ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ

Έρευνα - Κατάλογος Αποφάσεων - Εμφάνιση Αναφορών (Noteup on) - Αφαίρεση Υπογραμμίσεων


ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ

ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ

Υπόθεση Αρ. 1106/98

ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.

Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος

Μεταξύ:

1. Νίκος Κόνιας Εστέιτς Λτδ

2. Μ. Καπετάνιου Εστέιτς Λτδ

3. Νίκος Α. Κόνιας

Αιτητών

και

Κυπριακής Δημοκρατίας διά μέσω

Υπουργού των Οικονομικών

Καθ΄ων η Αίτηση

--------------

22 Μαρτίου 2000

Για τους Αιτητές: κ. Α. Λάντος.

Για τους Καθ΄ων η Αίτηση: κα. Ζαννέτου-Χριστοδουλίδου, δικηγόρος της Δημοκρατίας Α', εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.

---------------

A Π Ο Φ Α Σ Η

Οι τρεις Αιτητές ζητούν ακύρωση της απόφασης του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος η οποία περιέχεται σε επιστολή του ημερομηνίας 25.9.1998 και με την οποία αποφάσισε να αναθεωρήσει τους λογαριασμούς που υπέβαλαν ως κοινοπραξία για τα έτη 1990 και 1991.

Οι τρεις Αιτητές είχαν ιδρύσει κοινοπραξία στις 4.9.1987 ως προς την ανάπτυξη κτήματος, με συμμετοχή κατά ένα τρίτο έκαστος. Το εισόδημα της κοινοπραξίας προήρχετο από την πώληση οικιών και καταστημάτων που ανηγέρθησαν στο εν λόγω κτήμα. Οι Αιτητές υπέβαλαν φορολογικές δηλώσεις με εξηλεγμένους λογαριασμούς για την κοινοπραξία για τα φορολογικά έτη 1990 και 1991 στις 24.6.1991 και 3.12.1992 αντίστοιχα. Το 1996-1997 ο Έφορος έστειλε στις δύο Αιτήτριες Εταιρείες αρχικές και πρόσθετες ειδοποιήσεις επιβολής φορολογίας για το έτος 1990 που βασίζοντο στο ότι το κέρδος ύψους £84.752 που είχε δηλωθεί, ως προκύψαν από την πώληση οικιών, για το 1991 είχε πραγματοποιηθεί το 1990. Ως εκ τούτου, οι λογαριασμοί για το 1990 τροποποιήθησαν και η επιβληθείσα για το 1990 φορολογία καθορίσθηκε ανάλογα. Οι δύο Αιτήτριες Εταιρείες διαμαρτυρήθησαν για την τροποποίηση των λογαριασμών ως μη αιτιολογημένη και ανίσχυρη και διατυπώνοντας τη θέση ότι το φορολογικό έτος 1990 θα έπρεπε να θεωρηθεί ως κλειστό και οι φορολογίες να ακυρωθούν. Ο Έφορος ζήτησε στοιχεία αναφορικά με την ημερομηνία σύνδεσης του ηλεκτρικού ρεύματος στις οικίες καθ΄όσον η θέση των Αιτητών ήταν ότι το έργο δεν είχε συμπληρωθεί το 1990 αλλά το 1991 και έτσι το κέρδος δεν μπορούσε να θεωρηθεί ότι προέκυψε το 1990. Η ΑΗΚ τον πληροφόρησε ότι η ηλεκτροδότηση για τις εννέα οικίες άρχισε για μεν τις υπ΄αριθμό 1-7 στις 24.8.1989 για δε τις υπ΄αριθμό 8 και 9 στις 6.10.1989, και για τα τέσσερα καταστήματα στις 18.6.1992 όσον αφορά τα υπ΄αριθμό 2-4 και στις 13.4.1993 όσον αφορά το υπ΄αριθμό 1. Η άποψη των Αιτητών ήταν ότι οι οικίες και τα καταστήματα συνιστούσαν ενιαίο έργο, αφού μάλιστα τα σχέδια και η άδεια οικοδομής εκδόθησαν ταυτόχρονα, το οποίο συμπληρώθηκε το 1991, ενώ ο Έφορος είχε την άποψη ότι δεν επρόκειτο για ενιαίο έργο αφού οι οικίες συμπληρώθησαν και παραδόθησαν το 1989 ενώ τα καταστήματα συμπληρώθησαν το 1991 και παραδόθησαν το 1992. Μετά από περαιτέρω έρευνα που αφορούσε τα βιβλία και τα αποδεικτικά στοιχεία της κοινοπραξίας, ο Έφορος απέρριψε τις ενστάσεις με την επιστολή της 25.9.1998 στην οποία περιέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση και βεβαίωσε τις επιβληθείσες φορολογίες για το 1990. Στην επιστολή παρατηρούσε ότι το έργο αποτελείτο από δύο φάσεις, και μάλιστα στα βιβλία ετηρούντο δύο ξεχωριστοί λογαριασμοί, ήτοι την πρώτη φάση των εννέα οικιών και τη δεύτερη φάση των τεσσάρων καταστημάτων. Ότι τα κόστα ανέγερσης που έγιναν το 1991 αφορούσαν κατά κύριο λόγο τη δεύτερη φάση. Και ότι η συμπλήρωση της πρώτης φάσης εβεβαιώνετο και από την παροχή ρεύματος στις εννέα οικίες το 1989, ενώ η παροχή ρεύματος στα καταστήματα έγινε το 1992.

