ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Απόκρυψη Αναφορών (Noteup off) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων



ΑΝΑΦΟΡΕΣ:

Κυπριακή νομολογία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Κυπριακή νομοθεσία στην οποία κάνει αναφορά η απόφαση αυτή:

Μεταγενέστερη νομολογία η οποία κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή:

Δεν έχει εντοπιστεί απόφαση η οποία να κάνει αναφορά στην απόφαση αυτή




ΚΕΙΜΕΝΟ ΑΠΟΦΑΣΗΣ:

ANΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 37/98

ΕΝΩΠΙΟΝ: Π. ΑΡΤΕΜΗ, Δ.

Αναφορικά με τα Άρθρα 146, 28 του Συντάγματος.

Μεταξύ:

Kατερίνας Κυπριανού,

Αιτήτριας,

και

Κυπριακής Δημοκρατίας, μέσω

Επιτροπής Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας,

Καθ΄ης η αίτηση.

- - - - -

ΗΜΕΡΟΜΗΝΙΑ: 9.3.00

Για την αιτήτρια: κα Ασπρή για κ. Αγγελίδη

Για τους καθ΄ων η αίτηση: κα Λοϊζίδου

Για το ενδιαφ. μέρος: κ. Α. Κωνσταντίνου.

Α Π Ο Φ Α Σ Η

Στις 25.11.96 η Επιτροπή Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας αποφάσισε την προκήρυξη θέσης Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης για τη Δημοτική Εκπαίδευση, που ήταν θέση πρώτου διορισμού και προαγωγής. Η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν μεταξύ εκείνων που υπέβαλαν αίτηση και όλες οι αιτήσεις διαβιβάστηκαν στο Γενικό Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού ως Πρόεδρο της αρμοδίας Συμβουλευτικής Επιτροπής, με όλα τα προβλεπόμενα από το άρθρο 5(1) του περί Διενέργειας Προαγωγών και Διορισμών στη Δημοτική Εκπαίδευση (Προσωρινών Διατάξεων) Νόμου του 1995 (Ν. 78(1)/95) στοιχεία και έγγραφα.

Ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας στις 30.4.97 με έγγραφο του πληροφόρησε την Επιτροπή ότι η έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής που είχε διαβιβαστεί στις 4.4.97 αποσύρθηκε, γιατί κατά την εκτίμηση της αξίας των υποψηφίων από τη Συμβουλευτική Επιτροπή λήφθηκαν υπόψη οι βαθμολογίες που περιέχονταν στις υπηρεσιακές εκθέσεις παρά τη σχετική διάταξη του νόμου.

Στις 12.5.97 ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου έστειλε νέα έκθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής μαζί με κατάλογο των συστηνομένων υποψηφίων, στον οποίο περιλαμβάνοντο τόσο η αίτητρια όσο και το ενδιαφερόμενο μέρος.

Η Επιτροπή στις 9.10.97 εξέτασε τις ενστάσεις που υποβλήθηκαν εναντίον του καταλόγου και καταρτίστηκε τελικός κατάλογος στον οποίο και πάλιν περιλαμβανόταν η αιτήτρια και το ενδιαφερόμενο μέρος. Η Επιτροπή κάλεσε στις 15.10.97 τους υποψηφίους του τελικού καταλόγου σε προφορική εξέταση , στην οποία παρίστατο και ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου. Κατόπιν συνεκτίμησης της αξίας των προσόντων και της αρχαιότητας των υποψηφίων, η Επιτροπή πρόσφερε προαγωγή στη θέση Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης στο ενδιαφερόμενο μέρος που κρίθηκε ως ο καταλληλότερος και με απόφαση που δημοσιεύτηκε στην Επίσημη Εφημερίδα της Δημοκρατίας στις 12.12.97 τον διόρισε από 20.10.97.

Με την παρούσα της προσφυγή η αιτήτρια ζητά την ακύρωση της πιό πάνω απόφασης.

