ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
Υπόθεση Αρ. 1031/98
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΧΑΤΖΗΧΑΜΠΗ, Δ.
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος
Μεταξύ:
Κορνηλίας Χριστοφή, από τη Λευκωσία
Αιτήτριας
και
Εφόρου Φόρου Εισοδήματος
Καθ΄ου η Αίτηση
--------------
15 Μαρτίου 2000
Για την Αιτήτρια: κ. Μιχαήλ για Παπαχαραλάμπους και Αγγελίδη.
Για τον Καθ΄ου η Αίτηση: κ. Γ. Λαζάρου, Δικηγόρος της Δημοκρατίας Α', εκ μέρους του Γενικού Εισαγγελέα.
--------------------------
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Η Αιτήτρια κα. Χριστοφή ζητά ακύρωση της απόφασης του Εφόρου Φόρου Εισοδήματος, η οποία της κοινοποιήθηκε με επιστολή ημερομηνίας 15.10.1998 και με την οποία κλήθηκε να καταβάλει την επιβληθείσα φορολογία του εισοδήματος της για το 1991, ανερχόμενη, σύμφωνα με επισυνημμένη κατάσταση λογαριασμού, σε £3,745.06 πλέον τόκους και πρόστιμο, εντός 15 ημερών, άλλως θα ελαμβάνοντο μέτρα προς είσπραξη της.
Αρχικά ο Έφορος είχε επιβάλει στην κα. Χριστοφή φορολογία με βάση την κρίση του, εφ΄όσον αυτή δεν είχε υποβάλει δήλωση εισοδήματος. Η κα. Χριστοφή υπέβαλε ένσταση στη φορολογία αυτή και ακολούθως δήλωση εισοδήματος για το 1991. Στις 3.2.1998 ο Έφορος έκανε δεκτή την ένσταση της, παρά το ότι ήταν εκπρόθεσμη, και της επέβαλε την αναφερθείσα φορολογία με βάση την ίδια τη δήλωση της η οποία και της κοινοποιήθηκε μέσω του συζύγου της. Στις 26.6.1998, και εφ΄όσον η κα. Χριστοφή δεν είχε καταβάλει τον οφειλόμενο φόρο, της εστάλη σχετική επιστολή, οπότε ο σύζυγος της ζήτησε παράταση πληρωμής μέχρι το Σεπτέμβριο, η οποία και εδόθη. Εφ΄όσον όμως και πάλι δεν επληρώθη ο φόρος, εστάλη η επιστολή της 15.10.1998.
Ο μόνος ισχυρισμός της κας. Χριστοφή στην προσφυγή της είναι ότι παρέλαβε την ειδοποίηση της 15.10.1998 χωρίς να της είχε προηγουμένως αποσταλεί η σχετική βεβαίωση. Στη γραπτή αγόρευση του ο ευπαίδευτος συνήγορος για την κα. Χριστοφή δεν συζητά το θέμα αυτό, εισηγείται όμως ότι η προσβαλλόμενη απόφαση
λήφθηκε χωρίς τη διεξαγωγή δέουσας έρευνας στα εισοδήματα της κας. Χριστοφή και, ως εκ τούτου, στερείται και αιτιολογίας. Απαντά δε στην προβαλλόμενη στην ένσταση της Δημοκρατίας θέση ότι η προσβαλλόμενη απόφαση στερείται εκτελεστότητας, λέγοντας ότι έχει εκτελεστότητα καθ΄όσον συνεπάγεται τη λήψη μέτρων προς είσπραξη του φόρου μετά την πάροδο της προθεσμίας.Ο ευπαίδευτος συνήγορος για τη Δημοκρατία, στη γραπτή αγόρευση του, αναφερόμενος στο θέμα της εκτελεστότητας, παρατηρεί ότι η προσβαλλόμενη απόφαση είναι απλώς βεβαιωτική της προηγηθείσας επιβολής φορολογίας και δεν εκφράζει τη βούληση της διοίκησης ως προς τη διαμόρφωση των υποχρεώσεων της κας. Χριστοφή αλλά απλώς την καλεί να εκπληρώσει τις ήδη καθορισθείσες υποχρεώσεις της, κάνοντας σχετική αναφορά
στη νομολογία. Ο κ. Λαζάρου εισηγείται επίσης ότι η κα. Χριστοφή εν πάση περιπτώσει δεν έχει έννομο συμφέρον να προσβάλει τη φορολογία αφού αυτή επεβλήθη με βάση την ίδια τη δική της δήλωση εισοδήματος και έτσι συναίνεσε σε αυτή, απορρίπτοντας και την εισήγηση για έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας.Στο στάδιο των διευκρινίσεων ο ευπαίδευτος συνήγορος για την κα. Χριστοφή ζήτησε και εκ συμφώνου εδόθησαν οδηγίες για προσαγωγή μαρτυρίας υπό μορφή ενόρκων δηλώσεων ως προς τον ισχυρισμό ότι η κα. Χριστοφή δεν είχε πάρει την ειδοποίηση επιβολής φορολογίας. Μετά όμως από την καταχώριση των ενόρκων δηλώσεων εκ μέρους του Εφόρου, ο κ. Μιχαήλ εδήλωσε ότι δεν θα επέμενε στο θέμα αυτό, αποσύροντας τον ανάλογο ισχυρισμό και περιοριζόμενος στα θέματα της εκτελεστότητας της προσβαλλόμενης απόφασης, της δέουσας έρευνας και της αιτιολογίας.