Πέραν της τοποθέτησης της επί της ουσίας της προσφυγής, η ευπαίδευτη συνήγορος για τη Δημοκρατία εγείρει και προδικαστική ένσταση ότι η προσφυγή δεν μπορεί να εξετασθεί όσον αφορά το φορολογικό έτος 1991 αφού οι επιβληθείσες φορολογίες αφορούν μόνο το φορολογικό έτος 1990. Διαφεύγει όμως στο επιχείρημα αυτό το τι προσβάλλεται με την προσφυγή. Η προσφυγή δεν προσβάλλει οποιαδήποτε φορολογία για το 1991, ούτε θα μπορούσε βέβαια αφού τέτοια φορολογία όντως δεν επεβλήθη παρά μόνο για το 1990. Προσβάλλει την απόφαση για αναθεώρηση των λογαριασμών, οι οποίοι υπεβλήθησαν τόσο για το 1991 όσο και για το 1990. Και η απόφαση συναρτάται ευθέως προς το 1991 από αυτή την άποψη αφού θεωρεί το παρουσιαζόμενο ως προκύψαν το 1991 κέρδος ως προκύψαν όχι το 1991 αλλά το 1990. Οι λογαριασμοί του 1991 επομένως επηρεάζονται από την απόφαση αφού το εν λόγω κέρδος μεταφέρεται από το 1991 στο 1990 στους λογαριασμούς. Η ένσταση αυτή λοιπόν δεν ευσταθεί.

Στη γραπτή αγόρευση της η κα. Ζαννέτου εγείρει και άλλη προδικαστική ένσταση, ότι ο τρίτος Αιτητής στερείται εννόμου συμφέροντος να προσβάλλει την απόφαση καθ΄όσον ο ίδιος δεν υπέβαλε ένσταση κατά της αρχικής απόφασης του Εφόρου με την οποία επιβλήθηκε η φορολογία για το 1990, που αποτελεί προϋπόθεση για την άσκηση προσφυγής σύμφωνα με το άρθρο 20(1) των περί Βεβαιώσεως και Εισπράξεως Φόρων Νόμων. Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τους Αιτητές όμως ορθώς παρατηρεί ότι ο Έφορος χειρίστηκε τις ενστάσεις ως να αφορούσαν και τους τρεις Αιτητές, αφού μάλιστα η ίδια η επιστολή στην οποία περιέχεται η προσβαλλόμενη απόφαση απευθύνεται και προς τους τρεις και στην ένσταση ως υποβληθείσα εκ μέρους όλων. Εξ άλλου, η απόφαση του Εφόρου, εφ΄όσον επηρέαζε την κοινοπραξία, αφορούσε εξ ίσου και τον τρίτο Αιτητή. Παρατηρώ δε περαιτέρω ότι, όπως ήδη διαπιστώθηκε, η προσβαλλόμενη απόφαση δεν είναι αυτή καθ΄αυτή η επιβολή φορολογίας για το 1990 αλλά η αναθεώρηση των λογαριασμών, ώστε το άρθρο 20(1) να μην είναι ευθέως σχετικό και εν πάση περιπτώσει ο τρίτος Αιτητής να έχει έννομο συμφέρον καθ΄όσον επηρεάζετο από την απόφαση. Ούτε και αυτή η ένσταση ευσταθεί.

Επί της ουσίας της προσφυγής, η βασική θέση του κ. Λάντου στην αγόρευση του είναι ότι οι οικίες και τα καταστήματα συνιστούσαν ενιαίο έργο το οποίο ολοκληρώθηκε το 1991. Η επιλεγείσα και χρησιμοποιηθείσα μέθοδος στους λογαριασμούς ήταν εκείνη της ουσιαστικής συμπληρώσεως, σύμφωνα με τη διοικητική οδηγία στην ΚΔΠ 340/89, ότι τα κέρδη θεωρούνται ότι αποκτήθησαν κατά το έτος που η εργασία πιστοποιείται ότι συμπληρώθηκε κατά το 90% άσχετα από το πότε εισεπράχθησαν τα έσοδα. Το 1990 το ποσοστό συμπλήρωσης ολόκληρου του έργου ήταν κάτω του 90% και έτσι τα κέρδη δεν μπορούσαν να θεωρηθούν ότι πραγματοποιήθησαν το 1990 παρά μόνο το 1991 που συμπληρώθηκε. Ο κ. Λάντος διαφωνεί με τη διαπίστωση του Εφόρου ότι το έργο συνίστατο σε δύο φάσεις, μία των κατοικιών που συμπληρώθηκε το 1990 και μία των καταστημάτων που συμπληρώθηκε το 1991, παραπέμποντας ιδιαίτερα στη μία και μόνη άδεια οικοδομής που είχε εκδοθεί για το όλο έργο ως ενιαία μονάδα χωρίς διαχωρισμό σε φάσεις. Υποστηρίζει δε ως εκ τούτου ότι η άσκηση της διακριτικής εξουσίας του Εφόρου υπήρξε πεπλανημένη. Περαιτέρω, εισηγείται ότι η απόφαση δεν είναι δεόντως αιτιολογημένη.