Είναι η εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας ότι ο περί Διενέργειας Προαγωγών και Διορισμών στη Δημοτική Εκπαίδευση (Προσωρινές Διατάξεις) Νόμος του 1995, Ν. 78(1)/95 και ο επακόλουθος αυτού Ν. 7(1)/97, οι οποίοι ψηφίστηκαν σαν αποτέλεσμα της ακυρωτικής απόφασης του Δικαστηρίου στην προσφυγή Χαραλάμπους ν. Δημοκρατία, Υπ. Αρ. 747/93, ημερομηνίας 8.3.95 και οι οποίοι έτυχαν εφαρμογής στην παρούσα διαδικασία, ήταν αντισυνταγματικοί ως αντίθετοι προς την αρχή της ισότητας και ίσης μεταχείρησης και ως αντίθετοι προς την αρχή της διάκρισης των εξουσιών για το λόγο ότι αποτελούσαν επέμβαση της νομοθετικής εξουσίας στην άσκηση της διοικητικής λειτουργίας.

Περαιτέρω, εισηγήθηκε ο δικηγόρος της αιτήτριας ότι η Επιτροπή εν προκειμένω εσφαλμένα ακολούθησε ως συνέπεια της σχετικής γνωμάτευσης της Νομικής Υπηρεσίας τον ισοπεδωτικό για όλες τις κατηγορίες εκπαιδευτικών Ν. 78(1)/95, ο οποίος προνοούσε την παραγνώριση του στοιχείου της αξίας, όπως αυτή προέκυπτε από τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων και εσφαλμένα δεν εφάρμοσε τον ισχύοντα για τη συγκεκριμένη κατηγορία εκπαιδευτικών περί Δημόσιας Εκπαιδευτικής Υπηρεσίας (Τροποποιητικό) Νόμο του 1995, Ν.26(1)/95 αρ.4 και τον επακόλουθο αυτού Ν.43(1)/96, αρ. 7.

Σύμφωνα με τη νομολογία, η αντισυνταγματικότητα νόμου ή κανονισμού ελέγχεται με αντιπαραβολή του προς συγκεκριμένη διάταξη του Συντάγματος. (Δέστε Δημοκρατία ν. Κωνσταντινίδη, Α.Ε. Αρ. 2137, ημερομηνίας 21.5.96).

Στην απόφαση της Ολομέλειας στην υπόθεση Μαυρομμάτης ν. Δημοκρατία, Α.Ε. Αρ. 2023, ημερομηνίας 28.12.98 λέχθηκαν τα ακόλουθα:

"Η αντισυνταγματικότητα νόμου συνιστά νομικό θέμα ιδιάζουσας σημασίας και σπουδαιότητας, το οποίο πρέπει να προσδιορίζεται επακριβώς στα δικόγραφα (Βλέπε: Δημοκρατία ν. Κουκκουρή, Α.Ε. 983, ημερ. 16.11.90 και Βαρνάβας Νικολάου και Υιοί Λτδ ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2140, ημερ. 24.11.98). Το τεκμήριο συνταγματικότητας του νόμου ανατρέπεται μόνο όταν καταδειχθεί τούτο και το βάρος της απόδειξης το φέρει ο ισχυριζόμενος την αντισυνταγματικότητα. Στην προσφυγή του ο εφεσείων δεν έθεσε ως λόγους ακύρωσης της διοικητικής απόφασης αντισυνταγματικότητα του Νόμου 49/80. Ορθά κατά συνέπεια το πρωτόδικο Δικαστήριο δεν ασχολήθηκε με το θέμα."

Σύμφωνα με τον Καν.7 του Διαδικαστικού Κανονισμού του Ανωτάτου Συνταγματικού Δικαστηρίου του 1962, "Έκαστος διάδικος δέον δια των εγγράφων προτάσεων αυτού να εκθέτη τα νομικά σημεία επί των οποίων στηρίζεται, αιτιολογών ταύτα πλήρως" και σύμφωνα με τον Καν.2, "Εγγραφος πρότασις" περιλαμβάνει και την αίτηση.

Ο λόγος ακύρωσης ο οποίος προβλήθηκε στο δικόγραφο της αίτησης ότι, "η προσβαλλόμενη πράξη ή παράλειψη πάσχει γιατί "Παραβιάζει" την αρχή της ίσης μεταχείρισης και της δίκαιης αντικειμενικής μεταχείρισης των υποψηφίων" δεν αποτελούσε συμμόρφωση προς τη νομοθετική επιταγή του Καν.7, εφόσον με το λόγο αυτό δεν προσδιορίστηκε στο δικόγραφο ο φερόμενος ως αντισυνταγματικός νόμος ούτε εξειδικεύτηκε το συγκεκριμένο άρθρο ή άρθρα του Συντάγματος τα οποία παραβιάστηκαν σαν συνέπεια της εφαρμογής του. Ως γενικός, ασαφής και αόριστος ως προς την πραγματική και νομική του βάση ο λόγος αυτός είναι αναιτιολόγητος και έτσι ανεπίδεκτος δικαστικής εκτίμησης και απορρίπτεται. (Δέστε επίσης, Δημοκρατία ν. Πογιατζής, (1992) 3 Α.Α.Δ. 196 και Ανθούσης ν. Δημοκρατία, Υπ. Αρ. 129/94, ημερομηνίας 11.9.95).

