ΠΑΓΚΥΠΡΙΟΣ ΔΙΚΗΓΟΡΙΚΟΣ ΣΥΛΛΟΓΟΣ
|
ΑΝΩΤΑΤΟ ΔΙΚΑΣΤΗΡΙΟ ΚΥΠΡΟΥ
ΑΝΑΘΕΩΡΗΤΙΚΗ ΔΙΚΑΙΟΔΟΣΙΑ
ΥΠΟΘΕΣΗ ΑΡ. 1029/98
ΕΝΩΠΙΟΝ: ΚΡΑΜΒΗ, Δ.
Αναφορικά με το άρθρο 146 του Συντάγματος.
Μεταξύ:
Κορνηλίας Χριστοφή, από τη Λευκωσία,
Αιτήτριας,
- και -
Εφόρου Φόρου Εισοδήματος,
Καθ΄ων η αίτηση.
- - - - - -
2 Μαρτίου, 2000
.Για την αιτήτρια: κ. Α. Παπαχαραλάμπους.
Για τους καθ΄ων η αίτηση: κ. Γ. Λαζάρου.
- - - - - -
Α Π Ο Φ Α Σ Η
Στις 5.12.96 ο Εφορος Φόρου Εισοδήματος ("ο Εφορος"), επέβαλε στην αιτήτρια αρχική φορολογία για το φορολογικό έτος 1989 με βάση την κρίση του επειδή η αιτήτρια παρέλειψε να υποβάλει δήλωση του εισοδήματός της.
Η αιτήτρια εκπροθέσμως υπέβαλε ένσταση στις 24.10.97. Η ένσταση έγινε δεκτή από τον Εφορο ο οποίος, με βάση τη δήλωση εισοδήματος της αιτήτριας ημερομηνίας 28.1.1998, επέβαλε στις 6.2.1998 φορολογία για το επίδικο έτος. Η φορολογία δόθηκε διά χειρός στο σύζυγο της αιτήτριας κ. Ανδρέα Χριστοφή.
Στις 26.6.1998 το Γραφείο Είσπραξης Φόρων έστειλε επιστολή στην αιτήτρια με την οποία την πληροφορούσε για τις φορολογικές της υποχρεώσεις. Ζητήθηκε εκ μέρους της παράταση του χρόνου αποπληρωμής του οφειλόμενου φόρου μέχρι το Σεπτέμβριο του ιδίου χρόνου.
Δόθηκε η παράταση που είχε ζητηθεί, χωρίς ωστόσο, να πληρωθεί ο οφειλόμενος φόρος.
Το Γραφείο Είσπραξης Φόρων έστειλε στην αιτήτρια νέα επιστολή ημερομηνίας 15.10.1998 που είχε τίτλο "Πρώτη και τελευταία Ειδοποίηση" με την οποία προειδοποιούσε την αιτήτρια για λήψη δικαστικών μέτρων αν δεν εκπλήρωνε την υποχρέωσή της εντός τακτής προθεσμίας.
Με την παρούσα προσφυγή η αιτήτρια ζητά την ακόλουθη θεραπεία:
"Απόφαση και/ή διακήρυξη του Δικαστηρίου ότι η φορολογία του έτους 1989 που κοινοποιήθηκε στην αιτήτρια ημερ. 15.10.98 (τεκμ. 1) είναι άκυρη και/ή παράνομη και/ή εστερημένη οιασδήποτε νομικής ισχύος."
Ο ισχυρισμός που προβάλλεται στην αίτηση ότι η αιτήτρια παρέλαβε την ειδοποίηση για λήψη δικαστικών μέτρων χωρίς να της είχαν σταλεί προηγουμένως οι σχετικές βεβαιώσεις εγκαταλείφθηκε.
Ο δικηγόρος του καθ΄ ου η αίτηση πρόβαλε προδικαστική ένσταση ότι η προσβαλλόμενη πράξη δεν αποτελεί εκτελεστή διοικητική πράξη αλλά πράξη εκτελέσεως.
Σύμφωνα με την πάγια νομολογία του Ανωτάτου Δικαστηρίου σε αναθεωρητικό έλεγχο με βάση το άρθρο 146 του Συντάγματος υπόκεινται μόνο πράξεις εκτελεστές. Συνεπώς, η εκτελεστότητα της διοικητικής πράξης είναι προϋπόθεση για το παραδεκτό της προσφυγής. Δεν είναι εκτελεστή η πράξη με την οποία η διοίκηση βεβαιώνει ή επαναλαμβάνει το περιεχόμενο άλλης προγενέστερης εκτελεστής πράξης. Δεν είναι επίσης εκτελεστή η πράξη όταν είναι πληροφοριακού χαρακτήρα ή όταν με αυτή εκφράζεται πρόθεση και όχι βούληση της διοίκησης, όπως για παράδειγμα μια επιστολή με την οποία καλείται ο διοικούμενος να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις του και συνάμα πληροφορείται πως αν δεν συμμορφωθεί θα ληφθούν εναντίον του δικαστικά μέτρα. Βλ.
Makris and Another v. Republic (1984) 3 CLR 10.Δεν είναι επίσης εκτελεστή η πράξη η οποία εκδίδεται μετά την έκδοση άλλης εκτελεστής πράξης όταν με την πρώτη εκδοθείσα εκτελεστή πράξη έχει επέλθει το επιδιωκόμενο έννομο αποτέλεσμα ενώ με τη δεύτερη που ακολούθησε απλά επιδιώκεται η εκτέλεση της πρώτης. Παράδειγμα τέτοιων μη εκτελεστών πράξεων είναι οι πράξεις οι οποίες σχετίζονται με την είσπραξη επιβληθέντος φόρου. Βλ.
Kolokassides v. Republic (1965) 3 CLR 542.Στην προκείμενη περίπτωση η προσβαλλόμενη πράξη δεν είναι εκτελεστή διοικητική πράξη. Είναι πράξη η οποία εκδόθηκε μετά την έκδοση εκτελεστής διοικητικής πράξης δηλαδή της φορολογίας ημερ. 6.2.1998 που επιβλήθηκε στην αιτήτρια. Με την προσβαλλόμενη πράξη η διοίκηση αποβλέπει στην εκτέλεση της εκτελεστής διοικητικής πράξης της φορολογίας δηλαδή την είσπραξη του οφειλόμενου φόρου.
Η προσφυγή αποτυγχάνει και απορρίπτεται. Τα έξοδα της Δημοκρατίας να καταβληθούν από την αιτήτρια.
B>
Α. Κραμβής, Δ.
ΣΦ.