Η κα. Ζαννέτου στη δική της αγόρευση εισηγείται ότι η απόφαση του Εφόρου να θεωρήσει το έργο ως συνιστάμενο από δύο χωριστές φάσεις ήταν εύλογα επιτρεπτή με βάση τα ενώπιον του στοιχεία και ότι οι Αιτητές δεν έχουν ανατρέψει το βάρος το οποίο φέρουν να αποδείξουν ότι υπήρξε πλάνη απολήγουσα σε υπέρβαση της διακριτικής εξουσίας του Εφόρου. Εισηγείται επίσης ότι η αιτιολογία της απόφασης περιέχεται στην ίδια την απόφαση και προκύπτει από τα στοιχεία στα οποία αυτή αναφέρεται και τα οποία ήσαν ενώπιον του Εφόρου. Οι Αιτητές, λέγει, δεν παρουσίασαν οποιαδήποτε στοιχεία που να αντιστρατεύονται την άποψη του Εφόρου και να την καθιστούν πεπλανημένη ή αναιτιολόγητη.

Συμφωνώ ευθέως και πλήρως με την κα. Ζαννέτου. Το κρινόμενο, όπως λέγει και ο κ. Λάντος, είναι το εύλογα επιτρεπτό της απόφασης σε συνάρτηση προς τα ενώπιον του Εφόρου στοιχεία. Και αυτά καθιστούσαν εύλογη την άποψη του Εφόρου ότι δεν επρόκειτο περί ενός ενιαίου έργου αλλά περί έργου εις δύο χωριστές φάσεις, έκαστη των οποίων έπρεπε να κριθεί με τα δικά της δεδομένα. Το ότι είχαν γίνει ενιαία σχέδια και είχε εκδοθεί μια άδεια οικοδομής, που συνηγορούσε υπέρ του χαρακτηρισμού του έργου ως ενιαίου, δεν ήταν το μόνο στοιχείο ενώπιον του Εφόρου. Αν και αυτό χαρακτήριζε το έργο ως ενιαίο στον αρχικό προγραμματισμό του, δεν θα μπορούσε να έχει αποκλειστική σημασία ώστε να εξουδετερώσει τα άλλα στοιχεία που αφορούσαν αυτή ταύτη την πραγμάτωση του έργου. Στην πραγματικότητα, τα άλλα στοιχεία αναιρούσαν τη σημασία του ενιαίου των σχεδίων και της άδειας και καταδείκνυαν ότι επρόκειτο περί έργου εις δύο φάσεις. Οι οικίες συμπληρώθησαν, παραδόθησαν και ηλεκτροδοτήθησαν δύο χρόνια πριν από τα καταστήματα, μάλιστα δε ετηρούντο δύο χωριστοί λογαριασμοί στα βιβλία της κοινοπραξίας για τις οικίες και για τα καταστήματα. Ο Έφορος μπορούσε εύλογα να βασισθεί στα δεδομένα αυτά για να καταλήξει ότι επρόκειτο για έργο σε δύο φάσεις, μία των οικιών, η ουσιαστική συμπλήρωση της οποίας ήταν το 1990, και μία των καταστημάτων, η ουσιαστική συμπλήρωση της οποίας όντως δεν ήταν το 1990. Δεν βλέπω πως μπορεί να λεχθεί ότι οι Αιτητές έχουν αποσείσει το βάρος που είχαν να αποδείξουν ότι η άποψη αυτή λήφθηκε υπό πλάνη και δεν ήταν εύλογα επιτρεπτή με βάση το σύνολο των στοιχείων που ήσαν ενώπιον του Εφόρου.

Ακόλουθα, η απόφαση είναι και δεόντως αιτιολογημένη. Η πλήρης αιτιολογία της περιέχεται ιδιαίτερα στην ίδια την απόφαση στην οποία ο Έφορος αναφέρει αναλυτικά τα στοιχεία στα οποία βασίσθηκε και τους λόγους για τους οποίους κατέληξε στην άποψη του, συναρτάται δε προς το σύνολο των ενώπιον του Εφόρου στοιχείων.

Δεν διαπιστώνεται λοιπόν έρεισμα στην προσφυγή η οποία ως αποτέλεσμα αποτυγχάνει και απορρίπτεται.

Οι Αιτητές θα καταβάλουν τα έξοδα της Δημοκρατίας.

 

 

 

Δ. Χατζηχαμπής

Δ.

 

 

 

 

 

/ΚΧ"Π


cylaw.org: Από το ΚΙΝOΠ/CyLii για τον Παγκύπριο Δικηγορικό Σύλλογο