Περαιτέρω, ο λόγος ακύρωσης με βάση το ότι η Συμβουλευτική Επιτροπή και η ΕΕΥ εσφαλμένα εφάρμοσαν το Ν. 7(1)/97 στην παρούσα διαδικασία, ο οποίος ισοπεδωτικά και ανεπίτρεπτα επέβαλλε στα δύο όργανα να αγνοήσουν τις βαθμολογίες των υποψηφίων, όπως αυτές προέκυπταν από τις ετήσιες υπηρεσιακές εκθέσεις και εσφαλμένα δεν εφάρμοσαν τον ισχύοντα για τη συγκεκριμένη κατηγορία εκπαιδευτικών Ν.26(1)/95, απορρίπτεται, ως στηριζόμενος σε εσφαλμένη και ανακριβή προϋπόθεση.

Όπως σαφώς προκύπτει από τα πρακτικά των συνεδριάσεων των δύο Επιτροπών η συγκεκριμένη κατηγορία εκπαιδευτικών κρίθηκε πράγματι σύμφωνα με τις ορθές διατάξεις του α.4 του Ν. 26(1)/95 και του επακόλουθου αυτού α.7 του Ν.43(1)/96, εφόσον, τόσο η Συμβουλευτική στη συνεδρίαση της ημερομηνίας 8.5.97 ανέφερε ότι συνεκτιμώντας τα νόμιμα κριτήρια έλαβε υπόψη, "την αξία, στην οποία όπως διαπιστώθηκε ύστερα από μελέτη των υπηρεσιακών φακέλων και των φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων όλοι οι υποψήφιοι είναι περίπου ίσοι" όσο και η ΕΕΥ που στη συνεδρίασή της ημερομηνίας 15.10.97 ανέφερε ότι, "λαμβάνει υπόψη το περιεχόμενο των προσωπικών φακέλων και των φακέλων των υπηρεσιακών εκθέσεων (χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η αριθμητική βαθμολογία)".

Ενόψει των πιο πάνω, ο ισχυρισμός ότι αγνοήθηκαν οι υπηρεσιακές εκθέσεις των υποψηφίων, αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

Ο δικηγόρος της αιτήτριας ήγειρε ζήτημα παράνομης συγκρότησης της Συμβουλευτικής Επιτροπής λόγω μη συμμετοχής του Διευθυντή Δημοτικής Εκπαίδευσης, παρά το γεγονός ότι το α.4(2) του Ν. 78(1)/95, στο οποίο ο ίδιος παρέπεμψε, δεν προέβλεπε τέτοια υποχρέωση.

Σύμφωνα με την επιφύλαξη του α.4(2) του Ν. 78(1)/95 και του α.4(2) του Ν.7(1)/97, οι οποίοι αποτελούσαν ισχύον δίκαιο κατά τον ουσιώδη χρόνο:

"εάν η θέση η οποία θα πληρωθεί είναι θέση Ανώτερου Λειτουργού Εκπαίδευσης ή ανώτερη η σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής αποφασίζεται από την αρμόδια αρχή και σ΄αυτή ορίζονται ως Πρόεδρος και μέλη λειτουργοί που έχουν θέση ανώτερη από τη θέση η οποία θα πληρωθεί."

Εφόσον τα πρόσωπα τα οποία συμμετείχαν στη σύνθεση της Συμβουλευτικής Επιτροπής κατείχαν πράγματι θέση ανώτερη από την υπό πλήρωση θέση, η σύνθεση της Επιτροπής δεν προσέκρουε σε οποιαδήποτε ρητή διάταξη νόμου. Έτσι θεωρώ τον ισχυρισμό αβάσιμο και τον απορρίπτω. (Δέστε σχετικά και Παπαμάρκου ν. ΕΕΥ, Υπ. Αρ. 495/96, ημερομηνίας 10.2.99, Πασχαλίδου-Καζαμία ν. ΕΕΥ, Υπ. Αρ. 1106/95 κ.α., ημερομηνίας 15.12.97 και Αντωνίου ν. Δημοκρατία, Α.Ε. 1449, ημερομηνίας 23.10.97).

