξοδα και εξοπλισμό. Για τα πρώτα τρία γίνεται ανάλυση σε φόρο που αποδίδεται σε φορολογητέες παραδόσεις και σε εξαιρούμενες παραδόσεις για όσα τιμολόγια υπήρχε σχετική ένδειξη. Ο υπόλοιπος φόρος, εφόσον δεν υπάρχουν στοιχεία για να αναγνωριστεί που αποδίδεται, θεωρείται ως ο εναπομένων φόρος εισροών ο οποίος επιμερίζεται όπως πιο κάτω. Ο εξοπλισμός αποτελείται από φορητό τηλέφωνο (8/94-10/94), εμπορικό όχημα Citroen ZX Van (8/96 -10/96) και έναν εκσκαφέα (5/97-7/97) (παρ. 9), ο οποίος, σύμφωνα με τον διευθυντή, εισήχθηκε για να χρησιμοποιηθεί αποκλειστικά για τη δραστηριότητα ανάπτυξης γης.
Στους πίνακες Ε-Η (παρ. 4β) γίνεται επιμερισμός του φόρου εισροών σε κάθε φορολογική περίοδο. Στον πίνακα Ε κατέγραψα το φόρο εισροών που αποδίδεται σε φορολογητέες και εξαιρούμενες παραδόσεις και τον εναπομένοντα φόρο εισροών και στον πίνακα Ζ τις δηλωθείσες εκροές, τις αδήλωτες πωλήσεις (αναφορά στην παράγραφο "εκροές") και τις εισπράξεις από την ανάπτυξη γης για κάθε φορολογική περίοδο. Για
τις τελευταίες θεωρήθηκε ως φορολογικό σημείο η ημερομηνία λήψης της πληρωμής, δηλαδή η ημερομηνία που αναγράφεται στις αποδείξεις είσπραξης (παρ. 6). Ακολούθως, υπολόγισα την αναλογία των φορολογητέων παραδόσεων στο σύνολο των παραδόσεων. Στον πίνακα Η υπολόγισα το φόρο που αποδίδεται σε φορολογητέες παραδόσεις, ο οποίος αποτελείται από το φόρο που αποδίδεται εξ ΄ολοκλήρου σε φορολογητέες παραδόσεις, (από πίνακα Ε) και το μέρος του εναπομένοντος φόρου που υπολογίστηκε με τη χρήση της πιο πάνω αναλογίας. Από τη σύγκριση του εξαιρούμενου φόρου με τα μέγιστα κριτήρια που προνοούνται στον κανονισμό 5 της Κ.Δ.Π. 207/91 (de minimis) προκύπτει ότι ο φόρος που δεν δύναται να πιστωθεί προσωρινά ανέρχεται στις £5695.51 και ο φόρος που δύναται να πιστωθεί στις £12605.85. Στον πίνακα Θ ακολουθείται η ίδια μέθοδος επιμερισμού του φόρου σε κάθε μακρότερη περίοδο για σκοπούς αναπροσαρμογής του φόρου που αποδόθηκε προσωρινά σε φορολογητέες παραδόσεις σύμφωνα με τον κανονισμό 7 της Κ.Δ.Π. 207/91.Επειδή δεν ήταν δυνατό να εξακριβωθεί πότε επιβαρύνθηκε για πρώτη φορά με εξαιρούμενο φόρο εντός της περιόδου εγγραφής του (1/7/92-31/1/93), λαμβάνεται ως πρώτη μακρότερη περίοδος ολόκληρη η περίοδος εγγραφής του. Οι επόμενες μακρότερες περίοδοι είναι τα φορολογικά έτη που ξεκινούν την 1 Φεβρουαρίου και λήγουν 31 Ιανουαρίου. Η τελευταία μακρότερη περίοδος είναι το φορολογικό έτος 1/2/96-31/1/97. Για τη χρονική περίοδο 1.2.97-31.10.97 δεν εφαρμόζεται μακρότερη περίοδος εφόσον δεν έχει συμπληρωθεί το φορολογικό έτος. Κατ΄επέκταση η αναπροσαρμογή θα πρέπει να γίνει από το ίδιο το υ.φ.π. μετά τη λήξη του φορολογικού έτους.
Από την αναπροσαρμογή προκύπτει ότι δύναται να πιστωθεί £10626.97 ενώ ο εξαιρούμενος φόρος αυξάνεται στις £7674.39. Οι διαφορές του φόρου που δε δύναται να πιστωθεί προσωρινά και της αναπροσαρμογής σε κάθε μακρότερη περίοδο, καταχωρούνται στη φορολογική περίοδο που έπεται της μακρότερης περιόδου και ανέρχονται συνολικά στις £1978,88.
Αξίζει να αναφερθεί ότι τα ποσοστά του εξαιρούμενου φόρου στο συνολικό φόρο για τις μακρότερες περιόδους εντός του 1994 και του 1995 υπολογίστηκαν σε 69% και 43% αντίστοιχα και δεν διαφέρουν πολύ από τα ποσοστά του κόστους πώλησης διαμερισμάτων στο συνολικό κόστος όπως προέκυψαν από τις οικονομικές καταστάσεις, δηλαδή 66% και 45% γεγονός που φανερώνει ότι οι υπολογισμοί που έγιναν είναι αρκετά ακριβείς."
Αντίθετα προς την εισήγηση των αιτητών, προκύπτει πως ο ΄Εφορος στηρίκτηκε σε υπαρκτά στοιχεία τα οποία καλοπίστως αξιολόγησε. Εύλογα έκρινε πως όπου δεν υπήρχαν στοιχεία για "αναγνωριστεί που αποδίδεται" ο υπόλοιπος φόρος, αυτός "θεωρείται ως εναπομένων φόρος εισροών" και δεν έχει στοιχειοθετηθεί οτιδήποτε, με αναφορά στην ΚΔΠ 207/91 ή γενικότερα που θα ήταν δυνατό να αποτελέσει αιτία για παρέμβαση. Είναι πάγια η νομολογία μας πως το Δικαστήριο δεν επεμβαίνει στην κρίση της διοίκησης ως προς τα γεγονότα και πως ισχυρισμοί για ελλιπή έρευνα ως προοιωνίζουσα πλάνη περί τα πράγματα, πρέπει να αποδεικνύονται. Οι ισχυρισμοί των αιτητών δεν έχουν τεκμηριωθεί με αναφορά σε οτιδήποτε το συγκεκριμένο, συνδεδεμένο προς όσα εξειδικεύθηκαν στο σκεπτικό που στήριξε την απόφαση. Δεν έχει στοιχειοθετηθεί λόγος ακυρότητας και η προσφυγή απορρίπτεται, μέ έξοδα. Η προσβαλλόμενη απόφαση επικυρώνεται.
Γ. ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΙΔΗΣ, Δ
/ΜΣι.