Η υπόθεση κρίνεται ευθέως επί της προδικαστικής ενστάσεως όσον αφορά την εκτελεστότητα. Πρόκειται περί κλασσικής περίπτωσης μη εκτελεστής πράξης, όπως αποκαλύπτει η νομολογία στην οποία αναφέρεται και ο κ. Λαζάρου. Η βούληση της διοίκησης με την οποία διαμορφώθησαν οι υποχρεώσεις της κας. Χριστοφή ήταν η ίδια η ειδοποίηση επιβολής φορολογίας, για την οποία και δεν τίθεται πλέον θέμα ότι δεν ελήφθη, με αποτέλεσμα να είχε καταστεί εκτελεστή. Ήταν αυτή που καθόρισε την καταβλητέα από την κα. Χριστοφή φορολογία για το 1991 και αυτή όχι μόνο δεν αμφισβητήθηκε, παρά μόνο έγινε αποδεκτή αφού ζητήθηκε και παράταση χρόνου για την πληρωμή του φόρου, αλλά και δεν προσβάλλεται με την προσφυγή και ούτε θα μπορούσε πλέον να προσβληθεί εφ΄όσον ο χρόνος προσβολής της παρήλθε προ πολλού. Τα περιεχόμενα στην προσβαλλόμενη επιστολή της 15.10.1998 δεν συνιστούν νέα ή άλλη εκτελεστή διοικητική πράξη. Εδραζόμενα στην ήδη ληφθείσα απόφαση της επιβολής φορολογίας, απλώς παραπέμπουν στην καθορισθείσα υποχρέωση της κας. Χριστοφή την οποία και την καλούν να εκπληρώσει. Η προειδοποίηση λήψης μέτρων είσπραξης του φόρου αν αυτός δεν καταβληθεί εντός της τασσομένης προθεσμίας σαφώς δεν συνιστά εκτελεστή διοικητική πράξη παρά μόνο παραπέμπει στις συνέπειες της μη συμμόρφωσης προς τα ήδη καθορισθέντα.
Εν πάση περιπτώσει όμως, και επί της ουσίας της προσφυγής δεν διαπιστώνεται έρεισμα. Ο κ. Λαζάρου είναι ορθός όταν λέγει ότι η κα. Χριστοφή ουσιαστικά στερείται εννόμου συμφέροντος να προσβάλει τη φορολογία, και αν ακόμα ήταν δυνατό να εξετασθεί η νομιμότητα της παρά το εκπρόθεσμο της προσφυγής ως προς αυτή, αφού η φορολογία επεβλήθη επί των στοιχείων που η ίδια η κα. Χριστοφή παρέσχε με τη δήλωση εισοδήματος της ως ορθά
και προφανώς αποδεκτά από την ίδια. Αυτό απαντά και το επιχείρημα για έλλειψη δέουσας έρευνας και αιτιολογίας. Δεν ετίθετο θέμα δέουσας έρευνας εφ΄όσον ο Έφορος ενήργησε με βάση τα δεδομένα που παρέσχε η κα. Χριστοφή, που συνιστά και την αιτιολογία της φορολογίας.Η προσφυγή λοιπόν αποτυγχάνει και απορρίπτεται.
Η Αιτήτρια θα καταβάλει τα έξοδα της Δημοκρατίας.
Δ. Χατζηχαμπής
Δ.
/ΚΧ"Π