Είναι ο ισχυρισμός του δικηγόρου της αιτήτριας ότι τα κριτήρια τα οποία τέθηκαν ως βάση για την αξιολόγηση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις ήταν εξωγενή ως αντίθετα προς το νόμο και τα Σχέδια Υπηρεσίας της θέσης και ότι η κρίση του Γενικού Διευθυντή του Υπουργείου Παιδείας και Πολιτισμού αναφορικά με την απόδοσή των υποψηφίων σ΄αυτές ήταν αναιτιολόγητη.

Για την αξιολόγηση της απόδοσης των υποψηφίων στις συνεντεύξεις, σύμφωνα με το α.5(10) του Ν.7(1)/97, η Επιτροπή καθόρισε τα ακόλουθα κριτήρια:

(α) Βαθμός ενημέρωσης σε θέματα της εκπαίδευσης και σε οργανωτικά και διοικητικά θέματα της Δημοτικής Εκπαίδευσης.

(β) Βαθμός ενημέρωσης πάνω στις σύγχρονες εξελίξεις σε παιδαγωγικά και εκπαιδευτικά θέματα.

(γ) Γνώση ευθυνών και καθηκόντων του Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης.

(δ) Γλωσσική επάρκεια, άνεση και σαφήνεια στη διατύπωση απόψεων.

(ε) Μεθοδική τεκμηρίωση των απόψεων.

(στ) Εμφάνιση και προσωπικότητα."

Ο καθορισμός της ειδικής διαδικασίας ελέγχου των τυπικών και ουσιαστικών προσόντων των υποψηφίων, η μέθοδος αξιολόγησης των αποτελεσμάτων των διαγωνισμών και η κρίση για την συνδρομή των προσόντων αυτών στο πρόσωπο των υποψηφίων ανήκει στο διοικητικό όργανο και δεν ελέγχεται ακυρωτικά εκτός εάν προκύπτει ότι η μέθοδος αυτή υπερβαίνει τα ακραία όρια της κατά κοινή πείρα και αντίληψη δυνατής αξιολόγησης ή αν συντρέχει κακή χρήση διακριτικής εξουσίας. (Δέστε σχετικά, Προδρόμου ν. Δημοκρατία (1986) 3 Α.Α.Δ, 1540, 1549).

Από την αντιπαραβολή των κριτηρίων τα οποία τέθηκαν προς τα καθήκοντα, τις ευθύνες και τα απαιτούμενα προσόντα όπως αυτά καθορίστηκαν στο Σχέδιο Υπηρεσίας της θέσης Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης το οποίο κατατέθηκε, προκύπτει ότι τα κριτήρια αυτά ήταν εύλογα επιτρεπτά και στα πλαίσια των απαιτήσεων του Σχεδίου Υπηρεσίας προς διαπίστωση της τυπικής και ουσιαστικής καταλληλότητας των υποψηφίων για επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης. (Δέστε και Δημητρίου ν. Δημοκρατίας, Α.Ε. 2053, ημερομηνίας 13.2.98 και Σωτηροπούλου ν. ΕΕΥ, Υπ. Αρ. 795/97, ημερομηνίας 26.1.99).

Περαιτέρω, η εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας ότι η εντύπωση την οποία αποκόμισε ο Γενικός Διευθυντής από την απόδοση των υποψηφίων κατά τις συνεντεύξεις δεν ήταν αιτιολογημένη επαρκώς, επίσης δεν ευσταθεί.

Σύμφωνα με την επιφύλαξη του εδαφίου (10) του α.4 του Ν.7(1)/97, "κατά τις συνεντεύξεις μπορεί να παρευρίσκεται ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Παιδείας ή ο Διευθυντής του οικείου Τμήματος ή εκπρόσωπός του και να εκφέρει τις κρίσεις του για την απόδοση των υποψηφίων σ΄αυτές".

Από το πιό πάνω άρθρο του Νόμου προκύπτει ότι η παρουσία των αναφερόμενων προσώπων δεν είναι υποχρεωτική αλλά δυνητική για την Επιτροπή, η κρίση τους αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στη συνέντευξη δεν επέχει θέση συστάσεων, αλλά απλή έκφραση γνώμης, η οποία δεν απαιτείται να είναι αιτιολογημένη, η δε Επιτροπή, ως το αποκλειστικά αρμόδιο όργανο, μπορεί να αποφασίσει κατά άλλο τρόπο. (Δέστε και Παπαμάρκου ν. ΕΕΥ, ανωτέρω).

Είναι η εισήγηση του δικηγόρου της αιτήτριας ότι το εύρημα της Επιτροπής ότι το ενδιαφερόμενο μέρος κατείχε τα απαιτούμενα από το Σχέδιο Υπηρεσίας προσόντα και συγκεκριμένα ότι κατείχε πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν στα παιδαγωγικά ή στην οργάνωση και διοίκηση της εκπαίδευσης ή σε συναφές θέμα ήταν αποτέλεσμα πλάνης περί τα πράγματα, παράλειψης διενέργειας έρευνας και παράλειψης αιτιολόγησης της σχετικής ενδιάμεσης απόφασης.

Η Επιτροπή στη συνεδρίαση της ημερομηνίας 9.10.97 εξέτασε τις ενστάσεις οι οποίες υποβλήθηκαν κατά του καταλόγου και κατέληξε ότι όλοι οι υποψήφιοι κατείχαν το απαιτούμενο από τα Σχέδια Υπηρεσίας "Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν στα παιδαγωγικά".

Το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν απόφοιτος της ΠΑΚ και κάτοχος MsC in Maths - Education - University of Kansas USA και M.A in Education Curriculum Development - Antioch University of Ohio, USA.

Η Επιτροπή, στα πλαίσια διενέργειας έρευνας των προσόντων των υποψηφίων ανέφερε τα ακόλουθα, όσον αφορά το ενδιαφερόμενο μέρος:

"Σε σχέση με τα προσόντα του κου Κωνσταντινίδη σημειώνεται ότι πέραν από τις βεβαιώσεις που υπάρχουν στο φάκελο του κου Κωνσταντινίδη σε σχέση με το περιεχόμενο των σπουδών του, υπάρχουν οι βεβαιώσεις του Fullbright Commission με ημερ. 20.4.94 και 10.8.90 σε σχέση με τα Πανεπιστήμια από τα οποία απέκτησε τα Πανεπιστημιακά του προσόντα καθώς και το εύρημα του Ανωτάτου Δικαστηρίου στην προσφυγή με αριθμό 647/92 (23.9.93 σελίδα 9-10): "Το ενδιαφερόμενο μέρος" (Αριστείδης Κωνσταντινίδης) "υπερέχει σαφώς ως προς τα προσόντα. Είναι απόφοιτος της ΠΑΚ και επιπρόσθετα κατέχει Msc του Kansas State University και MA του Antioch University στον τομέα των Παιδαγωγικών και της ανάπτυξης προγραμμάτων στη διδαχθείσα ύλη για το οποίο περιλαμβάνεται και η επίβλεψη σχολείων". Η απόφαση αυτή αφορούσε πλήρωση θέσης Επιθεωρητή γενικών μαθημάτων Δημοτικής Εκπαίδευσης από 1.9.92 και τα σχέδια υπηρεσίας που ίσχυαν κατά το χρόνο εκείνο απαιτούσαν "Πανεπιστημιακό δίπλωμα ή τίτλο ή ισότιμο προσόν στα Παιδαγωγικά ή στην Εκπαιδευτική Διοίκηση ή σε συναφές θέμα."

Η ερμηνεία και η εφαρμογή των Σχεδίων Υπηρεσίας και ο έλεγχος της συνδρομής των αναγκαίων προσόντων στο πρόσωπο των υποψηφίων αποτελούν ζήτημα η λύση του οποίου ανάγεται στη διακριτική ευχέρεια του αρμοδίου οργάνου. Το Δικαστήριο δεν ενεργεί πρωτογενή έρευνα και δεν ασκεί ουσιαστική κρίση επί του θέματος, αλλά ελέγχει την παρέλειψη διενέργειας έρευνας, την πιθανότητα ύπαρξης πλάνης περί τα πράγματα και την υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας του αρμοδίου οργάνου. (Δέστε σχετικά, Γρηγοροπούλου κ.α. ν. Δημοκρατία, Υπ. Αρ. 677/94 κ.α., ημερομηνίας 6.9.96 και Συμεωνίδου κ.α. ν. Δημοκρατία, Υπ. Αρ. 911/93 κ.α. ημερομηνίας 18.4.97).

Εν προκειμένω η Επιτροπή διενήργησε έρευνα επί του θέματος των προσόντων και κρίνω ότι η αιτιολογία της κρίσης της ότι το ενδιαφερόμενο μέρος ήταν προσοντούχος, είναι επαρκής και εντός των πλαισίων της διακριτικής της ευχέρειας.

Εισηγείται, επίσης, ο δικηγόρος της αιτήτριας ότι η Επιτροπή δεν έλαβε υπόψη την απόδοση των υποψηφίων κατά τη συνέντευξη ως συμπληρωματικό αλλά ως κύριο στοιχείο κρίσεως της αξίας τους.

Σύμφωνα με την επιφύλαξη του α.5(11)(α)(ιιι) του Ν.7(1)/97, "η απόδοση των υποψηφίων στις συνεντεύξεις θα λαμβάνεται υπόψη μόνο ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης της αξίας τους".

Ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι η απόδοση των υποψηφίων λήφθηκε υπόψη ως κύριο στοιχείο κρίσεως δεν ευσταθεί. Η ίδια η Επιτροπή ρητά ανέφερε στη συνεδρίασή της ημερομηνίας 15.10.97, "Ως συμπληρωματικό στοιχείο κρίσης για την αξία τους, η Επιτροπή λαμβάνει υπόψη την απόδοση στην προσωπική συνέντευξη", και δεν έχω ικανοποιηθεί ότι τούτο δεν ανταποκρίνεται στην πραγματικότητα.

Η Επιτροπή έλαβε υπόψη την ελαφρά υπεροχή του ενδιαφερομένου μέρους στη συνέντευξη έναντι των άλλων υποψηφίων.

Η επίδικη θέση ήταν πρώτου διορισμού και προαγωγής και υψηλά στην υπαλληλική ιεραρχία. Η σημασία των συνεντεύξεων ως στοιχείου κρίσης της καταλληλότητας των υποψηφίων προς πλήρωση τέτοιων θέσεων όπου η προσωπικότητα και οι ικανότητες αποτελούν σημαντικές ιδιότητες για την επιτυχή εκτέλεση των καθηκόντων της θέσης, έχει επανειλημμένα τονιστεί. (Δέστε σχετικά, Zachariades v. R. (1980) 3 C.L.R. 852, Republic v. Panayiotides (1987) 3 C.L.R., 1081, Λάμπης ν. Δημοκρατία (1991) 3 Α.Α.Δ, 708, και Κοντογιώργη κ.α. ν. Δημοκρατία, Α.Ε. Αρ. 1607, ημερομηνίας 2.12.97).

Ο ισχυρισμός της αιτήτριας ότι η κρίση της Επιτροπής αναφορικά με την απόδοση των υποψηφίων στη συνέντευξη ήταν αναιτιολόγητη δεν ευσταθεί.

Η Επιτροπή αιτιολογώντας την κρίση της για την απόδοση της αιτήτριας και του ενδιαφερομένου μέρους στη συνέντευξη, ανέφερε τα ακόλουθα:

"Αικατερίνη Κυπριανού

Γνωρίζει τα θέματα της παιδείας και έχει μελετημένες απόψεις για τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η Δημοτική Εκπαίδευση. Έκαμε τεκμηριωμένες εισηγήσεις για την εισαγωγή νέων θεσμών στην παιδεία. Έχει πάρα πολύ καλή αντίληψη του ρόλου και των καθηκόντων της θέσης του Πρώτου Λειτουργού Εκπαίδευσης και εξέφρασε αρκετά καλές θέσες για το θέμα της συνεργασίας και συντονισμού των βαθμίδων Δημοτικής και Μέσης Εκπαίδευσης. Μιλά με ευχέρεια και σαφήνεια. Έχει πολύ ευχάριστη προσωπικότητα.

Γενικός Χαρακτηρισμός: Πάρα Πολύ Καλά.

Αριστείδης Κωνσταντινίδης

Γνωρίζει σε βάθος τα προβλήματα της εκπαίδευσης. Εξέφρασε ολοκληρωμένες απόψεις για τις προοπτικές συνεργασίας, συντονισμού και γεφύρωσης του χάσματος μεταξύ Δημοτικού Σχολείου και Γυμνασίου. Προσεγγίζει και αναλύει τα θέματα σε βάθος, με βάση τις σύγχρονες επιστημονικές και παιδαγωγικές αρχές. Μιλά μεστά και δίνει καθαρά τα νοήματα. Διαθέτει ωριμότητα και είναι προβληματισμένος. Εκφράζεται άνετα με εξαιρετική ευχέρεια και πολλή σαφήνεια. Διαθέτει πολύ ευχάριστη και δυνατή προσωπικότητα.

Γενικός Χαρακτηρισμός. Εξαιρετικά."

Προκύπτει ότι, η Επιτροπή αιτιολόγησε με επάρκεια και σαφήνεια την αξιολόγηση της αιτήτριας με το γενικό χαρακτηρισμό "Πάρα πολύ καλά" και του ενδιαφερομένου μέρους με "Εξαιρετικά" στη συνέντευξη και η βαρύτητα την οποία απέδωσε στο στοιχείο τούτο ήταν η δέουσα. (Δέστε και, Αριστοτέλους ν. Δημοκρατία, Α.Ε. 1841, ημερομηνίας 16.9.98 και Δημητρίου ν. Δημοκρατία, ανωτέρω).

Η ρυθμιστική βαρύτητα του κριτηρίου της αρχαιότητας σε θέσεις πρώτου διορισμού και προαγωγής και θέσεις υψηλές στην υπαλληλική ιεραρχία, όπως ήταν η επίδικη, είναι σύμφωνα με τη νομολογία, περιορισμένη. (Δέστε σχετικά, Αριστοτέλους ν. Δημοκρατία, ανωτέρω, Θεοκλήτου ν. Δημοκρατία, Α.Ε. 2366, ημερομηνίας 13.7.99 και Δημοκρατία κ.α. ν. Μιχαηλίδη, Α.Ε. 2536 κ.α., ημερομηνίας 26.11.99).

Ο γενικός ισχυρισμός ο οποίος εγέρθηκε, ότι τα προσόντα της αιτήτριας ήταν άρρηκτα συνυφασμένα με τη φύση των καθηκόντων της θέσης ενώ τέτοια ή ανάλογα προσόντα δεν κατείχε το ενδιαφερόμενο μέρος, χωρίς οποιοδήποτε προσδιορισμό του συγκεκριμένου προσόντος για το οποίο εγέρθηκε η σχετική εισήγηση, παρέμεινε αόριστος και αναπόδεικτος και ως εκ τούτου απορρίπτεται.

Αποτελεί πάγια αρχή ότι σε θέσεις ανώτερες στην υπαλληλική ιεραρχία όπως η επίδικη, παρέχεται στο όργανο ευρεία ευχέρεια στάθμισης και ουσιαστικής εκτίμησης των νομίμων κριτηρίων προς το σκοπό πρόκρισης του καταλληλότερου υποψηφίου, δεν υπάρχει υποχρέωση ειδικότερης αιτιολόγησης για το χαρακτηρισμό ενός υποψηφίου ως υπερτερούντα και η ευχέρεια αυτή δεν ελέγχεται εκτός εάν αποδειχθεί ότι αγνοήθηκε υποψήφιος ο οποίος υπερείχε έκδηλα του επιλεγέντος. (Δέστε σχετικά Κάννα Μιχαηλίδου ν. Δημοκρατία Α.Ε. 1861, ημερομηνίας 16.2.98, Βασιλείου κ.α. ν. Δημοκρατία, Α.Ε. 1524, ημερομηνίας 27.2.97 και Σιανά ν. Δημοκρατία, Α.Ε. 1711, ημερομηνίας 19.7.99).

Εφόσον η Επιτροπή ρητά ανέφερε ότι έλαβε υπόψη την υπεροχή των άλλων δύο υποψηφίων, περιλαμβανομένης και της αιτήτριας, σε αρχαιότητα έναντι του ενδιαφερομένου μέρους και δεν προκύπτει πλάνη περί τα πράγματα ή υπέρβαση των ακραίων ορίων της διακριτικής εξουσίας του αρμοδίου οργάνου, ούτε έκδηλη υπεροχή της αιτήτριας έναντι του ενδιαφερομένου μέρους, η κρίση της Επιτροπής ως προς την ουσιαστική καταλληλότητα του ενδιαφερομένου μέρους δεν μπορεί να προσβληθεί επιτυχώς.

Η προσφυγή απορρίπτεται και η επίδικη απόφαση επικυρώνεται, με έξοδα σε βάρος της αιτήτριας.

 

 

Π. Αρτέμης,

Δ.

/Χ.Π.


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο